Η θεωρία της προτίμησης ρευστότητας και οι κοινωνικές της προεκτάσεις

Η Θεωρία της Προτίμησης Ρευστότητας, όπως διατυπώθηκε από τον J.M. Keynes, έναν από τους μεγαλύτερους οικονομολόγους του 20ου αιώνα, αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις προσεγγίσεις στην κατανόηση της λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών και του μηχανισμού καθορισμού του επιτοκίου. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, το επιτόκιο δεν προσδιορίζεται πρωτίστως από την αποταμίευση και την επένδυση, όπως υποστήριζαν οι κλασικοί οικονομολόγοι, αλλά από τη ζήτηση και προσφορά χρήματος, και ειδικότερα από τη διάθεση των οικονομικών υποκειμένων να διακρατούν ρευστότητα.

Η ζήτηση για ρευστότητα, κατά τον Keynes, προκύπτει από τρεις βασικά λόγους, ήτοι τον συναλλακτικό, τον προληπτικό και τον κερδοσκοπικό. Ο συναλλακτικός λόγος αφορά την ανάγκη χρήματος για καθημερινές πληρωμές. Ο προληπτικός σχετίζεται με την επιθυμία διατήρησης αποθεματικών για απρόβλεπτες ανάγκες. Τέλος, ο κερδοσκοπικός λόγος εκφράζει την πρόθεση των ατόμων να κρατούν χρήμα αντί να το επενδύουν, όταν αναμένουν μεταβολές στις τιμές των ομολόγων ή αυξήσεις των επιτοκίων στο μέλλον. Η θεωρία αυτή έχει σημαντικές κοινωνικές προεκτάσεις, καθώς η προτίμηση για ρευστότητα δεν αποτελεί απλώς μια τεχνική οικονομική συμπεριφορά, αλλά αντανακλά βαθιά κοινωνικά φαινόμενα, όπως την αβεβαιότητα, την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και την κοινωνική ανισότητα.

Πρώτον, η αβεβαιότητα, είτε οικονομική είτε πολιτική, επηρεάζει άμεσα τη ζήτηση για χρήμα. Σε περιόδους κρίσης, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις τείνουν να αυξάνουν την προτίμησή τους για ρευστότητα, περιορίζοντας την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης, υψηλής ανεργίας και κοινωνικής αστάθειας. Η προτίμηση για ρευστότητα γίνεται έτσι ένδειξη κοινωνικού κλίματος, καθώς η αυξημένη τάση αποταμίευσης αντικατοπτρίζει βαθύτερη έλλειψη εμπιστοσύνης προς το μέλλον.

Δεύτερον, η θεωρία υπογραμμίζει τον ρόλο της εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Όσο πιο αξιόπιστο και σταθερό θεωρείται το χρηματοπιστωτικό σύστημα, τόσο περισσότερο οι πολίτες αισθάνονται ασφαλείς να μετατρέψουν τη ρευστότητά τους σε επενδύσεις. Αντίθετα, όταν οι θεσμοί κρίνονται αδύναμοι ή αναξιόπιστοι, η κοινωνία μετατοπίζεται προς μια αμυντική οικονομική στάση, με έντονη προτίμηση για χρήμα που «μένει στο χέρι».

Τρίτον, η θεωρία αναδεικνύει και τις ανισότητες στην πρόσβαση στη ρευστότητα. Τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα συχνά διατηρούν υψηλή προτίμηση για ρευστότητα επειδή δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να δεσμεύσουν κεφάλαια σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις, ούτε να αντέξουν ενδεχόμενες απώλειες. Αυτό ενισχύει την κοινωνική διαφοροποίηση, όπου οι οικονομικά ισχυρότεροι μπορούν να επενδύουν και να απολαμβάνουν υψηλότερες αποδόσεις, ενώ οι οικονομικά ασθενέστεροι παραμένουν εγκλωβισμένοι στη χαμηλή απόδοση της ρευστότητας.

Συνολικά, η Θεωρία Προτίμησης της Ρευστότητας δεν αποτελεί μόνο ένα εργαλείο κατανόησης των επιτοκίων, αλλά και έναν καθρέφτη της κοινωνικής πραγματικότητας. Επεξηγεί το πώς οι ψυχολογικοί, πολιτικοί και κοινωνικοί παράγοντες επηρεάζουν τη συμπεριφορά των οικονομικών υποκειμένων και πώς η οικονομική ανάκαμψη ή ύφεση συνδέεται άμεσα με το επίπεδο εμπιστοσύνης και ασφάλειας στην κοινωνία. Εξηγεί, επίσης, γιατί η αβεβαιότητα ενισχύει τη συσσώρευση ρευστότητας, επηρεάζοντας επενδύσεις, ανισότητες και τον ρόλο των κρατικών πολιτικών στη σταθερότητα και κοινωνική συνοχή.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: