Η βασική υπόθεση εργασίας που αποτελεί γεγονός περιστρέφεται στο ότι το οργανωμένο έγκλημα δεν είναι ένα στατικό φαινόμενο αλλά, αντιθέτως, εξελίσσεται διαρκώς, προσαρμοζόμενο στις κοινωνικές, τεχνολογικές και οικονομικές αλλαγές. Η παγκοσμιοποίηση και η ψηφιακή επανάσταση έχουν μετασχηματίσει τον τρόπο λειτουργίας των εγκληματικών δικτύων, καθιστώντας την καταπολέμησή τους πιο δύσκολη και απαιτητική. Κατά συνέπεια, η μελέτη του φαινομένου απαιτεί ενσωμάτωση στοιχείων που αφορούν τόσο τη μεταβολή των δομών όσο και την ποσοτική του διάσταση.
Μια από τις βασικότερες παραμέτρους που πρέπει να λαμβάνεται εξ υπαρχής υπόψη είναι ότι η διαφθορά αποτελεί το «οξυγόνο» του οργανωμένου εγκλήματος. Μέσω δωροδοκιών, εκβιασμών και πολιτικών πιέσεων, οι εγκληματικές οργανώσεις εξασφαλίζουν πρόσβαση σε πληροφορίες, προστασία από διώξεις και ευνοϊκές αποφάσεις. Η διεθνής βιβλιογραφία επισημαίνει ότι, ιδίως από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και εξής, η δυνατότητα των εγκληματικών ομάδων να διεισδύουν σε θεσμούς αποτελεί βασικό παράγοντα ενίσχυσής τους. Η διαφθορά αποδυναμώνει τους θεσμούς, υπονομεύει τη δικαιοσύνη και αποστερεί από τα κράτη πολύτιμους οικονομικούς πόρους. Για τον λόγο αυτό, διεθνείς οργανισμοί προωθούν μηχανισμούς διαφάνειας, ελέγχου και λογοδοσίας. Παράλληλα, η ενίσχυση της προστασίας των δημοσίων λειτουργών και των πληροφοριοδοτών (whistle blowers) αποτελεί κρίσιμο βήμα για τη διάρρηξη του κύκλου ατιμωρησίας.
Στη σύγχρονη εποχή, το οργανωμένο έγκλημα έχει επεκταθεί έντονα στον ψηφιακό χώρο. Οι κυβερνοεπιθέσεις, οι ηλεκτρονικές απάτες, η χρήση ransomware και οι παράνομες αγορές στο σκοτεινό διαδίκτυο (dark web) αποτελούν τα νέα πεδία δράσης του εγκλήματος. Οι εγκληματικές ομάδες χρησιμοποιούν προηγμένες τεχνολογίες, ανώνυμες συναλλαγές μέσω κρυπτονομισμάτων και ψεύτικες ταυτότητες για να παραμένουν αόρατες. Η συνεργασία μεταξύ κυβερνοεγκληματιών και παραδοσιακών εγκληματικών οργανώσεων έχει οδηγήσει στη δημιουργία υβριδικών μορφών εγκλήματος. Για παράδειγμα, τα δίκτυα διακίνησης ναρκωτικών αξιοποιούν το διαδίκτυο για εμπορικές συναλλαγές, ενώ τα κυκλώματα ξεπλύματος χρήματος χρησιμοποιούν ψηφιακές πλατφόρμες για να μεταφέρουν παράνομα κέρδη. Η χρήση των νέων τεχνολογικών δυνατοτήτων διασφαλίζει την αμεσότητα της διακίνησης κεφαλαίων, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολο το έργο της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η αντιμετώπιση αυτών των μορφών εγκλήματος απαιτεί εξειδικευμένες αστυνομικές μονάδες κυβερνοασφάλειας, διεθνή συνεργασία και σύγχρονες τεχνολογικές υποδομές.
Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, η αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος απαιτεί διεθνή συνεργασία, λόγω της διακρατικής / διασυνοριακής του φύσης. Οι διεθνείς οργανισμοί, όπως η Europol ή η INTERPOL συντονίζουν επιχειρήσεις εξάρθρωσης δικτύων που δραστηριοποιούνται σε πολλαπλές χώρες. Σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία, η σύμπραξη των κρατών σε επίπεδο ανταλλαγής πληροφοριών, εναρμόνισης νομοθεσιών και κοινών πρακτικών αποτελεί κλειδί για την αποτελεσματικότητα.
Ωστόσο, η επιτυχία αυτών των προσπαθειών εξαρτάται από τη βούληση των κρατών να μοιράζονται πληροφορίες, να εναρμονίζουν τις νομοθεσίες τους και να εφαρμόζουν κοινές πρακτικές. Η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για παράδειγμα, προβλέπει τη συνεργασία σε υποθέσεις που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Παράλληλα, η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης και της ανάλυσης δεδομένων μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στον εντοπισμό ύποπτων συναλλαγών και δικτύων.
Το οργανωμένο έγκλημα, παρά τις εξελισσόμενες μορφές του, παραμένει συνδεδεμένο με βαθύτερες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Η φτώχεια, η ανεργία, η θεσμική αδυναμία και η απουσία κοινωνικής συνοχής αποτελούν παράγοντες που ευνοούν τη στρατολόγηση νέων μελών και τη διατήρηση της εγκληματικής δραστηριότητας. Συνεπώς, η καταπολέμησή του δεν μπορεί να περιοριστεί σε αστυνομικά ή δικαστικά μέσα. Απαιτείται μια ολιστική στρατηγική που να συνδυάζει την πρόληψη, την εκπαίδευση και την κοινωνική ενδυνάμωση.
Η επένδυση στην τεχνολογική και θεσμική ετοιμότητα, η ενίσχυση της διαφάνειας και η καλλιέργεια κουλτούρας μηδενικής ανοχής απέναντι στη διαφθορά συνιστούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Τονίζεται το ότι το οργανωμένο έγκλημα, σε παγκόσμια κλίμακα, εκτιμάται ότι αποφέρει έσοδα ύψους τρισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως, γεγονός που αντανακλά τη διάσταση και το βάθος της πρόκλησης. Τέτοιου είδους οικονομικά μεγέθη καθιστούν σαφώς επιτακτική την ανάγκη για διεθνή και διεπιστημονική προσέγγιση.
Το οργανωμένο έγκλημα δεν εξαφανίζεται αλλά μεταλλάσσεται. Για να παραμείνουν οι κοινωνίες ασφαλείς και δίκαιες, απαιτείται μια σταθερή ισορροπία μεταξύ κατασταλτικών μηχανισμών και μακροπρόθεσμων πολιτικών ενίσχυσης της θεσμικής ανθεκτικότητας. Η πρόκληση είναι παγκόσμια, και η απάντηση οφείλει να είναι συλλογική, με γνώμονα τη διαφάνεια, τη συνεργασία και την ακεραιότητα ως θεμέλια μιας αποτελεσματικής και βιώσιμης στρατηγικής αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος.

