Με την έναρξη της ποινικής δίωξης και αφού ο κατηγορoύμενος λάβει την μαρτυρία που υπάρχει εναντίον του, καλείται να απαντήσει ενώπιον του δικαστηρίου είτε με παραδοχή στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει είτε με μη παραδοχή. Από τις απαντήσεις που δίδονται στα δικαστήρια της Κύπρου στις σοβαρές και πολύ σοβαρές* ποινικές υποθέσεις που εκδικάζονται, τόσο από τα Επαρχιακά Δικαστήρια όσο και από τα Κακουργιοδικεία θα σχημάτιζε κάποιος την εντύπωση ότι όλοι είναι αθώοι και διώκονται κακόβουλα. Η πλειοψηφία των κατηγορούμενων απαντά στις κατηγορίες με μη παραδοχή έστω και αν έχουν διαπράξει το αδίκημα, έστω και αν η μαρτυρία, την οποία και κατέχουν, είναι συντριπτική εναντίον τους.
Ο ρόλος του δικηγόρου υπεράσπισης, θα πρέπει να είναι καθοδηγητικός και να εξηγεί στον κατηγορούμενο με απόλυτη ακρίβεια, ακόμα και μέσα από την ανάγνωση νομολογίας, όταν τούτο είναι αναγκαίο, τις συνέπειες της παραδοχής ή της μη παραδοχής του Κατηορούμενου στις κατηγορίες. Κάποιος θα έλεγε πως η ανάγνωση της νομολογίας είναι του δικηγόρου δουλειά αποκλειστικά. Δεν είναι όμως έτσι. Ειδικά σε σοβαρές ποινικές υποθέσεις είναι εξαιρετικής σημασίας ο κατηγορούμενος να αντιληφθεί το σκεπτικό των αποφάσεων, ότι δηλαδή δεν είναι είτε άσπρο είτε μαύρο και με ποιο τρόπο τα δικαστήρια λαμβάνουν υπόψη διάφορα δεδομένα και επιβάλλουν ποινές.
Δικηγόροι, είτε για να ζητήσουν περισσότερα χρήματα από τον πελάτη, είτε για να εισπράξουν περισσότερα από την Νομική Αρωγή, είτε επειδή υπερεκτιμούν τις δυνατότητες τους και θεωρούν πως θα «βγάλουν» μέσα από την «σούπερ» αντεξέταση τους, ψεύτη τον Παραπονούμενο και/ή τους σημαντικότερους μάρτυρες κατηγορίας συμβουλεύουν τον κατηγορούμενο πελάτη τους, να απαντήσει μη παραδοχή στις Κατηγορίες.
Οι συνέπειες όμως είναι δυσμενείς, για όλους, όχι μόνο για τον κατηγορούμενο που ενδεχομένως να του επιβληθεί ποινή στερητική της ελευθερίας του μεγαλύτερης διάρκειας. Δυσμενείς είναι και για τον ίδιο τον Δικηγόρο οι συνέπειες καθότι αντί ο πελάτης του να φυλακισθεί για παράδειγμα δύο χρόνια θα φυλακισθεί τρία χρόνια ή δεν θα εγκριθεί το αίτημα του για να του δοθεί αναστολή.
Όσον αφορά τον δικηγόρο, αν ασχολείται κυρίως με το Ποινικό χάνει τη φήμη και την αξιοπιστία του. Μετά; Μετά συνήθως ακολουθεί η Έφεση, είτε αυτή είναι βάσιμη είτε αβάσιμη θα ακολουθήσει, διότι ο κατηγορούμενος εβρισκόμενος πλέον στη φυλακή θέλει την Έφεση, για να μπορεί να ελπίζει σε κάτι.Κι αν χαθεί και η Έφεση; Χάνεται ουσιαστικά και το δικαίωμα για την Αίτηση για αποφυλάκιση επ’ αδεία, διότι το Συμβούλιο που θα εξετάσει την αίτηση θα ρωτήσει εάν ο κατηγορούμενος έχει μεταμελήσει για τα αδικήματα που διέπραξε. Εκεί ο κατηγορούμενος, στην επιθυμία του να αποφυλακιστεί ενωρίτερα προφανώς θα αναφέρει ότι έχει μεταμελήσει. Το Συμβούλιο όμως δεν θα το δεχθεί, διότι εάν είχε μεταμελήσει θα απολογείτο κατά τη διαδικασία του μετριασμού του πρωτόδικα και δεν θα καταχωρούσε Έφεση.
Είναι ένας φαύλος κύκλος.
Θα πρέπει να εμπεδωθεί ότι με την παραδοχή, εαν φυσικά έχει διαπραχθεί το αδίκημα, ωφελούνται όλοι. Προφανώς και τα δικαστήρια, σε πολύ μεγάλο μάλιστα βαθμό καθότι ο χρόνος που εξοικονομείται τόσο κατά την ακρόαση όσο και κατά τη συγγραφή της απόφασης που απαιτεί πολύωρη μελέτη και καταγραφή της μαρτυρίας είναι αναμφίβολα πολύ μεγάλος. Με κάποιο τρόπο λοιπόν, και τα δικαστήρια θα μπορούσαν να βοηθήσουν προς την αποφυγή αχρείαστων διαδικασιών. Επειδή όμως μαγικοί τρόποι δεν υπάρχουν θα πρέπει να δίδεται ακόμα μεγαλύτερη έκπτωση στην ποινή όταν αυτή επιβάλλεται μετά από παραδοχή.
Τα οφέλη είναι τεράστια και για όλους. Επομένως δεν μας οφελεί να τσακωνόμαστε με την παραδοχή.
*Δεν αναφέρομαι σε τροχαία αδικήματα και γενικά σε αδικήματα που συνήθως δεν επιβάλλεται άμεση ποινή φυλάκισης, ούτε και στο αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης, καθότι εκεί δεν χωρεί μετριασμός για την ποινή που θα επιβληθεί.