Η προβληματική της «κατοχής» στο ποινικό αδίκημα της παιδικής πορνογραφίας και η διεύρυνση του αξιόποινου για αποτελεσματικότερη πάταξη του φαινομένου

Το έγκλημα της παιδικής πορνογραφίας αποτελεί μια από τις πιο σοβαρές μορφές εγκληματικότητας της σύγχρονης εποχής, η οποία μαστίζει τις σύγχρονες κοινωνίες και έχει λάβει, αδιαμφισβήτητα, επικίνδυνες διαστάσεις. Παρότι ως φαινόμενο προϋπήρχε της τεχνολογικής εξέλιξης (Edwards, 1994, σελ.34-36), η ανάπτυξη του διαδικτύου και των σχετικών τεχνολογιών αδιαμφισβήτητα κατέστησε την πρόσβαση, την παραγωγή και την διανομή του παιδικού πορνογραφικού υλικού ευκολότερη από ποτέ. Η παιδική πορνογραφία μέσω διαδικτύου είναι αναμφίβολα ένα από τα εγκλήματα με ιδιαίτερη ηθική απαξία. Το υλικό αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την σεξουαλική κακοποίηση ανήλικων και αποτελεί επίσημη καταγραφή σεξουαλικών επιθέσεων σε παιδιά (ODonnell, Milner, 2007, σελ.69).

Παρότι η παραγωγή και η διανομή τέτοιου υλικού τιμωρείται αυστηρά, αυτό δεν αρκούσε για να λυθεί το πρόβλημα της εκμετάλλευσης των παιδιών εξ ού και κρίθηκε αναγκαία η απαγόρευση και της απλής κατοχής. Παρά τις προσπάθειες πολλών Κρατών να αποτρέψουν την εκμετάλλευση παιδιών, παρατηρείται ότι η ζήτηση για τέτοιο αποτρόπαιο υλικό παραμένει υψηλή. Tα Αμερικανικά Δικαστήρια τόνισαν ότι η τιμωρία όσων κατέχουν και βλέπουν τέτοιο υλικό, αδιαμφισβήτητα θα οδηγήσει στην μείωση της παραγωγής της παιδικής πορνογραφίας, αφού έτσι θα μειωθεί και η ζήτηση (Οsborne v. Οhio [1990]).

Αρκετοί είναι της άποψης ότι παρόλο που η απλή κατοχή τέτοιου υλικού δεν οδηγεί άμεσα σε βλάβη των ανήλικων προσώπων, έμμεσα συμβάλει σ’ αυτή, αφού ενθαρρύνει και υποθάλπει την κακοποίηση τους (Ίδρυμα Μαραγκόπουλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, 2007, σελ.33-34). Ενδιαφέρον συγκεντρώνει η θέση του John Carr, ο οποίος κατατάσσει τους κατόχους ως ενεργούς κακοποιούς δια αντιπροσώπου (“active abusers by proxy”), υποστηρίζοντας ότι δεν θα μπορούσαν να κατέχουν το επίμαχο υλικό εάν κάποιος άλλος δεν διεκπεραίωνε την κακοποίηση γι’ αυτούς (Carr, 2003, σελ.9). Ομοίως, ο ακαδημαϊκός Philippe Jougleux, αναφέρει ότι «άσχετα εάν πραγματικά ο απλός θεατής δεν συμμετέχει ο ίδιος στην κακοποίηση, είναι ποινικά υπεύθυνος για την θέαση καθώς και μακροοικονομικά είναι η ζήτηση για τέτοιο υλικό που στηρίζει την παραγωγή»(Jougleux, 2016, σελ.141).

Το ίδιο σκεπτικό αποτυπώνουν και οι Δικαστικές Αποφάσεις. Το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά στην υπόθεση R. v. Sharpe(2001), ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «η κατοχή παιδικής πορνογραφίας συμβάλλει στην αγορά παιδικής πορνογραφίας, μια αγορά η οποία με τη σειρά της ωθεί την παραγωγή που συνεπάγεται την εκμετάλλευση παιδιών. […] η παραγωγή παιδικής πορνογραφίας τροφοδοτείται από την αγορά της, και η αγορά με τη σειρά της τροφοδοτείται από εκείνους που επιδιώκουν να την κατέχουν.». Στην Κυπριακή υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Aram Makamian (2007), το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι «η αναζήτηση και η κατοχή μέσω διαδικτύου τέτοιου πορνογραφικού υλικού αυξάνει τη ζήτηση και ενθαρρύνει τους εμπνευστές της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων να συνεχίζουν το έργο τους». Συνακόλουθα, η κατοχή συντηρεί και ενισχύει την αγορά της παιδικής πορνογραφίας, θεμελιώδης λίθος της οποίας είναι η κακομεταχείριση και σεξουαλική εκμετάλλευση των ανηλίκων.

Ωστόσο, μία σημαντική πρόκληση όσον αφορά την κατοχή, είναι οι περιπτώσεις όπου οι κατηγορούμενοι παρακολούθησαν παράνομες εικόνες σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων στον ηλεκτρονικό τους υπολογιστή χρησιμοποιώντας ένα πρόγραμμα περιήγησης, χωρίς να τις αποθηκεύσουν σκόπιμα στον υπολογιστή τους. Σε τέτοια περίπτωση είναι αμφισβητήσιμο αν ο κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του το υπό συζήτηση παράνομο υλικό, ακόμη και αν είχε αποθηκευτεί στον υπολογιστή του, ήτοι στην προσωρινή μνήμη του προγράμματος περιήγησης αντίγραφο τέτοιας εικόνας. Την προβληματική αυτή υποθάλπει η νομοθετική ασάφεια στον ορισμό της κατοχής, η οποία δεν ανταποκρίνεται στο σημερινό επίπεδο της τεχνολογίας.

Στο αγγλοαμερικανικό δίκαιο, η κατοχή αναγνωρίζεται σε δύο μορφές: την πραγματική κατοχή και την “de facto” κατοχή (Clough, 2010, σελ.302). Η πρώτη ισχύει όταν ο κατηγορούμενος έχει τον έλεγχο ή τη φυσική κατοχή του εν λόγω αντικειμένου. Ενόψει της τεχνολογικής ανάπτυξης και κυρίως της μεταστροφής που έφερε ως προς την μέθοδο αποθήκευσης από φυσική σε ψηφιακή, περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις όπου τέτοιο υλικό αποθηκεύεται σε σκληρούς δίσκους (“harddisks”) ή άλλες παρόμοιες συσκευές αποθήκευσης δεδομένων. Όσον αφορά την “de facto” κατοχή, πληρείται όταν το υλικό αποθηκεύεται σε μέρος όπου ο κατηγορούμενος δεν θα αποτρεπόταν από το να αποκτήσει φυσική κατοχή επ’ αυτού. Η έννοια αυτή διευρύνει τη μορφή της πραγματικής κατοχής, καθώς περιλαμβάνει και περιπτώσεις στις οποίες ο κατηγορούμενος δεν έχει τη φυσική κατοχή ή τον έλεγχο, αλλά διατηρεί το δικαίωμα ή την εξουσία να το πράξει εάν το επιθυμεί (Clough, 2010, σελ.310).

Στην Κύπρο, παρότι τα σχετικά αδικήματα διέπονται από ειδική Νομοθεσία (βλ. ο περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος, Ν.91(Ι)/2014) για τον ορισμό της κατοχής αντλείται καθοδήγηση από το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Ποινικού κώδικα, Κεφ.154, στο οποίο διαλαμβάνονται τα εξής:«(α) “να κατέχει” ή “να έχει στην κατοχή” περιλαμβάνει όχι μόνο το να έχει στη δική του προσωπική κατοχή, αλλά επίσης και το να έχει σε γνώση του ότι είναι στην πραγματική κατοχή ή τη φύλαξη οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή το να φυλάγει σε οποιοδήποτε χώρο (είτε αυτός ανήκει στον ίδιο ή κατέχεται από αυτό είτε όχι) για χρήση ή όφελος του ίδιου ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου, (β) σε περισσότερα από ένα πρόσωπα, αν ένας ή περισσότερα από αυτά έχουν κάποιο πράγμα υπό τη φύλαξη ή στην κατοχή τους σε γνώση και με τη συγκατάθεση των υπολοίπων, το πράγμα αυτό θεωρείται ότι βρίσκεται υπό τη φύλαξη και την κατοχή καθενός και όλων αυτών των προσώπων».

Η φυσική κατοχή δεδομένων που είναι αποθηκευμένα για παράδειγμα σε έναν σκληρό δίσκο είναι σχετικά ξεκάθαρη στις πλείστες των περιπτώσεων. Η αμφισβήτηση της κατοχής εμφανίζεται συνήθως σε υποθέσεις που αφορούν άγνωστες λήψεις του επίμαχου υλικού, όπως για παράδειγμα την κρυφή μνήμη (“cache memory“) του ηλεκτρονικού υπολογιστή και έναν κατηγορούμενο που μέσω αποδεικτικών στοιχείων ή κατόπιν παραδοχής προκύπτει ότι παρακολουθεί υλικό σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων.

Για να γίνει αντιληπτός ο τρόπος λειτουργίας της κρυφής μνήμης, αρκεί να αναφερθεί ότι όταν ένα πρόσωπο επισκέπτεται έναν ιστότοπο το πρόγραμμα περιήγησης (π.χ. Google Chrome, Safari, Firefox) αποθηκεύει αυτόματα αντίγραφα των εικόνων της εν λόγω ιστοσελίδας στον σκληρό δίσκο για να επιταχύνει την διαδικασία φόρτωσης σε περίπτωση που ο χρήστης επισκεφθεί ξανά τον ίδιο ιστότοπο. Η περιοχή που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση των προσωρινών αυτών δεδομένων ονομάζεται “cache”. Πρακτικά, όταν κάποιος χρήστης επισκεφθεί εκ νέου έναν ιστότοπο, το πρόγραμμα περιήγησης θα ψάξει πρώτα στην κρυφή μνήμη για να εντοπίσει τα απαραίτητα αρχεία με σκοπό να μειώσει τον χρόνο φόρτωσης (“loading“) της ιστοσελίδας. Εάν δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, όπως η εμφάνιση ενός αναδυόμενου παραθύρου (“pop up window“) ή ύπαρξη κακόβουλου λογισμικού (“malicious software“), μια εικόνα δεν θα αποθηκευτεί στην προσωρινή μνήμη εάν ο χρήστης δεν είχε πρόσβαση στην ιστοσελίδα στην οποία δημοσιεύτηκε η εικόνα αυτή (United States v. Dobbs [10th Cir. 2011]).

Γενικά, η κρυφή μνήμη του προγράμματος περιήγησης χρησιμοποιεί έναν κρυφό ή δύσκολα εντοπίσιμο φάκελο ως θέση αποθήκευσης των προαναφερθέντων δεδομένων στο δίσκο του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Ένα πρόσωπο που χρησιμοποιεί κάποιο πρόγραμμα περιήγησης για να έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο δεν χρειάζεται να γνωρίζει τη θέση, το μέγεθος ή τη λειτουργία αυτής της κρυφής μνήμης. Η κρυφή μνήμη μπορεί να διαγραφεί αυτόματα ή χειροκίνητα, ανάλογα με τις ρυθμίσεις του προγράμματος περιήγησης. Στα περισσότερα εξ αυτών, εάν οι πληροφορίες δεν αφαιρεθούν χειροκίνητα ενδέχεται να παραμείνουν αποθηκευμένες για μήνες (Park et al., 2017). Δεδομένου ότι οι εικόνες που λήφθηκαν αποθηκεύονται στον σκληρό δίσκο, τα αρχεία προσωρινής αποθήκευσης είναι προσβάσιμα εκτός σύνδεσης. Εάν ο εν λόγω αποθηκευτικός χώρος δεν αδειάσει, ο χρήστης τεχνικά έχει ελεύθερη πρόσβαση στις εικόνες που είναι αποθηκευμένες στην προσωρινή μνήμη (Howard, 2004, σελ.1229-1230).

Τα αρχεία που είναι αποθηκευμένα στην κρυφή μνήμη του προγράμματος περιήγησης, διακρίνονται από τα αρχεία που αποθηκεύονται χειροκίνητα από τον χρήστη, καθότι η διαδικασία αντιγραφής και λήψης δεδομένων είναι πλήρως αυτοματοποιημένη. Αυτό είναι ένα μείζον ζήτημα κατά την προσπάθεια απόδειξης κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας εφόσον μπορεί να αμφισβητηθεί για παράδειγμα ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε τις εικόνες που ήταν αποθηκευμένες στον σκληρό δίσκο (United States v. Kuchinski [9thCir.2006]).

Παρότι, η πλειονότητα των δικαστηρίων αναγνώρισε ότι η ύπαρξη τέτοιων παράνομων εικόνων στην κρυφή μνήμη είναι αρκετό ως αποδεικτικό στοιχείο για την στοιχειοθέτηση της κατοχής, στην υπόθεση United States v. Stulock, το δικαστήριο σημείωσε ότι «δεν μπορεί κάποιος να κριθεί ένοχος για κατοχή επειδή απλώς είδε μια εικόνα σε έναν ιστότοπο, δεδομένου ότι οι εικόνες αποθηκεύονται αυτόματα χωρίς την πρόθεση του κατηγορουμένου». Όπως αναφέρει ο ακαδημαϊκός Χάρης Παπαχαραλάμπους, πρόθεση σημαίνει γνώση και θέληση παραγωγής εγκληματικού αποτελέσματος (Παπαχαραλάμπους, 2014, σελ 113). Σχετική επί του θέματος είναι και η Κυπριακή υπόθεση Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν. Α.Μ., στην οποία ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε την κατηγορία εξασφάλισης μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή παιδικής πορνογραφίας με πρόθεση, δυνάμει του περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου (Κυρωτικός) Νόμος του 2004 (Ν. 22(III)/2004), στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής «[…] Σε αδικήματα κατοχής επίσης υφίσταται η ανάγκη γνώσης για την ύπαρξη του υλικού στον Η/Υ. Στην Atkins v. DPP [2000] 1 WLR 1427, ο κατηγορούμενος είχε δει εικόνες διαδικτυακά, εν αγνοία του όμως, αυτές αποθηκεύτηκαν στη μνήμη (cache) του Η/Υ. Κρίθηκε ότι δεν ήταν ένοχος για το αδίκημα της κατοχής του υλικού».

Στην υπόθεση United States v. Romm, όπου ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι είχε δει εικόνες σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών προτού τις διαγράψει από την μνήμη “cache”, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «η κατηγορούσα αρχή πρέπει να αποδείξει επαρκή σύνδεση του κατηγορούμενου με το απαγορευμένο υλικό για να στηρίξει το συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος ασκούσε έλεγχο επ’ αυτού». Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, η γνώση του παράνομου υλικού επιτρέπει στον κατηγορούμενο να έχει τον έλεγχο (νοείται υπό τη μορφή της διαγραφής, της αναπαραγωγής ή/και της αποθήκευσης σε άλλο τομέα κ.λπ.) από τον οποίο συνάγεται η κατοχή. Με πιο απλά λόγια, επειδή ο κατηγορούμενος γνώριζε πως να έχει πρόσβαση στην κρυφή μνήμη, κρίθηκε ότι μπορούσε να ελέγχει το υλικό και συνακόλουθα να το κατέχει αφού αντικειμενικά δεν θα ήτο δυνατό να αποκτήσει πραγματικό έλεγχο χωρίς να έχει στην κατοχή του το εν λόγω υλικό.

Αντίθετα, στην υπόθεση United States v. Kuchinski, το δικαστήριο δεν βρήκε κανένα στοιχείο που να υποδηλώνει ότι ο κατηγορούμενος είχε προσπαθήσει να αποκτήσει πρόσβαση στα αρχεία της μνήμης “cache”, ως επίσης κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ήταν γνώστης περί της ύπαρξης αυτής. Το δικαστήριο δήλωσε ότι «η έλλειψη γνώσης για τα αρχεία cache» οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει πρόσβαση και έλεγχο στα αρχεία αυτά. Έτσι, χωρίς  κάποια άλλη ένδειξη ελέγχου επι του απαγορευμένου υλικού, ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να κριθεί ένοχος για εικόνες που βρέθηκαν στην μνήμη “cache”.

Τυχόν ευρήματα ότι ο κατηγορούμενος είχε διαγράψει σκόπιμα αρχεία με απευθείας πρόσβαση στο σημείο όπου ήταν αποθηκευμένα στην εν λόγω κρυφή μνήμη αλλά και περιπτώσεις όπου χρησιμοποιεί ειδικό λογισμικό για την διαγραφή αρχείων από το ιστορικό του ηλεκτρονικού υπολογιστή και του προγράμματος περιήγησης (United States v. Bass, [10thCir. 2005]), τα Δικαστήρια είναι της άποψης ότι μπορεί να εξαχθεί η γνώση του κατηγορούμενου επί της διαδικασίας αυτόματης αποθήκευσης δεδομένων στην μνήμη “cache”και συνακόλουθα αποδεικνύεται η κατοχή.

Για να μην «πέφτουν» υποθέσεις που ομοιάζουν στα περιστατικά της Kuchinski (βλ. ανωτέρω), αρκετά κράτη έσπευσαν να θεσπίσουν επιπρόσθετα ως αδίκημα την πρόσβαση σε παιδικό πορνογραφικό υλικό. Εν παραδείγματι, το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών τροποποιώντας την Nομοθεσία συμπεριέλαβε την «εν γνώσει πρόσβαση με πρόθεση προβολής» (18 U.S. Code § 2252). Καταδίκη μέσω του αδικήματος αυτού επήλθε στις ΗΠΑ το 2009 στην υπόθεση United States v. Cruikshank [2009], η οποία παρουσίαζε μεγάλη ομοιότητα με την Kuchinski. Στην εν λόγω υπόθεση, παρότι δεν υπήρχαν ευρήματα που να δεικνύουν ότι ο κατηγορούμενος προέβη ενεργά σε αποθήκευση αρχείων υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή ότι είχε πρόσβαση σε αρχεία που αποθηκεύτηκαν αυτόματα στην κρυφή μνήμη, διαφάνηκε ότι ο κατηγορούμενος είχε αγοράσει συνδρομή για να παρακολουθήσει τέτοιο υλικό μέσω ιστοσελίδας. Το Δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για εν γνώσει του πρόσβαση σε τέτοιας φύσεως υλικό, αναφέροντας μεταξύ άλλων, ότι πληρώνοντας για να έχει πρόσβαση σε εικόνες παιδικής πορνογραφίας ο κατηγορούμενος υποστήριξε την δημιουργία και διανομή εικόνων που απεικονίζουν την σεξουαλική κακοποίηση παιδιών αυξάνοντας τοιουτοτρόπως τη ζήτηση και ανταμείβοντας παράλληλα εκείνους που τις δημιουργούν.

Άμεσα σχετική με τα προαναφερόμενα είναι και η προτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου σκοπούμενη στην αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της εκμετάλλευσης παιδιών το 2011 μέσω της Οδηγίας 2011/93/ΕΕ στην αιτιολογική σκέψη 18 σημειώνει τα εξής «Η εν γνώσει απόκτηση πρόσβασης σε παιδική πορνογραφία, μέσω της τεχνολογίας των πληροφοριών και επικοινωνιών, θα πρέπει να ποινικοποιηθεί. Για να υφίσταται ευθύνη εν προκειμένω, το πρόσωπο θα πρέπει τόσο να επιδιώξει την πρόσβαση σε ιστότοπο όπου διατίθεται παιδική πορνογραφία, όσο και να γνωρίζει ότι υπάρχουν εκεί τέτοιου είδους εικόνες. Οι ποινές δεν θα πρέπει να επιβάλλονται σε πρόσωπα που απέκτησαν ακουσίως πρόσβαση σε ιστότοπο με παιδική πορνογραφία. Ο εκούσιος χαρακτήρας του αδικήματος μπορεί να συναχθεί ιδίως από το γεγονός ότι έχει διαπραχθεί κατ’ επανάληψη ή ότι το αδίκημα έχει διαπραχθεί μέσω υπηρεσίας έναντι πληρωμής.». Σημαντικό να λεχθεί ότι πέραν της αιτιολογικής σκέψης, η «εν γνώσει πρόσβαση σε παιδική πορνογραφία μέσω της τεχνολογίας των πληροφοριών και επικοινωνιών» συμπεριλαμβάνεται στο ουσιαστικό κείμενο της Οδηγίας και συγκεκριμένα στα αδικήματα παιδικής πορνογραφίας (βλ. σχετικό Άρθρο 5.3.). Η εν λόγω νομοθετική πρόνοια υιοθετήθηκε αυτούσια και στην Κυπριακή έννομη τάξη μέσω του Ν.91(Ι)/2014, όπου στο άρθρο 8(2) προνοείται το εν λόγω αδίκημα με την μέγιστη ποινή φυλάκισης να μην υπερβαίνει τα 10 έτη. Με την ρητή απαιτούμενη πρόθεση («εν γνώσει πρόσβαση»), εισάγεται η ρήτρα «συνειδητής» πρόσβασης σε τέτοιο υλικό, αποκλείοντας τις περιπτώσεις όπου πρόσωπα απέκτησαν πρόσβαση κατά λάθος σε τέτοιους ιστότοπους.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προβληματική στην ερμηνεία του όρου της κατοχής συνέβαλλε στην προσπάθεια διεύρυνσης του Νόμου για την ποινικοποίηση των παραβατών που αδιαμφισβήτητα είδαν υλικό σεξουαλικής κακοποίησης ανήλικων και οι οποίοι δεν μπορούσαν να κατηγορηθούν λόγω τεχνικών ζητημάτων. Ιδιαίτερα στις μέρες μας, με την ραγδαία ανάπτυξη του διαδικτύου και την πρόσβαση σε πολυάριθμες διαδικτυακές πηγές, η ποινικοποίηση μόνο των περιπτώσεων που αποθηκεύουν τις εικόνες μόνιμα σε συσκευές αποθήκευσης δεδομένων, φαίνεται μη ρεαλιστική και περιθωριοποιεί τον κοινό σκοπό για την πάταξη αυτού του φαινομένου. Ενόψει των προβλημάτων που επισημάνθηκαν ανωτέρω, η ποινικοποίηση της «εν γνώσει πρόσβασης» αφενός δεν οδηγεί σε αδικαιολόγητη διεύρυνση του όρου της κατοχής και αφετέρου χρησιμεύει αποτελεσματικά ως νομική βάση για καταδίκη των ενεργών θεατών υλικού σεξουαλικής κακοποίησης ανήλικων.

Κατά τον συγγραφέα, η θέαση τέτοιου υλικού πρέπει να τιμωρείται εξίσου αυστηρά όσο η κατοχή. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που αρκετοί ακαδημαϊκοί είναι της άποψης ότι το υλικό αυτό ενδέχεται σε αρκετές περιπτώσεις να υποκινεί τους θεατές σε ενεργή κακοποίηση παιδιών (Edwards, 2002, σελ.13-14). Έχοντας υπόψη την έξαρση του φαινόμενο αυτού και το γεγονός ότι η κυκλοφορία τέτοιου υλικού είναι επιβλαβής τόσο για τα θύματα όσο και για την κοινωνία εν γένει, η πλέον ενδεδειγμένη άποψη είναι αυτή του John Carr, ο οποίος τόνισε ότι αφ’ ης στιγμής η παιδική πορνογραφία τροφοδοτεί τη σεξουαλική φαντασίωση σχετικά με σεξουαλικές σχέσεις ενηλίκων-παιδιών, ακόμη και αν ισχύει για μια μειοψηφία των περιπτώσεων, η εξάλειψη αυτού του υλικού μειώνει στην ολότητα του τον κίνδυνο σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (Carr, 2003, σελ.9).

Βιβλιογραφία

Συγγράμματα:

Susan H. Edwards, Pretty Babies: Art, Erotica or Kiddie Porn?, History of Photography, Vol.18, Issue 1, 1994.

Ian O’ Donnell, Claire Milner, “Child Pornography: Crime, Computers and Society”, Willan Publishing, 2007.

Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Σειρά Ομάδας Νέων (ΙΜΔΑ), Η παιδική πορνογραφία στο διαδίκτυο, Δημήτριος Κιούπης, Αιμιλία Ιωαννίδου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2007.

John Carr, Child Abuse, Child Pornography and the Internet, NCH, 2003.

Philippe Jougleux, Ευρωπαϊκό Δίκαιο του Διαδικτύου – Νομικές Πτυχές του Διαδικτύου στην Ευρώπη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2016.

Jonathan Clough, Principles of Cyber crimes, Cambridge University Press, 2010.

Sungmi Park, Yunsik Jake Jang, Joshua I. James, Possession of Child Exploitation Material in Computer Temporary Internet Cache, Journal of Digital Forensics, Security and Law, Vol.12, No.3, 2017

Ty E. Howard, Don’t cache out your case: Prosecuting Child Pornography Possession Laws Based on Images Located in Temporary Intrnet Files, Berkeley Technology Law Journal, 2004.

Χάρης Ν. Παπαχαραλάμπους, Κυπριακό Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα Γενικού Μέρους, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014.

Susan S. M. Edwards, Prosecuting Child Pornography: Possession and Taking of Indecent Photographs, Journal of Social Welfare and Family Law, 2002.

Νομολογία:

 Οsborne v. Οhio 495 U.S. 103, 110, 110 S. Ct. 1691, 109 L.Ed.2d 98 [1990]) 45 v. Sharpe [2001] 1 S.C.R. 45.

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Aram Makamian (2007) 2 ΑΑΔ 405, Ποινική Έφεση 258/2006, ημερ.19/07/2007.

United States v. Dobbs 629 F.3d 1199, 1210 [10th Cir. 2011].

United States v. Kuchinski 469 F.3d. 853 [9th Cir. 2006].

United States v. Stulock 308 F.3d 922 [8th Cir.2002]

Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν. Α.Μ., Αρ. Υπόθεσης: 17985/2015, ECLI:CY:EDLEF:2019:B30, ημερ. 19/07/2019.

United States v. Romm 455 F.3d 990, 998 [9th Cir. 2006]

United States v. Bass, 411 F.3d. 1198, 1207 [10th Cir. 2005]

United States v. Cruikshank 667 F.Supp.2d. 697 [2009]

 

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , , , ,