Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημοσίευσε τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα στις υποθέσεις C-620/18 και C-626/18 Ουγγαρία και Πολωνία κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου.
Το 2018, ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε μια οδηγία 1 (στο εξής: τροποποιητική οδηγία) με την οποία τροποποίησε την οδηγία 96/71/ΕΚ σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων (στο εξής: οδηγία 96/71) 2 , με σκοπό να εξασφαλίσει σε αυτούς μεγαλύτερη προστασία όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την αμοιβή τους και τα κοινωνικά και εργασιακά τους δικαιώματα. Σύμφωνα με την τροποποιητική οδηγία, οι πτυχές αυτές των εργασιακών συνθηκών των αποσπασμένων εργαζομένων πρέπει καταρχήν να υπόκεινται στους κανόνες του κράτους μέλους υποδοχής, δηλαδή εκείνου στο οποίο έχουν αποσπαστεί οι εργαζόμενοι. Εξάλλου, όταν οι εργαζόμενοι αποσπώνται για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 12 μηνών (ή κατʼ εξαίρεση των 18 μηνών), η τροποποιητική οδηγία επιβάλλει την εφαρμογή σε αυτούς των ίδιων όρων εργασίας και απασχόλησης με εκείνους που ισχύουν για τους εργαζομένους του κράτους μέλους υποδοχής. Η Ουγγαρία και η Πολωνία άσκησαν προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου, ζητώντας την πλήρη ή την εν μέρει ακύρωση της τροποποιητικής οδηγίας. Η Γερμανία, η Γαλλία, οι Κάτω Χώρες και η Σουηδία (μόνον στην υπόθεση C-626/18), καθώς και η Επιτροπή, παρενέβησαν στη διαδικασία υπέρ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
Με τις προτάσεις που ανέπτυξε σήμερα, ο Γενικός Εισαγγελέας Manuel Campos Sánchez-Bordona θεωρεί, πρώτον, ότι η θέσπιση της τροποποιητικής οδηγίας στηρίχθηκε σε κατάλληλη νομική βάση. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνει ότι, όπως και η οδηγία 96/71, η τροποποιητική οδηγία επιδιώκει τον διπλό σκοπό, αφενός, της διασφάλισης ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να πραγματοποιούν διεθνικές παροχές υπηρεσιών, αποσπώντας εργαζομένους από το κράτος εγκατάστασής τους και, αφετέρου, της προστασίας των δικαιωμάτων των αποσπασμένων εργαζομένων και της αποτροπής του αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων, ο οποίος οφείλεται στα διαφορετικά επίπεδα προστασίας στα κράτη μέλη. Αναγνωρίζει ότι οι περισσότερες διατάξεις της τροποποιητικής οδηγίας αφορούν ειδικώς την προστασία των αποσπασμένων εργαζομένων και ότι τούτο εξηγείται από το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε απαραίτητη την τροποποίηση της οδηγίας 96/71 προς την κατεύθυνση αυτή, αφού έλαβε υπόψη την εξέλιξη των αγορών εργασίας της Ένωσης μετά τις διαδοχικές διευρύνσεις και την οικονομική κρίση του 2008 και υπογραμμίζει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, όταν θεσπίζει κανόνα εναρμόνισης, όπως είναι η οδηγία 96/71, δεν μπορεί να στερείται της δυνατότητας να προσαρμόζει την πράξη αυτή σε κάθε μεταγενέστερη μεταβολή των περιστάσεων ή σε κάθε εξέλιξη των γνώσεων.
Επιπλέον, το γεγονός ότι η τροποποιητική οδηγία επικεντρώνεται κυρίως στην προστασία των αποσπασμένων εργαζομένων δεν σημαίνει ότι η βάση της έπρεπε οπωσδήποτε να είναι το άρθρο 153 ΣΛΕΕ, το οποίο αναφέρεται σε ορισμένες πτυχές της κοινωνικής πολιτικής της Ένωσης. Ο γενικός εισαγγελέας υπενθυμίζει συναφώς ότι μια πράξη που τροποποιεί άλλη προγενέστερη έχει κατά κανόνα την ίδια νομική βάση με τον τροποποιούμενο κανόνα. Έτσι, τα άρθρα 53 ΣΛΕΕ, παράγραφος 1, και 62 ΣΛΕΕ, σκοπός των οποίων είναι να διασφαλίσουν την ελεύθερη εγκατάσταση και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, μπορούν να αποτελέσουν κατάλληλη νομική βάση για την τροποποιητική οδηγία, όπως την αποτέλεσαν στο παρελθόν και για την οδηγία 96/71.
Δεύτερον, επισημαίνει ότι η τροποποιητική οδηγία περιορίζεται στον συντονισμό της εφαρμογής των κανόνων εργατικού δικαίου του κράτους υποδοχής και του κράτους προέλευσηςκαι σε καμιά περίπτωση δεν καθορίζει τα ποσά των καταβλητέων μισθών, καθώς το ζήτημα αυτό εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Ομοίως, ορισμένα στοιχεία της αμοιβής των αποσπασμένων εργαζομένων παραμένουν διαφορετικά από εκείνα της αμοιβής των ημεδαπών εργαζομένων, με αποτέλεσμα να μην εξαλείφονται οι διαφορές μεταξύ των πραγματικών αμοιβών των δύο κατηγοριών. Για τον ίδιο λόγο, ο γενικός εισαγγελέας θεωρεί ότι δεν θα εξαλειφθούν ούτε τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των επιχειρήσεων των χωρών της Ένωσης με χαμηλότερο κόστος εργασίας, οι οποίες αποσπούν εργαζομένους προς κράτη μέλη με υψηλότερο κόστος εργασίας.
Τρίτον, εκφράζει την άποψη ότι, με τη θέσπιση της τροποποιητικής οδηγίας, ο νομοθέτης της Ένωσης συμμορφώθηκε προς τις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας, χωρίς να υπερβεί προδήλως την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει στον τομέα της ρύθμισης των διεθνικών αποσπάσεων εργαζομένων.
Ειδικότερα, θεωρεί ότι η αντικατάσταση στο κείμενο της τροποποιητικής οδηγίας της έννοιας των «ελάχιστων ορίων μισθού» από αυτήν της «αμοιβής» δικαιολογούνταν από τις πρακτικές δυσκολίες που προκαλούσε η χρήση της πρώτης έννοιας. Ειδικότερα, κατά την απόσπαση των εργαζομένων τους, ορισμένες επιχειρήσεις τούς κατέβαλλαν τον κατώτατο μισθό, ανεξαρτήτως της κατηγορίας, της θέσης, των επαγγελματικών προσόντων και της προϋπηρεσίας τους, με αποτέλεσμα να δημιουργείται διαφορά στις αποδοχές σε σχέση με τους ημεδαπούς εργαζομένους που βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση. Ομοίως, ο γενικός εισαγγελέας εκτιμά ότι η ρύθμιση για τους επί μακρόν (12 ή 18 μήνες) αποσπασμένους εργαζομένους, την οποία εισήγαγε η τροποποιητική οδηγία, είναι δικαιολογημένη και περιλαμβάνει ανάλογους προς την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών περιορισμούς, καθόσον προσαρμόζεται στην κατάσταση των εργαζομένων των οποίων η ένταξη στην αγορά εργασίας του κράτους υποδοχής είναι μεγαλύτερη.
Τέλος, παρατηρεί ότι η τροποποιητική οδηγία δεν περιέχει καμιά ουσιαστική ρύθμιση ως προς τις αποσπάσεις εργαζομένων στον τομέα των μεταφορών και ότι θα εφαρμοστεί στον τομέα αυτόν μόνον όταν θεσπιστεί μελλοντικά νομοθετική πράξη προς τον σκοπό αυτόν. Ο γενικός εισαγγελέας απορρίπτει συναφώς το επιχείρημα της Ουγγαρίας, σύμφωνα με το οποίο η αναφορά της τροποποιητικής οδηγίας σε αυτή τη μελλοντική νομοθετική πράξη αποτελεί αφεαυτής παράβαση της διάταξης της Συνθήκης ΛΕΕ που αφορά την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο Γενικός Εισαγγελέας προτείνει στο Δικαστήριο να απορρίψει στο σύνολό τους τις προσφυγές ακυρώσεως που άσκησαν η Ουγγαρία και η Πολωνία.
Με πληροφορίες από Δελτίο Τύπου ΔΕΕ