Οι συμφωνίες λαθροθηρίας (no-poach agreements) υπό το πρίσμα του Δικαίου του Ανταγωνισμού

1.     Εισαγωγή

Οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων που αφορούν στη μη πρόσληψη εργαζομένων από άλλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις ή/και καθορισμού των όρων εργοδότησης συμπεριλαμβανομένου και του ύψους των μισθών στην αγορά εργασίας, γνωστές ως συμφωνίες λαθροθηρίας (no-poach agreements), έχουν προσφάτως απασχολήσει και θορυβήσει ιδιαίτερα την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Είναι αξιοσημείωτο ότι σχετικά πρόσφατα η Margrethe Vestager, αρμόδια Επίτροπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για θέματα ανταγωνισμού, δήλωσε ότι οι συμφωνίες λαθροθηρίας θα τεθούν υπό το μικροσκόπιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο προσαρμογής των προτεραιοτήτων της στους τομείς που παρουσιάζουν αυξημένη πιθανότητα ανάπτυξης αντιανταγωνιστικών συμφωνιών ή πρακτικών [1]. Σημειώνεται ότι ήδη τα τελευταία χρόνια αρμόδιες αρχές ορισμένων Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «ΕΕ») έχουν ενσωματώσει τις συμφωνίες λαθροθηρίας εντός των ορίων του Δικαίου του Ανταγωνισμού εκδίδοντας μάλιστα και σχετικές καθοριστικές αποφάσεις.

Επισημαίνεται ότι στις ΗΠΑ, η εφαρμογή του Δικαίου του Ανταγωνισμού σε συμφωνίες ή πρακτικές που αφορούν την αγορά εργασίας, είναι αρκετά διαδεδομένη. Ειδικότερα το 2016 το Υπουργείο Δικαιοσύνης και η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου των ΗΠΑ εξέδωσαν κοινές οδηγίες προς τους εργοδότες σε σχέση με τις συμφωνίες λαθροθηρίας, ενημερώνοντάς τους για τους κινδύνους επιβολής προστίμων λόγω παραβάσεων της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας [2].

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, το παρόν άρθρο επιχειρεί να προσεγγίσει τις συμφωνίες λαθροθηρίας υπό το πρίσμα του Ενωσιακού Δικαίου του Ανταγωνισμού. Ειδικότερα, αναπτύσσεται η προβληματική κατά πόσο δύνανται οι εν λόγω συμφωνίες να αποτελέσουν αντικείμενο εφαρμογής του Ενωσιακού Δικαίου του Ανταγωνισμού λαμβάνοντας υπόψη και τις αρνητικές επιδράσεις που επιφέρουν στις ανταγωνιστικές συνθήκες της αγοράς εργασίας.

Ακολούθως, γίνεται μία σύντομη εισαγωγή στους κύριους απαγορευτικούς κανόνες του Δικαίου του Ανταγωνισμού. Στη συνέχεια, αναφέρονται οι ιδιαιτερότητες της λειτουργίας της αγοράς εργασίας και παρατίθενται η έννοια, παραδείγματα και επιδράσεις των συμφωνιών λαθροθηρίας. Τέλος, αναλύονται ενδεικτικά οι κυριότερες αποφάσεις Εθνικών Αρχών Ανταγωνισμού, στις οποίες αναγνωρίζονται παραβιάσεις του Δικαίου του Ανταγωνισμού από συμφωνίες λαθροθηρίας μεταξύ επιχειρήσεων.

2.     Η εφαρμογή του Δικαίου του Ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας, μέσω των συμφωνιών λαθροθηρίας – no poach agreements

2.1 Οι βασικοί απαγορευτικοί κανόνες του Δικαίου του Ανταγωνισμού

Βασική επιδίωξη του Δικαίου του Ανταγωνισμού είναι η διασφάλιση ανοικτών και ελεύθερων αγορών μέσω δύο απαγορευτικών κανόνων που επιβάλλουν περιορισμούς στη συμπεριφορά των επιχειρήσεων ή/και ενώσεων επιχειρήσεων. Οι εν λόγω απαγορευτικοί κανόνες απαντώνται στα Άρθρα 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής η «ΣΛΕΕ»).

2.1.1 Άρθρο 101 ΣΛΕΕ – αντιανταγωνιστικές συμπράξεις

Το Άρθρο 101 ΣΛΕΕ απαγορεύει τις συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων, καθώς και τις αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην αγορά (στο εξής οι «συμπράξεις»).

Ο συγκεκριμένος απαγορευτικός κανόνας εφαρμόζεται τόσο σε οριζόντιες όσο και σε κάθετες συμπράξεις. Οριζόντιες συμπράξεις είναι αυτές που αφορούν επιχειρήσεις που έχουν μεταξύ τους οριζόντια σχέση αλληλεπίδρασης, δηλαδή που δραστηριοποιούνται στο ίδιο στάδιο της εφοδιαστικής αλυσίδας. Κάθετες συμπράξεις είναι αυτές που αφορούν επιχειρήσεις που διατηρούν κάθετη σχέση μεταξύ τους, δηλαδή που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικό στάδιο της εφοδιαστικής αλυσίδας όπως για παράδειγμα οι συμφωνίες μεταξύ προμηθευτών και λιανεμπόρων.

Κλασικά παραδείγματα αντιανταγωνιστικών συμπράξεων είναι ο καθορισμός των τιμών, ο περιορισμός της παραγωγής και η κατανομή των αγορών ή/και των πηγών εφοδιασμού.

2.1.2 Άρθρο 102 ΣΛΕΕ – κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης

Το Άρθρο 102 ΣΛΕΕ απαγορεύει την καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης που μπορεί να κατέχει μία επιχείρηση σε συγκεκριμένη αγορά. Απαγορεύεται εν ολίγοις, σε μία επιχείρηση να χρησιμοποιήσει τη δεσπόζουσα θέση που κατέχει, με σκοπό να διατηρήσει ή/και να ενισχύσει τη θέση της στην αγορά.

Σημειώνεται ότι, η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης μπορεί να εκδηλωθεί είτε μέσω εκμεταλλευτικών πρακτικών (exploitative abuses), όπως η υπερβολική τιμολόγηση (excessive pricing) και η επιβολή αθέμιτων όρων συναλλαγής (unfair trading terms), είτε μέσω πρακτικών καταχρηστικού αποκλεισμού (exclusionary abuses), όπως η επιθετική τιμολόγηση (predatory pricing), η άρνηση πρόσβασης σε ουσιώδεις υποδομές (refusal to supply), η επιβολή όρων αποκλειστικής συνεργασίας (exclusive clauses) και η διακριτική τιμολόγηση χωρίς αντικειμενική αιτιολόγηση (pricing discrimination).

Προτού αναλυθεί η έννοια των συμφωνιών λαθροθηρίας και οι εξελίξεις γύρω από αυτές υπό το πρίσμα του Ενωσιακού Δίκαιου του Ανταγωνισμού, κρίνεται δόκιμο να γίνει αναφορά στη λειτουργία της αγοράς εργασίας και στις ιδιαιτερότητές της, καθώς οι εν λόγω συμφωνίες προκαλούν άμεσες επιδράσεις στη λειτουργία του ανταγωνισμού στην εν λόγω αγορά.

2.2 Η λειτουργία της αγοράς εργασίας

Ο καθορισμός των τιμών, του επιπέδου παραγωγής και της ποιότητας των προϊόντων, καθορίζονται κατά κανόνα από την αλληλεπίδραση της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά.

Στα δεδομένα της αγοράς εργασίας η αλληλεπίδραση μεταξύ των επιχειρήσεων, οι οποίες ζητούν εργασία, και των εργαζομένων, οι οποίοι προσφέρουν εργασία, καθορίζει το ύψος των μισθών, καθώς και τους λοιπούς όρους εργοδότησης. Υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, το ύψος των μισθών και γενικότερα των λοιπών όρων εργοδότησης καθορίζεται βάσει της σχετικής διαπραγματευτικής ισχύος των δύο μερών της αγοράς, εργοδοτών και εργαζομένων. Η εν λόγω ισχύς επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις εναλλακτικές ευκαιρίες εργοδότησης που έχουν οι εργαζόμενοι στην αγορά εργασίας. Γενικά, όσο περισσότερες είναι οι εναλλακτικές ευκαιρίες των εργαζομένων, τόσο μεγαλύτερη είναι η διαπραγματευτική τους ισχύς και επομένως, τόσο καλύτεροι θα είναι οι όροι εργοδότησης που δύνανται να εξασφαλίσουν από τους εργοδότες, συμπεριλαμβανομένου και του ύψους των μισθών.

 2.3 Συμφωνίες λαθροθηρίας: Έννοια – Παραδείγματα- Επιδράσεις

Έννοια

Οι Συμφωνίες λαθροθηρίας συνιστούν αμοιβαίες συμφωνίες μεταξύ ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες αφορούν τους όρους εργοδότησεις των υπαλλήλων τους ή/και τις πρακτικές των προσλήψεών τους. Οι συμφωνίες αυτές δύνανται να προκύψουν σε οποιονδήποτε τομέα οικονομικής δραστηριότητας και μπορούν να εκδηλωθούν με διάφορους τρόπους όπως π.χ. ανάληψη υποχρέωσης από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να μην προσλαμβάνουν εργαζομένους η μία της άλλης και από κοινού καθορισμό του ύψους των μισθών που θα προσφέρουν στους εργαζομένους τους.

Οι συμφωνίες λαθροθηρίας είναι ιδιαίτερα επιζήμιες για τον ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας. Μέσω των συμφωνιών λαθροθηρίας, οι επιχειρήσεις ουσιαστικά επιδιώκουν τον περιορισμό των εναλλακτικών ευκαιριών εργοδότησης και τη διάβρωση της διαπραγματευτικής ισχύος των εργαζομένων, ώστε να διαμορφωθούν καλύτεροι όροι για τους εργοδότες σε βάρος των εργαζομένων. Όπως έχει κριθεί από σχετικές αποφάσεις ορισμένων Εθνικών Αρχών Ανταγωνισμού Κρατών Μελών της ΕΕ, οι συμφωνίες λαθροθηρίας ενδέχεται να περιορίζουν εκ της φύσεως τους τον ανταγωνισμό.

Σημειώνεται ότι στο πλαίσιο των συμφωνιών λαθροθηρίας, οι επιχειρήσεις ενδεχομένως να προβούν και σε ανταλλαγή εμπιστευτικής φύσεως πληροφοριών σχετικά με τις πρακτικές και πολιτικές που αφορούν τους όρους εργοδότησης των υπαλλήλων τους. Αυτές οι ανταλλαγές πληροφοριών δύνανται να περιορίσουν την εγγενή αβεβαιότητα που υπάρχει στην αγορά εργασίας, η οποία αποτελεί πηγή ανταγωνιστικής πίεσης. Ως αποτέλεσμα του περιορισμού της αβεβαιότητας, νοθεύεται ο ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας σε βάρος των εργαζομένων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε σχέση με τις συμφωνίες λαθροθηρίας, παρουσιάζει το γεγονός ότι ως επί το πλείστον, οι εργαζόμενοι αγνοούν την ύπαρξη τέτοιων συμφωνιών που υπάρχουν μεταξύ ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες επηρεάζουν άμεσα τα συμφέροντά τους. Ως εκ τούτου, ενδεχομένως να αποδεχθούν συγκεκριμένους όρους στην εργοδότησή τους, χωρίς να έχουν πλήρη επίγνωση των μελλοντικών περιορισμών που θα αντιμετωπίσουν στην αγορά εργασίας εξαιτίας των συμφωνιών λαθροθηρίας του εργοδότη τους με άλλες επιχειρήσεις.

Οι συμφωνίες λαθροθηρίας δεν αποκλείεται να εντοπιστούν και υπό το πρίσμα του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, η παράβαση του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ μπορεί να οφείλεται στη χρήση της δεσπόζουσας θέσης που κατέχει μία επιχείρηση με σκοπό την άσκηση πίεσης σε μικρότερες επιχειρήσεις προκειμένου να αποδεχθούν τους όρους μίας συμφωνίας λαθροθηρίας.

Παραδείγματα

Χαρακτηριστικά παραδείγματα των συμφωνιών λαθροθηρίας που εμπίπτουν στον απαγορευτικό κανόνα του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ αποτελούν οι συμφωνίες μεταξύ ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες συνίστανται στον καθορισμό των μισθών των υπαλλήλων και άλλων όρων εργοδότησης τους σε συγκεκριμένη αγορά εργασίας ή στον περιορισμό και έλεγχο της κινητικότητας των εργαζομένων στην αγορά εργασίας μέσω της απαγόρευσης προσλήψεως υπαλλήλων από μία ανταγωνιστική επιχείρηση σε άλλη.

Παράλληλα, χαρακτηριστικά παραδείγματα των περιπτώσεων λαθροθηρίας που εμπίπτουν στον απαγορευτικό κανόνα του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ αποτελούν οι πρακτικές μόχλευσης (leveraging) που εκδηλώνονται μέσω της άρνησης από την δεσπόζουσα επιχείρηση προμήθειας προϊόντων / υπηρεσιών σε άλλες επιχειρήσεις που δεν αποδέχονται τους όρους των συμφωνιών λαθροθηρίας.

Επιδράσεις

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, με τις συμφωνίες λαθροθηρίας στρεβλώνεται η ισορροπία στην αγορά εργασίας εις βάρος των εργαζομένων. Οι αρνητικές επιδράσεις των συμφωνιών λαθροθηρίας αντανακλώνται στους δυσμενέστερους όρους εργοδότησης (συμπεριλαμβανομένων και των μισθών) και στον περιορισμό των ευκαιριών εργοδότησης των εργαζομένων. Ειδικότερα, μέσω των συμφωνιών λαθροθηρίας μειώνονται οι ευκαιρίες εργοδότησης των εργαζομένων στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις περιορίζοντας την κινητικότητα και ανέλιξή τους στην αγορά εργασίας και αποδυναμώνεται η διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων με δυσμενείς συνέπειες όσον αφορά το ύψος των μισθών και των άλλων όρων εργοδότησής τους.

Οι συμφωνίες λαθροθηρίας ενδεχομένως έχουν και ορισμένες θετικές επιδράσεις. Συγκεκριμένα, οι περιορισμένες ευκαιρίες εργοδότησης των εργαζομένων και η μειωμένη κινητικότητα στην αγορά εργασίας, δύνανται να ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις να επενδύσουν περισσότερο στην εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού τους. Εντούτοις, η τελική επίδραση στην παραγωγικότητα των εργαζομένων μπορεί να μην είναι θετική λόγω της αρνητικής επίδρασης που ενδέχεται να επιφέρει η μείωση των μισθών ή/και οι δυσμενέστεροι όροι εργοδότησης ως αποτέλεσμα των συμφωνιών λαθροθηρίας.

Επιπρόσθετα, η περιορισμένη αποδοτικότητα των εργαζομένων μπορεί να προκαλέσει και αρνητικές δευτερογενείς επιδράσεις στον ανταγωνισμό εντός των αγορών προϊόντων ή υπηρεσιών που δραστηριοποιούνται οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Αυτό μπορεί να συμβεί για παράδειγμα, λόγω της μειωμένης παραγωγής ή της υποβάθμισης της ποιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών.

2.4 Αποφάσεις Εθνικών Επιτροπών Ανταγωνισμού για παραβιάσεις του Ανταγωνισμού μέσω των συμφωνιών λαθροθηρίας (no-poach agreements)

Οι συμφωνίες λαθροθηρίας έχουν απασχολήσει ορισμένες Αρχές Ανταγωνισμού Κρατών Μελών της ΕΕ τα τελευταία χρόνια. Στη συνέχεια θα γίνει επιλεκτική αναφορά των κυριότερων υποθέσεων.

Το 2020 η Αρχή Ανταγωνισμού της Πορτογαλίας διαπίστωσε ότι οι ποδοσφαιρικές ομάδες που συμμετείχαν στη διοργάνωση του επαγγελματικού πρωταθλήματος στην Πορτογαλία (Portuguese Professional Football League) προσχώρησαν σε συμφωνίες λαθροθηρίας σε μία προσπάθεια αντιμετώπισης των δυσμενών συνεπειών που επέφερε η πανδημία covid-19. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω ποδοσφαιρικές ομάδες συμφώνησαν όπως περιορίσουν τη δυνατότητα απόκτησης ποδοσφαιριστών από άλλες ομάδες του πρωταθλήματος που είχαν τερματίσει ή επρόκειτο να τερματίσουν τα συμβόλαιά τους. Η Αρχή Ανταγωνισμού της Πορτογαλίας έκρινε ότι οι εν λόγω συμφωνίες περιόριζαν τον ανταγωνισμό μεταξύ των εμπλεκόμενων ποδοσφαιρικών ομάδων όσον αφορά την απόκτηση ποδοσφαιριστών επιβάλλοντας με απόφασή της την αναστολή εφαρμογής των εν λόγω συμφωνιών. Όπως τόνισε η Αρχή Ανταγωνισμού της Πορτογαλίας, τα έκτακτα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας του covid-19 δεν πρέπει να αποτελούν αντικείμενο διαβούλευσης μεταξύ των ανταγωνιστικών επιχειρήσεων και σύναψης αντιανταγωνιστικών συμφωνιών όπως στην προκειμένη περίπτωση [4].

Το 2017 η Αρχή Ανταγωνισμού της Γαλλίας επέβαλε πρόστιμα σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στη βιομηχανία επενδύσεων δαπέδου από PVC και λινοτάπητα, καθότι μεταξύ άλλων αντιανταγωνιστικών συμφωνιών είχαν εμπλακεί και σε συμφωνία λαθροθηρίας [5]. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι οι εν λογω επιχειρήσεις είχαν καθορίσει από κοινού το ύψος των μισθών των εργαζομένων τους και συμφώνησαν να μην προσλαμβάνουν εργαζομένους των άλλων επιχειρήσεων που εμπλέκονταν στη συμφωνία λαθροθηρίας. Η Αρχή Ανταγωνισμού της Γαλλίας έκρινε ότι η εν λόγω συμφωνία εκ φύσεως της έθιγε τον ανταγωνισμό, σημειώνοντας την αρνητική επίδραση που είχε στους εργαζομένους, οι οποίοι στερούνταν σημαντικές επαγγελματικές ευκαιρίες ως αποτέλεσμα αυτής.

Το 2014 η Αρχή Ανταγωνισμού της Κροατίας έκρινε ότι μία επιχείρηση, εν προκειμένω η Gemicro, καταχράστηκε την δεσπόζουσα της θέσης στην αγορά παροχής εξειδικευμένης πληροφορικής υποστήριξης (IT support) σε εταιρείες παροχής υπηρεσιών χρηματοδοτικής μίσθωσης και άλλες μορφές χρηματοδότησης, επιβάλλοντας στους αντισυμβαλλομένους της την αποδοχή συμφωνίας λαθροθηρίας [6]. Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι η Gemicro είχε εξαρτήσει τη σύναψη συμβάσεων για την παροχή των υπηρεσιών της, με την αποδοχή υποχρεώσεων από επιχειρήσεις ή χρήστες των εν λόγω υπηρεσιών, οι οποίες περιείχαν όρους που απαγόρευαν την πρόσληψη πρώην υπαλλήλων της Gemicro από τις εν λόγω επιχειρήσεις ή χρήστες, καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος των συμβάσεών της με αυτούς.

Το 2011 η Αρχή Ανταγωνισμού της Ισπανίας διαπίστωσε ότι στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αντιανταγωνιστικής σύμπραξης μεταξύ 8 επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνταν στην παραγωγή επαγγελματικών καλλυντικών προϊόντων μαλλιών για κομμωτήρια, είχαν συμφωνηθεί όροι για αποφυγή πρόσληψης υπαλλήλων από ανταγωνιστικές επιχειρήσεις [7]. Επιπρόσθετα, διαπιστώθηκε ανταλλαγή ευαίσθητων και μη δημόσια διαθέσιμων πληροφοριών που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, και την εμπορική στρατηγική των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων σε σχέση με τους μισθούς των εργαζομένων τους και άλλες σχετικές πληροφορίες. Η Αρχή Ανταγωνισμού της Ισπανίας έκρινε ότι οι εν λόγω συμφωνίες περιόριζαν εκ της φύσεώς τους τον ανταγωνισμό.

2.5 Καταληκτικά Σχόλια

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι Εθνικές Αρχές Ανταγωνισμού των Κρατών Μελών της ΕΕ παρέμεναν μέχρι πρόσφατα διστακτικές όσον αφορά την εφαρμογή των απαγορευτικών κανόνων του Δικαίου του Ανταγωνισμού σε συμφωνίες ή πρακτικές που αφορούν την αγορά εργασίας. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή φαίνεται να έχει αλλάξει και πλέον η αντιμετώπιση των συμφωνιών λαθροθηρίας που σχετίζονται με τις προσλήψεις και τους όρους εργοδότησης των εργαζομένων αποτελεί προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Οι συμφωνίες λαθροθηρίας δύνανται να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας με ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες στους εργαζομένους, όσον αφορά τις ευκαιρίες εργοδότησης και ανέλιξής τους καθώς επίσης και τους όρους εργοδότησής τους συμπεριλαμβανομένου του ύψους των μισθών. Αυτό συμβαίνει ανεξαρτήτως του κατά πόσον οι συμφωνίες λαθροθηρίας προκύπτουν ως αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ ανταγωνιστικών επιχειρήσεων ή επιβολής από επιχειρήσεις με δεσπόζουσα θέση.

Εκτιμάται ότι τα επόμενα χρόνια θα υπάρχει μεγαλύτερη παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των Εθνικών Αρχών Ανταγωνισμού των Κρατών Μελών της ΕΕ σε θέματα μισθοδοσίας ή/και γενικότερα των όρων εργοδότησης των εργαζομένων. Επομένως, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές να μην εμπλακούν σε τέτοιες συμφωνίες, οι οποίες επιφέρουν αυξημένο κίνδυνο επιβολής προστίμων.

Το άρθρο ετοιμάστηκε στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης στην Trojan Economics.


[1] Competition Law and no – poach agreements : Developments in Europe, Lexology, 2022.

[2] Douglas Tween, No poach agreements: What’s the big deal?, Linklaters 2018.

[3] Competition Law and no – poach agreements: Developments in Europe, Lexology, 2022.

[4] Autoridade da Concorrência, Portuguese football league case – PRC/2020/1.

[5] Autorité de la Concurrence : “Décision no 17-D-20 du 18 octobre 2017 , relative à des pratiques mises en oeuvre dans le secteur des revêtements de sols résilientes” (19.10.2017).

[6] CCA vs Gemicro d.o.o., Zagreb (2015).

[7] Comisión Nacional de la Competencia, ‘’Resolution (EXPTE. S/0086/08, Peluquería profesional) – Clemencia Existencia de práctica prohibida’’ (2/3/2011).

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , , ,