Εκδόθηκε και η πολυαναμενόμενη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τις περικοπές των δημοσίων υπαλλήλων την Παρασκευή, λίγο πριν το Πάσχα και επί εποχής κορωνοϊού (όπως τον προτιμά κι ο Μπαμπινιώτης).
Ήδη παρά τον όγκο τους και λόγω της δικηγορικής απραξίας, κάποιοι συνάδελφοι μελέτησαν τις αποφάσεις πλειοψηφίας και μειοψηφίας και έχουν προβεί σε ανάλυση τους. Κάποιες εξ’ αυτών είναι πράγματι εξαιρετικές και νομίζω ότι αποτελούν υπόδειγμα κριτικής δικαστικών αποφάσεων, τομέας που μέχρι πρόσφατα υπολειτουργούσε, αν μου επιτρέπεται η έκφραση και που με χαρά διαπιστώνω ότι η κατάσταση φαίνεται να αλλάζει.
Πιστεύω ότι η παραγνώριση στην έφεση από την πλειοψηφία της απόφασης Κουτσελίνη, που ήταν απόφαση επίσης ολομέλειας, η οποία ρητώς και κατηγορηματικώς καθόριζε τα στενά πλαίσια ερμηνείας του άρθρου 23 του Συντάγματος ως προς τη σχέση δικαιώματος και περιορισμών του, ήταν εσφαλμένη. Η πλειοψηφία χωρίς να θέτει ζήτημα στην απόφασης της για απόκλιση από το λόγο (ratio) της Κουτσελίνη, προχώρησε και αποφάσισε με τελείως διαφορετικές αρχές, πρωτόγνωρες για την κυπριακή νομική πραγματικότητα, επικαλούμενοι σε κάποιο βαθμό την προγενέστερη απόφαση Χαραλάμπους, που το ύψος των περικοπών διέφερε ουσιωδώς (χωρίς να προσδίδω σε αυτό ιδιαίτερη σημασία). Με απλά λόγια, για να καταλαβαίνουμε όλοι, στην απόφαση των εννέα από τους δεκατρείς δικαστές που έκατσαν να αποφασίσουν αν νόμιμα και συνταγματικά έγιναν οι περικοπές στους μισθούς των κυβερνητικών από το τέλος του 2012, μπήκαν νέα δεδομένα πάνω στο τραπέζι.
Και εδώ θα επιχειρήσω να προβληματιστώ και αν τα καταφέρω να προβληματίσω για την ενδεχόμενη επίδραση αυτής της απόφασης και σε άλλα ατομικά δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα μας.
Η απόφαση αυτή, η οποία ως πλειοψηφούσα και επικρατούσα θα αποτελεί από τούδε και στο εξής δικαστική αυθεντία ακόμα και για τη συνήθη τριμελή σύνθεση του Εφετείου, φέρνει πιο έντονα στα νομικά πράγματα της Κύπρου την έννοια του πυρήνα ενός ατομικού δικαιώματος ως επίσης και του λεγόμενου κοινωνικού περιορισμού του.
Χωρίς να προβώ σε εκτενή ανάλυση θα αναφέρω καταρχήν ότι αυθεντική πηγή για το περιεχόμενο του Συντάγματος αποτελεί το κείμενο του (βλ. απόφαση Μαυρογένης του 1996). Είναι το ίδιο το Σύνταγμα που καθορίζει πότε υπάρχει κοινωνικός περιορισμός στην άσκηση ενός δικαιώματος με πλείστες αναφορές και στο δικό μας σε έννοιες όπως η ευημερία του λαού (άρθρο 10), η δημόσια υγεία (άρθρο 13) , η δημόσια ασφάλεια, η δημόσια υγεία και τα δημόσια ήθη (άρθρο 23 ) κ.ο.κ. Δεν μπορεί μια δικαστική απόφαση να παρακάμψει το ίδιο το κείμενο του Συντάγματος και όπως εύστοχα αναφέρει κι ο επιφανής καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Π.Δ. Δαγτόγλου “ο συντομότερος δρόμος για κατάλυση της ελευθερίας περνάει από την μετατροπή της σε «λειτούργημα»”. Ουσιαστικά η πλειοψηφία αυτό έπραξε όταν αναφέρει “… για να τεθεί το δικαιολογητικό υπόβαθρο της αδήριτης ανάγκης, εν όψει των σοβαρών κινδύνων κατάρρευσης της οικονομίας και του κλονισμού των θεμελίων του κοινωνικού ιστού, για λήψη των απαιτούμενων μέτρων,…” και ακολούθως ότι «…..πρόκειται για αποκοπές και εισφορές που συνδέονται άμεσα με τη διασφάλιση μιας κεκτημένης, πραγματικής προοπτικής των επηρεαζόμενων, ήδη υπηρετούντων, υπαλλήλων να τύχουν των ωφελημάτων από τη συμμετοχή τους στο Κυβερνητικό Σχέδιο Συντάξεων, προοπτική η οποία, άλλως πως, δεν θα ήταν, κατά την κρίση του νομοθέτη, βιώσιμη.». Καθιστά δηλαδή το περιορισμό του ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας του δημόσιου υπαλλήλου στο μισθό του ως μέσο για να επιτευχθεί η δυνητική του προσωπική και κοινωνική ωφέλεια από τη βιωσιμότητα της οικονομίας. Πουθενά όμως δεν προβλέπεται στο άρθρο 23 η βιωσιμότητα της οικονομίας ως λόγος περιορισμού του δικαιώματος της περιουσίας. Για τη συμμετοχή κάποιου στα δημόσια βάρη υπάρχει το επόμενο άρθρο το 24 για να καλυφθεί η συνεισφορά όλων μας σε αυτά ανάλογα με τις δυνάμεις μας.
Όσον αφορά το ζήτημα του επηρεασμού του πυρήνα του δικαιώματος και πάλι τέτοιο θέμα δεν υπήρχε στη συγκεκριμένη περίπτωση του άρθρου 23, εφόσον το Σύνταγμα καθορίζει το ίδιο ρητά τα όρια των περιορισμών στην παράγραφο 3 του άρθρου..
Ας δούμε με δύο υποθετικά, αλλά καθόλου απίθανα σενάρια, πως αυτή η απόφαση μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο ερμηνείας του Συντάγματος και τι είδους παρενέργειες θα έχει αυτή η ερμηνεία.
Το άρθρο 17 προστατεύει ένα επίσης σπουδαίο ατομικό δικαίωμα αυτό του απορρήτου της επικοινωνίας, το οποίο οφείλει ο καθένας να το σέβεται και περισσότερο το ίδιο το κράτος.
Με τη σχετικά πρόσφατη τροποποίηση του Συνταγματικού άρθρου, άνοιξε ο δρόμος για ψήφιση νόμων, που κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις αυτό το απόρρητο τίθεται σε περιορισμό (ο τελευταίος για τις παρακολουθήσεις των συνδιαλέξεων πολύ πρόσφατα).
Και εδώ οι προϋποθέσεις περιορισμού είναι σαφείς. Τι θα αποφάσιζε όμως το Ανώτατο μετά την τελευταία απόφαση, εάν π.χ. ψηφιστεί κάποιος νόμος αύριο που θα προνοεί ότι η Αστυνομία ή άλλη κρατική εξουσία μέσω των παροχέων τηλεπικοινωνιών θα μπορεί να ελέγχει το στίγμα τοποθεσίας (location) του κάθε πολίτη μέσω των κλήσεων ή και χωρίς (υπάρχει η τεχνολογική δυνατότητα) ανά πάσα στιγμή για σκοπούς ελέγχου των κινήσεων του, όπως διαβάζω ότι γίνεται τώρα στο Ισραήλ για να εντοπίζουν τους πιθανούς φορείς του Covid -19. Τι θα γίνει αν κληθεί πάλι το Ανώτατο να αποφασίσει επί της συνταγματικότητας αυτού του νόμου; Θα παρακάμψει πάλι τους ρητούς περιορισμούς του άρθρου 17 και θα αποφανθεί ότι δεν υπάρχει θέμα παραβίασης του, εφόσον δεν θίχτηκε ο πυρήνας του απορρήτου της επικοινωνίας, αλλά απλά περιορίστηκε για το καλό της κοινωνίας ;
Ή τι θα γίνει αν λόγω νέας μεγάλης οικονομικής κρίσης ψηφιστεί νόμος που να επιτρέπει στο κράτος την επίταξη με την μέθοδο της επικαρπίας όλων των πεντάστερων ξενοδοχείων της Κύπρου λόγου χάριν και την είσπραξη όλων των κερδών από την επιχείρηση, χωρίς να καταβάλλει αποζημίωση στον ιδιοκτήτη ; Με το σκεπτικό της απόφασης δε θα εξεταστούν καθόλου οι περιορισμοί που προβλέπονται στην παράγραφο 8 του άρθρου 23 του Συντάγματος. Και εφόσον ο πυρήνας του δικαιώματος ιδιοκτησίας δε θα θίγεται , μιας και δεν θα μειώνεται ούτε η αξία του ακινήτου, ούτε της επιχείρησης του κάθε ξενοδοχείου και θα υπάρχει και η οικονομική κρίση που απαιτεί θυσίες, τότε δεν θα υπάρχει καμία παραβίαση.
Νιώθω ότι το νομικό τοπίο, όπως το καθορίζει το Σύνταγμα μας, έχει καταστεί τοπίο στην ομίχλη μετά την απόφαση της πλειοψηφίας του Ανωτάτου.
Το Σύνταγμα μας το πιο βαρύ βαρίδι στη ζυγαριά της δικαιοσύνης απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία μοιάζει να ελάφρυνε με όλες τις συνέπειες.