Τώρα που κόπασε η πανδημία του Covid-19 στη χώρα και η ζωή μας επανήλθε σε κάποια πιο φυσιολογική κατάσταση, είναι καιρός νομίζω να κάνουμε μια νηφάλια αξιολόγηση από νομικής σκοπιάς στα μέτρα που λήφθηκαν τους δύο μήνες που υπήρχε η καραντίνα (lockdown). Και τούτο το αναφέρω έχοντας κατά νου τις δηλώσεις του Έντιμου Γενικού Εισαγγελέα στις 16 Μαρτίου στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, μόλις δηλαδή άρχισαν να λαμβάνονται τα πρώτα μέτρα. Κληθείς τότε να σχολιάσει τις αντιδράσεις μέσω δηλώσεων κάποιων νομικών για αυτό που ονόμασαν απαγόρευση εισόδου των Κυπρίων φοιτητών του εξωτερικού στην Κύπρο, τις χαρακτήρισε «…εξ ανέσεως θεωρίες χωρίς εμπεριστατωμένη μελέτη», το δε μέτρο το χαρακτήρισε ως «νομικά υποφερτή λύση υπό τις περιστάσεις».
Αυτό λοιπόν το μέτρο που λήφθηκε κάτω από το φόβο ότι θα εισαγόταν ο ιός από το εξωτερικό μέσω της καθόδου των χιλιάδων φοιτητών που θα έρχονταν από χώρες με υψηλό αριθμό κρουσμάτων, θα το χαρακτήριζα ως εσφαλμένο, εξ’ ου και η Κυβέρνηση το μάζεψε άρον άρον. Κατά τη γνώμη μου όμως δεν αποτελούσε ευθεία παραβίαση του άρθρου 14 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι σε κανένα πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν απαγορεύεται η είσοδος στο έδαφος της. Και τούτο γιατί δεν απαγορεύτηκε η είσοδος, αλλά για να γίνει τούτο απαιτείτο η επίδειξη ενός πιστοποιητικού εξέτασης για τον ιό. Αν θεωρηθεί ότι η εξέταση ήταν αδύνατον να γίνει, όπως υποστηρίχθηκε, είτε γιατί τα Κέντρα στο εξωτερικό λόγω φόρτου εργασίας, κάτι που γνώριζαν οι δικές μας Αρχές, δεν προέβαιναν σε εξέταση, είτε γιατί δεν είχαν κάνει κάποια συμφωνία να εξετάζονται οι Κύπριοι πολίτες, τότε δια της πλαγίας οδού υπήρξε τέτοια παραβίαση και ανοίγει έτσι ο δρόμος για προσφυγές στα Δικαστήρια. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποδειχθεί σύνδεση πράξης ή παράλειψης των οργάνων της Κυπριακής Δημοκρατίας, όποια κι αν είναι αυτά με την αδυναμία απόκτησης του πιστοποιητικού, που είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός. Η μία και μοναδική περίπτωση που μέχρι τώρα ελέγχθηκε δικαστικά το μέτρο αυτό ήταν στην απόφαση του Δικαστή του Διοικητικού Δικαστηρίου κ. Κωμοδρόμου στην Προσφυγή 301/2020. Στην Προσφυγή αυτή δεν εξετάστηκε η ουσία του θέματος, αλλά μόνο στα πλαίσια της αρμοδιότητας του συγκεκριμένου Δικαστηρίου. Επίσης η απόφαση ημερομηνίας 16 Απριλίου 2020 αφορούσε αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος κι όχι της κυρίως αίτησης, αν και καθορίστηκε σε αυτή ότι η επιλογή της Προσφυγής από την Αιτήτρια δεν ήταν ορθή υπό τις περιστάσεις (βλ. απόφαση στο CYLAW). Το ζήτημα το πιο πιθανόν είναι να επιλυθεί στα πλαίσια Αγωγής για παραβίαση Συνταγματικού Δικαιώματος και πιθανότερα στο πλαίσιο Έφεσης της στο Ανώτατο Δικαστήριο, που θα καταχωρήσει ο χαμένος διάδικος, όποιος κι αν είναι αυτός.
Πολύς λόγος έγινε και για τους διάφορους περιορισμούς στη μετακίνηση των πολιτών, τα μηνύματα, τα προστίματα και φυσικά τη φυλάκιση του 35χρονου που αποφυλακίστηκε με Προεδρική Χάρη. Ο Περί Λοιμοκάθαρσης Νόμος με την πρόβλεψη για την έκδοση διαταγμάτων από τον Υπουργό Υγείας ασφαλώς έδιδε το δικαίωμα για τη λήψη μέτρων για να αντιμετωπιστεί η πανδημία από την εκτελεστική εξουσία. Στην Κύπρο όπως και σε άλλες χώρες τα μέτρα λαμβάνονταν κατόπιν διαβούλευσης των αρμόδιων Υπουργών με τους ειδικούς επιστήμονες, που ανέλυαν τα τρέχοντα δεδομένα και ως ειδικοί εισηγούνταν τρόπους αντιμετώπισης της κατάστασης. Ο περιορισμός των μετακινήσεων εντός της επικράτειας για λόγους δημόσιας υγείας, όπως είναι η διασπορά ενός επικίνδυνου ιού, προβλέπεται από το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος. Αναφέρεται όμως ότι πρέπει να είναι αναγκαίοι, άρα τίθεται ευθέως ζήτημα αναλογικότητας. Δηλαδή θα πρέπει η υπάρχουσα κατάσταση όταν λαμβάνεται το κάθε μέτρο να είναι τέτοια που να δικαιολογεί την ένταση των μέτρων ή και το αντίστροφο μπορεί να πει κανείς.
Στην Κύπρο η πανδημία δεν πήρε σε καμία χρονική στιγμή μεγάλες διαστάσεις, όπως σε άλλες χώρες. Πάρα ταύτα τα μέτρα για τον περιορισμό των μετακινήσεων ήταν αυστηρά. Ήταν όμως δυσανάλογα και ξεπέρασαν τα όρια της αναλογικότητας; Η προσωπική μου εκτίμηση, όσο και αν κάποιοι εκ του αποτελέσματος, δηλαδή του χαμηλού αριθμού κρουσμάτων, μπορεί να υποστηρίξουν την αναγκαιότητα λήψης τους, είναι ότι μέρος των περιορισμών δε δικαιολογήθηκε επαρκώς. Η απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις 9.00 μ.μ. φερ’ ειπείν, θεωρώ με δεδομένο το κλείσιμο των κέντρων διασκέδασης, δεν έγινε αντιληπτό ποιο σκοπό εξυπηρετούσε, εκτός ίσως από τη δυσκολία της Αστυνομίας να επιτηρήσει τη συμμόρφωση των πολιτών εν καιρώ νυκτός. Αποτέλεσμα αυτού του μέτρου ήταν να προκύψει η πολυσυζητημένη υπόθεση του 35χρονου από την Επαρχία Αμμοχώστου, που του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης, γιατί πήγαινε στη συμβία του λίγη ώρα μετά τη «λήξη κυκλοφορίας».
Το μέτρο επίσης της αποστολής μηνύματος σε συγκεκριμένο αριθμό, το θεωρώ επίσης μη αντιληπτό. Παρ’ ότι φαίνεται απλή διαδικασία, πιστεύω ότι δεν εξυπηρετούσε κανένα σκοπό, τη στιγμή που ο έλεγχος των πολιτών γινόταν στο δρόμο, οπότε ο καθένας θα μπορούσε να στείλει ότι ήθελε ως προς το σκοπό εξόδου του.
Το δικαίωμα της συνάθροισης για σκοπούς θρησκευτικής λατρείας το οποίο απαγορεύτηκε, ζήτημα που εμπίπτει στο άρθρο 18 του Συντάγματος, ήταν επίσης περίπτωση δυσανάλογου περιορισμού παρά την τηλεοπτική μετάδοση ορθόδοξων λειτουργιών ως αντιστάθμιση. Εφόσον δεν υπήρχε μια καθολική απαγόρευση προσέλευσης σε κάθε περίκλειστο χώρο και λ.χ. στις υπεραγορές και στις κυβερνητικές υπηρεσίες υπήρχε παρουσία κόσμου, έστω και με περιορισμούς, τότε το ίδιο θα έπρεπε να συμβαίνει και με τους χώρους λατρείας.
Η προστασία του αγαθού της υγείας δεν αποτελεί τη δικαιολογία για κάθε είδους περιορισμό που επιβάλλει ένα Κράτος για να αντιμετωπίσει την εξάπλωση μιας πανδημίας. Υπάρχει το Σύνταγμα που οι αντοχές των προνοιών του δοκιμάζονται κυρίως σε ανώμαλες και ασυνήθιστες συνθήκες. Οφείλουμε σαν πολίτες με κοινωνική συνείδηση από τη μια να σεβόμαστε και να τηρούμε φυσικά τις αποφάσεις και τα διατάγματα μιας δημοκρατικά εκλεγμένης Κυβέρνησης που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων. Από την άλλη όμως δικαιούμαστε να τα αξιολογούμε και να υπερασπιζόμαστε με μαχητικότητα, εκεί και όπου χρειάζεται τα αναφαίρετα συνταγματικά μας δικαιώματα.