H εγκυρότητα του μέτρου απαγόρευσης Κυπρίων στη Δημοκρατία ενόψει COVID -19

Περιεκτικότατο το άρθρο του συναδέλφου Δικηγόρου Δημήτρη Λοχία, ημερ 16/3/2020 (στο εξής «δημοσίευμα») και το οποίο πολύ εύστοχα έχει εντοπίσει και κατά την άποψη του συγγραφέα του παρόντος άρθρου ένα εκ πρώτης όψεως, νομικό κενό στη συνταγματικότητα του μέτρου απαγόρευσης εισόδου στη δημοκρατία, λόγω των μέτρων κατά της πανδημίας COVID-19.

Με το παρόν άρθρο, υποστηρίζεται ότι αντιθέτως διασώζεται η συνταγματικότητα του μέτρου και το οποίο στηρίζεται τόσο σε περιφερειακό πλαίσιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όσο και σε εγχώριο συνταγματικό πλαίσιο.

Α.ΣΕ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ – ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Στο περιφερειακό επίπεδο της ΕΣΔΑ τα πράγματα φαίνονται πιο ξεκάθαρα.

Πράγματι, ως έχει πολύ ορθά αναφερθεί στο προηγούμενο δημοσίευμα, το άρθρο 3 παρ.2 του 4ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ φαίνεται ότι δεν προνοεί ρητώς να επιτρέπεται περιορισμός του δικαιώματος εισόδου, όπως επιτρέπονται περιορισμοί σε άλλα άρθρα (ενδεικτικά άρθρο 8 δικαίωμα ιδιωτικής ζωής). Το μόνο που αναγράφεται είναι:

«2. Κανείς θα στερείται του δικαιώματος εισόδου στο έδαφος του Κράτους του οποίου είναι υπήκοος»

Και πολύ σωστά συμπληρωματικά αναφέρεται και στο άρθρο 18 της ίδιας της Σύμβασης- ΕΣΔΑ ότι:

«Οι επιτρεπόμενοι κατά τας διατάξεις της παρούσης Συμβάσεως περιορισμοί των ειρημένων δικαιωμάτων και ελευθεριών δεν επιτρέπεται να εφαρμοσθούν ειμή προς τον σκοπόν δια τον οποίον καθιερώθησαν.»

Όμως η ανατροπή και που αυτή φαίνεται ότι διασώζει την εγκυρότητα του μέτρου της κυβέρνησης, παρέχεται από το ίδιο το Άρθρο 15 της Σύμβασης « Παρέκκλιση σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης» και όπου αυτολεξεί αναφέρονται:

1. Εν περιπτώσει πολέμου ή ετέρου δημοσίου κινδύνου απειλούντος την ζωήν του έθνους, έκαστον υψηλόν συμβαλλόμενον μέρος δύναται να λάβη μέτρα κατά παράβασιν των υπό της παρούσης Συμβάσεως προβλεπομένων υποχρεώσεων, εν τω απαιτουμένω υπό της καταστάσεως απολύτως αναγκαίω ορίω και υπό τον όρον όπως τα μέτρα ταύτα μη αντιτίθενται εις τας άλλας υποχρεώσεις τας απορρεούσας εκ του διεθνούς δικαίου.

2. Η προηγουμένη διάταξις ουδεμίαν επιτρέπει παράβασιν του άρθου 2, ειμή δια την περίπτωσιν θανάτου συνεπεία κανονικών πολεμικών πράξεων, ή των άρθρων 3, 4 (παράγ. 1) και 7.

3. Τα ασκούντα το δικαίωμα τούτο της παραβάσεως υψηλά συμβαλλόμενα μέρη τηρούν τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης πλήρως ενήμερον των ληφθέντων μέτρων ως και των αιτίων τα οποία τα προεκάλεσαν. Οφείλουν ωσαύτως να πληροφορήσωσι τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης περί της ημερομηνίας κατά την οποία τα μέτρα ταύτα έπαυσαν ισχύοντα και αι διατάξεις της Συμβάσεως ετέθησαν εκ νέου εν πλήρει ισχύϊ.

Κοντολογίς, η περίπτωση δημοσίου κινδύνου, στο πλαίσιο έκτακτης ανάγκης επιτρέπει παράβαση των υποχρεώσεων εκ της σύμβασης. Στις υποχρεώσεις αυτές εξαιρείται για παράδειγμα το άρθρο 2 – δικαίωμα της ζωής. Επομένως, παράβαση του 4ου Πρωτοκόλλου, και εφόσον δεν εντοπίζεται κάτι άλλο πιο συγκεκριμένο, δύναται να επιτραπεί για λόγο ετέρου δημοσίου κινδύνου ως προβλέπει το άρθρο 15 της ΕΣΔΑ. Το άρθρο αυτό αναφέρεται σε υποχρεώσεις της σύμβασης και ας μην μας διαφεύγει ότι και το ίδιο το άρθρο 5 του 4ου πρωτοκόλλου διασαφηνίζει ότι τα άρθρα αυτού- περιλαμβανομένου του άρθρου 3 παρ.2 θεωρούνται ως άρθρα της ίδιας της Σύμβασης. Τα άρθρα της σύμβασης επιφέρουν ανάλογες υποχρεώσεις και οι οποίες στη βάση του άρθρου 15(1) της ΕΣΔΑ μπορεί να γίνει  παράβαση τους εάν αυτό είναι απολύτως αναγκαίο. Η περίπτωση του άρθρου 3 παρ.2 του Τέταρτου Πρωτοκόλλου, δεν αποτελεί εξαίρεση στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15 και επομένως μπορεί να γίνει παράβαση του αν αποδειχθεί ότι αυτό ήταν απολύτως αναγκαίο για σκοπούς «ετέρου δημοσίου κινδύνου».

Όμως, ως πιο σημαντικό για σκοπούς του παρόντος άρθρου είναι τα όσα αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρου 15 της Σύμβασης « Παρέκκλιση σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης». Η παρ. 3 προνοεί για συγκεκριμένη διαδικασία πλήρης πληροφόρησης του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης περί του εν λόγω μέτρου με συναφείς επεξηγήσεις ως προς τα χρονικά περιθώρια του μέτρου.

Επομένως, η Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω του Νομικού της Αντιπροσώπου – δια του Γενικού Εισαγγελέα οφείλει, κατά ενδεχομένως  ακόμη καλύτερο τρόπο, να πληροφορήσει αμέσως το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης περί του ληφθέντος μέτρου. Αυτή η διαδικασία είναι ωφέλιμη για ελαχιστοποίηση ή αποφυγή του οιουδήποτε περιθωρίου να θεωρηθεί η Δημοκρατία υπόλογη σε παραβίαση δικαιωμάτων, απλά και μόνο από τυπικούς λόγους – ως η παράλειψη πληροφόρησης ενός αρμόδιου θεσμικού οργάνου.

Α.ΣΕ ΕΓΧΩΡΙΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

Πολύ ορθά ο συνάδελφος στο προηγούμενο δημοσίευμα στήριξε ότι το άρθρο 183 του Συντάγματος που προνοεί δυνατότητα περιορισμού δικαιωμάτων δεν περιλαμβάνει το άρθρο 14 και επομένως από αυτή την πτυχή δεν δύναται περιορισμός αυτού.

Από νομική πτυχή ίσως υπάρχει κάποιο επιχείρημα ότι το όλο μέτρο διασώζεται επίσης από την ίδια την παρ.7. (1) του ίδιου του άρθρου 183 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρει:

7. (1) |—-Παρά τας διατάξεις του Συντάγματος,—-| εφ’ όσον χρόνον ισχύει προκήρυξις περί κηρύξεως καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης, το Υπουργικόν Συμβούλιον κρίνον ότι απαιτείται άμεσος ενέργεια εκδίδει διατάγματα αυστηρώς συναρτώμενα προς την κατάστασιν εκτάκτου ανάγκης

Εάν το λεκτικό «παρά τις διατάξεις του συντάγματος» περιλαμβάνει και την περίπτωση της ίδιας της 2ης παραγράφου του άρθρου 183, δηλαδή περί του ποια άρθρα δύνανται να περιοριστούν και ποια όχι, τότε φαίνεται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο σε περιπτώσεις κατάστασης εκτάκτου ανάγκης μπορεί να ενεργεί και εκτός του πλαισίου που ορίζει η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 183. Δηλαδή να περιορίζει και δικαιώματα που δεν αναφέρονται στα άρθρα της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 183.

Διευκρινίζεται ότι το επιχείρημα αυτό διατηρεί σχετικές αδυναμίες, διότι η πρώτη προϋπόθεση σε μια γενική περίπτωση εξέτασης παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι εάν η παρέμβαση στο δικαίωμα είναι σύμφωνα με το νόμο. Η γενική αυτή πρόνοια του άρθρου 7(1) ενδεχομένως να παρουσιάζει σχετικές δυσκολίες στο κατά πόσο ικανοποιείται η προϋπόθεση σύμφωνα με το νόμο.

Περαιτέρω όμως, φαίνεται ότι η ως άνω άποψη, περί της παρ.7. (1) του Άρθρου 183 του Συντάγματος, μπορεί να λάβει συνδυαστικά υποστήριξη και από το Άρθρο 33 του Συντάγματος. Το οποίο άρθρο αναφέρει μεν ότι οι περιορισμοί άρθρων γίνονται όπου αυτοί προβλέπονται ρητώς «εν τω παρόντι μέρει οριζομένων.» αλλά εν τούτοις, η αναφορά αυτή γίνεται «τηρουμένων των διατάξεως του Συντάγματος των σχετικών προς την κατάστασιν εκτάκτου ανάγκης» Επομένως, φαίνεται ότι το εγχώριο συνταγματικό πλαίσιο, ως ορίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα της Δημοκρατίας, παρουσιάζει για ακόμη μια φορά μια προσομοίωση του όλου συστήματος της ΕΣΔΑ.

Για τους λόγους αυτούς υποστηρίζεται ότι το μέτρο απαγόρευσης εισόδου ακόμη και των κύπριων υπηκόων, υπό τις περιστάσεις αιτιολογείται τόσο συνταγματικά όσο και για τους άλλους διάφορους λόγους που επεκτείνονται και σε άλλους τομείς όπως και η ίδια η δημόσια πολιτική.

Τα μέτρα της Κυβέρνησης επικροτούνται ως φαίνεται από την πλειοψηφία του λαού. Εν πάση περιπτώσει, για άρση κάθε ασάφειας, η πανδημία αποτελεί κοινή γνώση, ακόμη και στη Δημοκρατία μας από μήνες προηγουμένως. Επικροτώντας την προσέγγιση της Πολιτείας, αυτό που θα μπορούσε να ειπωθεί για μια νομικώς καλύτερη αντιμετώπιση του ζητήματος θα ήταν το ακόλουθο:

Ακόμη και από την περίοδο που η πανδημία είχε εξαπλωθεί σε ποικίλα Ευρωπαϊκά Κράτη, η Πολιτεία θα μπορούσε με συνοπτικές διαδικασίες να προχωρήσει προηγουμένως σε σχετική τροποποίηση του Συντάγματος. Αυτό ώστε να μην παρουσιάζονται ενδεχομένως τα οιαδήποτε συνταγματικά κωλύματα, όχι μόνο αυτά που εξετάζονται με το παρόν άρθρο αλλά και τόσα άλλα που παραμένουν προς εντοπισμό τους,  για ένα πρόβλημα που ταλανίζει όχι μόνο ολόκληρη την Ευρώπη αλλά και την υφήλιο γενικότερα. Αυτό που επείγει και όπως φαίνεται γίνεται ήδη κατορθωτό είναι η άμεση εφαρμογή των κυβερνητικών μέτρων.

Print Friendly, PDF & Email