Το Σύνταγμα καθορίζει επακριβώς τους λόγους πότε επιτρέπεται επέμβαση στα περιουσιακά δικαιώματα και λόγος για τη διάσωση της οικονομίας, δεν προβλέπεται. Ούτε η θεωρία για μισθό συγκεκριμένου ύψους που δεν προστατεύεται μπορεί να σταθεί.
Διαβάστε την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου
Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως και πολλά άλλα συντάγματα προστατεύουν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δηλαδή το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να απολαμβάνει την κινητή ή ακίνητη περιουσία του. Μέσα από αποφάσεις τόσο των κυπριακών δικαστηρίων όσο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων δικαστηρίων έγινε καθολικά αποδεκτό ότι τόσο ο μισθός όσο και η σύνταξη ενός ανθρώπου αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα (κινητή ιδιοκτησία).
Εφόσον ο μισθός και η σύνταξη γίνονται καθολικώς αποδεκτοί και δεν αμφισβητούνται ως ιδιοκτησιακό/περιουσιακό δικαίωμα, που προστατεύονται από το Άρθρο 23, παράγραφος 1, του Συντάγματος μας, η οποία προβλέπει ρητώς ότι κάθε άνθρωπος δικαιούται να απαιτεί τον σεβασμό της κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας του. Επειδή όμως οι οργανωμένες σε κράτη κοινωνίες έχουν ανάγκη να περιορίσουν, σε μερικές περιπτώσεις, το δικαίωμα της περιουσίας για λόγους δημοσίου συμφέροντος, για να εξυπηρετήσουν δηλαδή σκοπούς που ωφελούν την κοινωνία, προβλέπουν στα συντάγματά τους και τους λόγους για τους οποίους νομιμοποιούνται να περιορίσουν το δικαίωμα κάποιου πολίτη στην περιουσία του.
Το δικό μας Σύνταγμα πρόβλεψε ρητώς στο Άρθρο 23, παράγραφος 3, ότι περιορισμός του δικαιώματος περιουσίας δύναται να επιβληθεί ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ και ΜΟΝΟ για έξι (6) συγκεκριμένους λόγους, ως ακολούθως:
- Για λόγους απολύτως απαραίτητους προς το συμφέρον της δημοσίας ασφάλειας
- Για λόγους απολύτως απαραίτητους προς το συμφέρον της δημοσίας υγείας
- Για λόγους απολύτως απαραίτητους προς το συμφέρον των δημόσιων ηθών
- Για λόγους απολύτως απαραίτητους προς το συμφέρον της πολεοδομίας
- Για λόγους απολύτως απαραίτητους προς το συμφέρον της ανάπτυξης και χρησιμοποίησης οποιασδήποτε ιδιοκτησίας για προαγωγή(εξυπηρέτηση) της δημόσιας ωφέλειας
- Για λόγους απολύτως απαραίτητους για να προστατευθούν δικαιώματα τρίτων.
Αν μάλιστα ο περιορισμός που θα επιβληθεί μειώνει ουσιωδώς την οικονομική αξία της ιδιοκτησίας, το κράτος πρέπει να καταβάλει δίκαιη αποζημίωση.
Επίσης η παράγραφος 4 του Άρθρου 23, προβλέπει και την αναγκαστική απαλλοτρίωση περιουσίας (δηλαδή την πλήρη στέρηση περιουσίας) για διάφορους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος/κοινής ωφέλειας έναντι αποζημίωσης. Δεν θα ασχοληθούμε όμως εδώ με την παράγραφο αυτή του Συντάγματος διότι ορθά δεν αποτέλεσε θέμα συζήτησης.
Οι έξι (6) πιο πάνω λόγοι είναι ασφαλώς λόγοι δημοσίου συμφέροντος και είναι λάθος, κατά την ταπεινή μου άποψη, η αναφορά ότι το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), επιτρέπει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος για λόγους δημοσίας ωφελείας, ενώ το Άρθρο 23.3 δεν περιλαμβάνει το δημόσιο συμφέρον ή τη δημόσια ωφέλεια στους λόγους περιορισμού του δικαιώματος ιδιοκτησίας που επιτρέπονται. Πως δεν προβλέπει. Προβλέπει και… καλοπροβλέπει. Τι είδους λόγοι είναι οι πιο πάνω αναφερόμενοι; Όλοι ΛΟΓΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ/ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΩΦΕΛΕΙΑΣ. Η μόνη διαφορά των δύο είναι ότι το πρώτο προβλέπει αόριστα το δημόσιο συμφέρον, οπόταν εκείνος που θα το επικαλεστεί θα πρέπει να τεκμηριώσει επαρκώς και να εξειδικεύσει τι συνιστά δημόσιο συμφέρον στην περίπτωση του και το δεύτερο (το κυπριακό Σύνταγμα) απαριθμεί έξι (6) μόνο λόγους δημοσίου συμφέροντος για τους οποίους είναι επιτρεπτή η οποιαδήποτε επέμβαση στα περιουσιακά δικαιώματα.
Όπως είναι γνωστό για αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης το κράτος νομοθέτησε την αποκοπή μέρους των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, των υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και μέρους των συντάξεων των συνταξιούχων του δημοσίου. Αρκετοί ενδιαφερόμενοι προσέφυγαν στο Διοικητικό Δικαστήριο και πέτυχαν να κηρυχθούν οι εν λόγω νόμοι ως αντισυνταγματικοί, διότι παραβιάζουν το Άρθρο 23 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα στην περιουσία, όπως έχει ήδη επισημανθεί.
Ορθότατη η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου
Το Διοικητικό Δικαστήριο, πολύ ορθά, αναγνώρισε όλα τα επίδικα μισθολογικά δικαιώματα (δηλαδή του μισθού, της προσαύξησης και του τιμαριθμικού επιδόματος) εμπίπτουν στον μισθό, ο οποίος ως δικαίωμα ιδιοκτησίας που προστατεύεται από το Άρθρο 23 μπορεί να περιοριστεί μόνο υπό έξι (6) προϋποθέσεις της παραγράφου 3 αυτού. Θεωρώντας ότι στις έξι (6) αυτές περιπτώσεις δεν περιλαμβάνεται λόγος που να δικαιολογεί μείωση του μισθού ή της σύνταξης κήρυξε τους σχετικούς νόμους αντισυνταγματικούς
Η Δημοκρατία εφεσίβαλε την απόφαση αυτή και στις 10 Απριλίου, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου με κατά πλειοψηφία απόφαση ακύρωσε την απόφαση θεωρώντας τους νόμους ως συνταγματικούς.
Συγκεκριμένα το Ανώτατο δέχθηκε το επιχείρημα της Δημοκρατίας, ότι θα έπρεπε πρώτα να διαπιστωθεί αν η προστασία που παρέχει η παράγραφος 1 του άρθρου 23 του Συντάγματος στο «μισθό», ως αναγνωρισμένο περιουσιακό δικαίωμα, έχει την έννοια της προστασίας μισθού συγκεκριμένου ύψους και δη του συνόλου του μισθού που ελάμβαναν οι εφεσίβλητοι κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Η θεωρία περί μισθού συγκεκριμένου ύψους που τάχα δεν προστατεύεται δεν μπορεί να σταθεί
Στηριγμένο, στην λανθασμένη κατά την άποψη μου, απόφαση Χαραλάμπους κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 175), στην οποία ενώ αναγνωρίστηκε ότι ο μισθός συνιστά ιδιοκτησιακό δικαίωμα και, επομένως, οποιαδήποτε παρέμβαση δεν μπορεί παρά να ενταχθεί στο Άρθρο 23, διατυπώθηκε και η θεωρία, με αναφορά σε ελληνική και ξένη νομολογία (π.χ Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών κ.α. ν. Υπουργού Οικονομικών (Ολομέλεια ΣτΕ), Υποθ. Αρ. 668/2012), ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν επεκτείνεται σε μισθό συγκεκριμένου ύψους και κατά συνέπεια, δεν αποκλείεται η διαφοροποίηση, υπό προϋποθέσεις, στο ύψος του μισθού σε συνθήκες κρίσιμες για την οικονομία, νοουμένου ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η αξιοπρεπής διαβίωση του μισθωτού.
Με όλο τον σεβασμό η επίκληση της θεωρίας περί μισθού συγκεκριμένου ύψους που δεν προστατεύεται είναι πλήρως λανθασμένη για τρεις λόγους ως ακολούθως:
- Το άρθρο 23 παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την παράγραφο 3, θεωρεί τον μισθό και τις συντάξεις ΠΛΗΡΩΣ ΑΝΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΤΟ δικαίωμα. Αν θεωρούσε ότι το κράτος θα μπορούσε να αποκόπτει μέρος του μισθού θα το προέβλεπε ξεκάθαρα και θα πρόσθετε ένα έβδομο λόγο που θα έλεγε ότι για λόγους απολύτως απαραίτητους για διατήρηση της οικονομικής βιωσιμότητας του κράτους, ή της διάσωσης της οικονομίας ή κάτι ανάλογο, ώστε να νομιμοποιείται να αποκόψει μισθούς και συντάξεις. Εφόσον δεν περιέλαβε τέτοιο λόγο που να επιτρέπει στην κυβέρνηση την αποκοπή μισθών και συντάξεων, δεν νομιμοποιείται να αγγίξει τέτοιου είδους περιουσιακά δικαιώματα.
- Δεν δικαιούται όμως ο υπάλληλος μισθό και ο συνταξιούχος μισθό ή σύνταξη συγκεκριμένου ύψους; Ασφαλώς και δικαιούται. Πολύ συγκεκριμένου μάλιστα ύψους νομοθετικά κατοχυρωμένου ανάλογα με τη μισθολογική κλίμακα και το σημείο της μισθολογικής κλίμακας που βρίσκεται ο καθένας ξεχωριστά και άλλα ακόμη στοιχεία. Σύμφωνα με το άρθρο 55(1) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90 οι απολαβές του υπαλλήλου «…. περιλαμβάνουν το μισθό που καταβάλλεται σ΄ αυτόν με βάση τη μισθοδοτική κλίμακα ή τον πάγιο μισθό της θέσης του, όπως αυτός προνοείται στον Προϋπολογισμό, καθώς και οποιαδήποτε γενική αύξηση μισθών και το τιμαριθμικό επίδομα.». Όπως σημειώνει και ο δικαστής Ναθαναήλ στην μειοψηφούσα απόφασή του, «έπεται ότι με βάση τη σχετική νομοθεσία οι απολαβές του υπαλλήλου εμπεριέχουν την έννοια και των προσαυξήσεων και του τιμαριθμικού επιδόματος στη βάση της γενικότερης αντιμισθίας του υπαλλήλου, αλλά και της ενοχικής μεταξύ του εργοδότη και του υπαλλήλου σχέσης».
Είναι ολοφάνερο ότι το ύψος του μηνιαίου μισθού κάθε υπαλλήλου είναι πολύ συγκεκριμένο, υπολογίζεται κάθε μήνα με τρόπο λεπτομερώς συγκεκριμένο και νομοθετικά κατοχυρωμένο.
Το δικαίωμα των υπαλλήλων του δημοσίου επί του μισθού και των εκ του νόμου σε αυτούς αναγνωρισμένα ωφελήματα, είναι μάλιστα δημόσιο δικαίωμα (Παπαγιώργης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 563) και ως τέτοιο λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Δηλαδή είναι το δικαίωμα επί των απολαβών που τυγχάνει προστασίας για χάριν του δημοσίου συμφέροντος και όχι ο περιορισμός του.
Η άλλη θεωρία, αυτή του επηρεασμού του πυρήνα, είναι εντελώς άγνωστη στο Σύνταγμα
Το Ανώτατο δέχθηκε επίσης αυτό που αποφασίστηκε στην Χαραλάμπους ότι δηλαδή η συγκεκριμένη μείωση, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεν επηρέαζε τον πυρήνα του δικαιώματος επί του μισθού, ο οποίος (πυρήνας) παρέμεινε έτσι άθικτος και καθόλου δεν αδρανοποιήθηκε, ώστε να πρόκειται για στέρηση ή περιορισμό, εκτός των αποδεκτών πλαισίων του Άρθρου 23. Πρόκειται για άλλη μια άγνωστη στο σύνταγμα μας έννοια. Το άρθρο 23 δεν αναφέρεται ούτε υπονοεί κανένα…πυρήνα. Παντελώς άγνωστη αυτή η έννοια στο Σύνταγμα μας
Όπως σημειώνει και ο Δικαστής Ναθαναήλ στην μειοψηφούσα απόφασή του «η θεωρία περί του άθικτου του πυρήνα του δικαιώματος στο μισθό είναι ουσιωδώς αντιφατική με τις ίδιες τις πρόνοιες του Άρθρου 23, δεδομένου ότι αναγνώριση τέτοιας αρχής χωρίς την προηγούμενη τροποποίηση του Συντάγματος, προσθέτει λέξεις στο συγκεκριμένο Άρθρο και αποτελεί εύσχημο τρόπο παράκαμψης των προνοιών του».