Ο συνήγορος υπεράσπισης αντιπροσωπεύει τον κατηγορούμενο αλλά και συμπαρίσταται μαζί του (άρθρο 89 παρ.1 ΚΠΔ). Το γεγονός αυτό συνεπάγεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις παρέχεται στο συνήγορο η δυνατότητα να δρα αυτοτελώς, δηλαδή ανεξάρτητα από τη βούληση του κατηγορουμένου, όπως επί παραδείγματι στο άρθρο 200 ΚΠΔ. Δηλαδή ο συνήγορος δικαιούται να καθορίζει ανεμπόδιστα την τακτική της υπεράσπισης.
Επιπλέον, δικαιούται να παρίσταται σε όλες τις ανακριτικές πράξεις εκτός από την εξέταση των μαρτύρων και των κατηγορουμένων (άρθρο 92 ΚΠΔ), κατά την απολογία του κατηγορουμένου, κατά την προανάκριση και την κύρια ανάκριση (άρθρα 99 παρ.4 και 106 ΚΠΔ). Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα ο διορισμός συνηγόρου υπεράσπισης είναι υποχρεωτικός (άρθρα 99 παρ.3, 200 παρ.1, ΚΠΔ και άρθρο 6 παρ.3 εδ. γ της ΕΣΔΑ).
Ο συνήγορος υπεράσπισης δύναται επίσης να ασκήσει προσφυγή κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο αλλά και κατά της διάταξης που επέβαλε στον τελευταίο περιοριστικούς όρους (ΚΠΔ 290 παρ.1), εφόσον παρέστη κατά την απολογία του κατηγορουμένου κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 464 ΚΠΔ[1]. Η ανωτέρω προσφυγή ασκείται εντός δέκα ημερών από την προσωρινή κράτηση.
Ακόμη, παρίσταται αντί του κατηγορουμένου ακόμη και σε περίπτωση αποχώρησης του τελευταίου κατά τη διάρκεια της δίκης (άρθρο 346 ΚΠΔ), είτε λόγω απρεπούς συμπεριφοράς του (άρθρο 347 ΚΠΔ). Ομοίως και σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης (άρθρο 348 ΚΠΔ). Δικαιούται ακόμη να εκπροσωπεί τον απόντα κατηγορούμενο τόσο στον πρώτο όσο και στο δεύτερο βαθμό (άρθρα 340 παρ.2 και 501 παρ.1 αντίστοιχα) και να τον υπερασπίζεται αγορεύοντας, όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 367 ΚΠΔ. Στον Άρειο Πάγο ο συνήγορος πάντοτε συνοδεύει τον κατηγορούμενο (άρθρο 512 παρ.3 ΚΠΔ). Τέλος, ο συνήγορος υπεράσπισης εκπροσωπεί τον κατηγορούμενο κατά την άσκηση αίτησης ακύρωσης της διαδικασίας ή της απόφασης, κατά την αίτηση αναστολής εκτέλεσης της απόφασης λόγω ασκηθείσας έφεσης ή αναίρεσης και κατά την αίτηση καθορισμού συνολικής ποινής ή συγχώνευσης ποινών (άρθρα 341, 430, 497 παρ.7, 471 παρ.2 και 551 ΚΠΔ).
Συνοπτικά, τα βασικά καθήκοντα του συνηγόρου υπεράσπισης είναι τα εξής: α) καθήκον συνηγορίας και νομικής προστασίας. Αυτό σημαίνει ότι οφείλει να δρα υπέρ του κατηγορουμένου, προβάλλοντας αυτοτελείς ισχυρισμούς περί της αθωότητας του τελευταίου, είτε προσπαθώντας να ελαφρύνει τη θέση του, προβαίνοντας στις απαραίτητες διαδικαστικές πράξεις που θα οδηγήσουν στην απαλλαγή του ή στην ελάφρυνση της ποινής του, β) το καθήκον σιωπής ή εχεμύθειας. Ακόμα κι αν ο συνήγορος γνωρίζει την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν έχει δικαίωμα να την αποκαλύψει, όπως επίσης και οποιαδήποτε επιβαρυντικά στοιχεία του εκμυστηρεύτηκε ο κατηγορούμενος και γ) το καθήκον αλήθειας. Απαγορεύεται στον συνήγορο υπεράσπισης να διακηρύσσει την δήθεν αθωότητα του κατηγορουμένου, νοθεύοντας το αποδεικτικό υλικό, συσκοτίζοντας με ψευδείς ισχυρισμούς τα πραγματικά περιστατικά, χρησιμοποιώντας ψευδομάρτυρες, είτε αποκρύπτοντας ενοχοποιητικά στοιχεία για τον κατηγορούμενο.
Ναι μεν υποχρεούται να υπερασπίζεται τον κατηγορούμενο, ακόμη και στην περίπτωση όπου η ενοχή του είναι αναμφίβολα δεδομένη, ωστόσο δε θα πρέπει να ψεύδεται είτε να χρησιμοποιεί ψευδή αποδεικτικά στοιχεία ή αναληθείς ισχυρισμούς προς όφελος του τελευταίου, συσκοτίζοντας απροκάλυπτα τα πραγματικά περιστατικά. Καθετί που λέει πρέπει να είναι αληθές, όμως δεν είναι υποχρεωμένος να λέει όλη την αλήθεια. Σύμφωνα δε με το άρθρο 45 του Κώδικα περί Δικηγόρων, ο συνήγορος οφείλει να συμβάλει στην επικράτηση της αλήθειας.
Ο συνήγορος υπεράσπισης οφείλει να προβάλλει τις αμφιβολίες που ανακύπτουν υπέρ του κατηγορουμένου και να μάχεται για την πιο ευνοϊκή εκδοχή προς όφελος του τελευταίου. Τούτο επιτυγχάνεται με τον έλεγχο της τήρησης των εγγυήσεων για τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, επαληθεύοντας ή διαψεύδοντας καταστάσεις, είτε ερευνώντας και συλλέγοντας αποδεικτικά στοιχεία ευνοϊκά για τον κατηγορούμενο.
Εν κατακλείδι, παρατηρούμε ότι η θέση του συνηγόρου υπεράσπισης στην ποινική δίκη είναι ιδιάζουσα, καθότι σε περίπτωση που δράσει ενάντια στα συμφέροντα του κατηγορουμένου, υφίσταται κίνδυνος να διωχθεί για απιστία δικηγόρου (ΠΚ 233). Στην περίπτωση πάλι όπου ο συνήγορος προσπαθήσει να παραπλανήσει το δικαστήριο σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν αποκλείεται να θεμελιωθεί ευθύνη του για υπόθαλψη εγκληματία (ΠΚ 231). Τέλος, ο συνήγορος υπεράσπισης δεν έχει δικαίωμα να αποκαλύψει όσα του εμπιστεύθηκε ο κατηγορούμενος (τυχόν ενοχοποιητικά στοιχεία) σχετικά με την εκάστοτε υπόθεση, διαφορετικά θα τιμωρηθεί για παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας (ΠΚ 371 παρ.1).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Χ. Σατλάνης, Εισαγωγή στην Ποινική Δικονομία, Νομική Βιβλιοθήκη.
Α. Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη.
Α. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, εκδόσεις Σάκκουλα.
[1] ΣυμβΠλημΛαμ 120/1984, ΣυμβΠλημΚαστ 175/1999, ΠλημΘες 1889/2002, ΣυμβΠλημΟρεστ 75/1992, ΣυμβΠλημΑθ 3982/1993.