Μετά την πολυσυζητημένη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου την προηγούμενη βδομάδα, σε σχέση με το Άρθρο 23 του Συντάγματος, ο νομικός κόσμος προέβη σε σχολιασμό της απόφασης, ομόφωνα, ανακηρύσσοντας την απόφαση της πλειοψηφίας ως εσφαλμένη και ως ορθή την μειοψηφούσα απόφαση του Δικαστή κ. Ναθαναήλ. Είχα την ευκαιρία να μελετήσω τις γνώμες πολλών συναδέλφων μου, και προσωπικά τους συγχαίρω για το χρόνο που έχουν αφιερώσει στη σύνταξη εμπεριστατωμένων άρθρων αλλά και προφορικών τοποθετήσεων σε διαδικτυακά κανάλια και Μ.Μ.Ε.
Αδιαμφισβήτητα, η επικρατούσα απόφαση του Δικαστή κ. Νικολάτου, έχει προκαλέσει πολλές αντιδράσεις, όχι μόνο από νομικούς αλλά και από την ευρύτερη κυπριακή κοινωνία., Με δεδομένες τις δηλώσεις του Προέδρου του ΔΗΣΥ, κ. Αβέρωφ Νεοφύτου, την παραμονή της έκδοσης της απόφασης, κατά την άποψη πολλών, η απόφαση της πλειοψηφίας του Ανώτατου Δικαστηρίου εκδόθηκε με γνώμονα όχι μόνο τον επίδικο νόμο, εν προκειμένω το Άρθρο 23 του Συντάγματος και το δικαίωμα που με σαφήνεια κατοχυρώνει, αλλά τις δυσμενείς συνέπειες που θα προκαλούσε στην κυβέρνηση τυχόν επικύρωση των πρωτόδικων αποφάσεων.
Εξίσου ζωηρή, ήταν και η αντίδραση πολλών νομικών στις προαναφερθείσες δηλώσεις Νεοφύτου. Πολλοί ήταν εκείνοι που προέβαλαν την θέση ότι οι δηλώσεις του ήταν προσπάθεια επηρεασμού της κρίσης του Ανώτατου Δικαστηρίου, πράγμα όχι μόνο ανεπίτρεπτο αλλά και ενδεχομένως ποινικά κολάσιμο (βλ. σχετικά άρθρο 44(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960).
Είτε ορθές, είτε εσφαλμένες, οι πιο πάνω θέσεις και απόψεις, τέτοιες συζητήσεις αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο ενός πραγματικού κράτους δικαίου.
Παρά την ύπαρξη πολλών εύλογων ερωτημάτων αναφορικά με τις δηλώσεις Νεοφύτου, ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έδωσε την οποιαδήποτε σημασία στα όσα συζητήθηκαν. Δεν ακούσαμε, τουλάχιστον, το οτιδήποτε για την οποιαδήποτε έρευνα.
Εν δε συνεχεία, στις 14/04/20, ο Γενικός Εισαγγελέας «έσπασε» την σιωπή του, λέγοντας τα εξής αναφορικά με τις αντιδράσεις στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου:
«ενώ είναι πάντα επιτρεπτή και καλοδεχούμενη οποιαδήποτε διαφωνία και κριτική δικαστικών αποφάσεων, αυτές θα πρέπει να περιορίζονται στη νομική πτυχή και όχι να εκτρέπονται σε χαρακτηρισμούς και υπονοούμενα».
Εικάζω λογικά, ότι τον περιορισμό της συζήτησης στη νομική πτυχή, τον απαίτησε διότι πολλοί ήταν αυτοί που θεώρησαν την «ανεπίτρεπτη» παρέμβαση του κ. Νεοφύτου, ως επεμβατική για την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου. Διότι, αρκετοί ήταν αυτοί που άμεσα ή έμμεσα, στην ουσία και στο αποτέλεσμα, έλεγαν ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν αποφάσισε την υπόθεση με βάση τον επίδικο νόμο και τα επίδικα θέματα. Οι προεκτάσεις, εάν τέτοια εισήγηση είναι αληθής, είναι βέβαια ασύμμετρες. Θα ανέμενε κανείς, ότι ο Γενικός Εισαγγελέας αυτού του τόπου, ο οποίος εξάλλου όχι μόνο διορίζεται με βάση τα ίδια κριτήρια με αυτά των δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου, αλλά μάλιστα υπήρξε δικαστής του εν λόγω σώματος, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, θα προβληματιζόταν έντονα εάν ευσταθούσαν τέτοιοι ισχυρισμοί.
Απεναντίας όμως, προφανώς ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα και έπειτα από τα θερμά συγχαρητήρια του Προέδρου της Δημοκρατίας, απαίτησε όπως παύσουν τα υπονοούμενα. Να συζητηθούν μόνο οι νομικές πτυχές, είπε.
Τι λέει όμως ο Γενικός Εισαγγελέας όταν το αποτέλεσμα της απόφασης, δεν τον ικανοποιεί; Αυτός περιορίζεται στην κριτική της νομικής πτυχής, χωρίς να υπεισέρχεται σε λογοπαίγνιο με υπονοούμενα;
Τον περασμένο Ιανουάριο, η κυπριακή δικαιοσύνη αντιμετώπισε μια πρωτόγνωρη και καταστροφική κρίση, από την οποία δεν ανάρρωσε ποτέ. Επρόκειτο για τις πολύκροτες αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου αναφορικά με τις υποθέσεις της οικονομίας. Στις 15/01/2019, ο Γενικός Εισαγγελέας δημοσίευσε γραπτή δήλωση, λέγοντας ανάμεσα σε άλλα, τα εξής:
Το πλέον όμως ανησυχητικό είναι ότι, όπως αποκαλύφθηκε μετά την έκδοση της απόφασης, στενά συγγενικά πρόσωπα του Προέδρου του Εφετείου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η ψήφος του οποίου και έκρινε την αθωωτική έκβαση της υπόθεσης υπέρ της Τράπεζας, ήτοι θυγατέρα και αδελφή του, είχαν τύχει του οφέλους μιας συμβιβαστικής εξώδικης διευθέτησης αγωγών που είχαν κινήσει εναντίον της Τράπεζας, σχετικά με διεκδικήσεις τους από την μετατροπή καταθέσεων τους σε αξιόγραφα. Στην περίπτωση δε της θυγατρός η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ανήλικη, η όλη δικαιοπραξία των αξιογράφων είχε γίνει από τον ίδιο τον δικαστή, ενεργώντας ως πατέρας της ανήλικης. Με την χθεσινή δήλωση του ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν αμφισβητεί αυτά τα γεγονότα, ούτε ότι τα γνώριζε, αναφέροντας ότι αυτές οι εξώδικες διευθετήσεις έγιναν απόλυτα νόμιμα και νομότυπα χωρίς εύνοια ή χάρη. Κατά την άποψη μου, πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό θέμα αντικειμενικής αμεροληψίας το οποίο θα έπρεπε να είχε οδηγήσει στην μη συμμετοχή του Προέδρου στην εκδίκαση σοβαρής ποινικής υπόθεσης στην οποία καταδικασθείσα ήταν η ίδια τράπεζα που είχε εξώδικα διευθετήσει τις εν λόγω υποθέσεις συγγενικών του προσώπων και εκπροσωπείτο από τον ίδιο δικηγόρο όπως και στις διευθετηθείσες με αποζημιώσεις αγωγές. Κατ΄ελάχιστο, αυτό το γεγονός θα έπρεπε να είχε αποκαλυφθεί στη διαδικασία της έφεσης, ώστε να ακουστούν οι απόψεις των διαδίκων. Τίποτε όμως από αυτά δυστυχώς δεν έγινε.
Στις δηλώσεις του επομένως ο Γενικός Εισαγγελέας, φαίνεται να κάνει ακριβώς αυτό που επιχείρησε τώρα να απαγορεύσει στον υπόλοιπο νομικό κόσμο. Ενασχολήθηκε δια μέσω της κριτικής του, με προσωπικά θέματα των δικαστών της σύνθεσης του Εφετείου. Δεν περιορίστηκε δηλαδή στη νομική πτυχή η κριτική του.
Ουδείς, θεωρώ, αμφισβητεί ότι τα ζητήματα που ήγειρε με τη δήλωση του ημερομηνίας 15/01/19 ο Γενικός Εισαγγελέας έπρεπε να δημοσιευθούν. Παρά το γεγονός ότι εν τέλει, ουδένα αποτέλεσμα είχαν οι δηλώσεις του, σίγουρα αποτελούσαν θέμα δημοσίου συμφέροντος. Αντιθέτως μάλιστα, έτυχε κριτικής η απόφαση του Γενικού να μην τα δημοσιεύσει σε προγενέστερο χρόνο. Άρα λοιπόν παρά το γεγονός ότι δεν άπτονταν της νομικής πτυχής της απόφασης οι δηλώσεις του, ουδείς θεώρησε εσφαλμένη την απόφαση του να μην «περιοριστεί».
Τα πιο πάνω μιλούν από μόνα τους και η κατάληξη του παρόντος άρθρου είναι, φρονώ, ευνόητη.
Είναι ασύλληπτο κατά τη γνώμη μου, να αλλάζουν τα δεδομένα και οι «κανόνες» κριτικής, αναλόγως της ευχαρίστησης του Γενικού Εισαγγελέα με το αποτέλεσμα μιας απόφασης. Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έχει το δικαίωμα μονοπωλίου στην σθεναρή κριτική δικαστικών αποφάσεων και δικαστικής συμπεριφοράς.
Οι δημόσιοι διάλογοι μεταξύ νομικών, θα πρέπει να ενθαρρύνονται, όχι να περιορίζονται κατά το δοκούν ή αναλόγως συμφερόντων. Χωρίς αδόκιμους χαρακτηρισμούς βέβαια, εφόσον μειώνουν το επίπεδο συζήτησης. Με περιορισμούς όμως, ποτέ.
Μόνο μέσω δημόσιων διαλόγων και με τεκμηριωμένα επιχειρήματα, όσο «κοντά στο κόκκαλο» κι αν είναι θα πάμε μπροστά. Διότι, σαφώς, μόνο εκείνοι οι διάλογοι άπτονται της ρίζας των προβλημάτων. Πάνω απ’ όλα όμως, θα πρέπει να υπάρχει αλληλοσεβασμός, χωρίς να υποβαθμίζονται οι γνώμες των «υποδεέστερων» δικηγόρων, για τους οποίους συντρέχουν άλλοι «κανόνες» κριτικής και έκφρασης. Μόνο έτσι θα δούμε την πολυπόθητη πρόοδο στη δικαιοσύνη σε αυτόν τον τόπο. Ώσπου οι γνώμες αυτές αγνοούνται εντελώς ή χειρότερα δε, υποβαθμίζονται με υπεροπτικές πεποιθήσεις, μόνο περαιτέρω πισωδρόμισμα θα δούμε.