Με αφορμή το περιστατικό επιθέσεων εναντίον μελών της Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ στην Κύπρο (UNFICYP) και περιουσίας τους, όπως καταγράφηκε από δήλωση της Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ στην Κύπρο, στην Πύλα στις 18/8/2023 εντός της νεκρής ζώνης, ελεγχόμενης από την UNFICYP, παρατίθεται συνοπτικά το νομικό καθεστώς που απορρέει από το διεθνές δίκαιο. Συγκεκριμένα, αναφορά γίνεται στο τομέα που αφορά τις Διεθνείς Συνθήκες και το Διεθνές Εθιμικό Δίκαιο που διέπει το θέμα των επιθέσεων εναντίον προσωπικού των ειρηνευτικών δυνάμεων του Οργανισμού Ηνωμένου Εθνών και των αντικειμένων τους, ενώ καθίσταται σαφές, εξ ορισμού, ότι τέτοιες επιθέσεις παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο.
Το 1994 υιοθετήθηκε η Διεθνής Σύμβαση για την Ασφάλεια του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και του Συνδεδεμένου με Αυτόν Προσωπικού η οποία στο Άρθρο 9 περιλαμβάνει τα αδικήματα κατά των Ηνωμένων Εθνών και του συνδεδεμένου με αυτόν προσωπικού, ήτοι την εκ προθέσεως διάπραξη δολοφονίας, απαγωγής ή άλλης επίθεσης κατά προσώπου ή της ελευθερίας οποιουδήποτε μέλους του ΟΗΕ ή του συνδεδεμένου με αυτόν προσωπικού· την βίαιη επίθεση κατά των επίσημων εγκαταστάσεων, των ιδιωτικών καταλυμάτων ή των μέσων μεταφοράς οποιουδήποτε μέλους του ΟΗΕ ή του συνδεδεμένου με αυτόν προσωπικού από την οποία δημιουργείται πιθανότητα διακινδύνευσης του προσώπου ή της ελευθερίας αυτού του μέλους· την απειλή διάπραξης οποιασδήποτε τέτοιας επίθεσης με αντικειμενικό στόχο τον εξαναγκασμό φυσικού ή νομικού προσώπου να προβεί σε πράξη ή παράλειψη· την απόπειρα διάπραξης οποιασδήποτε τέτοιας επίθεσης και· ενέργεια που αποτελεί συμμετοχή με την ιδιότητα του συνεργού σε οποιαδήποτε τέτοια επίθεση ή σε απόπειρα διάπραξης τέτοιας επίθεσης ή στην οργάνωση άλλων ή την παροχή εντολών σε άλλους να διαπράξουν τέτοια επίθεση. Το Άρθρο 7 της Σύμβασης του 1994 επιβάλλει στα Κράτη – Μέλη του ΟΗΕ να εξασφαλίζουν την ασφάλεια και την προστασία του Οργανισμού και του συνδεδεμένου με αυτόν προσωπικού προνοώντας ότι ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και το συνδεδεμένο με αυτόν προσωπικό, ο εξοπλισμός τους και οι εγκαταστάσεις τους δεν θα καθίστανται αντικείμενο επίθεσης ή οποιασδήποτε ενέργειας η οποία τους παρεμποδίζει να εκτελέσουν την εντολή τους.
Επιπρόσθετα με τα διαλαμβανόμενα στην Σύμβαση του 1994 για την Ασφάλεια του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και του Συνδεδεμένου με Αυτόν Προσωπικού, το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου του 1998 περιλαμβάνει στο Άρθρο 8(2)(b)(iii) και (e)(iii) τις επιθέσεις με πρόθεση κατευθυνόμενες κατά προσωπικού, εγκαταστάσεων, υλικού, μονάδων ή οχημάτων που χρησιμοποιούνται σε αποστολές ανθρωπιστικής βοήθειας ή ειρηνευτικέςαποστολές σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών εφόσον δικαιούνται την προστασία πουχορηγείται σε αμάχους ή πολιτικά αντικείμενα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο των ενόπλων συρράξεων ως εγκλήματα πολέμου που τίθενται υπό την δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
Τέλος, σύμφωνα με την κωδικοποίηση κανόνων του διεθνούς εθιμικού δικαίου υπό την αιγίδα της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του διεθνούς δικαίου, οι επιθέσεις κατά του προσωπικού και υποδομών / αντικειμένων των ειρηνευτικών δυνάμεων που ενυπάρχουν σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών απαγορεύονται ρητώς από τον Κανόνα 33 που έχει ενσωματωθεί στο Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου στη βάση του διεθνούς εθιμικού δικαίου κατ’ αναλογία της προστασίας που παρέχεται σε αμάχους και αστικά αγαθά. Ο Κανόνας 33 εμπίπτει κάτω από το Κεφάλαιο «Ειδικά Προστατευόμενα Άτομα και Αντικείμενα» και αποτελεί αποτύπωση του διεθνούς εθιμικού δικαίου ως έχει καταγραφεί από την Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού στη βάση της πρακτικής των κρατών και του opiniojuris που απαιτείται για την δημιουργία νομικά δεσμευτικών κανόνων στη βάση του διεθνούς εθίμου.