Οι επιλογές της εκτελεστικής εξουσίας όσον αφορά στην πολυπόθητη και πολυδιαφημισμένη μεταρρύθμιση στον χώρο της απονομής της Δικαιοσύνης καταγράφονται στα νομοσχέδια με τίτλο:
- «Ο περί της Ενδέκατης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 2019»,
- «Ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2019» και
- «Ο περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2019»
Τα νομοσχέδια ετοιμάστηκαν από το αρμόδιο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και εξακολουθούν να εκκρεμούν. Οι τελευταίες ειδήσεις αναφέρουν πως η Βουλή δεν είναι έτοιμη να τα ψηφίσει αμέσως. Απαιτείται περαιτέρω εξέταση και περαιτέρω συζήτηση.
Στην πρόσκληση του Υπουργείου για σχετική δημόσια διαβούλευση, ημερ. 11 Φεβρουαρίου, 2019 (δημοσιευμένη στο διαδίκτυο), αναφέρεται πως τα τρία νομοσχέδια αποτελούν «συνέχεια της μελέτης των εμπειρογνωμόνων αναφορικά με τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, ως επίσης της έκθεσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 2016 για τις λειτουργικές ανάγκες των δικαστηρίων», πως αυτά εξυπηρετούν την «ανάγκη για άμεση μεταρρύθμιση και εκσυγχρονισμό των δομών και της λειτουργίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου» και πως κεντρική πρόνοια της μεταρρύθμισης, την οποίαν αυτά εισάγουν, αποτελεί η«δημιουργία Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου (τρίτου βαθμού δικαιοδοσίας) και (η) ανάθεση της εκδίκασης των εφέσεων στο Ανώτατο Δικαστήριο Εφετών». Στην άμεση ανάγκη μεταβολών στην δομή και την λειτουργία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στην άμεση ανάγκη διαχωρισμού της δικαιοδοσίας του αναφέρεται, αποκλειστικά, και το προοίμιο του νομοσχεδίου με τίτλο «Ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2019».
2. Όμως, η ανάγνωση των προνοιών του νομοσχεδίου αυτού δεικνύει πως, στο πλαίσιο της προτεινόμενης μεταρρύθμισης, η ριζική μεταβολή δεν περιορίζεται στον διαχωρισμό της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στην μεταβίβασή της στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και στο Ανώτατο Δικαστήριο Εφετών. Πραγματική ανατροπή στο σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης αποτελούν και οι μεταρρυθμιστικές διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες,
πρώτον, το δικηγορικό σώμα θα συμμετέχει στο όργανο το οποίο θα συμβουλεύει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όταν αυτός θα αποφασίζει για την σύνθεση των δύο ανώτατων δικαστηρίων,
δεύτερον, τα μέλη του δικηγορικού σώματος θα μπορούν να είναι υποψήφιοι για τις θέσεις μέλους των δύο ανώτατων δικαστηρίων και,
τρίτον, το δικηγορικό σώμα θα συμμετέχει στο όργανο το οποίο θα αποφασίζει για την σύνθεση των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων και για την ανέλιξη και την επαγγελματική πορεία των μελών τους.
Παραθέτουμε το κείμενο των σχετικών διατάξεων του νομοσχεδίου:
«άρθρο 4:
4. Το άρθρο 4 του βασικού νόμου τροποποιείται ως ακολούθως: (α) με τη διαγραφή του εδαφίου (3) αυτού· (β) με την προσθήκη των ακόλουθων νέων εδαφίων (3) και (4):
«(3)(α) Ιδρύεται Γνωμοδοτικό Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο ενεργεί ως συμβουλευτικό όργανο για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αναφορικά με την καταλληλότητα των υποψηφίων Δικαστών ή ενδιαφερόμενων δικηγόρων, σε διαδικασία διορισμού Δικαστών μελών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου Εφετών.
(β) Το Γνωμοδοτικό Δικαστικό Συμβούλιο είναι ανεξάρτητο Συμβούλιο το οποίο προεδρεύεται από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και απαρτίζεται από τα μέλη του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και τονΠρόεδρο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.
(γ) Το Γνωμοδοτικό Δικαστικό Συμβούλιο καταρτίζει κατάλογο με τους υποψήφιους που κρίνονται ως κατάλληλοι για διορισμό, ο αριθμός των οποίων είναι τουλάχιστον τετραπλάσιος του αριθμού των κενών θέσεων, εάν υπάρχουν κατάλληλοι υποψήφιοι, και συντάσσει έκθεση αξιολόγησης για ένα έκαστο των υποψηφίων, τις οποίες υποβάλλει κατά αλφαβητική σειρά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Στην έκθεση καταγράφεται η άποψη του Συμβουλίου αναφορικά με την καταλληλότητα ενός εκάστου των υποψηφίων και το περιεχόμενο της είναι καθαρά συμβουλευτικό για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
(4) Χωρίς επηρεασμό των προσόντων για διορισμό ως Δικαστών στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και στο Ανώτατο Δικαστήριο Εφετών, που απαιτούνται από το Σύνταγμα, το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο καθορίζει τα κριτήρια επιλεξιμότητας των υποψηφίων για διορισμό.».
«άρθρο 8:
8. Το άρθρο 10 του βασικού νόμου τροποποιείται με την προσθήκη του ακόλουθου νέου εδαφίου (5):
«(5) Με την ψήφιση του παρόντος Νόμου και τη δημοσίευση των Γνωστοποιήσεων που προβλέπονται στα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 19, καθιδρύονται:
(α)(1)(i) Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο στην αποκλειστική αρμοδιότητα του οποίου υπάγονται ο διορισμός, η προαγωγή, η μετάθεση, ο τερματισμός της υπηρεσίας και η απόλυση, ως και η πειθαρχική εξουσία των Επαρχιακών Δικαστών και των Δικαστών του Εμπορικού Δικαστηρίου, του Διοικητικού Δικαστηρίου και των Δικαστών των ειδικών δικαιοδοσιών.
(ii) Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο συγκροτείται από:
(α) Τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Εφετών, ο οποίος είναι και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου·
(β) τους δύο αρχαιότερους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου Εφετών·
(γ) δύο Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου Εφετών, οι οποίοι θα επιλέγονται από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, κατόπιν συνεννόησης με τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Εφετών·
(δ) τους δύο αρχαιότερους Προέδρους Επαρχιακού Δικαστηρίου·
(ε) τον Πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών·
(στ) τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και σε περίπτωση απουσίας ή προσωρινής ανικανότητας αυτού από τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας·
(ζ) τον Πρόεδρο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλόγου· και
(η) ένα ο δικηγόρο ο οποίος ασκεί τη δικηγορία για περίοδο όχι μικρότερη από είκοσι πέντε (25) έτη, οποίος διορίζεται αλλά δεν είναι μέλος του Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.
…
(iii) Στην περίπτωση άσκησης πειθαρχικής εξουσίας κατά των Επαρχιακών Δικαστών και των Δικαστών του Εμπορικού Δικαστηρίου, του Διοικητικού Δικαστηρίου και των Δικαστών των ειδικών δικαιοδοσιών, στη σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου δεν μετέχουν τα υπό (ε) και (στ) ανωτέρω αναφερόμενα πρόσωπα.»
Είναι γεγονός πως η συμμετοχή του δικηγορικού σώματος στο Γνωμοδοτικό Δικαστικό Συμβούλιο και στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δεν είναι ισοζυγισμένη. Το δηλώνουν οι αριθμοί. Παρά ταύτα, η ανατροπή των όσων ισχύουν σήμερα δημιουργεί την αίσθηση του τέλους μίας εποχής. Μίας εποχής η οποία διαρκεί για δεκαετίες, η οποία, στο μεγαλύτερο μέρος της, έδιδε την εικόνα της αρμονίας και της αποτελεσματικότητας και της οποίας, όμως, το τέλος χαρακτηρίζεται από αρρυθμία, αταξία, δυσπιστία, αμφισβήτηση και αντιπαραθέσεις.
3. Η εποχή κατά την οποίαν οι Κύπριοι δικηγόροι μπορούν απλώς να στοχάζονται το σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης που επιθυμούν χωρίς να έχουν την θεσμική δυνατότητα να το επιτύχουν, φαίνεται να τελειώνει. Η νέα εποχή, η οποία είναι αναγκαίο να ανατείλει, επιφυλάσσει σε αυτούς έναν σημαντικό ρόλο στις δραστηριότητες που αφορούν στον χώρο: η προτεινόμενη μεταρρύθμιση εξασφαλίζει στο δικηγορικό σώμα θεσμοθετημένη συμμετοχή σε δύο κορυφαία όργανα, το Γνωμοδοτικό Δικαστικό Συμβούλιο (με συμβουλευτική αρμοδιότητα) και το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (με αποφασιστική αρμοδιότητα), καθώς και θεσμοθετημένο δικαίωμα διεκδίκησης θέσης μέλους του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου Εφετών.
Αυτές οι μεταρρυθμιστικές διατάξεις επιτρέπουν στους Κύπριους δικηγόρους, πλέον ως οργανωμένο σύνολο επιστημόνων επαγγελματιών, να βγουν από το περιθώριο και να έχουν έναν επίσημο και παραγωγικό λόγο, βασισμένο στις γνώσεις, τις εμπειρίες και τις ενημερωμένες και ανανεωτικές ιδέες τους. Επιτρέπουν σε αυτούς να συμβάλουν στον εκσυγχρονισμό του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης, να υπηρετήσουν τις αρχές της δημοκρατίας και να καλλιεργήσουν την σύγχρονη αρχή πως οι θεσμοί πρέπει να είναι υπόλογοι. Είναι δύσκολο να σκεφτούμε πως θα μπορούσε να δοθεί στους Κύπριους δικηγόρους, επίσημη φωνή και ενεργός και αποφασιστικός ρόλος χωρίς τις διατάξεις αυτές.
Εντούτοις, τα προτεινόμενα, στο νομοσχέδιο με τίτλο «Ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2019», αποτελούν μόνον το θεμέλιο. Αφ’ εαυτών δεν είναι αρκετά. Εναπόκειται στο ίδιο το δικηγορικό σώμα της Κύπρου να αποδεχθεί τον νέο ρόλο του και να τον τιμήσει. Αυτός ο νέος ρόλος μπορεί να σηματοδοτήσει την απαρχή του υποδείγματος του νέου Κύπριου δικηγόρου. Μπορεί να σηματοδοτήσει, επίσης, και την απαρχή της συλλογικής ευθύνης για τα όσα συμβαίνουν στον χώρο της απονομής της Δικαιοσύνης.
Επιπλέον της θεσμοθετημένης δημοκρατικής και ορθολογικής του διάρθρωσης, στις ημέρες μας, το δικηγορικό σώμα της Κύπρου παρουσιάζεται να έχει γνήσιο ενδιαφέρον για την βελτίωση του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης, ενημερωμένες και ανανεωτικές σχετικές προτάσεις και δυναμισμό.
Αυτά επιτρέπουν στην πρόοδο να συμβεί.