-Το εγχείρημα της νομοθετικής ρύθμισης –
Η ιστοσελίδα της Βουλής πληροφορεί για το γεγονός πως εκκρεμεί, ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών, δυστυχώς, όχι ως επείγον, το νομοσχέδιο με τίτλο «Ο περί Συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις Δικαστικές Αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος Νόμος του 2018» (Νομοσχέδιο).
Το Νομοσχέδιο κατετέθηκε στις 3 Ιανουαρίου, 2018, και, όπως προκύπτει από το προοίμιο, έχει ως κεντρικό σκοπό την διασφάλιση του δικαιώματος της αποτελεσματικής προσφυγής στην διοικητική δικαιοσύνη. Αντικείμενο ρύθμισης αποτελεί η αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων να ελέγχουν την ενεργή συμμόρφωση προς τις ακυρωτικές αποφάσεις τους, να αποφασίζουν σχετικά και να επιβάλλουν, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, κυρώσεις. Επιπλέον, το Νομοσχέδιο προβλέπει την ποινικοποίηση της δόλιας άρνησης συμμόρφωσης και της δόλιας προτροπής για μη συμμόρφωση προς οδηγίες, διατάγματα ή αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων που εκδίδονται στο πλαίσιό του (Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Παράρτημα Έκτο, Νομοσχέδια, Αρ.4212, ημερ.5 Φεβρουαρίου, 2018).
2. Η συμμόρφωση προς τις ακυρωτικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, περισσότερο απ’ ό,τι η συμμόρφωση προς τις αποφάσεις των πολιτικών, κατοπτρίζει το επίπεδο του ισχύοντος κράτους δικαίου. Και αυτό γιατί, υπό κανονικές συνθήκες, η δράση της διοίκησης (κεντρικής διοίκησης, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου) καθορίζεται και ρυθμίζεται από την αρχή της νομιμότητας [άρθρα 8 έως και 19 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/1999)], η οποία έχει περιεχόμενο ευρύτερο και αυστηρότερο από την γενική υποχρέωση των ιδιωτών να δρουν και να συναλλάσσονται τηρώντας τους νόμους. Η υπακοή στις ακυρωτικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων και η δράση σύμφωνα με όσα αυτές διαπιστώνουν διασφαλίζει, επίσης, το κύρος της διοικητικής δικαιοσύνης (Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4224).
Η νομολογία έχει ήδη περιγράψει το περιεχόμενο της υποχρέωσης: μετά την δικαστική ακύρωση, εν όλω ή εν μέρει, απόφασης, πράξης ή παράλειψής της, η διοίκηση υποχρεούται να επαναφέρει τα πράγματα στην κατάσταση που ίσχυε πριν από την ακύρωση, να μεριμνήσει για την διαδικασία επανεξέτασης του επίδικου διοικητικού θέματος και να αποφασίσει κατά τρόπον σύννομο και ευθυγραμμισμένο με τις διαπιστώσεις του διοικητικού δικαστηρίου. Κατά την επανεξέταση, η διοικητική διαδικασία επαναλαμβάνεται από το σημείο το οποίο κρίθηκε παράνομο (Vnukovo Airlines (V.A.) κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) Α.Α.Δ. 969, Κυριακίδης ν. Δημοκρατία (2013) 3 Α.Α.Δ. 629).
3. Ο πολύ μεγάλος αριθμός των προσφυγών με αντικείμενο διοικητικές αποφάσεις που λήφθηκαν στο πλαίσιο επανεξέτασης, αποδεικνύει την μειωμένη εμπιστοσύνη των διοικουμένων στην προθυμία, την ετοιμότητα και την ικανότητα της διοίκησης να εκπληρώσει την επίμαχη υποχρέωσή της. Ο μεγάλος αριθμός των ακυρωτικών αποφάσεων που εκδίδονται στο πλαίσιο τέτοιων προσφυγών αποδεικνύει πως η καχυποψία είναι συχνά βάσιμη.
Σε πλείστες περιπτώσεις, η πρώτη ακυρωτική απόφαση και η, συνεπεία αυτής, πρώτη επανεξέταση δεν αρκούν για να δώσουν ένα νόμιμο τέλος στην επίδικη διοικητική διαδικασία. Στην προσπάθεια ρύθμισης συγκεκριμένου ζητήματος διοικητικής αρμοδιότητας, δεν αποκλείεται οι ακυρωτικές αποφάσεις και οι επανεξετάσεις να διαδέχονται η μία την άλλη. Το φαινόμενο αυτό, σε συνδυασμό με την μεγάλη βραδύτητα της διοικητικής δικαιοσύνης, έχει, ως αποτέλεσμα, η νομιμότητα διοικητικών αποφάσεων είτε αυτές αφορούν σε ζητήματα ευρύτερου ενδιαφέροντος (κατακύρωση δημόσιων διαγωνισμών, πολεοδομικές ρυθμίσεις, περιβαλλοντικές ρυθμίσεις κ.α.) είτε αυτές αφορούν σε ζητήματα προσωπικού ενδιαφέροντος (τροποποίηση ληξιαρχικής καταχώρισης, καταβολή δημόσιου επιδόματος, πειθαρχική δίωξη δημοσίου υπαλλήλου κ.α.) να παραμένει σε εκκρεμότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Εκεί όπου η νομολογία αποκαλύπτει μίαν, πράγματι, ζοφερή πραγματικότητα είναι οι περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων στον δημόσιο τομέα. Το σενάριο να διαρκούν οι σχετικοί δικαστικοί αγώνες σε βάθος χρόνου (ακόμη και όταν οι ενδιαφερόμενοι έχουν φτάσει στο συντάξιμο έτος της ηλικίας τους) εξ αιτίας της στερεότυπης επανάληψης της ακύρωσης της απόφασης πλήρωσης της θέσης, της επανεξέτασης της διαδικασίας, της έκδοσης νέας διοικητικής απόφασης και της καταχώρισης νέας προσφυγής με κυρίαρχο λόγο ακύρωσης την παραβίαση δεδικασμένου, ανταποκρίνεται σε αληθή γεγονότα. Αναφέρουμε, ενδεικτικά, την απόφαση στην Αναθεωρητική Έφεση αρ.127/2014 Παπασάββα ν. Δημοκρατία, ημερ. 28 Ιανουαρίου, 2020, τα γεγονότα της οποίας αποκαλύπτουν τις εκπληκτικές διαστάσεις που μπορεί να λάβει το ζήτημα. Τα παραθέτουμε συνοπτικά: Αρχές του 2001 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) προήγαγε στην θέση του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας την κυρία Παπασάββα, η οποία ανέλαβε καθήκοντα την 1 Φεβρουαρίου, 2001. Αυτή η διοικητική απόφαση ακυρώθηκε γιατί κρίθηκε πως η προαχθείσα δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα. Στην επανεξέταση που ακολούθησε, η Ε.Δ.Υ. επέμεινε να θεωρεί την κυρία Παπασάββα ως προσοντούχα υποψήφια και την προήγαγε εν νέου. Το ίδιο έπραξε και στο πλαίσιο δύο άλλων επανεξετάσεων, οι οποίες ακολούθησαν μεταγενέστερες, συναφείς ακυρωτικές αποφάσεις. Μόνον στο πλαίσιο της τέταρτης επανεξέτασης η Ε.Δ.Υ. συμμορφώθηκε προς το ακυρωτικό δεδικασμένο, αντιμετώπισε την κυρία Παπασάββα ως μη προσοντούχα υποψήφια και την απέκλεισε από την διαδικασία. Με την απόφασή της ημερ. 30 Μαΐου, 2011, η Ε.Δ.Υ. προήγαγε, στην επίδικη θέση, την κυρία Κούλουμου, αναδρομικά από την 1 Φεβρουαρίου, 2001. Όμως, ούτε η τέταρτη επανεξέταση τερμάτισε τους δικαστικούς αγώνες. Εναντίον της προαγωγής της κυρίας Κούλουμου κατεχωρίστηκαν προσφυγές. Οι προσφυγές αυτές απερρίφθηκαν και ακολούθησε η καταχώριση αναθεωρητικής έφεσης. Η εκκρεμότητα, όσον αφορά στην νομιμότητα της πλήρωσης της θέσης του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας με ισχύ από την 1 Φεβρουαρίου, 2001, έληξε δεκα-εννέα χρόνια μετά, στις 28 Ιανουαρίου, 2020, όταν απερρίφθηκε η τελευταία σχετική αναθεωρητική έφεση και επεκυρώθηκε ανέκκλητα ο διορισμός της κυρίας Κούλουμου.
4. Το νομοθετικό κενό όσον αφορά στο ζήτημα του δικαστικού ελέγχου της συμμόρφωσης της διοίκησης προς το ακυρωτικό δεδικασμένο και της δυνατότητας τιμωρίας των υπαιτίων διαπιστώθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση Βύρωνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77. Στο παρελθόν, διοικούμενοι, οι οποίοι είχαν εξασφαλίσει ακυρωτικές αποφάσεις και οι οποίοι έκριναν πως η διοίκηση δεν εφάρμοσε το δεδικασμένο, κατεχώρισαν, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αιτήσεις για καταφρόνηση δικαστηρίου. Επεκαλέστηκαν τα Άρθρα 146.5 και 150 του Συντάγματος και ζήτησαν την τιμωρία των υπαιτίων.
Η αντιμετώπιση τέτοιων αιτήσεων δεν υπήρξε ομοιόμορφη. Μέρος της νομολογίας κατέληξε στην διαπίστωση πως, επί τη βάσει των συγκεκριμένων συνταγματικών διατάξεων, η άρνηση και/ή η παράλειψη ενεργού συμμόρφωσης προς ακυρωτική απόφαση συνιστά καταφρόνηση του δικαστηρίου και το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να επιληφθεί σχετικής αίτησης (Kyriacou v. Minister of Interior (1988) 3 C.L.R. 643).Μέρος της νομολογίας κατέληξε στα αντίθετα (Republic v. Nissiotou (1985) 3 CLR 1335, Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 203).
Η απόφαση Βύρωνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω) έλυσε την ασυμφωνία, απέδωσε την νομική κατάσταση, όπως αυτή ισχύει έως και σήμερα, και διετύπωσε την προτροπή για εισαγωγή του απαιτούμενου νομοθετικού πλαισίου. Την απόφαση της πλειοψηφίας έδωσε ο Δικαστής Νικολαΐδης και αυτή καταλήγει στα εξής:
« … στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 203, η πλειοψηφία του Δικαστηρίου δέχτηκε ότι οι απόψεις που εκφράστηκαν στις αποφάσεις Nissiotou πρωτόδικα και Kyriacou της Ολομέλειας δεν δικαιολογούνται από το Σύνταγμα και ιδιαίτερα από τη διατύπωση των Άρθρων 146 και 150, ούτε από τις διάφορες νομοθετικές διατάξεις και τις γενικές αρχές του δικαίου που ισχύουν στο Ηπειρωτικό σύστημα …Η υπόθεση Θαλασσινός αποτελεί το ισχύον σήμερα νομικό καθεστώς … συμμεριζόμαστε την άποψη που έχει εκφραστεί στην υπόθεση Θαλασσινός ότι για τη δίωξη για περιφρόνηση του δικαστηρίου απαιτείται ειδική νομοθετική ρύθμιση, αφού ισχύει η αρχή nulla poena, nulla crimen, sine lege. Οι συνταγματικές πρόνοιες δεν είναι αρκετές για τη δημιουργία ποινικού αδικήματος. Απαιτείται νόμος που να προβλέπει τις προϋποθέσεις του αδικήματος και την ποινή. Στο Σύνταγμα παρέχεται μόνο η εξουσιοδότηση για τη νομοθετική ρύθμιση του θέματος. Ίσως μάλιστα να είναι ώριμος ο χρόνος για σχετικό προβληματισμό …»
5. Γνήσιες δυσχέρειες στην συμμόρφωση
Είναι δύσκολο να αποφανθεί κάποιος, κατά τρόπον απόλυτο, για τις αιτίες της παράλειψης συμμόρφωσης προς τις ακυρωτικές αποφάσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις, η εξέλιξη των γεγονότων παραπέμπει στην εξυπηρέτηση στενών σκοπιμοτήτων. Όμως, η εκπλήρωση του καθήκοντος δεν είναι πάντοτε εύκολη και η ενδεχόμενη καθυστέρηση ή απραξία της διοίκησης δεν οφείλεται πάντα σε αμέλεια, απροθυμία ή ηθελημένη άρνηση. Στο στάδιο της συμμόρφωσης, το έργο της διοίκησης διαφέρει και, συχνά, περιπλέκεται. Καταστάσεις, νομικές και πραγματικές, οι οποίες ευρίσκονται εκτός του ελέγχου της διοίκησης, η αρχή του αναδρομικού αποτελέσματος της δικαστικής ακύρωσης καθώς και η αρχή της έναντι πάντων (erga omnes) ισχύος τέτοιας ακύρωσης δυνατόν να δημιουργούν γνήσιες δυσχέρειες. Παραδείγματα τέτοιων δυσχερειών είναι τα ακόλουθα:
(α) Η ακυρωτική απόφαση είναι διατυπωμένη κατά τρόπον που επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες, με αποτέλεσμα, κατά την επανεξέταση, να τίθενται ζητήματα που αφορούν στο περιεχόμενο και τα όρια του δεδικασμένου.
(β) Η ακυρωτική απόφαση έχει εκδοθεί per incuriam (δηλαδή έχει εκδοθεί «εξ αβλεψίας ή εν αγνοία προηγούμενης απόφασης ή αποφάσεων της Ολομέλειας, πάνω στο ίδιο θέμα, ή εν αγνοία νομοθετικής διατάξεως», Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490) με αποτέλεσμα, κατά την επανεξέταση, η διοίκηση να βρίσκεται σε αμηχανία όσον αφορά στις επόμενες ενέργειές της.
(γ) Κατά τον χρόνο που διέρρευσε, από την έκδοση της διοικητικής απόφασης έως και την ακύρωσή της, το κρίσιμο νομικό καθεστώς μετεβλήθηκε , χωρίς ο νέος νόμος να προβλέπει ρητά την αναδρομική εφαρμογή του. Κατά την επανεξέταση, τίθενται ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής του νέου νόμου.
(δ) Κατά τον χρόνο που διέρρευσε, από την έκδοση της διοικητικής απόφασης έως και την ακύρωσή της, ακυρώθηκαν άλλες διοικητικές αποφάσεις, οι οποίες υπήρξαν το θεμέλιο για την έκδοσή της. Κατά την επανεξέταση, τίθενται ζητήματα συνδρομής των όρων και των προϋποθέσεων για την έκδοση της νέας διοικητικής απόφασης.
(ε) Κατά τον χρόνο που διέρρευσε, από την έκδοση της διοικητικής απόφασης έως και την ακύρωσή της, εκδόθηκαν άλλες διοικητικές αποφάσεις οι οποίες είχαν αυτήν ως θεμέλιο για την έκδοσή τους. Κατά την επανεξέταση, τίθενται ζητήματα διερεύνησης του συνδέσμου που υπάρχει μεταξύ της ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης και των μεταγενεστέρων και της ανάγκης ανάκλησης των δευτέρων.
(στ) Κατά τον χρόνο που διέρρευσε, από την έκδοση της διοικητικής απόφασης έως και την δικαστική ακύρωσή της, καλόπιστοι τρίτοι απέκτησαν δικαιώματα επί τη βάσει της κατάστασης την οποίαν αυτή δημιούργησε. Κατά την επανεξέταση, τίθενται ζητήματα προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων των τρίτων.
(ζ) H ακύρωση αφορά σε διοικητική απόφαση συγκεκριμένης, μικρής διάρκειας (παραδείγματος χάριν, η κατακύρωση δημόσιου διαγωνισμού για την διαχείριση αθλητικών εγκαταστάσεων για περίοδο δύο ετών) και ο χρόνος που διέρρευσε, από την έκδοση της διοικητικής απόφασης έως και την δικαστική ακύρωσή της, καθιστά εξ αντικειμένου αδύνατη την φυσική (in natura) αποκατάσταση των πραγμάτων. Στην περίπτωση αυτή προβληματίζει η χρησιμότητα της επανεξέτασης (Κυριακίδης ν. Δημοκρατία (2013) 3 Α.Α.Δ. 629).
6. Το Νομοσχέδιο
Το Νομοσχέδιο πλησιάζει τους σκοπούς τους, χωρίς, όμως, να τους επιτυγχάνει απόλυτα. Το προτεινόμενο σύστημα είναι, πράγματι, φιλόδοξο και η θέσπιση και η εφαρμογή του θα είναι βοηθητικές. Όμως, το Νομοσχέδιο έχει περιθώρια σημαντικής βελτίωσης για να καταστούν οι ρυθμίσεις του ταχύτερες και αποτελεσματικότερες.
Θετικά γνωρίσματα του Νομοσχεδίου αποτελούν τα εξής:
(α) Ο νομοθετικός ορισμός της κεντρικής έννοιας «ενεργή συμμόρφωση» διευκολύνει την διοίκηση να ανταποκριθεί στην επίμαχη υποχρέωσή της εφ’ όσον αυτή μπορεί να ανατρέξει στον νόμο και να πληροφορηθεί για το πλαίσιο της νόμιμης δράσης της όταν επανεξετάζει ορισμένη διαδικασία. Ως ενεργή συμμόρφωση ορίζεται η «θετική δράση του οργάνου, της αρχής ή του προσώπου που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη, επί σκοπώ αποκατάστασης της νομιμότητας, η οποία αφενός δεν δύναται να αντιτίθεται στα δεσμευτικώς κριθέντα στην ακυρωτική απόφαση και αφετέρου περιλαμβάνει την αποχή του οργάνου, της αρχής ή του προσώπου από οιανδήποτε ενέργεια που είναι αντίθετη με τα δεσμευτικώς κριθέντα στην ακυρωτική απόφαση». Ο νομοθετικός ορισμός της ενεργού συμμόρφωσης συμπεριλαμβάνει και τις ακόλουθες αρχές (άρθρα 57 έως και 59 του Ν.158(Ι)/1999)(άρθρο 3(3) του Νομοσχεδίου):
-
Η ακυρωθείσα διοικητική απόφαση εξαφανίζεται και η διοίκηση υποχρεούται να επαναφέρει τα πράγματα στην κατάσταση που ίσχυε πριν από την έκδοσή της.
-
Η επανεξέταση της ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης βασίζεται στο πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσής της.
-
Κατ’ εξαίρεσιν, και τηρουμένων των διατάξεων οιουδήποτε άλλου νόμου, η επανεξέταση ρυθμίζεται από το δίκαιο που ισχύει κατά τον χρόνο έκδοσης της νέας διοικητικής απόφασης εάν ο νεότερος νόμος έχει αναδρομική ισχύ ή εάν, από το κείμενο του νεότερου νόμου, προκύπτει η επιθυμία του νομοθέτη να μην εφαρμόζεται πλέον ο παλαιός νόμος.
-
Οι αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων έχουν ισχύ δεδικασμένου. Οι ακυρωτικές αποφάσεις ισχύουν έναντι πάντων. Οι απορριπτικές αποφάσεις ισχύουν μόνον έναντι όσων έχουν προσφύγει.
-
Κατά την επανεξέταση ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης, η διοίκηση δεσμεύεται από το διατακτικό της ακυρωτικής απόφασης καθώς και από τις διαπιστώσεις του διοικητικού δικαστηρίου όσον αφορά στις πρόνοιες του νόμου και την κατάσταση πραγμάτων που ίσχυαν κατά τον χρόνο έκδοσης αυτής της διοικητικής απόφασης και που στηρίζουν το διατακτικό της ακυρωτικής απόφασης.
(β) Η διοίκηση, η οποία αντιμετωπίζει δυσκολίες να συμμορφωθεί προς ακυρωτική απόφαση, έχει πλέον την συνδρομή του διοικητικού δικαστή. Μπορεί οποτεδήποτε να απευθυνθεί σε αυτόν και να ζητήσει «ειδικές οδηγίες για τον προσήκοντα τρόπο συμμόρφωσης». Ο διοικητικός δικαστής «δύναται να διατυπώσει γνώμη … και να παράσχει αυτεπαγγέλτως κάθε διευκρίνιση ως προς τον ενδεικνυόμενο τρόπο συμμόρφωσης»(άρθρο 4 του Νομοσχεδίου). Διαμέσου του μηχανισμού αυτού, η καλόπιστη διοίκηση έχει την δυνατότητα να κατανοήσει τις υποχρεώσεις της και να προβεί στις ενδεδειγμένες ενέργειες ταχύτερα και χωρίς συνέχιση της αντιδικίας.
(γ) Η δυνατότητα οιουδήποτε διαδίκου και οιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον να αποταθεί στο διοικητικό δικαστήριο, μετά την πάροδο πενήντα έξι ημερών από την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης, και να ζητήσει την ενεργή συμμόρφωση (άρθρο 5 του Νομοσχεδίου) αυξάνει την ευθύνη της διοίκησης για ταχεία και νόμιμη δράση.
(δ) Οι διατάξεις του άρθρου 6 του Νομοσχεδίου είναι θεμελιακές εφ’ όσον θεσπίζουν δραστικές αρμοδιότητες των διοικητικών δικαστηρίων στο πλαίσιο εκδίκασης προσφυγής επί παραλείψει οφειλόμενης ενέργειας ή προσφυγής επί του ίδιου αντικειμένου κατόπιν επανεξέτασης (σε συνέχεια ακυρωτικής απόφασης). Στις περιπτώσεις αυτές, τα διοικητικά δικαστήρια:
– δύνανται να εκδώσουν απόφαση διατακτικής φύσης, με την οποίαν θα διαπιστώνεται η παράλειψη και/ή η ελλιπής και/ή η πλημμελής συμμόρφωση της διοίκησης προς την προηγούμενη ακυρωτική απόφαση, θα διατάσσεται η διοίκηση να συμμορφωθεί ενεργώς εντός τακτής προθεσμίας, και, ενδεχομένως, θα καθορίζονται τα ενδεικνυόμενα διοικητικά μέτρα και
– δύνανται να επιβάλουν υψηλές χρηματικές κυρώσεις, εάν η υπόχρεη διοίκηση δεν συμμορφωθεί ως ανωτέρω.
(ε) Η δυνατότητα επιβολής υψηλών χρηματικών κυρώσεων στην διοίκηση που δυστροπεί (άρθρο 6(5) του Νομοσχεδίου) και η δυνατότητα ποινικού κολασμού όσων συμπεριφέρονται δόλια (άρθρο 10 του Νομοσχεδίου) μπορούν να βοηθήσουν στον περιορισμό του φαινομένου. Ιδίως, η πρόβλεψη της ποινής φυλάκισης, εκφράζει την ηθική απαξίωση του ενόχου και την επιθυμία της Πολιτείας για την αυστηρή τιμωρία του.
(στ) Η σύνταξη ετήσιων εκθέσεων για τις σχετικές δικαστικές διαδικασίες και η υποβολή τους ενώπιον ύπατων αξιωματούχων της Πολιτείας (άρθρο 8 του Νομοσχεδίου), τουλάχιστον, επιτρέπει να παρακολουθείται η κατάσταση. Επιπλέον, υπό κανονικές συνθήκες, αναμένεται πως τα διοικητικά όργανα, οι διοικητικές αρχές και οι φορείς τους, που εμφανίζονται σε τέτοιες εκθέσεις, θα μεριμνούν συνεχώς ώστε, συν τω χρόνω, να βελτιώνεται η εικόνα τους.
(ζ) Το γεγονός πως η επιβολή χρηματικών κυρώσεων στον υπαίτιο για την μη συμμόρφωση δεν τον απαλλάσσει από την ευθύνη αποζημίωσης δυνάμει του Άρθρου 146.6. του Συντάγματος (άρθρο 9 του Νομοσχεδίου), έχει ως αποτέλεσμα να εξακολουθεί παραμένει διαθέσιμη μια σημαντική θεραπεία υπέρ του ζημιωθέντος διοικουμένου.
Ως αδυναμίες του Νομοσχεδίου αναφέρονται οι εξής:
(α) Επειδή οι ρυθμίσεις του Νομοσχεδίου δεν θα εφαρμόζονται εν σχέσει με τις ακυρωτικές αποφάσεις που έχουν ήδη εκδοθεί και που θα εκδοθούν έως και την θέσπιση του σε ισχύοντα νόμο (άρθρο 11 του Νομοσχεδίου), παραμένει εκτός ρύθμισης και εκτός δικαστικού ελέγχου η συμμόρφωση προς πληθώρα ακυρωτικών αποφάσεων. Το γεγονός της απαγόρευσης της αναδρομικής ισχύος των ποινικών διατάξεων του Νομοσχεδίου καθώς και των διατάξεων του περί χρηματικών κυρώσεων, δεν θα πρέπει να οδηγεί στην πλήρη αδυναμία του να συνδράμει στην θεραπεία του υφιστάμενου, χρόνιου προβλήματος. Εξαιρουμένων των διατάξεων περί των χρηματικών κυρώσεων και περί του ποινικού κολασμού, προτείνεται η αναδρομική ισχύς των υπόλοιπων διατάξεις των άρθρων 4, 5 και 6 του Νομοσχεδίου. Είναι πάντοτε εξαιρετικά χρήσιμη η αυθεντική διαπίστωση της παράλειψης συμμόρφωσης, η αυθεντική ερμηνεία της ακυρωτικής απόφασης και του εκάστοτε περιεχομένου της ενεργού συμμόρφωσης καθώς και η αυθεντική υπόδειξη των ενδεικνυόμενων διοικητικών μέτρων.
(β) Σύμφωνα με επιφυλάξεις των άρθρων 5(1) και 6(1) του Νομοσχεδίου, τα εναρκτήρια δικόγραφα των ένδικων μέσων που αυτά προβλέπουν καθώς και οι διαδικασίες εκδίκασής τους «διέπονται από δικονομία και πρακτική που καθορίζεται με διαδικαστικό κανονισμό που εκδίδεται από το Ανώτατο Δικαστήριο.» Η εξάρτηση της εφαρμογής των άρθρων αυτών από την συνδρομή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της κανονιστικής του αρμοδιότητας, θα προκαλέσει περαιτέρω καθυστέρηση. Προτείνεται η πρόβλεψη πως, έως και την έκδοση αυτού του διαδικαστικού κανονισμού, για την εφαρμογή των άρθρων 5 και 6 του Νομοσχεδίου, θα ισχύουν, mutatis mutandis, υφιστάμενοι διαδικαστικοί κανονισμοί.
(γ) Η δυνατότητα άσκησης έφεσης εναντίον των αποφάσεων που εκδίδονται δυνάμει των άρθρων 5 και 6 του Νομοσχεδίου (άρθρου 7 του Νομοσχεδίου) δυνητικά περιπλέκει την διαδικασία συμμόρφωσης και την επιβραδύνει σημαντικά. Προτείνεται η ανάθεση των αρμοδιοτήτων, τις οποίες τα άρθρα αυτά διαλαμβάνουν, σε διοικητικό Εφετείο, το οποίο θα αποφασίζει ανέκκλητα.
7. Η κατάθεση του Νομοσχεδίου δύο δεκαετίες μετά την σχετική υπόδειξη της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση Βύρωνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω) και η επί τρία έτη εκκρεμότητά του ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας. Τα αρμόδια πολιτειακά όργανα δεν επείγονται να ρυθμίσουν νομοθετικά αυτό το μείζον ζήτημα. Εν πάση περιπτώσει, εάν επιτευχθεί, η νομοθετική ρύθμιση θα αφορά στο απώτερο μέλλον. Επί του παρόντος, οι ελπίδες μας εναποτίθενται στην αλλαγή της στάσης της ίδιας της διοίκησης και στην φώτισή της να συμμορφώνεται ταχέως προς τις ακυρωτικές αποφάσεις και να ενεργεί νόμιμα. Ιδεωδώς, οι νομικοί σύμβουλοι της διοίκησης και συγκεκριμένα ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, στην περίπτωση της κεντρικής διοίκησης, και οι ιδιώτες δικηγόροι, στις περιπτώσεις των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, θα μπορούσαν να συμβάλουν σε αυτά. Ιδίως, η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, έχοντας ως εφόδια την πλούσια και μακρά εμπειρία της στα ζητήματα του διοικητικού δικαίου, την τριβή της με τις ακυρωτικές αποφάσεις και την ερμηνεία τους καθώς και την δύναμη του θεσμού, θα μπορούσε να πρωταγωνιστήσει στην προσπάθεια.