Τα σημαντικά ζητήματα του φθινοπώρου

Το φθινόπωρο ξεκινά με ένα μίγμα βεβιασμένης «κανονικότητας» και συσσωρευμένων εκκρεμοτήτων. Αν κάτι χαρακτηρίζει τη φετινή περίοδο, είναι η αίσθηση ότι πολλά ζητήματα κινούνται παράλληλα χωρίς σαφείς απαντήσεις, ενώ η πολιτική και κοινωνική δυναμική μοιάζει πιο ρευστή από ποτέ. Η χώρα εισέρχεται σε μια νέα φάση, όπου οι προεκλογικοί υπολογισμοί, η στασιμότητα στο Κυπριακό και οι κοινωνικές πιέσεις συγκλίνουν, δημιουργώντας ένα τοπίο αβέβαιο αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρον.

Οι βουλευτικές εκλογές του Μαΐου 2026 μπορεί να απέχουν ακόμη, ωστόσο τα κόμματα έχουν ήδη σηκώσει αυλαία. Ο λόγος είναι διπλός: αφενός η ανάγκη συσπείρωσης σε μια περίοδο που η κοινωνική δυσπιστία προς την πολιτική παραμένει υψηλή και αφετέρου η στρατηγική προετοιμασία για τις προεδρικές του 2028.

Η πρώιμη ανακοίνωση υποψηφίων δείχνει την αγωνία των κομμάτων να κατέβουν με «φρέσκα» ψηφοδέλτια και να προβάλουν πρόσωπα που θα λειτουργήσουν ως γέφυρα με τμήματα της κοινωνίας που έχουν απομακρυνθεί από τα παραδοσιακά κέντρα εξουσίας. Η τάση πολυδιάσπασης, με την εμφάνιση νέων σχηματισμών, απειλεί να ανατρέψει τους συσχετισμούς. Αυτό εντείνει τον ανταγωνισμό, αλλά ταυτόχρονα εδραιώνει και την αίσθηση ότι οι βουλευτικές θα είναι οι πιο «παράξενες» και αβέβαιες των τελευταίων δεκαετιών. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η πολιτική σκηνή μπορεί να ανανεωθεί ουσιαστικά ή αν απλώς θα ανακυκλώσει παλιές πρακτικές με καινούρια ονόματα. Η κοινωνία δείχνει κουρασμένη από υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα. Το αν τα κόμματα θα καταφέρουν να ξανακερδίσουν εμπιστοσύνη, θα φανεί από τη συμμετοχή και όχι μόνο από τα ποσοστά.

Παραδοσιακά, παράλληλα, ο Σεπτέμβριος με τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ θεωρείται κομβικός για το Κυπριακό. Φέτος, ωστόσο, επικρατεί πλήρης αδράνεια. Οι επαφές με τον Γενικό Γραμματέα δεν απέδωσαν ούτε καν μικρά βήματα, ενώ οι επικείμενες «εκλογές» στα Κατεχόμενα εντείνουν το κλίμα πόλωσης και απομακρύνουν την προοπτική ουσιαστικού διαλόγου. Η στασιμότητα αυτή δεν είναι ουδέτερη αλλά έχει πολιτικό και κοινωνικό κόστος. Σταδιακά, υπάρχει ο φόβος ότι η κοινωνία συνηθίζει την ιδέα ότι το Κυπριακό δεν αποτελεί πλέον προτεραιότητα, με αποτέλεσμα η αδιαφορία να υποκαθιστά την ελπίδα. Αν δεν υπάρξει τολμηρή πρωτοβουλία είτε από τη Λευκωσία είτε από τη διεθνή κοινότητα, ο κίνδυνος παγίωσης της διχοτόμησης θα καταστεί όλο και πιο χειροπιαστός.

Το εσωτερικό μέτωπο επιβαρύνεται επιπλέον από μια σειρά κοινωνικών και οικονομικών ζητημάτων που δεν μπορούν πλέον να περιμένουν. Η ακρίβεια, η στεγαστική κρίση, η συζήτηση για τη φορολογική μεταρρύθμιση και το καθεστώς της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής, ως επίσης και άλλα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, συνθέτουν μια εικόνα που πιέζει άμεσα τα νοικοκυριά. Αν και η κυβέρνηση επιδιώκει να προβάλλει μεταρρυθμιστικό έργο, η αίσθηση που κυριαρχεί είναι ότι οι πολίτες ζητούν απτές και μετρήσιμες λύσεις, όχι θεωρητικά σχέδια.

Σε αυτό το πλαίσιο, η πιθανότητα ανασχηματισμού δεν είναι απλώς θέμα «φρεσκαρίσματος» του κυβερνητικού σχήματος, αλλά προσπάθεια ανάκτησης της πολιτικής νομιμοποίησης. Η φονική πυρκαγιά του Ιουλίου στην ορεινή Λεμεσό άφησε βαθιές πληγές και αποκάλυψε ελλείψεις στον μηχανισμό πρόληψης και αντιμετώπισης κρίσεων. Η συζήτηση για τις ευθύνες δεν έχει κοπάσει, ενώ οι πολίτες εμφανίζονται όλο και πιο δύσπιστοι απέναντι σε εκθέσεις που αποφεύγουν να αγγίξουν το ζήτημα της ουσιαστικής ετοιμότητας. Το διακύβευμα είναι ευρύτερο: αν η πολιτεία συνεχίσει να λειτουργεί με όρους αποσπασματικούς και αντιδραστικούς, οι κρίσεις – είτε φυσικές καταστροφές είτε κοινωνικές πιέσεις – θα επιστρέφουν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση.

Η αλληλεπίδραση όλων αυτών των παραμέτρων – προεκλογικές στρατηγικές, κοινωνικές πιέσεις, Κυπριακό σε τέλμα, ανοιχτές πληγές από την πυρκαγιά – δημιουργεί ένα σκηνικό διαρκούς κινητικότητας. Το φθινόπωρο δεν είναι μια απλή «μεταβατική» περίοδος, αλλά ο προθάλαμος για τις μεγάλες πολιτικές μάχες που έρχονται. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η πολιτική ηγεσία θα αξιοποιήσει αυτή τη συγκυρία για ουσιαστικές αλλαγές ή αν θα χαθεί σε μικροκομματικούς τακτικισμούς. Αν επικρατήσει το δεύτερο, η κοινωνική δυσπιστία θα ενταθεί και οι επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις θα διεξαχθούν σε κλίμα ακόμη μεγαλύτερης απαξίωσης. Αν, όμως, επιλεγεί η πρώτη οδός, ίσως το φθινόπωρο του 2025 να καταγραφεί ως η αρχή μιας διαφορετικής πολιτικής πορείας.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: