Το παρόν εξετάζει το ζήτημα του δικαιώματος στην απεργία και την διάκριση μεταξύ δεσμευτικών και μη δεσμευτικών αρχών του ILO (Διεθνής Οργάνωσης Εργασίας), υπό το πρίσμα υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Δικαιοσύνης (ICJ) και το οποίο, μεταξύ 6 έως 8 Οκτωβρίου 2025 πραγματοποίησε δημόσιες ακροάσεις σχετικά με το αίτημα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) για γνωμοδότηση ως προς το ερώτημα κατά πόσο προστατεύεται το δικαίωμα απεργίας των εργαζομένων και των οργανώσεών τους από τη Σύμβαση περί Ελευθερίας του Συνδικαλίζεσθαι και Προστασίας του Δικαιώματος Οργάνωσης του 1948 (Αρ. 87).
Το ζήτημα, αν και φαίνεται απλό, έχει ευρείες συνέπειες. Η απάντηση του Δικαστηρίου μπορεί να επηρεάσει τη σύγχρονη σημασία του ILO, να καθορίσει τη σχέση μεταξύ των μη δεσμευτικών αρχών του και των δεσμευτικών συμβάσεών του, καθώς και να επηρεάσει κυβερνήσεις και επιχειρήσεις που έχουν δεσμευθεί μέσω διεθνών συμφωνιών και πρωτοβουλιών εταιρικής ευθύνης.
Η εξέταση αφορά τη Σύμβαση Αρ. 87, η οποία αναγνωρίζει το δικαίωμα των εργαζομένων και εργοδοτών να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε οργανώσεις χωρίς προηγούμενη άδεια (Άρθρο 2). Ωστόσο, το κείμενο της Σύμβασης δεν αναφέρει ρητά το δικαίωμα απεργίας. Κατά τη σύνταξή της, τα τρία μέρη του ILO- κυβερνήσεις, εργοδότες και εργαζόμενοι – δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν για την ένταξή του, με αποτέλεσμα να παραλειφθεί (ILO, γραπτή υποβολή, παρ. 307).
Ο ILO είναι μοναδικός οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται σε τριμερή βάση. Οι δεσμευτικές συμβάσεις του υιοθετούνται μέσω διαπραγματεύσεων στην Διεθνή Διάσκεψη Εργασίας (ILC), με τη συμμετοχή όλων των πλευρών. Οι κυβερνήσεις μπορούν να κυρώσουν μια σύμβαση μόνο στο σύνολό της, χωρίς επιφυλάξεις.Η εφαρμογή των συμβάσεων εποπτεύεται από δύο όργανα. Πρώτον, από την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων (CEACR), η οποία αξιολογεί την εφαρμογή των κυρωμένων συμβάσεων και υποβάλλει ετήσιες εκθέσεις. Δεύτερον, από την Επιτροπή Εφαρμογής Προτύπων (CAS) της ILC, η οποία εξετάζει συγκεκριμένες περιπτώσεις κρατών, βασισμένη στις παρατηρήσεις της CEACR. Οι αποφάσεις της CAS λαμβάνονται επίσης με συναίνεση.
Εκτός από τις δεσμευτικές συμβάσεις, ο ILO εκδίδει μη δεσμευτικές διακηρύξεις, όπως η Διακήρυξη του 1998 για τις Θεμελιώδεις Αρχές και Δικαιώματα στην Εργασία, η οποία αναφέρει ότι όλα τα κράτη-μέλη, ανεξάρτητα από την κύρωση των σχετικών συμβάσεων, έχουν υποχρέωση να σεβαστούν και να προάγουν τις θεμελιώδεις αρχές, όπως την ελευθερία του συνδικαλίζεσθαι. Η εποπτεία της εφαρμογής αυτής της αρχής γίνεται μέσω της Επιτροπής Ελευθερίας Συνδικαλισμού (CFA), ακόμη και όταν το κράτος δεν έχει κυρώσει τη Σύμβαση Αρ. 87.
Από το 1985, η CEACR θεωρεί ότι το δικαίωμα απεργίας αποτελεί «αναπόσπαστο συμπλήρωμα του δικαιώματος οργάνωσης» που κατοχυρώνεται από τη Σύμβαση Αρ. 87. Ωστόσο, το 2012, η ομάδα των εργοδοτών στη Διεθνή Διάσκεψη Εργασίας αμφισβήτησε αυτή την ερμηνεία και αρνήθηκε να εγκρίνει τη λίστα υποθέσεων της CAS, παραλύοντας έτσι προσωρινά τη διαδικασία εποπτείας του ILO.
Στις ακροάσεις του ICJ, συμμετείχαν κυβερνήσεις καθώς και οι κοινωνικοί εταίροι του ILO, όπως η Διεθνής Οργάνωση Εργοδοτών (IOE) και η Διεθνής Συνομοσπονδία Συνδικάτων (ITUC). Η ITUC υποστήριξε ότι το δικαίωμα στην απεργία είναι εγγενές στοιχείο της ελευθερίας του συνδικαλίζεσθαι και άρα πρέπει να θεωρείται ότι προστατεύεται από τη Σύμβαση Αρ. 87, ακόμη και αν δεν αναφέρεται ρητά. Σύμφωνα με την ITUC, οι αρχές και τα δικαιώματα του ILO είναι αλληλένδετα, και μια σύμβαση δεν μπορεί να «εκφράζει» μια αρχή αν δεν περιλαμβάνει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της.Αντίθετα, η πλευρά των εργοδοτών τόνισε ότι η αποτυχία ενσωμάτωσης ρητής διάταξης για την απεργία αντικατοπτρίζει τη διαχρονική έλλειψη συναίνεσης μεταξύ των μερών. Κατά συνέπεια, κάθε νέα δεσμευτική υποχρέωση πρέπει να απορρέει από τριμερή συμφωνία, όχι από ερμηνεία επιτροπών.
Το βασικό ζήτημα, επομένως, είναι αν οι μη δεσμευτικές αρχές του ILO μπορούν να μεταβάλουν ή να επεκτείνουν το περιεχόμενο των δεσμευτικών συμβάσεων του. Η ερμηνευτική εξουσία της CEACR επιτρέπει να προσδιορίζει το νομικό περιεχόμενο των συμβάσεων, όχι όμως να εισάγει νέες υποχρεώσεις που δεν έχουν συμφωνηθεί μέσω της τριμερούς διαδικασίας. Αν οι μη δεσμευτικές αρχές μπορούν να μεταβάλουν την έννοια των δεσμευτικών συμβάσεων, τότε η διαδικασία κύρωσης και η τριμερής ισορροπία του ILO τίθενται υπό αμφισβήτηση.
Οι πιθανές επιπτώσεις και νομικές προεκτάσεις της υπόθεσης συνοπτικά είναι οι έξης:
Αν το ICJ αποφανθεί ότι οι μη δεσμευτικές αρχές του ILO μπορούν να επηρεάσουν την ερμηνεία των δεσμευτικών συμβάσεων, αυτό θα μπορούσε να αποδυναμώσει τη θεσμική του λειτουργία. Θα εγερθούν ερωτήματα όπως ποιος αποφασίζει πότε μια αρχή έχει «εξελιχθεί»; Υπερισχύει αυτή η εξέλιξη της συναίνεσης των μελών; Και, τελικά, ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης της διαδικασίας κύρωσης αν όλες οι κυβερνήσεις δεσμεύονται ήδη από τις θεμελιώδεις αρχές βάσει της Διακήρυξης του 1998;
Μια εναλλακτική, πιο περιοριστική προσέγγιση για το Δικαστήριο θα ήταν να θεωρήσει την αρχή της ελευθερίας του συνδικαλίζεσθαι ως ιδιόμορφη περίπτωση (“sui generis”), που υπάγεται σε ειδική εποπτεία μέσω της CFA. Αυτό θα επέτρεπε στο ILO να εξελίσσει σταδιακά τη σχετική ερμηνεία, χωρίς να θίγει συνολικά τη διάκριση μεταξύ αρχών και δεσμευτικών υποχρεώσεων.
Τελικά, το ICJ ενδέχεται να αποφύγει την άμεση τοποθέτηση στο ζήτημα της σχέσης μεταξύ αρχών και συμβάσεων και να βασιστεί στην ερμηνεία του κειμένου της Σύμβασης 87 και της πρακτικής των κρατών-μελών. Ωστόσο, η απόφασή του θα καθορίσει το μέλλον της θεσμικής ισορροπίας του ILO και τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε μη δεσμευτικά πρότυπα και δεσμευτικές διεθνείς υποχρεώσεις.