Η ηθική της παραίτησης δεν αποτελεί στην εσωτερική έννομη τάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας νομική αρχή που κατοχυρώνεται και επιβάλλεται από την ημεδαπή νομοθεσία. Αποτελεί, όμως, έμφυτη ηθική αρχή που επιβάλλεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ατόμων που κατέχουν δημόσια αξιώματα, με το ίδιο το Σύνταγμα και επιμέρους νομοθεσίες να αναφέρονται σε περιπτώσεις παραίτησης και να διέπουν το πλαίσιο στο οποίο αυτή εφαρμόζεται. Οι βασικές παράμετροι της έννοιας αφορούν στο ότι με την εφαρμογή της ενισχύεται το κοινό περί δικαίου αίσθημα, η ακεραιότητα των θεσμών στον βαθμό που αυτοί δεν πλήττονται ανεπανόρθωτα, η ανάληψη ευθύνης – πολιτικής, προσωπικής και άλλως πως – από αυτούς που προβαίνουν στην πράξη παραίτησης, η λογοδοσία στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και η χάραξη των ορίων των πολιτικών πράξεων, παραλείψεων, ενεργειών και αμέλειας.
Η ανάληψη του οποιουδήποτε δημόσιου αξιώματος δεν είναι άνευ προϋποθέσεων και ούτε αποδίδει λευκή επιταγή στο άτομο που αναλαμβάνει ένα τέτοιο αξίωμα. Αντιθέτως, επιφέρει μαζί της την υποχρέωση της ευθύνης όπως ο αναλαμβάνων το αξίωμα επενεργεί πάντοτε στα πλαίσια των καθορισμένων αρμοδιοτήτων του και φυσικά στα πλαίσια των νόμων και αρχών που διέπουν την κάθε κοινωνία, είτε αυτοί είναι πλήρως οριοθετημένοι ή εκμαιεύονται από την ηθική της κοινωνικής και τις αξίες που την διέπουν. Ες εκ τούτου, η ηθική της παραίτησης είναι συμφυής με τα πιο πάνω και πρέπει να είναι εγγενής στην ανθρώπινη φύση και ύπαρξη. Υπό αυτό το πρίσμα, ο έχων δημόσιο αξίωμα, με την ανάληψη του αξιώματος συνομολογεί ένα κοινωνικό συμβόλαιο στην βάση του οποίου παρέχει ως αντιπαροχή την υπόσχεση ότι θα τιμήσει το αξίωμα και τις απαιτήσεις του. Το κοινωνικό αυτό συμβόλαιο, φυσικά, προϋποθέτει την παράμετρο ότι το άτομο που αναλαμβάνει δημόσιο αξίωμα έχει την ικανότητα να συμβάλλεται με αυτούς τους όρους και να τηρεί τις υποσχέσεις του, την ικανότητα να κατέχει το αξίωμα και την ικανότητα να λειτουργεί προς όφελος του συνόλου και όχι των λίγων. Αφ’ ης στιγμής δεν υπάρχει νομική υποχρέωση παραίτησης αλλά μόνο ηθική, οι πιο πάνω προϋποθέσεις πρέπει να αποτελούν και το κριτήριο του διορίζοντος ή των ψηφοφόρων στις επιλογές τους. Αυτό το τελευταίο αποτελεί στο κοινωνικό συμβόλαιο που αναφέρω την αντιπαροχή από πλευράς του διορίζοντος ή του ψηφοφόρου για την ανάδειξη του ατόμου στο δημόσιο αξίωμα.
Οι περιπτώσεις στις οποίες υφίσταται η ηθική της παραίτησης δεν μπορούν επακριβώς να προσδιοριστούν ή να συγκεντρωθούν σε ένα νομοθετικό ή κανονιστικό πλαίσιο, αφού ποικίλουν ανά περιστάσεις, χρονικά, κοινωνικά και σημειολογικά. Η δεοντολογία της ηθικής της παραίτησης εδράζεται στην ύπαρξη του κοινωνικού συμβολαίου που ορίζεται πιο πάνω. Αρκετές φορές οι διαχωριστικές γραμμές είναι λεπτές και ασαφείς και τα όρια τους απροσδιόριστα. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο τις πλείστες φορές δεν συνηθίζουμε σε παραιτήσεις παρά δηλώσεις, απολογίες και διορθώσεις επί των συμβάντων. Υπάρχουν, όμως, στιγμές όπου ενώ το περί δικαίου αίσθημα μπορεί να ικανοποιείται με αυτά, η ηθική της παραίτησης επιβάλλει την παραίτηση από το δημόσιο αξίωμα, ειδικά όταν πλήττεται η αξία και η ουσία του αξιώματος ή ο θεσμός τον οποίο το αξίωμα αντιπροσωπεύει. Η ηθική της παραίτησης υφίσταται, επίσης, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει έντονη διαφωνία ή διαχωρισμός θέσεων επί θέσεων αρχής. Προς τούτο, η βασική μας αντίληψη είναι ότι το δημόσιο πρόσωπο, στα πλαίσια ενός κοινωνικού συμβολαίου και πάλι, έχει ηθική ευθύνη παραίτησης όταν οι θέσεις του διαφέρουν δραματικά από τις θέσεις στις οποίες εδράστηκε η εκλογή ή επιλογή του για το συγκεκριμένο αξίωμα. Υπάρχουν, φυσικά, διαφοροποιήσεις στο επίπεδο διαφωνίας που απαιτείται, αφού συνήθως η εκλογή ή επιλογή ατόμων για δημόσια αξιώματα αρκετές φορές περιλαμβάνει πέραν της μιας θεμελιώδους αρχής και αποτελεί συνονθύλευμα διαφόρων και διαφορετικών παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.
Η ηθική της παραίτησης αποτελείται από ένα μωσαϊκό άγραφων παραγόντων. Ως τελευταίο σημείο που ήθελα να αναπτύξω στο παρόν σύντομο περί ηθικής της παραίτησης σημείωμα είναι η λαϊκή κατακραυγή που δύναται να ωθήσει δημόσιο πρόσωπο σε παραίτηση. Αυτή, μπορεί να αποτελέσει μια πράξη εξαναγκασμού προς παραίτηση, όμως το γεγονός παραμένει ότι εναπόκειται στο ίδιο το άτομο που κατέχει το δημόσιο αξίωμα να αντιληφθεί την ηθική της παραίτησης. Επανερχόμαστε έτσι σε αυτό που ονομάσαμε πιο πάνω κοινωνικό συμβόλαιο και τις προϋποθέσεις του ή τα κριτήρια που το διαλαμβάνουν. Και επανερχόμαστε πάλι στις επιλογές του διορίζοντος ή του εκλογικού σώματος που εκλέγει τα άτομα που αναλαμβάνουν δημόσια αξιώματα.
Υπάρχει, τέλος και η παράμετρος της ίδιας της ηθικής σημασίας της παραίτησης που εδράζεται στην ύπαρξη μιας αντανακλαστικής ισορροπίας μεταξύ της ηθικής της παραίτησης και της ανάληψης ευθύνης με άλλα μέσα πέραν της παραίτησης. Εδώ θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι η είσοδος και η έξοδος σε ένα δημόσιο αξίωμα δεν είναι αντινομικές και αντίθετες έννοιες, όπως η είσοδος και η έξοδος σε ένα σπίτι. Η ίδια πορεία συνήθως ακολουθείται και αυτή πρέπει να εδράζεται στο κοινωνικό συμβόλαιο που συνομολογεί το δημόσιο πρόσωπο κατά την είσοδό του στο δημόσιο αξίωμα.