Οι Ασκούμενοι Δικηγόροι έχουν φωνή, δεν είναι ανδράποδα, και είναι ανήθικο να τους στερούν κάποιοι το σθένος και να κόβουν τα φτερά τους. Επομένως, με αφορμή τις περικοπές στο επίδομα των ασκούμενων δικηγόρων με το άρθρο αυτό εκθέτω κάποιες σκέψεις.
Περιληπτικά, οι ασκούμενοι δικηγόροι, οι οποίοι είναι ενταγμένοι στο Έργο Επιδότησης Ασκούμενων Δικηγόρων εώς 29 ετών, λαμβάνουν ή μάλλον λάμβαναν το μηνιαίο επίδομα των €650 για την περίοδο άσκησης τους. Περαιτέρω, το Έργο Επιδότησης Ασκούμενων Δικηγόρων συχρηματοδοτοτείται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) και την Πρωτοβουλία για την Απασχόληση των Νέων (ΠΑΝ). Η διάρκεια υλοποίησης του Έργου άρχισε την 01/09/2017 και υπολογίζεται να τερματισθεί στις 31/12/2021. Ο προϋπολογισμός πρόσκλησης ανέρχεται στο ποσό των € 12,000,000 με ποσοστό συνεισφοράς ΠΑΝ και ΕΚΤ 92%.
Όπως προανέφερα ανωτέρω, οι ασκούμενοι δικηγόροι λάμβαναν μηνιαία το ποσό των €650. Ακολούθως, το επίδομα μειώθηκε σε €638 μηνιαίως, συνεχίζει να μειώνεται σε €632 και όπως πληροφορήθηκα από τους αρμόδιους φορείς θα μειωθεί περισσότερο. Ο ισχυρισμός της μείωσης είναι η καταβολή συνεισφοράς στο ΓΕΣΥ. Αρκετοί ασκούμενοι, είχαν απορίες αναφορικά με τη συνεισφορά στο ΓΕΣΥ διότι πρόκειται για επίδομα, όχι μισθό και/ή εισόδημα, με βασική προϋπόθεση απόλαυσης του επιδόματος τη μη απασχόληση σε άλλη εργασία και τη μη λήψη άλλων εισοδημάτων και/ή μισθών. Ως εκ τούτου πολλοί διερωτώνται εάν οι λήπτες επιδόματος έχουν υποχρέωση συνεισφοράς στο ΓΕΣΥ και η κοινή γνώμη λέει ότι οι λήπτες επιδόματος απαλλάσσονται από συνεισφορές στο ΓΕΣΥ και τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις. Αυτό το διαβεβαίωσαν και άτομα που λαμβάνουν επίδομα, όχι το ίδιο με τους ασκούμενους άλλου είδους επίδομα που δεν παύει όμως να είναι επίδομα.
Αποφάσισα λοιπόν να προβώ σε έρευνα προς εξακρίβωση των προαναφερθέντων αμφιβολιών. Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχα με αρμόδιο από το ΓΕΣΥ, ερωτώντας κατά πόσον οι λαμβάνοντες επιδόματος είναι υποχρεωμένοι να συνεισφέρουν μηνιαίως στο ΓΕΣΥ, η απάντηση που έλαβα ήταν ότι εάν το επίδομα ΔΕΝ θεωρείται ως εισόδημα από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις τότε δεν υπάρχει αυτή η υποχρέωση. Σε δεύτερη τηλεφωνική επικοινωνία με αρμόδιο από το ΓΕΣΥ με πληροφόρησε ότι δεν αποκόπτεται ΓΕΣΥ από το συγκεκριμένο επίδομα. Έπειτα, σε τηλεφωνική επικοινωνία μου με τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων με πληροφόρησαν ότι αφής στιγμής δεν αποκόπτονται από το επίδομα μου Κοινωνικές Ασφαλίσεις τότε ΔΕΝ θεωρείται εισόδημα.
Εφόσον η τηλεφωνική επικοινωνία που είχα με τους αρμόδιους ήταν άκρως ασύνδετη με τις απαντήσεις που επιθυμούσα να λάβω, μετέβησα σε έρευνα της νομοθεσίας και συγκεκριμένα στην Κ.Δ.Π 37/2019 που αφορά τη διαδικασία είσπραξης, καταβολής και παρακράτησης εισφορών προς το ΓΕΣΥ. Πουθενά στη Κ.Δ.Π δεν υπήρχε πρόνοια που να αφορά τους λαμβάνοντες επιδόματος. Οδηγούμε στο συμπέρασμα ότι η Κ.Δ.Π είναι ελλιπής. Ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος του 2010 (59(I)/2010) ήταν εξίσου ασαφής αναφορικά με τους λαμβάνοντες επιδόματος, πρόνοια υπήρχε αναφορικά με τους λήπτες συγκεκριμένου επιδόματος, το οποίο όμως δεν αφορά τους ασκούμενους δικηγόρους. Θα έπρεπε θαρρώ, να θεσπιστεί προσωρινή νομοθεσία (αφού και το έργο επιδότησης ασκούμενων δικηγόρων είναι προσωρινό), η οποία να προβλέπει τουλάχιστον περιληπτικά τις αποκοπές που θα υφίσταται το εν λόγο επίδομα ώστε να μην δημιουργούνται ερωτήματα στους ασκούμενους δικηγόρους αναφορικά με τη νομιμότητα των περικοπών.
Εκπληρώθηκαν τρία τηλεφωνήματα σε αρμόδιους φορείς και έρευνα για τη σχετική νομοθεσία με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν περαιτέρω αμφιβολίες και συνάμα εύλογα ερωτήματα παρά τεκμηριωμένες απαντήσεις. Τελικά οι ασκούμενοι πληρώνουμε ΓΕΣΥ ή όχι; Μήπως το ΓΕΣΥ είναι το πέπλο κάλυψης πλουτισμού αγνώστων από τις περικοπές των Ασκούμενων Δικηγόρων? Μήπως οι ασκούμενοι δικηγόροι θεωρούνται όντα χωρίς φωνή επομένως καθίστανται αντικείμενο εκμετάλλευσης; Οι απαντήσεις που έλαβα από την τηλεφωνική επικοινωνία που είχα με τους αρμόδιους καθώς και η ασάφεια του νόμου, στάθηκε η αφορμή να επιθυμώ να εκφράσω τις απόψεις μου αναφορικά με τους ασκούμενους δικηγόρους και την κακομεταχείριση που φαίνεται να υφίστανται από τους αρμόδιους. Πιστεύω ακράδαντα πως ένας ασκούμενος δικηγόρος πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν «εργαζόμενος» και όχι σαν δούλος. Αν και ο ασκούμενος δεν είναι εργαζόμενος με την πλήρη έννοια του όρου αλλά «φοιτητής της πράξης», δηλαδή με την ανάκτηση του πτυχίου πέρασε το στάδιο της θεωρίας που αφορά τη δικηγορία και με την έναρξη της άσκησης του «σπουδάζει» τη πρακτική της θεωρίας που διδάχτηκε.
Eργασία είναι δούλεψη και υπηρεσία, γενικά μία χρονοβόρα διαδικασία που πρέπει να αμείβεται όταν γίνεται για λογαριασμό άλλου. Συνεπώς, ο ασκούμενος δεν παύει να εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο, να τηρεί ωράρια εργαζόμενου και να προβαίνει σε δραστηριότητες που αποσκοπούν στην εξέλιξη και/ή διευκόλυνση των εργασιών του δικηγορικού γραφείου. Ως εκ τούτου μπορεί να χαρακτηρισθεί ως έμμεσα εργαζόμενος ,αφού μεταξύ άλλων μόχθησε για να θεωρείται πτυχιούχος νομικής, και κατά την ένταξη του στο χώρο της δικηγορίας κάνει τα πρώτα βήματα προς την επιθυμητή για αυτόν επαγγελματική κατάρτιση, κατά συνέπεια θέλει να αμείβεται αξιοπρεπώς. Ένας ασκούμενος είναι γεμάτος όνειρα, στόχους, όρεξη και φιλοδοξίες, είναι άδικο φρονώ, αυτά να διασκορπίζονται στο βωμό της δουλοπρέπειας και εκμετάλλευσης.
Ουκ ολίγες φορές τέθηκε το επιχείρημα προς τους ασκούμενους ότι δεν πρέπει να παραπονούνται διότι παλιά οι ασκούμενοι έπαιρναν μόνο €250. Με απλά λόγια, θα έπρεπε να είμαστε ευγνώμονες που λαμβάνουμε αυτό το συγκεκριμένο επίδομα. Εγώ θεωρώ ότι όπως κάθε εργαζόμενος και/ή άτομο που συνεισφέρει θετικά σε εργασία και τηρεί συγκεκριμένο ωράριο, έτσι και οι ασκούμενοι, είναι αυτονόητο πως πρέπει να λαμβάνουν ένα αξιοπρεπές ποσό, και τα €650 είναι κάθε άλλο παρά αξιοπρεπές επίδομα και παρ’ όλα αυτά υφίσταται περικοπές. Μέσα σε όλα αυτά αποφασίστηκε και η αποκοπή του επιδόματος για γραφεία που ανέστειλαν τις εργασίες τους ως ένδειξη ανυπαρξίας σεβασμού προς το μέλλον του επαγγέλματος και αν κάποιος ρωτήσει τους αρμόδιους το λόγω, θα λάβει τη γνωστή απάντηση… «Παλιά οι ασκούμενοι πληρώνονταν μόνο €250».
Προς αντίκρουση λοιπόν του ισχυρισμού ότι εμμέσως δεν θα έπρεπε να έχουμε παράπονα για τις περικοπές του επιδόματος, επιθυμώ να αναφέρω ότι η νοοτροπία του «υπάρχουν και χειρότερα» δεν προτρέπει επιτυχία αλλά στασιμότητα και αδράνεια. Ένας άνθρωπος για να εξελίσσεται πρέπει να παραδειγματίζεται από τον καλύτερο. Το ίδιο ισχύει και για τη δικηγορία, την αξιοπρέπεια και το σθένος των δικηγόρων. Η νομική επιστήμη πρέπει να προχωρά και να εξελίσσεται με γνώμονα το καλύτερο και το πιο δίκαιο, να μην εφησυχάζεται από το παρελθοντικό χειρότερο και να αδρανοποιείται.
Εν κατακλείδι, είναι καιρός να πάψει να υφίσταται η άποψη που ενστερνίζεται μεγάλο μέρος του πληθυσμού, πως οι ασκούμενοι δικηγόροι έχουν λιγότερα δικαιώματα επειδή δεν έχουν αποκτήσει ακόμη άδεια άσκησης του επαγγέλματος. Οι Ασκούμενοι Δικηγόροι έχουν φωνή και δικαιώματα τα οποία θα έπρεπε να είναι αυτονόητα και να μην τίθενται στο περιθώριο.