- Η αφορμή
Στις 29 Αυγούστου 1976, στην περιοχή του Παρισσινού στη Λευκωσία, όταν ο Κ. ήταν 15 ετών, σκότωσε με χαρτοκόπτη την 11χρονη ανιψιά του καταφέρνοντας της 17 μαχαιριές. Αφού σκότωσε το ανήλικο κορίτσι, κρύφτηκε στα χωράφια της γειτονιάς. Μετά από περίπου δύο ώρες, τα σκυλιά της αστυνομίας τον εντόπισαν και συνελήφθη. Ο ίδιος υπέδειξε στους αστυνομικούς, παρουσία των γονέων του, το στιλέτο με το οποίο δολοφόνησε τη δεκάχρονη. Ο Κ. φέρεται να νοσηλεύθηκε μετά την διάπραξη του στυγερού εγκλήματος, για περίπου εννέα χρόνια σε ψυχιατρείο.
Στις 11 Φεβρουαρίου 2021, στην περιοχή Εργατών στην Λευκωσία, ο 59χρονος πλέον Κ., φέρεται να σκότωσε τη 52χρονη σύζυγο και τον 20χρονο γιο του με μαχαίρι και στην συνέχεια να επιτέθηκε στο μεγαλύτερο του γιο τον οποίο, αφού μαχαίρωσε μια φορά, προσπάθησε να τον στραγγαλίσει με σύρμα γύρω από τον λαιμό. Ο 59χρονος διέφυγε από την σκηνή του εγκλήματος και βρέθηκε από τις Αστυνομικές Αρχές κρυμμένος στην περιοχή Χαλεπιανών, έχοντας στην κατοχή του δύο μαχαίρια. Ο Κ. τελεί υπό 8ήμερη κράτηση στο Νοσοκομείο Λευκωσίας, όπου νοσηλεύεται. Εν τω μεταξύ, εξετάστηκε από ψυχίατρο και όπως διαπιστώθηκε, παρά το ότι αντιμετωπίζει προβλήματα ψυχικής υγείας, είναι σε θέση να παρακολουθήσει τη δικαστική διαδικασία.
Τα όσα καταγράφηκαν για τον Κ. στο αστυνομικό δελτίο τον Αύγουστο του 1976, βρίσκονται σήμερα, 45χρόνια μετά, ενώπιον των ανακριτών που διερευνούν τη δολοφονία μιας μητέρας και του γιου της, από τα χέρια του 59χρονου Κ. Εξαιτίας του εγκληματικού παρελθόντος και της νοσηλείας του σε ψυχιατρείο, αλλά και της βίαιης συμπεριφοράς που φέρεται να εκδήλωνε κατά καιρούς, όπως αναφέρουν πρόσωπα του στενού οικογενειακού κύκλου των θυμάτων, τίθεται το εξής ερώτημα: Μπορούσε το διπλό φονικό της 11ης Φεβρουαρίου 2021 να προβλεφθεί και να αποτραπεί;
Άρχισαν ήδη να αναζητούνται ευθύνες από την Αστυνομία και τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας. Ταυτόχρονα, ψυχολόγοι και άλλοι αρμόδιοι λειτουργοί διερευνούν την υπόθεση ψάχνοντας απαντήσεις. Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, απαντώντας στις ευθύνες που τους καταλογίζονται, εξέδωσαν ανακοίνωση στις 12 Φεβρουαρίου 2021, στην οποία αναφέρθηκε μεταξύ άλλων ότι «…Δεν έχει ληφθεί αναφορά βίας που να περιλαμβάνει επικινδυνότητα. Τα ζητήματα ψυχικής υγείας, δεν άπτονται των αρμοδιοτήτων των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας…»
- Η έννοια της επικινδυνότητας
Η έννοια της επικινδυνότητας είναι ιστορικά συνδεδεμένη με την Ιταλική Θετική Σχολή του 19ου αιώνα η οποία γέννησε την θετικιστική εγκληματολογία1. Η έμφαση μετατέθηκε από το έγκλημα στο εγκληματία και στα αίτια που τον οδήγησαν στην εγκληματική πράξη. Γεννήθηκε έτσι μια γενική αιτιολογική θεωρία, στο πλαίσιο της οποίας, γίνεται προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις στο γιατί οι άνθρωποι εγκληματούν, είτε το επίπεδο αναζήτησης είναι βιολογικό, ψυχολογικό, κοινωνιολογικό, είτε ένας συνδυασμός αυτών. Η αναζήτηση αυτή έδωσε στο αντικείμενο το συλλογικό αυτοπροσδιορισμό του: «η επιστημονική μελέτη των αιτίων του εγκλήματος»2.
Απότοκος της εναγώνιας και επίμονης αναζήτησης των «αιτιών» του εγκληματικού φαινομένου ήταν η εισαγωγή στις ποινικές επιστήμες της έννοιας της επικινδυνότητας3, το εννοιολογικό περιεχόμενο της οποίας διαμορφώνεται μέχρι σήμερα, σε συνάρτηση με την αντεγκληματική πολιτική και την διαφύλαξη της δημόσιας ασφάλειας, λαμβανομένων υπόψη των επιστημονικών εξελίξεων.
Στο πλαίσιο του Ποινικού Δικαίου, τόσο στην θεωρία, όσο και στην νομολογία, υπάρχουν κάποιες κατηγορίες δραστών που χαρακτηρίζονται ως επικίνδυνοι. Αν και δεν εντοπίζεται στην βιβλιογραφία ένας ενιαίος και κοινώς αποδεκτός ορισμός της έννοιας της επικινδυνότητας, θα μπορούσαμε να αρκεστούμε στο ότι επικίνδυνος είναι ο δράστης που δίδει την εντύπωση περί της βάσιμης πιθανότητας τέλεσης και άλλων σοβαρών εγκλημάτων στο μέλλον4. Η επικινδυνότητα καταδεικνύει τον κίνδυνο υποτροπής του δράστη, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την δημόσια ασφάλεια5.
Φαίνεται ότι, η έννοια της επικινδυνότητας αποδίδεται κατά αντίστοιχο τρόπο με αυτόν που υιοθετεί η ψυχιατρική επιστήμη και συστήνει το Συμβούλιο της Ευρώπης6. Αν και το ζήτημα του χαρακτηρισμού ενός δράστη ως επικίνδυνου είναι ιδιαίτερα περίπλοκο για να περιοριστεί σε σημεία7, τα βασικά χαρακτηριστικά που υιοθετούνται είναι η διάπραξη βίαιων εγκλημάτων και το απρόβλεπτο της συμπεριφοράς λόγω της βαριάς ψυχικής ασθένειας εκ της οποίας έχει προσβληθεί ο δράστης8.
- Ποινολογική αντιμετώπιση επικίνδυνων δραστών
Στην βιβλιογραφία εντοπίζονται δύο βασικές προσεγγίσεις προς τον δικαιολογητικό σκοπό της ποινής: η ανταποδοτικότητα και η συνεπειοκρατία9. Θα λέγαμε ότι, η ανταποδοτικότητα είναι άμεσα συνυφασμένη με τις έννοιες της ελεύθερης βούλησης και της ποινικής ευθύνης ενώ, η συνεπειοκρατία, έχει ως αφετηριακό σημείο την έννοια της αιτιότητας, η ενασχόληση με την οποία θα διαφωτίσει τα αποτελέσματα επιβολής της εκάστοτε ποινής, λαμβάνοντας υπόψη την επικινδυνότητα του δράστη και την αντιμετώπιση της.
Εν συντομία, η θεωρία της συνεπειοκρατίας (‘consequentialism’) απορρέει από την κλασική ωφελιμιστική προσέγγιση και προκρίνει το κοινό κοινωνικό συμφέρον από την επιβολή της ποινής. Σκοπός της ποινής λοιπόν, δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο από την πρόληψη του εγκλήματος (‘prevention’). Εάν αυτή αναφέρεται στον δράστη, γίνεται λόγος για ειδική πρόληψη, εάν αυτή αναφέρεται στο κοινωνικό σύνολο γίνεται λόγος για γενική πρόληψη.
Όσο αφορά τους δράστες που χαρακτηρίζονται ως επικίνδυνοι, είναι αναγκαίο να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στον σκοπό της ειδικής πρόληψης κατά την επιβολή της ποινής. Πρέπει να διασφαλιστεί ότι, η ποινική μεταχείριση των επικίνδυνων δραστών θα επιτρέψει την προστασία της δημόσιας ασφάλειας10.
- Πως όμως επιτυγχάνεται η ειδική πρόληψη;
Μετά το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου κάνει την εμφάνισή της η σχολή της Νέας Κοινωνικής Άμυνας11. Η θεωρία της Νέας Κοινωνικής Άμυνας του Mark Ancel προσπαθεί να κατανοήσει το έγκλημα ως κοινωνικοατομικό φαινόμενο και θεωρεί ότι η επιστημονική προσέγγιση της προσωπικότητας του εγκληματία πρέπει να στηριχθεί στην κατανόηση του ατόμου μέσα στο περιβάλλον του.
Διεπόμενη από την πίστη στον αιτιοκρατικό καθορισμό της πράξης από στοιχεία διάφορα της ατομικής συνείδησης ή της ελευθερίας επιλογής του δράστη (determinism v. indeterminism), στον κοινωνιοκεντρισμό (την υποταγή του ατόμου στις κοινωνικές επιταγές) και στη δυνατότητα επιστημονικής (θετικής και νομικής) αντιμετώπισης της επικινδυνότητας του εγκληματία, η κοινωνική άμυνα διακήρυξε την ανάγκη αντικατάστασης της ποινής από «μέτρα ασφαλείας»12. Κατά τα άνωτερω, ο δικαστής πρέπει να έχει στην διάθεσή του μια κλίμακα από ποικίλα μέτρα, από τιμωρητικά έως θεραπευτικά, και να επιλέγει εκείνο που αρμόζει καλύτερα στην προσωπικότητα του εγκληματία. O Ancel δηλαδή, προτείνει την υιοθέτηση ενός ενωτικού συστήματος, κατά το οποίο θα είναι δυνατή ουσιαστικά η εναλλάξ χρησιμοποίηση ποινών και μέτρων ασφαλείας ανάλογα με τις ανάγκες της προσωπικότητας του δράστη και των αντιδράσεων του περιβάλλοντός του13.
Τα μέτρα ασφαλείας λοιπόν ως εναλλακτικές, «επιστημονικές» και λειτουργικές κυρώσεις που διατηρούν τον ποινικό χαρακτήρα τους αποσκοπούν με εμπειριστική/πραγματιστική μεθοδολογία να προλάβουν και να εξουδετερώσουν το έγκλημα. Η πλειονότητα των δυτικών χωρών ανέδειξε σε προτεραιότητα το ζήτημα της δημόσιας ασφάλειας, λαμβάνοντας πολιτικές πρωτοβουλίες που οδήγησαν σε νομικές μεταρρυθμίσεις14. Η θεσμοθέτηση εναλλακτικών μέτρων ασφαλείας για την αντιμετώπιση των επικίνδυνων δραστών περιλαμβάνει15 την αξιολόγηση της επικινδυνότητας των δραστών16, την πρόβλεψη της έννοιας του «επικίνδυνου παραβάτη» σε νομοθετικό επίπεδο και την «ποινή απροσδιόριστης χρονικής διάρκειας για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας»17, ειδικές μορφές προληπτικής κράτησης18 και μόνιμη παραμονή σε κλειστό κατάστημα ασφαλείας19.
Στην Κύπρο, η έννοια της επικινδυνότητας εισάγεται με το άρθρο 14 Η (1) του Περί Φυλακών Νόμου 62(Ι)/1996. Μετά την συμπλήρωση του πραγματικού χρόνου έκτισης της ποινής (άρθρα 14Α-14Γ) δύναται να επιτραπεί «αποφυλάκιση επ’ αδεία», με απόφαση του αρμόδιου σχετικού Συμβουλίου, επί τη βάσει κριτηρίων που περιλαμβάνουν την επικινδυνότητα του υποψηφίου.
- Μπορούσε τελικά το έγκλημα να αποφευχθεί;
Είναι το νομικό πλαίσιο στην Κύπρο πρόσφορο για να εξυπηρετήσει την ειδική πρόληψη και να αναγάγει την δημόσια ασφάλεια σε προτεραιότητα; Είναι η δική μου εκτίμηση ότι, πρέπει να θεσμοθετηθεί ένα ευέλικτο σύστημα εκτέλεσης των ποινών που προϋποθέτει βέβαια ένα σύγχρονο σύστημα ποινών.
Προκειμένου να διαχειριστούμε τον κίνδυνο υποτροπής των δραστών πρέπει να ληφθεί πολιτική και νομοθετική πρωτοβουλία για την υιοθέτηση εναλλακτικών μέτρων ασφαλείας, όπως είναι οι ποινές απροσδιόριστης διάρκειας20, διαδικασίες εκτίμησης της επικινδυνότητας του δράστη21, είτε στο στάδιο επιβολής, είτε στο στάδιο έκτισης της ποινής, νομοθετική ρύθμιση περιοδικής αξιολόγησης των καταδικασθέντων που χαρακτηρίζονται ως επικίνδυνοι, εξέτισαν την ποινή τους και αφέθηκαν ελεύθεροι και πρόνοια για την δημιουργία μιας σωστά δομημένης επαγγελματικής υπηρεσίας επιμελητών και κοινωνικής αρωγής για την υποστήριξη και επιτήρηση των επικίνδυνων παραβατών.
Πρέπει να δημιουργηθούν αποτελεσματικά συστήματα επανένταξης των δραστών που έχουν χαρακτηριστεί ως επικίνδυνοι με απώτερο στόχο τον περιορισμό της υποτροπής. Τα προγράμματα επανένταξης πρέπει να ακολουθούν κριτήρια που βασίζονται σε επιστημονικά δεδομένα, υπό την ευθύνη σωστά εκπαιδευμένων και αφοσιωμένων επαγγελματιών που προσανατολίζονται στην ατομική αξιολόγηση των κινδύνων και αναγκών των δραστών. Τυχόν ανάγκες για εξειδικευμένη μεταχείριση/θεραπεία πρέπει να αξιολογούνται και να ικανοποιούνται υπό προϋποθέσεις. Οι ατομικές αξιολογήσεις/εκτιμήσεις πρέπει να γίνονται από εξειδικευμένους επιστήμονες με τη χρήση αξιόπιστων και σύγχρονων εργαλείων.
Κανείς δεν είναι σε θέση να απαντήσει αν το διπλό φονικό της 11ης Φεβρουαρίου 2021 στους Εργάτες της Λευκωσίας, μπορούσε να αποφευχθεί. Όπως όμως είπε ο Άγγλος συγγραφέας και κριτικός John Ruskin (1819-1900), «Η τιμωρία είναι το τελευταίο και το λιγότερο αποτελεσματικό εργαλείο στα χέρια του νομοθέτη για την πρόληψη του εγκλήματος.».
1Η θετικιστική εγκληματολογία αποκρυσταλλώθηκε από τους Ιταλούς Θετικιστές (Lombroso, Ferri, Garofallo), οι οποίοι υποστήριξαν ότι εξωγενείς παράγοντες, βιολογικοί, κοινωνικοί, ψυχολογικοί, καθορίζουν την προδιαγεγραμμένη εγκληματική συμπεριφορά, γεγονός το οποίο συνθλίβει τον θεμέλιο λίθο της κλασικής σχολής, ήτοι την ελευθερία της βούλησης του εγκληματία, Βλ. σχετ. Rafaelle Garofalo, Criminology (London: Heinemann 1914)
2 Stanley Cohen, Against Criminology (New Brunswick: Translation Books,1988) σ. 4
3 Ο Garofalo επιχείρησε να αποδώσει την έννοια της επικινδυνότητας σε δύο φάσεις: αρχικά, με τον δυσμετάφραστο όρο «temibilità» (ικανότητα πρόκλησης φόβου) που επινόησε για να αποδώσει τη μόνιμη και ενεργό διαστροφή του δράστη καθώς και την ποσότητα κακού που αναμένεται από αυτόν ή με άλλα λόγια την εγκληματική του ικανότητα και στη συνέχεια με τον όρο «κοινωνική προσαρμοστικότητα» που προστέθηκε στη δεύτερη έκδοση της «Εγκληματολογίας», το 1891 και με την οποία ορίζεται η δυνατότητα κοινωνικής προσαρμογής του ατόμου στο κοινωνικό περιβάλλον. Βλ. σχετ. Φωτεινή Τσαλίκογλου, Μυθολογίες βίας και καταστολής (Παπαζήσης, 2011) σ. 24
4 Κωσταντίνος Κοσμάτος, Η διάρκεια του εγκλεισμού σε ψυχιατρικό ίδρυμα κατά το άρθρο 70 του Ποινικού Κώδικα (Α. Ν. Σάκκουλα, 1998) σ. 90
5 Αριστομένης Τζαννετής, Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, άρθρα 1-133, επιμέλεια Σπινέλλης Δ. (Δίκαιο και Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, 2005) σ.965, Νικόλαος Χωραφάς, Ποινικόν Δίκαιον και Δικονομία, Α’ (εκδόσεις το Νομικόν,1955) σ.161
6 Βλ. Συστάσεις CM/Rec(2014)3 σχετικά με τους επικίνδυνους εγκληματίες
7 Βλ. ανάλυση για τα εργαλεία εκτίμησης της επικινδυνότητας σε Γεωργία-Μάρθα Γκότση, Οι Νευροεπιστήμες Στη Δικαστική Ψυχιατρική: Εκτίμηση Της Επικινδυνότητας Και Αναβίωση Του Θετικιστικού Παραδείγματος Στην Εγκληματολογία (The Art of Crime 2017)
8 Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παραβλέπονται τα θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα που ανακύπτουν σε σχέση με τον χαρακτηρισμό ενός δράστη ως επικίνδυνου από το ποινικό δίκαιο ως δίκαιο πρώτιστα της πράξης και όχι του δράστη, βλ. Χαράλαμπος Παπαχαραλάμπους, ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, Διάγραμμα Γενικού Μέρους, Ι. Θεωρία και Γενική Εμφάνιση του Εγκλήματος, (ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 2015), σ. 5
9 Nicola Lacey, State punishment: political principles and community values (London and New York: Routledge & Kegan Paul 1988), Χαράλαμπος Παπαχαραλάμπους(2015), σ. 25 επ. που διακρίνει ανάμεσα σε απόλυτες και σχετικές θεωρίες
10 Κατσαντώνης Α., Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, τόμος δεύτερος, Η διδασκαλία περί ποινής και μέτρων ασφαλείας (Αθήναι 1978) σ.93
11 Βλ. μελέτη Γεωργίου Α. Γιαννούλη, Η επικινδυνότητα του δράστη και η εκτίμηση κινδύνων από δικαιοκρατικής σκοπιάς, ( Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2017), σ. 13 και Χαράλαμπος Δημόπουλος, Η προεγκληματική επικινδυνότητα και τα μέτρα για την αντιμετώπισή της (Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –Κομοτηνή, 1988), σ. 29 σε σχέση με τα δύο ρεύματα που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της σχολής της Νέας Κοινωνικής Άμυνας· το πρώτο με εκπρόσωπο τον Ιταλό Grammatica, ο οποίος, στο έργο του «Αρχές της Κοινωνικής Άμυνας», συνδέει την επικινδυνότητα με την αντικοινωνικότητα και τη θεωρεί ικανή από μόνη της να στοιχειοθετήσει ποινική ευθύνη και το δεύτερο και σημαντικότερο συνδέεται με τη σχολή της Νέας Κοινωνικής Άμυνας με βασικό εκπρόσωπο τον Mark Ancel, ο οποίος τονίζει την ανάγκη για μια συστηματική μέριμνα κοινωνικής επανένταξης του εγκληματία, που μπορεί να επιτευχθεί μέσω ενός «εξανθρωπισμού» του ποινικού δικαίου.
12 Χαράλαμπος Παπαχαραλάμπους (2015)
13 Δημόπουλος, (1988). σ. 233
14 Οι μεθοδολογικές, κλινικές αλλά και ηθικές δυσκολίες, που συνδέονται με την έννοια της επικινδυνότητας, οδήγησαν στην εγκατάλειψή της ως έννοιας σε πολλές χώρες, ήδη από το 1980, και στην αντικατάστασή της από την έννοια της «διακινδύνευσης» ή του «ρίσκου» ή του «κινδύνου υποτροπής» (recidivismrisk). Βλ. σχετ. Steadman, H. J., From dangerousness to risk assessment of community violence: Taking stock at the turn of the century (Journal of the American Academy of Psychiatry and the Law, 2000)
15 Βλ. σχετική ανάλυση σε Γεωργία-Μάρθα Γκότση (2017)
16 Η Οδηγία 2011/92/ΕΕ, «σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου», επιβάλλει την αξιολόγηση της επικινδυνότητας και την θέσπιση μηχανισμών αξιολόγησης της.
17 Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Criminal Justice Act του 2003 εισήγαγε την έννοια του «επικίνδυνου παραβάτη» και την «ποινή απροσδιόριστης χρονικής διάρκειας για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας». Τα άτομα που θεωρείται ότι αποτελούν συνεχή απειλή είναι δυνατόν να κρατούνται, για απροσδιόριστα χρονικά διαστήματα, ύστερα από ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη που βεβαιώνει την επικινδυνότητά τους, ακόμη και αν έχουν καταδικαστεί για ήσσονος σημασίας αδικήματα.
18 Στην Γαλλία ο νόμος της 25ης Φεβρουαρίου 2008, όπως συμπληρώθηκε με το νόμο Ν° 2010-242 της 10ης Μαρτίου 2010, θέσπισε μια ειδική μορφή προληπτικής κράτησης, την αμφιλεγόμενη « rétention de sûreté». Ως προς τη διαδικασία επιβολής, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο πρέπει να έχει προβλέψει ρητά στην απόφασή του τη δυνατότητα επιβολής του μέτρου μετά την έκτιση της ποινής του δράστη. Τουλάχιστον ένα έτος πριν από τη λήξη της ποινής, η κατάστασή του επανεξετάζεται αυτομάτως από διεπιστημονική επιτροπή. Εάν η επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το άτομο είναι επικίνδυνο, προτείνεται ως μέτρο η « rétention de sûreté », με την προϋπόθεση αυτού του τύπου η κράτηση να αποτελεί το μόνο τρόπο για την αποτροπή τέλεσης νέου εγκλήματος (η πιθανότητα της οποίας είναι πολύ υψηλή) και ο καταδικασθείς να είχε ήδη επωφεληθεί, κατά την εκτέλεση της ποινής του, από κατάλληλη ιατρική, κοινωνική και ψυχολογική φροντίδα.
19 Στην Ελβετία το 2008, νέος νόμος προέβλεψε την μόνιμη παραμονή σε κλειστό κατάστημα ασφαλείας μιας ειδικής κατηγορίας παραβατών, που θεωρούνται ιδιαίτερα επικίνδυνοι. Αυτό που χαρακτηρίζει το μέτρο είναι η δυσχέρεια της άρσης του. Προκειμένου να εξεταστεί η άρση του μέτρου, πρέπει να υπάρξουν «νέες επιστημονικές γνώσεις» οι οποίες να δύναται να αντιμετωπίσουν την επικινδυνότητα του έγκλειστου.
20 Αν και εκφεύγει της παρούσας ανάλυσης, η ενασχόληση με τα ζητήματα που ανακύπτουν σε σχέση με τις ποινές απροσδιόριστης διάρκειας, θεωρώ αναγκαίο να επισημάνω ότι, κατά την άποψη της γράφουσας, οι ποινές αυτές πρέπει να επιβάλλονται σε εξαιρετικές περιστάσεις, υπό αυστηρές προϋποθέσεις και ταυτόχρονα να προβλέπονται σαφείς προϋποθέσεις άρσης του μέτρου.
21 Βλ. σχετ. Robert T. M. Phillips, Violence in America: social and environmental factors, In: Tardiff K. (Ed.) Medical Management of the Violent Patient: Clinical Assessments and Therapy (New York: Marcel Decker 1999) σ. 39-58, Τόνια Τζαννετάκη, Πρότυπα Ποινικής Καταστολής: Θέσεις και Αντιθέσεις σε Α.Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου (επιμ.) Η εγκληματολογία απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις (Νομική Βιβλιοθήκη, 2011) σ. 187 επ., Βλ. σχετ. Σ. Μαρτινάκη, Χρ. Τσόπελας, Δ. Πλουμπίδης, Α. Δουζένης, Χ. Τζαβάρα, Π. Σκαπινάκης, Β. Μαυρέας, Εκτίμηση της επικινδυνότητας Ελλήνων ψυχικά ασθενών, (ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ, Τόμος 24 Τεύχος 3, 2013) σ.185. Η επιστημονική κοινότητα, με στόχο την βελτίωση της ακρίβειας των υφιστάμενων εργαλείων εκτίμησης επικινδυνότητας, εκδηλώνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στον τομέα των νευροεπιστημών και της νευροαπεικονιστικής, βλ. σχετ. Βλ. Joseph R. Simpson, Neuroimaging in forensic psychiatry: from the clinic to the courtroom (Chichester, West Sussex, England: Wiley – Blackwell 2012), Alcino J.Silva, The relevance of neuroscience to forensic psychiatry (Journal of the American Academy of Psychiatry and the Law Online, 35(1), 6-9 2016), Alcino J.Silva., Forensic psychiatry, neuroscience, and the law (Journal of the American Academy of Psychiatry and the Law Online, 37(4) 2009) σ.489-502. Και Neil K. Aggarwal, Neuroimaging, culture, and forensic psychiatry (Journal of the American Academy of Psychiatry and the Law Online, 37(2) 2009) σ.239-244.