Μόλις η Κυβέρνηση ανακοίνωσε διάφορα μέτρα, οδηγίες και ενημερώσεις προς τους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, πολλοί είναι αυτοί που απευθύνθηκαν σε δικηγόρους για να ενημερωθούν ως προς τις τυχόν υποχρεώσεις τους, ούτως ώστε να θέσουν σε εφαρμογή τα μέτρα και τις οδηγίες της Κυβέρνησης και να μάθουν ποια είναι τα δικαιώματα τους.
Σύμφωνα λοιπόν με τον περί Λοιμοκάθαρσης Νόμο (Κεφ. 260), αποτελεί ποινικό αδίκημα το πρόσωπο που παραβαίνει οποιοδήποτε από τους Κανονισμούς που εκδίδονται βάσει του ιδίου του Νόμου αυτού και στην περίπτωση που καταδικαστεί, τότε ο νόμος προνοεί ποινές φυλάκισης μέχρι και 6 μήνες ή χρηματικό πρόστιμο που να μην υπερβαίνει τις 450 λίρες. Ελάχιστες μέρες μετά τις ανακοινώσεις ήρθαν στην επιφάνεια δημοσιεύματα που παρουσίαζαν την Αστυνομία να κάνει εφόδους σε υποστατικά και συναθροίσεις προσπαθώντας να επιβάλει στους πολίτες αυτές τις «οδηγίες και κανονισμούς» με την αιτιολογία ότι αποτελούν διατάγματα του Υπουργικού Συμβουλίου τα οποία βάσει της πιο πάνω νομοθεσίας θα πρέπει οι πολίτες να συμμορφώνονται.
Το σημαντικό όπως φαίνεται και από τον ίδιο τον νόμο είναι όμως να ξεχωρίσουμε τι από όλα αυτά που ανακοινώνονται σε διάφορα χρονικά στάδια μέσω διάφορων καναλιών ενημέρωσης, μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στους Κανονισμούς, τους οποίους το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει με Διατάγματα, τα οποία βάσει του νόμου πρέπει να δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα. Το αρχικό επίσημο ανακοινωθέν με ημερομηνία 10/03/20 φέρει τίτλο «Αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου για τον κορώνοϊό» στο οποίο αναφέρονται στο σύνολο οκτώ σημεία: παράταση μέτρου για προσωρινή αναστολή λειτουργίας συγκεκριμένων σημείων διέλευσης, αναστολή λειτουργίας συγκεκριμένων σχολείων, απαγόρευση διεξαγωγής εκδηλώσεων άνω των 75 ατόμων σε κλειστούς χώρους, ακύρωση μαζικών εκδηλώσεων, ποδοσφαιρικών αγώνων χωρίς παρουσία θεατών, εξουσιοδότηση στον Υπουργό Υγείας να εκδίδει διατάγματα βάσει του πιο πάνω νόμου και άλλες οδηγίες. Εκ των υστέρων εκδοθήκαν και διάφορες άλλες ανακοινώσεις από τον Υπουργό Υγείας, οι οποίες είναι αβέβαιο αν αυτές θα μπορούν να θεωρηθούν ως Κανονισμοί βάσει της εν λόγω νομοθεσίας.
Συνεπώς όπως φαίνεται, όταν κάτι αποτελεί Κανονισμό βάσει του πιο πάνω νόμου, η αστυνομία μπορεί να ενεργήσει ως το αρμόδιο σώμα να επιβάλει και την διατήρηση του νόμου και της τάξης στην Δημοκρατία. Το κατά πόσο κατά την συγκεκριμένη χρονική στιγμή προσπάθειας εφαρμογής των κανονισμών αυτών από την αστυνομία, είχε όντως τηρηθεί η διαδικασία που αναφέρεται στον πιο πάνω νόμο, ώστε να μπορούν όντως αυτές οι οδηγίες να θεωρούνται Κανονισμοί βάσει του νόμου, είναι κάτι που θα εξεταστεί από Δικαστήρια όταν και αν έρθει η ώρα.
Επιπρόσθετα των πιο πάνω, πρέπει να γνωρίζουμε και την ύπαρξη του άρθρου 190 του Ποινικού Κώδικα, ο οποίος πολιτικοποιεί τη διάδοση επικίνδυνων νόσων για τη ζωή. Πιο συγκεκριμένα το ίδιο το άρθρο αναφέρει ότι «Όποιος παράνομα ή από αμέλεια διενεργεί πράξη, η οποία ενδέχεται και την οποία γνωρίζει ή έχει λόγο να πιστεύει ότι ενδέχεται, να διαδώσει τη μόλυνση από οποιαδήποτε νόσο επικίνδυνη για τη ζωή, είναι ένοχος πλημμελήματος.». Και βάσει του άρθρου 7 του περί Λοιμοκαθαρσης Νόμου και βάσει του άρθρου 190 του Ποινικού Κώδικα είναι ξεκάθαρο ότι εκτεθειμένοι στην διάπραξη των ποινικών αδικημάτων, όπως αυτά αναφέρονται πιο πάνω, είναι και φυσικά και νομικά πρόσωπα αλλά και οποιοσδήποτε οργανισμός διατηρεί νομική οντότητα. Βασικός είναι και ο κανόνας που μπορεί να βρει εκτεθειμένα στα ποινικά αδικήματα μαζί με το νομικό πρόσωπο άλλα πρόσωπα βάσει του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο συμπεριλαμβάνει και άλλα άτομα στην διάπραξη ενός αδικήματος, είτε επειδή το άτομο επιτρέπει σε άλλο να ενεργήσει, είτε επειδή βοηθά, είτε επειδή παρακινεί, είτε επειδή συμβουλεύει.
Ανεξάρτητα από την ποινική πλευρά του θέματος, είναι λογικό και ορθό οι Κανονισμοί να εφαρμόζονται από τον κάθε ένα μας, όσο αυτό είναι ανθρωπίνως δυνατό, σε μια ομαδική προσπάθεια να προστατεύσουμε τις ευάλωτες ομάδες της κοινωνίας μας.