Το Δικαίωμα στην Αυτοδιάθεση ως κανόνας του Διεθνούς Δικαίου

Ζούμε σε μια εποχή όπου συμβαίνουν σημαντικά, μερικές φορές συνταρακτικά, γεγονότα τα οποία μεταβάλουν ή ισχυροποιούν τα υπάρχοντα δεδομένα στη διεθνή σκηνή και ειδικότερα στις σχέσεις μεταξύ των κρατών. Με τις εξελίξεις σε ολόκληρο τον κόσμο να  «τρέχουν» διαρκώς, όλα ανεξαιρέτως τα κράτη παρακολουθούν και αναλύουν τις εξελίξεις αυτές έτσι ώστε να επιβιώνουν και να διατηρούνται σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα. Το Σύγχρονο Διεθνές Δίκαιο εξελίσσεται και αποκτά όλο και περισσότερη αξία στις εθνικές και υπερεθνικές σχέσεις.Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες Αρχές που πηγάζει και προστατεύεται από το Διεθνές Δίκαιο είναι η “Αρχή της Αυτοδιάθεσης” των λαών (Right to Self-Determination). Σκοπός αυτής της μελέτης είναι να εξεταστεί η σημασία της “Αρχής της Αυτοδιάθεσης” όσον αφορά την διαμόρφωση και εξέλιξη της διεθνούς κοινότητας και κατά πόσον μπορεί ο συγκεκριμένος κανόνας του Διεθνούς Δικαίου να αποτελέσει την αφορμή για διαφοροποίηση/μετεξέλιξη του στο μέλλον. Η εξέταση αυτή θα γίνει με αναφορά και ανάλυση των περιπτώσεων Κύπρου και Κουρδιστάν.

Προτού ασχοληθούμε με την “Αρχή της Αυτοδιάθεσης”, κρίνεται αναγκαίο να ανατρέξουμε στο παρελθόν και να αναφερθούμε σε ιστορικά γεγονότα που σηματοδότησαν και άλλαξαν τον κόσμο. Αρχικά, πρέπει να κατανοήσουμε μερικούς ουσιώδεις όρους που αφορούν την “Αρχή της Αυτοδιάθεσης” όπως για παράδειγμα τί είναι αυτοδιάθεση, τί είναι λαός και τί είναι κράτος.

Ξεκινώντας από το τελευταίο, ένα κράτος για να θεωρείτε ως τέτοιο από το Διεθνές Δίκαιο, πρέπει να διαθέτει τα εξής χαρακτηριστικά: α) Λαό, β) Επικράτεια, γ) Πολιτική Διακυβέρνηση, και δ) Νομιμότητα/Νομική Υπόσταση. Δηλαδή, να διαθέτει μόνιμο πληθυσμό (με κοινή ιθαγένεια) που να κατοικεί σε καθορισμένη γεωγραφική περιοχή στην οποία ισχύουν οι αποκλειστικοί κανόνες και νόμοι που απαιτεί η, αποδεχόμενη από το λαό, πολιτική εξουσία η οποία έχει τη δυνατότητα να συνάπτει συμφωνίες και σχέσεις με τα υπόλοιπα κράτη. Με τον όρο “Λαό” στο Διεθνές Δίκαιο, εννοούμε μια συγκεκριμένη ομάδα ατόμων που διατηρεί κοινά χαρακτηριστικά όπως για παράδειγμα γλώσσα, πολιτισμό, θρησκεία κ.ά. Στην σύγχρονη εποχή, ένας λαός μπορεί να μην βρίσκεται απαραίτητα σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή χώρα (π.χ. Καταλανοί-Ισπανία) αλλά να είναι διασκορπισμένοι (π.χ. Κούρδοι). Επίσης, ένας λαός δεν έχει πάντα δική του πολιτική εξουσία αφού μπορεί να ανήκουν σε ένα πολυεθνικό κράτος. Πάνω σ΄ αυτή την αντίληψη βασίστηκε κυρίως η πεποίθηση για αυτοδιάθεση των λαών. Για αυτό θα ασχοληθούμε αργότερα. Πρώτα μια σύντομη ιστορική για την εμφάνιση των κρατών.

Τα πρώτα κράτη εμφανίστηκαν με το τέλος της Φεουδαρχίας και τις πτώσεις των αυτοκρατοριών της εποχής (Ρωμαϊκή & Οθωμανική). Τα κράτη αυτά, επειδή ακριβώς ήταν αποτέλεσμα της κατάρρευσης των αυτοκρατοριών, χαρακτηρίζονταν ως πολυεθνικά. Περιείχαν δηλαδή περισσότερες από μία εθνοτική ομάδα στην επικράτεια τους. Άμεσα αντιλήφθηκαν την ανάγκη να προστατεύσουν την νεοσύστατη μορφή τους και ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να το πετύχουν αυτό ήταν μέσω διμερών ή/και πολυμερών συμφωνιών με άλλα κράτη. Μια τέτοια Συμφωνία, υψίστης σημασίας για την μετέπειτα πορεία και συνεργασία μεταξύ των κρατών, ήταν η Συνθήκη της Βεστφαλίας η οποία υπογράφτηκε το 1648 μ.Χ.. Με την Συνθήκη της Βεστφαλίας τερματίζεται ο Τριακονταετής Πόλεμος (1618 – 1648 μ.Χ.) μεταξύ αρκετών κρατών του ευρωπαϊκού χώρου. Για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία υπογράφεται Συνθήκη στην οποία γίνεται ξεκάθαρη αναφορά σε ανεξάρτητα κράτη υπό την έννοια της απόλυτης εθνικής κυριαρχίας και της μη επέμβασης στα εσωτερικά ζητήματα τρίτων χωρών. Επίσης για πρώτη φορά γίνεται λόγος για το δικαίωμα των πληθυσμών των ανεξάρτητων πλέον κρατών να διαμορφώνουν και να διατηρούν την δική τους ταυτότητα, κάτι το οποίο μπορεί να ερμηνευτεί και ως εγγύηση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων.

Φτάνοντας στο μέσο περίπου του 20ου αιώνα και στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (και ενώ είχε προηγηθεί μόλις μερικές δεκαετίες πριν ο Α’ Π.Π.), το χάος και η καταστροφή που άφησε πίσω του ο πόλεμος, ανάγκασε τη Διεθνή Κοινότητα να λάβει αποτελεσματικότερα μέτρα αφού ο κίνδυνος μερικής ή ολικής εξάλειψης της ανθρωπότητας ήταν πλέον ορατός. Πολλοί πίστεψαν ότι ένας νέος πόλεμος τέτοιου βεληνεκούς και έντασης πολύ πιθανόν να προκαλούσε την πλήρη καταστροφή, λόγω κυρίως της εμφάνισης και ανάπτυξης οπλικών συστημάτων ικανών να την  προκαλέσουν (βλ. πυρηνική βόμβα). Ενδεικτικό το γεγονός ότι ο φόβος αυτός εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι και σήμερα εξαιτίας ακριβώς της ανεξέλεγκτης και ασύμμετρης τεχνολογικής προόδου που δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει και τον τομέα των οπλικών συστημάτων.

Η ίδρυση του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών το 1945 είχε ως απώτερο σκοπό την διασφάλιση, σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό, της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας, κάτι το οποίο απέτυχε να πράξει στο παρελθόν η “Κοινωνία των Εθνών”. Μέσω του Ο.Η.Ε. έγινε προσπάθεια επανακαθορισμού των διακρατικών σχέσεων στη βάση της αρχής της ισότητας, όπου όλα τα κράτη θα έχουν ίσα δικαιώματα, στο ενδυναμωμένο πλέον και πιο ουσιαστικό, Διεθνές Δίκαιο. Η ύπαρξη ενός υπερεθνικού οργανισμού με τη δυνατότητα επίβλεψης, επίπληξης ή/και επιβολής των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου στα κράτη μέλη του, θεωρήθηκε ως το ιδανικότερο μέτρο. Εξίσου σημαντικό γεγονός ήταν και η ίδρυση του Διεθνούς Δικαστηρίου, επίσης το 1945, ως το κύριο δικαστικό όργανο του Ο.Η.Ε. του οποίου ο ρόλος είναι να επιλύει νομικού χαρακτήρα διαφορές μεταξύ κρατών καθώς επίσης και να γνωμοδοτεί για νομικά ζητήματα ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε σώματος που του δίνεται η εξουσιοδότηση από το Καταστατικό Χάρτη των Η.Ε. για να το πράξει. Μέσα σε αυτή την διαδικασία τροποποίησης και ενδυνάμωσης των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της εθνικής κυριαρχίας των κρατών. Σύμφωνα με το Άρθρο 2 (παρ.4 και παρ.7) του Καταστατικού Χάρτη των Η.Ε., απαγορεύεται ρητά και ξεκάθαρα η απειλή ή χρήση βίας ενάντια στην εδαφική ακεραιότητα όπως επίσης και η παρέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα όποιουδήποτε κράτους.

Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, παρά την στάση του για θέματα εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, δεν θα μπορούσε να παραβλέψει τα δικαιώματα των λαών που δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν δικό τους κράτος αλλά ήταν ενσωματωμένα σε ένα άλλο. Πρόσθεσε, όπως όφειλε, κανόνες που θα αφορούσαν μελλοντικές περιπτώσεις όπου λαοί πιθανόν να διεκδικούσαν την ανεξαρτησία τους. Σημαντικό να τονιστεί πως την εποχή εκείνη υπήρχαν αρκετοί λαοί οι οποίοι βρίσκονταν υπό τον έλεγχο αποικιοκρατών. Η “Αρχή στην Αυτοδιάθεση των λαών”, ως κανόνας του διεθνούς δικαίου κατοχυρώθηκε για πρώτη φορά, με το Άρθρο 1(2) του Καταστατικού Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών που υπογράφτηκε στις 26 Ιουνίου 1945. Αναφορές επί του θέματος γίνονται επίσης και στα Άρθρα 55, και 73. Εν συντομία, στα Άρθρα 1 και 55, γίνεται λόγος στην ξεκάθαρη ανάγκη όπως όλα τα κράτη μέλη του Ο.Η.Ε. σεβαστούν τις αρχές των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης των λαών με απώτερο σκοπό την διατήρηση και ενίσχυση της παγκόσμιας ειρήνης. Το Άρθρο 73 αναφέρεται σε περιπτώσεις στις οποίες κράτη μέλη των Η.Ε. έχουν στην επικράτεια τους οντότητες που δεν κατάφεραν να πετύχουν πλήρη αυτονομία. Συγκεκριμένα, το Άρθρο 73 αναφέρει την ευθύνη που έχουν όλα τα κράτη να σέβονται απόλυτα τα συμφέροντα και τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Η ανεκτικότητα στη διαφορετική κουλτούρα, πολιτισμό, πολιτική ιδεολογία, θρησκεία, γλώσσα κτλ., επιβάλλεται να τηρείται. Να προωθείται ένα μοντέλο συνεργασίας για σκοπούς πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και ευημερίας όλων των κατοίκων. Γενικότερα, οι σχέσεις μεταξύ κρατών και μειονοτήτων πρέπει να χαρακτηρίζονται από αρχές αλληλοσεβασμού και αλληλοκατανόησης έτσι ώστε να διατηρείται η ειρήνη και ασφάλεια. 

Όπως ήταν αναμενόμενο, στα χρόνια που ακολούθησαν του Β’ Π.Π., προέκυψαν πολλές περιπτώσεις όπου λαοί επικαλέστηκαν το δικαίωμα που τους παρείχε το Διεθνές Δίκαιο για αυτοδιάθεση.

Σημαντικά γεγονότα στην σύγχρονη παγκόσμια ιστορία έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανάδυση των πλείστων αυτών περιπτώσεων. Με χρονολογική σειρά, η διάλυση των αποικιοκρατιών, στα τέλη της δεκαετίας του ’50- αρχές δεκαετίας ’60, δίνει την δυνατότητα σε πολλούς λαούς να επιδιώξουν την ανεξαρτησία τους και να χαράξουν οι ίδιοι το μέλλον τους (π.χ. πρώην αποικίες της Γαλλίας, της Μεγ. Βρετανίας, της Ισπανίας κ.ο.κ.). Ένα ακόμη ιστορικό γεγονός ήταν η πτώση του Τείχους του Βερολίνου που οδήγησε στην επανένωση της Γερμανίας και εν συνεχεία στην διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης που σήμαινε αυτόματα και το τέλος του “Ψυχρού Πολέμου”. Ο τερματισμός του διπολισμού στο παγκόσμιο στερέωμα έδωσε την ευκαιρία σε κράτη και λαούς, κυρίως της Ανατολικής Ευρώπης, που είτε άνηκαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση είτε ήταν στην σφαίρα επιρροής της, να διαπραγματευτούν την χάραξη νέων συνόρων.

Μια από τις περιπτώσεις που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία, δηλαδή των πρώην αποκιών, είναι αυτή της Κύπρου. Το μικρό νησί της ανατολικής Μεσογείου ανέκαθεν αποτελούσε στόχο μεγάλων δυνάμεων που ήθελαν τον έλεγχο του για στρατηγικούς/εμπορικούς σκοπούς λόγω της ιδιαίτερης γεωγραφικής του θέσης. Τελευταίος «ιδιοκτήτης» της Κύπρου ήταν η τότε μεγάλη αποικιοκρατική δύναμη Μεγάλη Βρετανία. Το 1878 η Μεγ. Βρετανία αποκτά τον έλεγχο της Κύπρου από τους Τούρκους, και το 1914 προχωρεί σε προσάρτηση στην επικράτεια της. Θα διατηρήσει τον έλεγχο του νησιού μέχρι και το 1960 χρονιά κατά την οποία η Κύπρος γίνεται επίσημα ανεξάρτητο κράτος. Πριν γίνει όμως αυτό, συνέβησαν κάποια σημαντικά γεγονότα. Αξίζει να αναφερθεί, πως ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του τότε πληθυσμού της Κύπρου (περίπου 82%) ήταν Ελληνοκύπριοι, γύρω στο 16% Τουρκοκύπριοι και το υπόλοιπο 2% άλλες μειονότητες (Αρμένιοι, Λατίνοι, Μαρωνίτες). Οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι του νησιού πάντα πίστευαν ότι είχαν ένα ιδιαίτερο δεσμό με τους Έλληνες αφού είχαν πολλά κοινά χαρακτηριστικά όπως είναι η γλώσσα, η κουλτούρα, η θρησκεία, ο πολιτισμός κ.ά. Για τον λόγο αυτό ζήτησαν σε αρκετές περιπτώσεις από τη Μεγ. Βρετανία όπως παραχωρηθεί το νησί στην κυριαρχία της Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια και των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, η Μεγ. Βρετανία καταφέρνει να πείσει τους Κυπρίους να πολεμήσουν στο πλευρό της υποσχόμενη αυτονομία. Και τις δύο φορές όμως αθέτησε τις υποσχέσεις της. Η πλειοψηφία του Κυπριακού λαού, σε συνεργασία με την Ελληνική Κυβέρνηση, ενέτεινε την προσπάθεια του με διαβήματα προς τον Ο.Η.Ε. όπως παρέμβει επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Ούτε αυτές οι προσπάθειες είχαν αντίκρισμα γεγονός που ανάγκασε τον Κυπριακό λαό να διεκδικήσει την ελευθερία του διά των όπλων. Έτσι, το 1955 ξεκινά επίσημα ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας κατά των Βρετανών. Ο αγώνας διήρκησε περίπου πέντε χρόνια και είχε ως αποτέλεσμα την επίτευξη ανεξαρτησίας για ολόκληρο τον Κυπριακό λαό και την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου που υπογράφτηκαν το 1960.

Η εισαγωγή της “Αρχής της Αυτοδιάθεσης” ως κανόνας του Διεθνούς Δικαίου θα ανέμενε κανείς ότι θα ήταν ένα πολύτιμο νομικό εργαλείο στα «χέρια» του διεθνούς συστήματος στην προσπάθεια να ξεπεραστούν τυχόν διαφορές που θα προέκυπταν επί του θέματος. Ειδικότερα, η ενσωμάτωση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, τόσο στο Χάρτη του Ο.Η.Ε. όσο και στο Καταστατικό του Διεθνούς Δικαστηρίου καθώς και σε άλλες διεθνείς συμβάσεις, φανερώνει ότι η συγκεκριμένη Αρχή αναγνωρίζεται από τα συμβαλλόμενα μέρη και κατά συνέπεια από το ίδιο το Διεθνές Δίκαιο ως θεμελιώδης κανόνας. Παρ΄ όλα αυτά, κατά την εφαρμογή της προκύπτουν διαφωνίες ως προς το περιεχόμενο και την ερμηνεία της. Το Δικαίωμα στη Αυτοδιάθεση των λαών θεωρείται μία από τις πλέον αμφισβητούμενες έννοιες του διεθνούς δικαίου. Πάντα προκύπτουν ασάφειες που αφορούν την σημασία και τα όρια της με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται νομικά ζητήματα τα οποία το Διεθνές Δίκαιο πολλές φορές αδυνατεί να επιλύσει.

Το πρώτο νομικό ζήτημα αφορά την αδυναμία του Διεθνούς Δικαίου να ξεκαθαρίσει ποιοι δικαιούνται σε τελική ανάλυση να επικαλεστούν το δικαίωμα αυτό. Είναι ένα καθολικό δικαίωμα που απευθύνεται προς όλους τους λαούς που είναι εξαρτώμενοι και επιθυμούν αυτονομία/ανεξαρτησία ή είναι ένα δικαίωμα που αφορά συγκεκριμένες περιπτώσεις υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις; Αρχικά, το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση έμοιαζε να είναι ένα γενικό δικαίωμα που αναγνωριζόταν σε όλες τις εθνοτικές ομάδες που αναζητούσαν την ανεξαρτησία τους. Το 1960 όμως, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε την Δήλωση περί Χορήγησης Ανεξαρτησίας στις Αποικίες (Declaration on the Granting of Independence to Colonial Countries and People). Η πράξη αυτή ουσιαστικά ενίσχυε σε σημαντικό βαθμό την προσπάθεια των αποικιών να ορίσουν ελεύθερα το δικό τους πολιτικό καθεστώς και να χαράξουν αυτόνομα το δικό τους μέλλον. Ήταν φανερό ότι ο διεθνής οργανισμός έδινε προτεραιότητα σε αυτή την κατηγορία περιπτώσεων λαμβάνοντας υπόψη την τάση που κυριαρχούσε, κυρίως τις δεκαετίες ’50 και ’60.

Έχει όμως ολοκληρωθεί ποτέ η από-αποικιοποίηση; Ότι και αν έχει λεχθεί κατά καιρούς, η τελευταία τοποθέτηση του Διεθνούς Δικαστηρίου επί του θέματος ήταν ξεκάθαρη. Συγκεκριμένα, το Διεθνές Δικαστήριο κλήθηκε να πάρει θέση, έστω και υπό μορφή γνωμοδότησης, για την νομιμότητα του διαχωρισμού του Αρχιπελάγους Chagos από την επικράτεια του Αγίου Μαυρικίου (πρώην αποικία Μεγ. Βρετανίας) το 1965. Το Διεθνές Δικαστήριο εξέτασε το κατά πόσο η διαδικασία από-αποικιοποίησης του Μαυρικίου ολοκληρώθηκε νόμιμα, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, συμπεριλαμβανομένης και της απόσχισης του Αρχιπελάγους Chagos. Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου ήταν ότι το Αρχιπέλαγος Chagos παρακρατήθηκε παράνομα και επομένως η διαδικασία από-αποικιοποίησης μέχρι και σήμερα δεν έχει ολοκληρωθεί, κατά παράβαση του Καταστατικού Χάρτη του Ο.Η.Ε. και του Ψηφίσματος 1514 (1960) της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε.. Το Ψήφισμα αυτό αναφέρεται στην Αρχή της Αυτοδιάθεσης και στην ανάγκη απο-αποικιοποίησης και θεωρείται ως κανόνας Εθιμικού Δικαίου.

Η συγκεκριμένη γνωμοδότηση έχει ειδική βαρύτητα και αξία για τις πρώην αποικίες. Μια από αυτές τις αποικίες που επέδειξε αρκετό ενδιαφέρον και συμμετείχε μάλιστα και στην διαδικασία ως διάδικος, ήταν η Κυπριακή Δημοκρατία. Την ίδια ώρα που οι Συνθήκες Ζυρίχης – Λονδίνου καθιστούσαν και επίσημα ανεξάρτητο κράτος την Κυπριακή Δημοκρατία, δύο περιοχές του νησιού (Ακρωτήρι και Δεκέλεια) παρέμεναν υπό βρετανικό έλεγχο ως κυρίαρχες στρατιωτικές βάσεις της Μεγ. Βρετανίας. Στην υπόθεση Chagos, ένα από τα σημαντικά σημεία που εξέτασε το Διεθνές Δικαστήριο ήταν και η θέση στην οποία βρίσκονταν τα δύο μέρη και έκρινε ότι ο Μαυρίκιος ήταν ξεκάθαρα σε μειονεκτική θέση και το γεγονός ότι η παραχώρηση του αρχιπελάγους έγινε για να επιτευχθεί η ανεξαρτησία την καθιστά ακυρώσιμη. Επομένως η γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου δεν θα μπορούσε να μην ενδιέφερε την Κυπριακή Δημοκρατία αφού τίθεται εκ νέου ζήτημα παράνομης παρακράτησης ξένων εδαφών από την Μεγ. Βρετανία η οποία μπορεί να θεωρηθεί πως παραμένει αποικιακή δύναμη. Πρόκειται για μια πολύ σημαντική απόφαση που επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα της από-αποικιοποίησης που φαίνεται πως θα απασχολήσει ξανά το Διεθνές Δίκαιο.

Ένα άλλο νομικό ζήτημα που προκαλεί ασάφειες στο δικαίωμα για αυτοδιάθεση των λαών αφορά το βαθμό στον οποίο μια διαδικασία αυτοδιάθεσης μπορεί να φτάσει. Τα πράγματα στις περιπτώσεις των αποικιών ήταν πολύ πιο απλά. Τα αποικιακά κράτη με την επίκληση τους στην αρχή της αυτοδιάθεσης επιδίωκαν είτε την ανεξαρτησία τους είτε την ενσωμάτωση τους σε ένα άλλο κράτος. Tί ισχύει όμως, κατά το Διεθνές Δίκαιο, στην περίπτωση που εθνοτικές ομάδες που δεν υπήρξαν ποτέ αποικίες, επικαλεστούν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης;

Κατά την περίοδο του “Ψυχρού Πολέμου” παρατηρείται άνοδος της εθνικιστικής σκέψης γεγονός που προκάλεσε τριγμούς και συγκρούσεις κυρίως σε πολυεθνικά κράτη. Οι διάφορες εθνοτικές ομάδες επιδίωκαν τον πλήρη διαχωρισμό τους από τις κρατικές οντότητες στις οποίες ανήκαν. Το φαινόμενο αυτό περιγράφεται στο Διεθνές Δίκαιο με τον όρο “απόσχιση”. Με τον όρο “απόσχιση” εννοούμε την προσπάθεια μιας συγκεκριμένης εθνοτικής ομάδας, που μειοψηφεί στην επικράτεια ενός κράτους, να διαχωριστεί και να δημιουργήσει δικό της ανεξάρτητο κράτος χρησιμοποιώντας έδαφος που ανήκει στο κράτος από το οποίο επιθυμεί να αποσχιστεί. Όπως γίνεται αντιληπτό, ένα τέτοιο ενδεχόμενο περιπλέκει ακόμα περισσότερο την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου αφού υπάρχει σαφής σύγκρουση αρχών και κανόνων. Η πιο εμφανής σύγκρουση είναι αυτή μεταξύ του δικαιώματος των λαών για αυτοδιάθεση και του σεβασμού της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών. Και οι δύο αυτές αρχές αναφέρονται ρητά στο Καταστατικό Χάρτη του Ο.Η.Ε. (και όχι μόνο) και αποτελούν θεμελιώδεις κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Από την μια το Διεθνές Δίκαιο αναγνωρίζει το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και απαιτεί ταυτόχρονα από τα κράτη να το σέβονται και να το προωθούν, και από την άλλη αναγνωρίζει το απόλυτο δικαίωμα των κρατών να προστατεύουν την εδαφική τους ακεραιότητα και απαγορεύει όποιαδήποτε πράξη που μπορεί να την θέσει σε κίνδυνο. Είναι αδύνατον να ισχύει το ένα όταν ισχύει το άλλο. Εάν υπάρχει λύση σε αυτό το ζήτημα, θεωρώ προσωπικά ότι αυτή ίσως να είναι η λύση της «μέσης γραμμής». Γίνεται χρήση εισαγωγικών (« ») για τον λόγο ότι η λύση δεν βρίσκεται ακριβώς στη μέση. Πιο συγκεκριμένα, η λύση σε τέτοιες περιπτώσεις συχνά είναι η παραχώρηση από το κράτος προς την εθνοτική οντότητα πλήρης αυτονομίας σε κομμάτι της επικράτειας του χωρίς αυτό να αποσχιστεί. Επομένως, το κράτος ναι μεν χάνει τον έλεγχο μιας περιοχής του, διατηρεί όμως ακέραια την εδαφική του επικράτεια και εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει ολόκληρο τον πληθυσμό του στην διεθνή σκηνή σαν ένα . Η εθνοτική οντότητα ναι μεν αποκτά πλήρη αυτονομία σε μια συγκεκριμένη περιοχή και απολαμβάνει τα δικαιώματα της που της εξασφαλίζει το Διεθνές Δίκαιο, ωστόσο αποτυγχάνει να εκπληρώσει τον αρχικό της σκοπό που ήταν η δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.

Η παραχώρηση πλήρης αυτονομίας στις εθνικές οντότητες ως μέσο προστασίας της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών δεν αποτελεί πάντα την εύκολη και πιο αποτελεσματική λύση. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η διασφάλιση της ειρήνης και της ασφάλειας πιθανόν να επιτευχθεί μέσω της απόσχισης εδαφών από κυρίαρχο κράτος και δημιουργίας νέου ανεξάρτητου κράτους, όσο παράδοξο και αν ακούγεται αυτό. Πολύ ταιριαστό παράδειγμα ως προς αυτό, αποτελεί η περίπτωση του Κουρδικού λαού.

Ο Κουρδικός λαός, σχεδόν εξ ολοκλήρου, είναι διασκορπισμένος ανάμεσα κυρίως σε 4 χώρες: σε Συρία, Ιράν, Ιράκ και Τουρκία. Επίσημοι αριθμοί δεν υπάρχουν για το συνολικό αριθμό των Κούρδων στον κόσμο. Ωστόσο εκτιμάται ότι ο συνολικός πληθυσμός των Κούρδων ανέρχεται σε περίπου 35 εκατομμύρια[1]. Αν η εκτίμηση αυτή πλησιάζει τον πραγματικό αριθμό, τότε αυτό σημαίνει πως ο Κουρδικός λαός αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες εθνοτικές ομάδες στην Μέση Ανατολή χωρίς όμως να καταφέρει ακόμη να αποκτήσει δικό του ανεξάρτητο κράτος. Το μέγεθος και μόνο του Κουρδικού λαού φανερώνει μια αδικία εις βάρος του από την μη δημιουργία ενός κράτους. Οι Κούρδοι δυστυχώς δεν τυγχάνουν της ίδιας αντιμετώπισης και στις 4 χώρες. Τις καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και δικαιωμάτων φαίνεται να απολαμβάνουν στο Ιράκ όπου έχουν κερδίσει ένα αρκετό μεγάλο βαθμό αυτονομίας ενώ τις χειρότερες συνθήκες, με διαφορά, τις βιώνουν στην Τουρκία. Η Τουρκία αρνείται επιδεικτικά να παραχωρήσει τα όποια δικαιώματα έχουν οι Κούρδοι ως μειονότητα τα οποία πηγάζουν από το Διεθνές Δίκαιο, φοβούμενη, δήθεν, το ενδεχόμενο απόσχισης και ανεξαρτησίας περιοχών όπου πλειοψηφεί ο Κουρδικός λαός. Ο πραγματικός λόγος για την στάση αυτή βρίσκεται στο γεγονός ότι το τουρκικό κράτος, πιστό στις κεμαλικές αρχές, επιθυμεί να φτιάξει ένα καθαρά τουρκικό κράτος χωρίς μειονότητες (σ.σ. προηγήθηκε ο εκδιωγμός των Ελλήνων). Συνεπώς, οι  μειονότητες μπορούν να αποκτήσουν ίσα δικαιώματα με τους Τούρκους μόνο αν αποδέχονταν να εκτουρκισθούν.

Η χρήση της Κουρδικής γλώσσας απαγορεύεται ενώ καθημερινά καταπατώνται θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα των Κούρδων. Γίνονται επίσης προσπάθειες αλλοίωσης του δημογραφικού χαρακτήρα περιοχών όπου υπερτερούν οι Κούρδοι με αθέμιτα μέσα όπως είναι οι μαζικές δολοφονίες, φυλακίσεις κ.ά. Το τουρκικό κράτος εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να θεωρεί τον Κουρδικό λαό ως την μεγαλύτερη απειλή για την εδαφική του ακεραιότητα και σε καμιά περίπτωση δεν δείχνει διατεθειμένο να σταματήσει τις απάνθρωπες πράξεις του που αποσκοπούν στον διωγμό ή στην εξουδετέρωση της Κουρδικής μειονότητας. Ο στόχος αυτός ξεκάθαρα εντάθηκε τα τελευταία χρόνια σε σημείο που η άμεση και αποφασιστική παρέμβαση της διεθνούς κοινότητας να κρίνεται, κατά την ταπεινή μου άποψη, ως επιτακτική. Η δημιουργία ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου Κουρδικού κράτους, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση της Τουρκίας, μοιάζει να είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για αποτροπή των αντίξοων συνθηκών διαβίωσης που έχουν να αντιμετωπίσουν οι Κούρδοι της Τουρκίας. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η Τουρκία αλλά και όποιοδήποτε άλλο κράτος θα μπορεί να βρεθεί υπόλογο έναντι των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου. Με βάση όλα όσα ειπώθηκαν πιο πάνω, γίνεται κατανοητό ότι η “Αρχή της Αυτοδιάθεσης” έπαιξε το δικό της καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της σύγχρονης ιστορίας και αναμένεται να συνεχίσει να έχει εξίσου σημαντικό ρόλο και στο μέλλον. Σήμερα, το δικαίωμα στην Αυτοδιάθεση θεωρείται ως κανόνας “juscogens”, δηλαδή κανόνας  αναγκαστικού δικαίου ο οποίος δημιουργεί επίσης “ergaomnes” (έναντι όλων) υποχρεώσεις. Εξακολουθούν να υπάρχουν ασάφειες καιπαραλήψεις τόσο στο περιεχόμενο όσο και στην εφαρμογή της. Καταλήξαμε όμως στο συμπέρασμα πως η κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη όλες τις παραμέτρους και τα δεδομένα της εποχής. Παρά τις όποιες ασάφειες, η “Αρχή της Αυτοδιάθεσης” παραμένει ένα σημαντικό «εργαλείο» του Διεθνούς Δικαίου στην προσπάθεια για εξασφάλιση και διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας.


[1]https://www.institutkurde.org/en/info/the-kurdish-population-1232551004

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , ,