Η ρητορική μίσους δεν χρίζει κοινώς αποδεκτού ορισμού και ελλείψει αυτού, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), διακρίνει τα είδη λόγου κατά τα οποία εκφράζονται απόψεις που υποδηλώνουν μίσος, σε 2 κατηγορίες: στη πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι απόψεις που «σοκάρουν, προσβάλλουν ή ενοχλούν», ενώ στη δεύτερη κατηγορία εμπίπτουν οι απόψεις κατά τις οποίες υπάρχει έκδηλη η προτροπή προς διάπραξη κακουργήματος, ήτοι άσκηση βίας κ.α. Πρέπει να τονιστεί ότι μεταξύ των μη αποδεκτών, προσβλητικών και ασύμβατων, προς τις αρχές που διέπουν τη Σύμβαση ειδών λόγου, τους οποίους θα εξετάσω πιο κάτω συγκαταλέγονται ο ρατσιστικός και ξενοφοβικός λόγος, ο αντισημιτισμός, οι ακραίες μορφές εθνικιστικού λόγου καθώς επίσης και η κατάσταση κατά την οποία διεξάγεται ρητορική κατά των μεταναστών και γενικότερα εναντίον μειονοτήτων.
Υπάρχει πλειάδα αποφάσεων κατά τις οποίες δόθηκε διευκρίνιση, από το εκάστοτε αρμόδιο Δικαστήριο, σχετικά με το ζήτημα της ρητορικής μίσους ως προς το τι επιτρέπεται ή/και θεωρείται αποδεκτό και συνεπεία αυτού προστατεύεται από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Στην υπόθεση Gunduz κατά Τουρκίας ημ. 4.12.2003, το Δικαστήριο τονίζει ότι «η ανεκτικότητα και ο σεβασμός της αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων αποτελούν τα θεμέλια για την ύπαρξη μιας δημοκρατικής και πλουραλιστικής κοινωνίας». Γίνεται αντιληπτό, μέσα από αυτό το απόσπασμα, ότι ο σεβασμός στην αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου θεωρείται και είναι μείζον θέμα παγκόσμιας εμβέλειας και δεν νοείται να επιδέχεται εκπτώσεων. Οι μόνοι επιτρεπόμενοι περιορισμοί εκδίδονται από τη Νομοθετική Εξουσία και είναι στη βάση εκμηδένισης φαινομένων που παρεμποδίζουν την απόλαυση της ελευθερίας έκφρασης. Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο αναφέρει ότι «μπορεί να θεωρηθεί αναγκαία σε δημοκρατικές κοινωνίες η πρόληψη ή επιβολή κυρώσεων αναφορικά με εκφράσεις οι οποίες διαδίδουν, προτρέπουν, προάγουν ή δικαιολογούν τη μισαλλοδοξία σε όλους τους τομείς (διαφορετική ιδεολογία, πεποίθηση, θρησκεία κ.λπ.). Αυτού του είδους οι κυρώσεις/περιορισμοί, που επιβάλλονται, πρέπει να είναι ανάλογες ως προς την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (αρχή της αναλογικότητας). Στην υπόθεση, Jersild κατά Δανίας, το Δικαστήριο διευκρινίζει πως, εκφράσεις οι οποίες αποτελούν ρητορική μίσους και οι οποίες στρέφονται εναντίον και προσβάλλουν άτομα ή ομάδες ατόμων, δεν προστατεύονται από το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.
Στην υπόθεση Ι.Α. κατά Τουρκίας, ο προσφεύγων, ιδιοκτήτης και γενικός διευθυντής εκδοτικού οίκου, εξέδωσε δύο χιλιάδες αντίτυπα ενός βιβλίου που πραγματευόταν θεολογικά και φιλοσοφικά ζητήματα σε μορφή μυθιστορήματος. Ο εισαγγελέας της Κωνσταντινούπολης κατηγόρησε τον προσφεύγοντα για προσβολή «του Θεού, της Θρησκείας, του Προφήτη (αναφερόμενος στον Μωάμεθ) και του Ιερού Βιβλίου (εννοώντας το Κοράνι)». Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε τον προσφεύγοντα σε φυλάκιση δύο ετών συν χρηματικό πρόστιμο, έπειτα μετέτρεψε την ποινή άμεσης φυλάκισης σε μικρή χρηματική ποινή. Ο προσφεύγων άσκησε το νόμιμο δικαίωμα του για αναίρεση της ποινής, ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, οποίον Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι, λόγω της καταδίκης του, παραβιάστηκε το ανθρώπινο δικαίωμα του, δηλ. η ελευθερία έκφρασης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε καμία παραβίαση του Α.10. Κατά την ίδια ώρα ανέφερε, ότι, όσοι επιλέγουν να ασκήσουν την ελευθερία έκφρασης της θρησκείας τους, είτε ανήκουν σε θρησκευτική πλειοψηφία είτε σε θρησκευτική μειονότητα, δεν μπορούν να πιστεύουν ότι είναι απαλλαγμένοι από κάθε είδους κριτική. Συνεχίζοντας ανέφερε ότι πρέπει να ανέχονται και να αποδέχονται την απόρριψη των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, ακόμη και τη διάδοση άλλων δογμάτων που αντιμάχονται την πίστη τους. Βάση σκεπτικού του Δικαστηρίου, «η συγκεκριμένη υπόθεση δεν αφορούσε αποκλειστικά σε προσβλητικά σχόλια ή σε μια μεμονωμένη «προκλητική» άποψη, αλλά, σε μια υβριστική επίθεση εναντίον του προφήτη του Ισλάμ. Παρά το γεγονός, ότι, αναφορικά με την κριτική των θρησκευτικών δογμάτων, επικρατεί ένας κάποιος βαθμός ανεκτικότητας εντός της τουρκικής κοινωνίας, η οποία είναι βαθιά προσηλωμένη στην αρχή του διαχωρισμού Κράτους και Εκκλησίας, οι πιστοί μπορούν εύλογα να αποκομίσουν την εντύπωση ότι ορισμένα αποσπάσματα του επίμαχου βιβλίου συνιστούν αδικαιολόγητη και προσβλητική επίθεση εναντίον της πίστης και των πεποιθήσεων τους». Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο, εκτίμησε ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα αποσκοπούσε στην παροχή προστασίας από προσβλητικές επιθέσεις σχετιζόμενες με ιερά, για τους μουσουλμάνους αιτήματα και συνεπώς ανταποκρινόταν στην έκκληση της κοινωνίας για άμεση παροχή θεραπείας σε μια «επείγουσα κοινωνική ανάγκη». Το Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη το γεγονός ότι τα τούρκικα δικαστήρια δεν αποφάσισαν να κατάσχουνε το εν λόγω βιβλίο και ως εκ τούτου, έκρινε ότι η χρηματική ποινή θεωρείτο αμελητέα και ήταν ανάλογη των στόχων που επιδίωκε το επίμαχο μέτρο.
Τώρα, όσον αφορά τη ρατσιστική και ξενοφοβική ρητορική, ο ρατσισμός σαν ορισμός αναφέρεται στην αντίληψη ότι οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι μεταξύ τους, αλλά χωρίζονται σε ανώτερους και κατώτερους, διακρινόμενοι από το χρώμα του δέρματος, την εθνικότητα, τη θρησκεία, το φύλο, τον σεξουαλικό προσανατολισμό κτλ. Το πιο συνηθισμένο είδος ρατσισμού, και αυτό που έχει δώσει την αρχική ονομασία στην λέξη, ιταλ. (ράτσα/ razza = φυλή), είναι ο φυλετικός ρατσισμός. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τω καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας/προσωπικότητας και ευρύτερα συμβάλει με το χείριστο τρόπο στη καταπάτηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Μέσα από όλες τις μορφές ακραίων συμπεριφορών που περιλαμβάνουν ενέργειες όπως π.χ. το κοινωνικό αποκλεισμό, τη περιθωριοποίηση ατόμων/ομάδων, επέρχεται τελικώς το αποτέλεσμα της διάλυσης της κοινωνικής συνοχής. Από τη νομολογία αναβλύζουν οι τρόποι με τους οποίους το δικαστήριο κρίνει το κατά πόσο σχόλια, τα οποία προέρχονται από μόνο 1 άτομο, μπορούν να προκαλέσουν και να γεννήσουν αισθήματα δυσπιστίας, απόρριψης και μίσους έναντι μιας μειονότητας.
Σχετική, αναφορικά με τους τρόπους αποφυγής ταραχών και προστασίας των δικαιωμάτων που προκύπτουν μέσα από τα Α. 9 και 10 της ΕΣΔΑ, είναι η υπόθεση Φερέτ κατά Βελγίου εις την οποία ο προσφεύγων ήταν βουλευτής και πρόεδρος του βελγικού ακροδεξιού πολιτικού κόμματος Front National/National Front. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του κόμματος διανεμήθηκαν φυλλάδια, των οποίων το βασικό μήνυμα ήταν «η αντίσταση στον εξισλαμισμό του Βελγίου» και η «αποπομπή των μη ευρωπαίων ανέργων». Ο προσφεύγων καταδικάστηκε, για υποκίνηση φυλετικής διάκρισης, σε κοινωφελή εργασία και σε δεκαετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, του εκλέγεσθαι. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του, της ελευθερίας έκφρασης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε καμία παραβίαση του Α. 10 της Σύμβασης. Εκτίμησε ότι τα σχόλια του προσφεύγοντος ήταν σαφή και ικανά να προκαλέσουν, ιδίως μεταξύ των λιγότερο ενημερωμένων μελών της κοινωνίας, αισθήματα περιφρόνησης, απόρριψης ή ακόμα και μίσους εναντίον των αλλοδαπών. Το μήνυμα του προσφεύγοντος, το οποίο εκφράστηκε σε προεκλογική χρονική περίοδο, είχε αυξημένη απήχηση και ισοδυναμούσε με υποκίνηση φυλετικού μίσους. Η καταδίκη του ήταν δικαιολογημένη για λόγους πρόληψης της ταραχής που θα δημιουργείτο στη δημόσια τάξη καθώς επίσης και για λόγους προστασίας των δικαιωμάτων των μελών της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων ημεδαπών και αλλοδαπών. Στο πλαίσιο του πολιτικού διαλόγου και της έκφρασης απόψεων για θέματα που θεωρείται πως απασχολούν σε μεγάλο βαθμό τη κοινή γνώμη, οι Δικαστικές Αρχές δίνουν ένα στενότερο περιθώριο στην έκφραση δηλώσεων οι οποίες πλήττουν και στιγματίζουν μειονότητες.
Θρησκευτική ισότητα σημαίνει πως, κανενός ατόμου οι θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν κώλυμα για την απόλαυση οποιουδήποτε ατομικού, πολιτικού δικαιώματος. Σημαίνει επίσης ότι η Πολιτεία οφείλει να απέχει από οποιαδήποτε μορφή άνισης, δυσμενούς ή ευνοϊκής μεταχείρισης ατόμων ή ομάδων σε βάρος άλλων ατόμων/ομάδων. Οι εκκλησίες είναι οι μεγαλύτερες, οργανωμένες ομάδες πολιτών. Κατάφεραν να ενεργοποιήσουν εκατομμύρια ανθρώπους κάτω από κοινούς σκοπούς, ιδεολογίες καθώς επίσης κατάφεραν να ενώσουν αλλά και να χωρίσουν διαφορετικές εθνικότητες ή/και πολιτισμικές ομάδες/οργανώσεις.
Γίνεται λοιπόν ξεκάθαρα κατανοητό ότι η Πολιτεία, με τη συνδρομή της Εκκλησίας, μπορούν να συμβάλουν στο να επιτευχθεί παγκόσμια ειρηνική συμβίωση μεταξύ των λαών. Η ειρήνη σύμφωνα με το Προοίμιο της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αποτελεί ένα από τα ύψιστα ιδανικά – μαζί με την ελευθερία και τη δικαιοσύνη – τα οποία θεμελιώνονται στο σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και τα οποία εξυπηρετούν, στο σύνολό τους, τα ανθρώπινα δικαιώματα.