Η παγκόσμια οικονομία ταλανίζεται επί δέκα και πλέον έτη υπό συνθήκες υπερχρέωσης και ύφεσης. Διεθνείς οργανισμοί και θεσμοί επιχειρούν να ανακόψουν την πτωτική τάση και να περιορίσουν τις ήδη υφιστάμενες δυσμενείς οικονομικές συνέπειες. Οι παραδοσιακά ισχυρές οικονομίες δείχνουν να έχουν ξεπεράσει τις συνθήκες οικονομικής κρίσης ή και να μην τις αντιμετώπισαν ποτέ, εντούτοις δεν έμειναν αλώβητες πολιτικά και κοινωνικά, καθώς οι συνθήκες οικονομικής κρίσης οδήγησαν σε ακραίες τάσεις, επιλογές και συμπεριφορές.
Οι ευρωπαϊκές χώρες επηρεάστηκαν έντονα από την παγκόσμια οικονομική κρίση. Οι συνθήκες και οι συνέπειες της κρίσης ήταν ακόμη πιο έντονες, καθώς πρόκειται για κράτη, που έπρεπε να μεταβούν από τις συνθήκες της (έστω επίπλαστης) ευημερίας σε συνθήκες ένδειας. Ιρλανδία, Πορτογαλία και Κύπρος υπήρξαν ευρωπαϊκές χώρες που αναγκάστηκαν να υπαχθούν και κατάφεραν να ολοκληρώσουν επιτυχώς τα προγράμματα οικονομικής επιτήρησης και ήδη επιχειρείται η οικονομική ανάκαμψη και ανάπτυξη. Δεν ήταν ίδια η πορεία της Ελλάδας, καθώς μέχρι και σήμερα δεν έχει καταφέρει να εξέλθει από τον κυκεώνα της ύφεσης και στην πραγματικότητα ουδέποτε εξήλθε από τα αλλεπάλληλα προγράμματα στήριξης και επιτήρησης από τους αρμόδιους διεθνείς και ευρωπαϊκούς οικονομικούς και νομισματικούς θεσμούς.
Η οικονομική κρίση επηρέασε ουσιωδώς τις εργασιακές σχέσεις. Ήδη εδώ και περίπου τριάντα έτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση επικρατεί η θεωρία της flexicurity, στο πλαίσιο της οποίας επιχειρήθηκε η δεδομένη ευελιξία (flexibility) των εργασιακών σχέσεων να επενδυθεί με την απαραίτητη ασφάλεια (security). Η επικράτηση της flexicurity, θεωρώντας ως δεδομένη την ευελιξία των εργασιακών σχέσεων, επέφερε την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Η οικονομική κρίση και η ανάγκη για σταθερότητα αποτέλεσαν την αιτιολογία ή τη δικαιολογία για τα μέτρα που ελήφθησαν σε βάρος των εργασιακών δικαιωμάτων και σχέσεων. Οι δυσμενείς μεταρρυθμίσεις επιβλήθηκαν με πρόσχημα την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας και την εν γένει τόνωση της εκάστοτε πάσχουσας οικονομίας.
Ανακύπτουν, υπό αυτές τις συνθήκες, δύο ερωτήματα: γιατί τα νομοθετικά μέτρα κινήθηκαν κυρίως στην κατεύθυνση της συμπίεσης των εργασιακών δικαιωμάτων και εάν τα μέτρα αυτά ήταν αρκετά για την αναστροφή του αρνητικού κλίματος και της υφεσιακής πορείας της οικονομίας. Η μείωση μισθών και συντάξεων και η αύξηση της φορολογίας συνιστούν παραδοσιακά τα μέτρα άμεσης εφαρμογής και προσδοκίας άμεσων αποτελεσμάτων. Η πολιτεία, χωρίς να χρειάζεται να διαμορφώσει θεσμούς και δομές ή να νομοθετήσει μέσω μιας μακροπρόθεσμης πολιτικής, επιβάλλει μέτρα, που μειώνουν το μισθολογικό κόστος με την ελπίδα της ελάφρυνσης των επιχειρήσεων. Η παροχή εργασίας αντιμετωπίζεται απλά ως ένα κοινό κόστος της επιχείρησης. Ωστόσο, η άμεση ή έμμεση μείωση των μισθών και η συμπίεση των εργασιακών δικαιωμάτων δεν αρκεί για την επίτευξη της επιθυμητής ανάπτυξης. Η ελληνική πραγματικότητα συνιστά περίτρανο παράδειγμα, όπου, μετά από σχεδόν μία δεκαετία μισθολογικών μειώσεων, η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα. Εξάλλου, το χαμηλό μισθολογικό κόστος δεν οδηγεί απαραίτητα στην πρόσληψη νέων εργαζομένων, με συνέπεια αφενός τα επίπεδα της ανεργίας να παραμένουν υψηλά, αφετέρου οι νέες προσλήψεις να αφορούν σε ευέλικτες και χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Παράλληλα, οι παθογένειες της οικονομίας, όπως η μικρή φορολογική βάση και οι περιορισμένες επενδυτικές πρωτοβουλίες, δεν αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά. Επομένως, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων δεν οδηγεί σε ανάκαμψη και τόνωση της οικονομίας. Η τόνωση της οικονομίας μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω μακροπρόθεσμων μεταρρυθμίσεων με γνώμονα την ανάπτυξη, που είναι σε θέση να αναστρέψουν μία υφεσιακή οικονομία και να τονώσουν την επενδυτική πρωτοβουλία. Αλλά κάτι τέτοιο απαιτεί γενναίες πολιτικές τομές και όχι επανάπαυση σε εύκολες λύσεις.
Η σύνδεση και αλληλεπίδραση μεταξύ οικονομικής κρίσης και εργασιακών σχέσεων είναι έντονη. Αλλά όχι υπό την έννοια της μείωσης των εργασιακών δικαιωμάτων ως όρου, που μπορεί να συντελέσει στην ανάκαμψη της οικονομίας. Αντιθέτως, η ενίσχυση των εργασιακών δικαιωμάτων μπορεί να επιφέρει θετικές συνέπειες, που θα διαχέονται στην οικονομία και την κοινωνία. Η νομοθέτηση, ειδικά σε περιόδους κρίσης και αστάθειας, θα πρέπει να γίνεται με γνώμονα τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της έννομης τάξης και τον προστατευτικό χαρακτήρα του εργατικού δικαίου, που δεν συνιστά απλώς ιδεολογία ή ιδεοληψία, αλλά το κλειδί για μία ευημερούσα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά πολιτεία.