Συμβάσεις Καταναλωτικής Πίστωσης μεταξύ €200 και €75,000
Όπου μια σύμβαση πίστωσης (δηλαδή δανείου) μεταξύ καταναλωτή και πιστωτικού φορέα αφορά συνολικό ποσό πίστωσης μεταξύ €200 και €75,000, στις πλείστες περιπτώσεις, αυτή καλύπτεται από τον περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμο του 2010 («Νόμος»).
Ο πιο πάνω Νόμος περιέχει συγκεκριμένες υποχρεώσεις πληροφόρησης των πιστωτικών ιδρυμάτων προς τους καταναλωτές πριν και μετά από τη σύναψη σύμβασης μαζί τους. Επίσης περιέχει συγκεκριμένες υποχρεώσεις εκτίμησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή. Αναφορικά με διαφημίσεις, προβλέπει ότι ο πιστωτικός φορέας να αναφέρει συγκεκριμένες πληροφορίες στη διαφήμιση όπως το συνολικό ποσό της πίστωσης, το χρεωστικό επιτόκιο, το ΣΕΠΕ καθώς και τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης.
Πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας θα πρέπει να παρέχει στον καταναλωτή τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης όπως είναι τα στοιχεία ταυτότητας του πιστωτικού φορέα, βασικά χαρακτηριστικά του πιστωτικού προϊόντος, το κόστος της πίστωσης κτλ.
Σύμφωνα με το Νόμο, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας, εκτιμά την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή βάσει επαρκών στοιχείων που λαμβάνονται από τον καταναλωτή και μετά από έρευνα σε κατάλληλη βάση δεδομένων.
Αναφορικά με την ίδια τη σύμβαση πίστωσης, αυτή θα πρέπει να περιέχει συγκεκριμένες πληροφορίες και ο καταναλωτής θα πρέπει να λαμβάνει αντίγραφο της. Οι πληροφορίες που θα πρέπει να περιέχονται στη σύμβαση πίστωσης είναι μεταξύ άλλων οι ακόλουθες: ο τύπος της πίστωσης, τα στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλομένων, η διάρκεια της πίστωσης, το συνολικό ποσό της πίστωσης, το ΣΕΠΕ, τον αριθμό και περιοδικότητα των καταβολών, το επιτόκιο υπερημερίας, ενημέρωση σε σχέση με τα συμβολαιογραφικά τέλη, τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας.
Δύο σημαντικά δικαιώματα που παρέχονται στον Καταναλωτή σε περίπτωση σύμβασης πίστωσης που καλύπτεται από τον πιο πάνω Νόμο είναι το δικαίωμα υπαναχώρησης καθώς και το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης του δανείου.
Δικαίωμα υπαναχώρησης
Ο Καταναλωτής έχει δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβασης πίστωσης εντός 14 ημερών από την ημέρα σύναψης της σύμβασης ή παραλαβής των όρων της σύμβασης και των πληροφοριών αυτής. Αυτό σημαίνει ότι ο καταναλωτής μπορεί όποτε επιθυμεί εντός 14 ημερών να ακυρώσει τη σύμβαση.
Η προθεσμία θεωρείται ότι έχει τηρηθεί εάν η ειδοποίηση αποσταλεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας και δεδομένου ότι ο καταναλωτής καταβάλει στον πιστωτικό φορέα το κεφάλαιο και τους δεδουλευμένους τόκους επί του κεφαλαίου αυτού από την ημερομηνία ανάληψης της πίστωσης μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης του κεφαλαίου χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και το αργότερο εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την αποστολή της κοινοποίησης της υπαναχώρησης στον πιστωτικό φορέα.
Ο πιστωτικός φορέας δεν δικαιούται άλλης αποζημίωσης από τον καταναλωτή στην περίπτωση υπαναχώρησης, εκτός της αποζημίωσης για μη επιστρεφόμενα τέλη τα οποία κατέβαλε ο πιστωτικός φορέας σε οιαδήποτε δημόσια διοικητική υπηρεσία.
Δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης
Σύμφωνα με το δικαίωμα αυτό, ο πιστωτικός φορέας δικαιούται αποζημίωση μόνο για τα ενδεχόμενα έξοδα που έχουν άμεση σχέση με την πρόωρη εξόφληση της πίστωσης υπό την προϋπόθεση ότι η πρόωρη εξόφληση πραγματοποιείται εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο έχει καθορισθεί το χρεωστικό επιτόκιο. Η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1% του τιμήματος της πίστωσης που εξοφλήθηκε πρόωρα δεδομένου ότι απομένει πέραν του έτους πριν τη συμφωνηθείσα λήξη της πίστωσης. Εάν απομένει λιγότερο από έτος για εξόφληση της συμφωνηθείσας λήξης της πίστωσης, τότε η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το 0.5% του τιμήματος της πίστωσης που εξοφλήθηκε πρόωρα.
Το παρόν άρθρο είναι συγχρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση στα πλαίσια του ConsumerProgramme (2014-2020).