Η πρώτη φορά που λέχθηκε από επίσημα κυβερνητικά χείλη ότι θα πρέπει να περιοριστεί η τακτική προσφυγής από τους οικονομικούς φορείς είτε στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, είτε στο Ανώτατο Δικαστήριο, ήταν επί διακυβερνήσεως Χριστόφια. Ο Πρόεδρος Χριστόφιας είχε τον Ιανουάριο του 2009 απευθυνθεί στην καλή θέληση για αυτοσυγκράτηση και στην ορθολογιστική χρήση, με φειδώ των διαδικασιών από τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς, ώστε να μην παρατηρείται κωλυσιεργία στην προώθηση των έργων.
Είχε ξεκινήσει έκτοτε μια συζήτηση ως προς τη σκοπιμότητα περιορισμού των προσφυγών σε θέματα δημοσίων συμβάσεων. Το νομοσχέδιο που υποβλήθηκε για τον περί των Διαδικασιών Προσφυγής στον Τομέα της Σύναψης των Δημοσίων Συμβάσεων Νόμος του 2010 προέβλεπε αρχικά ένα ριζικό περιορισμό των αρμοδιοτήτων της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, κυρίως με κριτήρια που αφορούσαν στο ύψος του ποσού μιας κατακυρωθείσας δημόσιας σύμβασης ώστε να μπορεί να ασκεί δικαιοδοσία η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών. Εκπροσώπησα τότε τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο και θεωρώ πως μετά από έντονες διαπραγματεύσεις έγιναν εν μέρει δεκτές οι κοινές θέσεις και του Συλλόγου, αλλά και της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, όπως το νομοσχέδιο τροποποιηθεί με τρόπο που να μην καθιστά την Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών αναποτελεσματική αντίθετα προς την κοινοτική Οδηγία. Προς τιμήν όλων των εμπλεκομένων, και παρά τις διαφορές στις απόψεις, η διαβούλευση έγινε με πνεύμα διαλόγου και προσπάθειας να βρεθούν λύσεις που να μπορούν να γίνουν αποδεκτές από όλους, έστω ως προϊόν συμβιβασμού.
Στα χρόνια που ακολούθησαν εκφράστηκε ξανά από κυβερνητικά χείλη, μιας άλλης κυβέρνησης αυτή τη φορά, η σύσταση όπως περιοριστούν οι προσφυγές στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, με τη δικαιολογία της ανάγκης να προχωρήσουν τα αναπτυξιακά έργα και να ‘επανεκκινήσει’ το συντομότερο η οικονομία. Δεν υπήρξε πάντως πραγματική διάθεση να συζητηθεί το πρόβλημα των δημοσίων συμβάσεων που προφανώς δεν είναι οι προσφυγές.
Ξαφνικά σε είδηση διάβασα ότι ο νέος Υπουργός Μεταφορών δήλωσε πως έχει δώσει οδηγίες σε ανθρώπους του Υπουργείου του να καταγγείλουν στην αστυνομία όσους καθυστερούν αδικαιολόγητα έργα δημοσίου συμφέροντος μέσα από «τακτικιστικές» προσφυγές στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, προσφυγές που όπως ανέφερε γίνονται «με σκοπό να ταλαιπωρήσουν τον εκάστοτε νικητή του διαγωνισμού είτε για να αποκτήσουν πρόσβαση στις λεπτομέρειες της προσφοράς». Τόνισε πως οι εργολάβοι πρέπει να πάρουν το μήνυμα ότι δεν μπορούν να κάνουν προσφυγές για χάρη των προσφυγών και ότι οι υποθέσεις θα πρέπει να καταγγελθούν στην αστυνομία.
Αφήνω κατά μέρος το προφανές ερώτημα ως προς το ποινικό αδίκημα που θα κληθεί σε μια παρόμοια περίπτωση να διερευνήσει η αστυνομία και με ποιο τρόπο αντιλαμβάνεται κάποιος την ύπαρξη του νεολογισμού «τακτικιστικές» προσφυγές. Εν προκειμένω τίθεται ένα ζήτημα αρχής που είναι πολύ σημαντικό και θα πρέπει επιτέλους να γίνει κατανοητό από το σύνολο του πολιτικού συστήματος:
Α. Οι δημόσιες συμβάσεις συνιστούν ένα από τους πλέον σημαντικούς πυλώνες της οικονομίας σε ολόκληρη την ΕΕ και υπολογίζονται στο 16% του συνολικού ευρωπαϊκού ακαθάριστου προϊόντος.
Β. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αφορά στις δημόσιες συμβάσεις πανευρωπαϊκά είναι η διαφθορά. Υπάρχουν εκατοντάδες τρόποι με τους οποίους μπορεί να φωτογραφηθεί ένας δημόσιος διαγωνισμός ή να κατακυρωθεί σε ένα οικονομικό φορέα λόγω χρηματισμού των λειτουργών ή μελών των δημοσίων αρχών που αποφάσισαν την κατακύρωση. Θα ήταν τουλάχιστον εκτός πραγματικότητας να ισχυριστεί κάποιος ότι η Κύπρος έχει επιλύσει τα προβλήματα διαφθοράς στο πεδίο των δημοσίων συμβάσεων. Όταν υπάρξει διαφθορά, εκείνος που ζημιώνει είναι το κράτος και ο φορολογούμενος.
Γ. Το ίδιο ζημιώνει το κράτος και ο φορολογούμενος και όταν κατακυρωθούν διαγωνισμοί σε οικονομικούς φορείς που δεν έχουν την ικανότητα να τους φέρουν σε πέρας ή σε οικονομικούς φορείς που δεν πληρούν τους όρους του διαγωνισμού ή όταν οι οικονομικοί φορείς επιλέγονται με κριτήρια που δεν είναι τα νομοθετημένα. Αυτό έχει ως συνέπεια το έργο να κοστίζει περισσότερα ή να μην ολοκληρώνεται εντός του καθορισμένου χρονοδιαγράμματος ή να υπάρχουν εκ των υστέρων απαιτήσεις από τον οικονομικό φορέα που υπερβαίνουν τον αρχικό προϋπολογισμό ή να γίνεται έργο κατώτερης ποιότητας κ.ο.κ.
Δ. Όλα τα πιο πάνω αποτιμώνται σε χρήμα και είναι καταστροφικά όχι μόνο για την οικονομία, αλλά και για το κράτος δικαίου και για την κουλτούρα ενός κράτους. Αφορούν επίσης και στην εμπιστοσύνη των επενδυτών στις διαδικασίες που συνιστά κύριο πυλώνα της δυνατότητας προσέλκυσης ουσιαστικών επενδύσεων και κατ’ επέκταση μακροπρόθεσμης υγιούς οικονομικής ανάπτυξης. Είναι για αυτό τον λόγο που η καταπολέμηση της διαφθοράς, αλλά και η καθιέρωση νομοθετικών διαδικασιών στο πεδίο των δημοσίων συμβάσεων, αποτέλεσε μια από τις προτεραιότητες της ΕΕ μέσα από την θέσπιση οδηγιών, οι οποίες έτυχαν αναθεώρησης επανειλημμένα και έχουν εναρμονιστεί στην κυπριακή έννομη τάξη.
Ε. Το κυπριακό νομικό σύστημα δεν είναι από τα πλέον φιλικά για την αμφισβήτηση των διαδικασιών κατακύρωσης. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών αντιμετωπίζει τον εαυτό της ως ένα μικρό διοικητικό δικαστήριο που περιορίζεται πρωτίστως στον έλεγχο των τύπων αντί της ουσίας και που παρέχει υπέρμετρα ευρύ πεδίο διακριτικής ευχέρειας στις αναθέτουσες αρχές για τις ‘τεχνικές κρίσεις’, το σύστημα πρόσβασης στα δικαστήρια και στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών ταλαιπωρείται από τις προβληματικές ερμηνείες εννοιών όπως το ‘έννομο συμφέρον’ και η εκ των υστέρων ‘απώλεια της εκτελεστότητας’, η Κύπρος παραμένει ίσως η χειρότερη χώρα στην ΕΕ στη δυνατότητα πρόσβασης σε έγγραφα χωρίς την ανάγκη καταχώρησης προσφυγής, ενώ τα τέλη για καταχώρηση προσφυγής στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών είναι υπέρμετρα υψηλά και η δυνατότητα προσφυγής στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών κατά των διαγωνισμών δημοσίων συμβάσεων μικρότερης συγκριτικά οικονομικής αξίας (στις οποίες συχνά υπάρχουν αντιστρόφως μεγάλα κρούσματα διαφθοράς) περιορίστηκε με το νόμο του 2010. Και δυστυχώς δεν υπάρχουν πρακτικοί και φθηνοί τρόποι αμφισβήτησης των όρων ενός διαγωνισμού και φαινομένων διαφθοράς, πέραν από καταγγελίες στην Ελεγκτική Υπηρεσία, που εξαρτώνται από την εκάστοτε διακριτική ευχέρεια των ανεξάρτητων οργάνων να τις εξετάσουν.
Στ. Μια κυβέρνηση που επιθυμεί να στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη είναι αναγκαίο να επικεντρωθεί στο πως να κάνει τις προσφυγές ακόμα περισσότερο αποτελεσματικές, να σέβεται και εφαρμόζει την ευρωπαϊκή νομοθεσία, να δημιουργήσει μηχανισμούς αποτελεσματικού και φθηνού ελέγχου της διαφθοράς και των παρατυπιών στην κατακύρωση δημοσίων συμβάσεων και να δημιουργήσει πραγματική εμπιστοσύνη της κυπριακής αγοράς και των επενδυτών εκτός Κύπρου στις κυπριακές δημόσιες συμβάσεις. Μέχρι να προβληματιστεί και να πράξει τα πιο πάνω, δηλώσεις για ποινικοποίηση του «τακτικισμού» καλύτερο είναι να αποφεύγονται.