Θεωρείται ο μετανάστης/πρόσφυγας στην εποχή μας ένας σύγχρονος σκλάβος; Με αυτό το σύντομο ερώτημα να πλανάται σαν φάντασμα ενός ανεπίσημου προλόγου, στο κείμενο που ακολουθεί, θα επιχειρήσω να αναλύσω το ζήτημα του προσφυγικού/μεταναστευτικού.
Λόγω της ταχείας τεχνολογικής προόδου που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, ο κόσμος αλλάζει πιο γρήγορα από ποτέ και ως αποτέλεσμα αυτής της γρήγορης εξέλιξης, η ανθρωπότητα έρχεται αντιμέτωπη, συνεχώς, με νέες προκλήσεις. Στην εποχή που διανύουμε μία εκ των βασικότερων προκλήσεων που οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά, είναι το μεταναστευτικό. Συχνά παρατηρείται η χρησιμοποίηση των όρων “πρόσφυγας” και “μετανάστης” χωρίς καμία διαφοροποίηση από τα ΜΜΕ και την κοινωνία. Η σύγχυση που επικρατεί σε σχέση με τον ορισμό, σε συνάρτηση με το τρόπο που χρησιμοποιούνται οι συγκεκριμένοι χαρακτηρισμοί γενικότερα στη δημόσια συζήτηση μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα για τους πρόσφυγες και κατ’ επέκταση τους αιτούντες άσυλο, καθώς επίσης και παρανοήσεις σε συζητήσεις σχετικά με τη διαδικασία κατά την οποία χορηγείται η διεθνής προστασία ή γενικά τη μετανάστευση. Ένας εκ των βασικότερων λόγων αύξησης της σύγχυσης στην κοινή γνώμη, σχετικά με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, εν μέρει οφείλεται στο ότι ως επι το πλείστο χρησιμοποιούνται οι ίδιες οδοί και μέσα για τη μετακίνηση των δύο κατηγοριών από τη μία χώρα στην άλλη (εξάλλου δεν είναι νέο το φαινόμενο, μεικτές ομάδες ανθρώπων, να ταξιδεύουν δια θαλάσσης, σε ακατάλληλες βάρκες ρισκάροντας τη ζωή των ιδίων και των αγαπημένων τους προς εξεύρεση μιας καλύτερης ζωής). Και όλο αυτό για να καταλάβουν πως φτάνοντας στο πολυπόθητο νέο τόπο, τη γη της δικής τους προσωρινής «επαγγελίας», αντιμετωπίζονται από το κράτος αλλά και τους πολίτες της χώρας στην οποία προσεδαφίστηκαν, με επιφυλακτικότητα και δυσπιστία που πολλές φορές φτάνει ακόμα και στα όρια της απόρριψης. Με αφορμή το τι προαναφέρθηκε θα γίνουν δύο ξεχωριστές αναφορές, μία για το προσφυγικό και άλλη μια για το μεταναστευτικό. Αυτό γίνεται με σκοπό την αποτροπή σύγχυσης αναφορικά με τις δύο κατηγορίες ανθρώπων, με τις οποίες ασχολείται το κείμενο.
Το ζήτημα του προσφυγικού ξεκινά να υφίσταται από τη στιγμή που, άνθρωποι, μη έχοντας άλλη επιλογή εγκαταλείπουν την πατρίδα τους υπό τον φόβο πολιτικής δίωξης, εξευτελιστικής μεταχείρισης, βασανιστηρίων ή/και θανάτωσης αυτών και των οικείων τους. Όταν ένας άνθρωπος εγκαταλείπει τη χώρα καταγωγής του και αιτείται προστασία σε άλλο Κράτος, τότε, ξεκινά η εξέταση της αίτησης του και μέσω ελέγχου, των αρμόδιων υπηρεσιών, διαφαίνεται εάν το πρόσωπο δικαιούται διεθνούς προστασίας ή άλλης μορφής προστασία. Στη πραγματικότητα δεν αναγνωρίζονται όλοι οι αιτητές ασύλου σαν πρόσφυγες, ωστόσο, ενόσω εκκρεμεί διαδικασία λήψης οριστικής απόφασης, σχετικά με την αίτηση του για χορήγηση διεθνούς προστασίας, τα πρόσωπα αυτά θεωρούνται αιτητές ασύλου. Ο όρος “πρόσφυγας”’ επεξηγείται στο Άρθρο 1 της Σύμβασης της Γενεύης, ενώ επίσης γίνεται εκτενής αναφορά για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα πρόσωπο θεωρείται πρόσφυγας. Το καθεστώς του πρόσφυγα παύει να υφίσταται στις εξής περιπτώσεις: 1) όταν το πρόσωπο κάνει, εκ νέου, οικειοθελή χρήση της προστασίας της χώρας της οποίας κατέχει την υπηκοότητα 2) όταν το πρόσωπο, μετά την απώλεια της υπηκοότητας του, οικειοθελώς, την επανακτά 3) όταν το πρόσωπο αποκτά νέα υπηκοότητα και ως αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής απολαμβάνει την προστασία της χώρας, της οποίας απέκτησε την υπηκοότητα 4) όταν το ή τα πρόσωπα, οικειοθελώς, επιστρέφουν προς επανεγκατάσταση στη χώρα την οποία είχαν εγκαταλείψει λόγω βάσιμου φόβου δίωξης εναντίον τους 5) όταν πλέον, λόγω διαφοροποίησης των δεδομένων που συνέβαλαν στην προσφυγοποίηση τους, δεν μπορούν να αποποιούνται την προστασία της χώρας της οποίας έχουν την υπηκοότητα. Αν και όπως λέγεται τα ευλόγως εννοούμενα καλό είναι να παραλείπονται στο σημείο αυτό θεωρώ σωστό να αναφέρω ότι οι πρόσφυγες, όπως και κάθε πρόσωπο το οποίο φεύγει από μια χώρα για μια άλλη, οφείλουν να σέβονται και να τηρούν του νόμους της χώρας στην οποία μετακινούνται. Ο σεβασμός στα θεμελιώδη δικαιώματα οφείλει να υπάρχει για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη ξεχωριστά, ωστόσο, για ευνόητους λόγους, από το πλαίσιο προστασίας της Σύμβασης του 1951 εξαιρούνται άτομα τα οποία έχουν διαπράξει εγκλήματα κατά της ειρήνης και γενικά κατά της ανθρωπότητας. Επίσης αποκλείονται από το πλαίσιο προστασίας της Σύμβασης άτομα τα οποία παίρνουν μέρος σε στρατιωτικές δραστηριότητες. Εκ των βασικότερων και πιο σημαντικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στη Σύμβαση του 1951 είναι το δικαίωμα, που παραχωρείται σε ένα πρόσφυγα, προσφυγής ενώπιον Δικαστηρίου. Με την ύπαρξη του Άρθρου 16 της Σύμβασης δίνεται η δυνατότητα στο πρόσφυγα να νιώθει ίσος ανάμεσα στους πολίτες ενός Κράτους,να απολαμβάνει ουσιαστικής προστασίας των δικαιωμάτων του και ως εκ τούτου να νιώθει προστατευμένος από το ίδιο το Κράτος, στο οποίο μετακινήθηκε.
Οι Δικαιούχοι Διεθνούς Προστασίας, με την είσοδο τους στη Δημοκρατία, ή, αν ήδη διαμένουν σε έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, οφείλουν το συντομότερο δυνατόν χωρίς καθυστέρηση να εκφράζουν τη πρόθεση τους προς καταχώρηση αιτήματος παροχής διεθνούς προστασίας. Το γεγονός πως ορισμένοι φτάνουν με διάφορους τρόπους, όχι νόμιμους, στα εδάφη της Δημοκρατίας, δεν καταργεί το δικαίωμα τους να καταχωρήσουν αίτηση με την οποία να αιτούνται προστασία από το, Συμβαλλόμενο με τη Σύμβαση το 1951, Κράτος Μέλος. Μπορούν να εκφράσουν το ενδιαφέρον τους προς απόκτηση Διεθνούς Προστασίας σε διάφορα σημεία και υπηρεσίες. Τα σημεία στα οποία μπορεί ένα πρόσωπο να αιτηθεί Διεθνή Προστασία περιλαμβάνουν κάθε νόμιμο σημείο ελέγχου εισόδου στη Δημοκρατία, στα αεροδρόμια Λάρνακας/Πάφου καθώς επίσης και σε θαλάσσια σημεία εισόδου, που ελέγχονται από το Λιμενικό. Οι υπηρεσίες που ένα άτομο μπορεί να αποταθεί για απόκτηση Διεθνούς Προστασίας είναι η Υπηρεσία Ασύλου και το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Εάν το πρόσωπο, το οποίο εκφράζει τη πρόθεση προς καταχώρηση αίτησης για παροχή Διεθνούς Προστασίας, βρίσκεται τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο υπό κράτηση από τις αρχές, αυτό δεν θεωρείται αποτρεπτικός παράγοντας για καταχώρηση της αίτησης, καθώς το πρόσωπο δύναται να καταχωρήσει την αίτηση του από το χώρο στον οποίο κρατείται. Ωστόσο για να μπορέσουν να υπάρξουν ποιοτικές διαδικασίες και έλεγχοι, το ανθρώπινο δυναμικό που θα ασχολείται με τις διαδικασίες ασύλου και λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις, οφείλει να διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα, εκπαίδευση, προσωπικότητα. Οι αρμόδιοι λειτουργοί που κινούν τη διαδικασία ελέγχου, σχετικά με το καθορισμό του καθεστώτος πρόσφυγα, λειτουργούν με γνώμονα το δίκαιο, τα ανθρώπινα δικαιώματα και θα διεξάγουν ενδελεχή έλεγχο σχετικά με τη κατάσταση που επικρατεί στις χώρες από τις οποίες κατάγονται οι αιτητές. Η χρήση ανθρώπων που διαθέτουν τη δέουσα τεχνογνωσία, αναφορικά με το θέμα που εξετάζουμε, επιτρέπει στο Κράτος να διεξάγει γρήγορες μεν αλλά ποιοτικές δε διαδικασίες ασύλου. Αυτό το γεγονός γεννά δύο θετικά αποτελέσματα. Πρώτον, τα άτομα που αιτούνται προστασίας δεν θα βιώνουν μεγάλες περιόδους αβεβαιότητας και ανασφάλειας σχετικά με το καθεστώς τους. Δεύτερον, θα μειωθεί ο αριθμός των ατόμων που καταχρώνται το σύστημα υποβολής διεθνούς προστασίας, καθώς, πλέον δεν θα παρατηρείται καθυστέρηση σχετικά με τη χρονική περίοδο που θα παίρνει για να εξεταστεί μια αίτηση και έτσι δεν θα τους παρέχεται μεγάλο χρονικό διάστημα παραμονής στη Δημοκρατία. Στις 4 Νοεμβρίου του προηγούμενου έτους το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε έκθεση του σχετικά με το φαινόμενο του μεταναστευτικού, ζήτησε από την Επιτροπή να υποβάλει στοιχεία μαζί με πρόταση πράξης, που θα πάρει το χαρακτήρα δέσμης προτάσεων. Η καταληκτική ημερομηνία που όρισε το Κοινοβούλιο για τη καταχώρηση της πρότασης είναι η 31η Ιανουαρίου του 2022 και η πρόταση θα στοχεύει όπως γίνει κατορθωτή η διευκόλυνση προώθησης της εισόδου και γενικότερα όπως διευκολυνθεί η κινητικότητα των νόμιμα διακινουμένων υπηκόων τρίτων χωρών, εντός των συνόρων της Ε.Ε. Σύμφωνα με την έκθεση, οι στόχοι που επιχειρείται να επιτευχθούν είναι η μείωση της γραφειοκρατίας σχετικά με την καταχώρηση και εξέταση των αιτήσεων ασύλου, η προώθηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και η ουσιαστική πρόληψη της εργασιακής εκμετάλλευσης.
Το μεταναστευτικό καθ΄ εαυτόν δεν είναι το πρόβλημα, είναι το φαινόμενο που ξεκινά να υφίσταται λόγω της ύπαρξης άλλων προβλημάτων τα οποία συμβάλουν στη δημιουργία του συγκεκριμένου φαινομένου. Το προαναφερθέν φαινόμενο, αν δεν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά εν τη γένεση του, τότε, αρχίζει να τροφοδοτεί προβλήματα στις χώρες υποδοχής. Μετανάστης όπως αναφέρει ΟΗΕ είναι εκείνος που διαμένει για τουλάχιστον 6 μήνες μακριά από το τόπο κατοικίας του που έχει δηλώσει. Σε αντίθεση με τους πρόσφυγες, που ως επι το πλείστο η αιτία για να εγκαταλείψουν τη χώρα τους έγκειται στο φόβο τυχόν δίωξης ή/και θανάτωσης τους, για τους μετανάστες υπάρχουν σωρεία άλλων λόγων που τους οδηγούν στην εγκατάλειψη της χώρας από την οποία προέρχονται. Οι παράγοντες απώθησης ενός ατόμου από το τόπο καταγωγής του διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: Τους Κοινωνικοπολιτικούς, τους Οικονομικούς και τους Περιβαλλοντικούς. Κατά το Κοινωνικοπολιτικό παράγοντα, οι άνθρωποι, ωθούνται να εγκαταλείψουν τη χώρα προέλευσης τους λόγω εθνικών, θρησκευτικών, φυλετικών και πολιτικών διώξεων που υφίστανται από τη Κυβέρνηση. Ο οικονομικός παράγοντας σχετίζεται κατ’ αποκλειστικότητα με το ποσοστό ανεργίας που ταλαιπωρεί τους πολίτες καθώς επίσης και τη συνολική κατάσταση της οικονομίας της χώρας. Οι χαμηλοί μισθοί, σε συνάρτηση με τις ελάχιστες ευκαιρίες απασχόλησης, καθιστούν αδήριτη ανάγκη για τους πολίτες των χωρών αυτών να μεταναστεύσουν, προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών εργασίας, ψηλότερωνμισθών και βιοτικού επιπέδου. Οι περιβαλλοντικοί μετανάστες είναι “τα άτομα που, λόγω των σταδιακών αλλαγών που εντοπίζονται στο κλίμα και της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος, επηρεάζονται δυσμενώς οι ζωές τους και ως εκ τούτου υποχρεώνονται να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, είτε προσωρινά, είτε μόνιμα”.
Ως παράτυπη μετανάστευση ορίζεται η κατάσταση κατά την οποία πρόσωπο, προερχόμενο από Τρίτη χώρα, αναζητά εργασία και διαμονή σε άλλη χώρα, χωρίς να τηρεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις και έγγραφα που έχουν οριστεί βάση διεθνών συμφωνιών. Σε πολλές περιπτώσεις παρατηρείται να επικρατεί σύγχυση σχετικά με τις διαφορές παράτυπου μετανάστη και πρόσφυγα. Η βασική διαφορά των δυο κατηγοριών είναι πως έστω και αν ο πρόσφυγας βρεθεί σε μια χώρα χωρίς τα απαραίτητα έγγραφα προσπαθεί να εισέλθει στη χώρα υποδοχής με τρόπο νόμιμο και έχοντας ως τελικό σκοπό την καταχώρηση αίτησης διεθνούς προστασίας. Αντίθετα παράτυπος μετανάστης ορίζεται το πρόσωπο που επιδιώκει να εισέλθει παράνομα στη χώρα υποδοχής ανεξάρτητα των λόγων που ίσως τον οδήγησαν να προβεί σε αυτή την πράξη. Άρα, συμπερασματικά αυτός που δεν έχει νόμιμη άδεια εισόδου ή παραμονής σε κάποια χώρα και δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να λάβει καθεστώς διεθνούς προστασίας, θεωρείται παράτυπος μετανάστης. Σε αντίθετη περίπτωση, πρόσωπο που πληρεί τις προϋποθέσεις για χορήγηση διεθνούς προστασίας, έστω και αν ο τρόπος εισόδου του στη Δημοκρατία είναι παράνομος, θεωρείται πρόσφυγας.
Η Κύπρος γνωρίζει από πρώτο χέρι τι εστί προσφυγιά. Συνεπώς οφείλει το Κράτος και οι πολίτες του να τείνουν χείρα βοηθείας στους ανθρώπους που έχουν πραγματικά ανάγκη τη βοήθεια μας. Δεν είναι αρκετό να είμαστε αλληλέγγυοι μόνο μια φορά το χρόνο και πιο συγκεκριμένα τη Παγκόσμια ημέρα Προσφύγων. Η Ευρώπη οφείλει να αντιμετωπίσει τη Κύπρο διαφορετικά από τις άλλες χώρες Κράτη Μέλη και ως εκ τούτου να επωμιστεί λιγότερο βάρος στο θέμα της μόνιμης εγκατάστασης αφού οι συνθήκες δεν ευνοούν κάτι τέτοιο. Προς τιμήν της Κύπρου, παρά τις αντίξοες συνθήκες κάτω από τις οποίες που καλούμαστε να ενεργήσουμε προς όφελος των προσφύγων, γίνεται προσπάθεια προς εξεύρεση βέλτιστων τρόπων διαχείρισης της ισχύουσας κρίσης. Τα μέτρα που θα ληφθούν στο μέλλον, καλό θα είναι να στοχεύουν στον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών, παρά στην άρνηση εισόδου τους στη χώρα. Με αυτό τον τρόπο θα γίνει κατορθωτό να αποφευχθούν τυχόν νέες απώλειες ανθρώπινων ζωών. Κλείνοντας, νιώθω την ανάγκη να αναφέρω ότι με συλλογική προσπάθεια και συνεργασία μπορούν να δοθούν πολλές λύσεις γενικότερα σε θέματα που προκύπτουν αλλά και πιο συγκεκριμένα, αφού το φαινόμενο που εξετάζουμε δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο.