Η αρχή της Ανωτέρας Βίας: Προϋποθέσεις και Συνέπειες στη συμβατική σχέση των μερών

Στο παρόν άρθρο προσεγγίζεται η έννοια  της Ανωτέρας Βίας, οι προϋποθέσεις και οι συνέπειές της στη συμβατική σχέση των μερών και επιχειρείται να δοθεί μια κάποια καθοδήγηση στους συντάκτες εμπορικών συμβάσεων σχετικά με τον τρόπο σύνταξης και ενσωμάτωσης μιας ρήτρας Ανωτέρας Βίας στην εμπορική σύμβαση, ώστε να προφυλάσσονται τα συμφέροντα του συμβαλλόμενου μέρους για το οποίο ενεργεί ανάλογα ο συντάκτης της ρήτρας.

Η αρχή της Ανωτέρας Βίας απαλλάσσει ένα συμβαλλόμενο μέρος από την ευθύνη που υπέχει για τη μη εκπλήρωση συμβατικών του υποχρεώσεων όταν εμποδίζεται από γεγονός ή κατάσταση που είναι πέραν του πεδίου επιρροής του,  που αντικειμενικά – με αναφορά στο μέσο συνετό συναλλασσόμενο- δεν μπορούσε να είχε λάβει υπόψη του κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης και να αποφύγει τις συνέπειές του.

Στο Αγγλικό δίκαιο η έννοια Force Majeure συνιστά μια περιγραφική έννοια χωρίς συγκεκριμένο νομικό περιεχόμενο[1].Γι’ αυτό, προκειμένου να είναι δυνατόν η αρχή της Ανωτέρας Βίας να τύχει επίκλησης από συμβαλλόμενο μέρος, θα πρέπει να εντοπίζεται σχετική ρήτρα στη σύμβαση. Η σημασία της έννοιας Force Majeure διαφέρει σε κάθε υπόθεση στα πλαίσια της οποίας πρέπει να τυγχάνει κάθε φορά ερμηνείας[2].

Η έννοια της Ανωτέρας Βίας συναντάται στο άρθρο 79 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις Διεθνείς Πωλήσεις Κινητών Πραγμάτων(«CISG»), την οποία έχει κυρώσει η Κυπριακή Δημοκρατία(Ν. 55(III)/2004). Η διάταξη 79  αν και δεν φέρει τίτλο «Ανωτέρα Βία»(Force Majeure), συνιστά διάταξη  ισοδύναμη μιας διάταξης Ανωτέρας Βίας[3]. Στο κείμενό της CISG έχει επί σκοπού αποφευχθεί η αναφορά στον όρο Force Majeure, όπως και άλλων όρων οι οποίοι παρουσιάζουν μια ιδιαίτερη σύνδεση με εθνικούς κώδικες δικαίου ώστε η Σύμβαση να ερμηνεύεται ομοιόμορφα και αυτόνομα χωρίς οποιαδήποτε σύνδεση με εθνικές έννομες τάξεις και συμφώνως με τους γενικότερους κανόνες του διεθνούς δικαίου[4]. Στη διάταξη 79 τίθενται οι προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να πληρούνται σωρευτικά[5], προκειμένου ο αθετών οφειλέτης να απαλλαγεί από την ευθύνη του για αποζημίωση[6], ως ακολούθως: (i) να πρόκειται για εμπόδιο πέραν του πεδίου επιρροής του οφειλέτη της παροχής, (ii) το εμπόδιο να μην ήταν ευλόγως δυνατόν να προβλεφθεί κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, (iii) να μην είναι δυνατόν να αποφευχθεί το εμπόδιο καθαυτό ή/και οι συνέπειές του, και (iv) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του εμποδίου και της μη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων του οφειλέτη της παροχής[7]. Αξιοσημείωτο είναι πως η CISG 79 προβλέπει ότι τα μέρη δεν εμποδίζονται από το να ασκήσουν οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα με τηΣύμβαση (εννοεί τη CISG), εκτός από την απαίτηση αποζημίωσης.Τούτο σημαίνει ότι ο οφειλέτης της παροχής απαλλάσσεται μόνο από την ευθύνη του να αποζημιώσει το αντισυμβαλλόμενο μέρος για τη μη εκπλήρωση της παροχής, για όσο χρόνο μόνη η μη εκπλήρωση αποδίδεται σε Ανωτέρα Βία. Τη  ζημία  δηλαδή για τη μη εκπλήρωση της συμβατικής παροχής, την επωμίζεται ο δανειστής της παροχής[8]. Ωστόσο, ο δανειστής της παροχής διατηρεί το σύνολο των έννομων βοηθημάτων (με εξαίρεση το δικαίωμα αποζημίωσης) που έχει στην περίπτωση παράβασης της σύμβασης, ήτοι να αιτηθεί αυτούσια εκπλήρωση, μείωση του τιμήματος ή υπαναχώρηση από τη σύμβαση, ανάλογα με τα προβλεπόμενα στη σύμβαση[9].

Η έννοια της Ανωτέρας Βίας συναντάται επίσης στο άρθρο 7.1.7 «Force Majeure» στις Αρχές των Διεθνών Εμπορικών Συμβάσεων «UNIDROIT» και ερμηνευτικά καλύπτει το δόγμα της Ματαίωσης (frustration) το οποίο αναγνωρίζεται στο κοινοδίκαιο αλλά και το δόγμα της Ανωτέρας Βίας όπως αυτό αναγνωρίζεται από τα νομικά συστήματα ηπειρωτικού δικαίου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η έννοια  της Ανωτέρας Βίας στα πλαίσια των Αρχών UNIDROIT ερμηνεύεται κατά τις αρχές των διαφόρων νομικών συστημάτων[10].  Και τούτο διότι οι Αρχές του UNIDROIT – όπως και της CISG –  συνιστούν μέρος της  γενικότερης προσπάθειας για την ενοποίηση του Ιδιωτικού Δικαίου στον τομέα του διεθνούς εμπορίου και ως εκ τούτου θα πρέπει να ερμηνεύονται αυτόνομα και ανεπηρέαστα από κάθε εθνική νομοθεσία.

Όσον αφορά τη σύνταξη μιας ρήτρας Ανωτέρας Βίας σε μία εμπορική σύμβαση, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή ώστε αυτή να μην διατυπωθεί με συντακτικά λάθη που θα έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό ή τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της ή να διατυπωθεί με ασαφή τρόπο ως προς τις προϋποθέσεις και τις συνέπειές της. Ειδικά στην τελευταία περίπτωση, δυνατόν να προκύψουν σοβαρά ερμηνευτικά ζητήματα και διαφορές που θα καταλήξουν για ερμηνεία και/ή επίλυση στο δικαστήριο είτε σε μηχανισμό εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, αναλόγως του τι προνοείται στη σύμβαση. Όταν δε, εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση είναι δίκαιο της οικογένειας του κοινοδικαίου, στο οποίο η Ανωτέρα Βία συνιστά έννοια χωρίς συγκεκριμένο νομικό περιεχόμενο, η ερμηνεία που θα προσδοθεί στην Ανωτέρα Βία, ακόμα και από το δικαστήριο, είναι απρόβλεπτη[11].

Μια ορθά συνταχθείσα ρήτρα Ανωτέρας Βίας πρέπει να θέτει τις τέσσερις προϋποθέσεις, κατά τα προαναφερόμενα στο παρόν άρθρο, οι οποίες και θα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά, προκειμένου ένα συμβαλλόμενο μέρος να θεωρείται ότι αδυνατεί να  εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις λόγω Ανωτέρας Βίας. Το σύνηθες λάθος που παρατηρείται είναι η παράλειψη να ενσωματωθούν στη ρήτρα, στο σύνολο τους, οι προϋποθέσεις ή οι προϋποθέσεις να διατυπωθούν μεν το σύνολο τους αλλά με ένα λιγότερο αυστηρό τρόπο, αφήνοντας περιθώριο για διευρυμένη ερμηνεία της ρήτρας. Παρατηρείται επίσης, παράλειψη του συντάκτη να προβλέψει ότι το γεγονός της Ανωτέρας Βίας θα πρέπει να εμποδίζει ή άλλως πως να καθιστά αδύνατη την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων του επηρεαζόμενου μέρους. Αντί αυτού λανθασμένα προβλέπεται ότι το γεγονός αρκεί να δυσχεραίνει σε κάποιο βαθμό τη διεκπεραίωση των συμβατικών υποχρεώσεων[12].  Στην περίπτωση αυτή ο συντάκτης της ρήτρας αναγάγει ένα γεγονός Ανωτέρας Βίας σε γεγονός ιδιαίτερης δυσχέρειας (Hardship).Σε άλλες περιπτώσεις γίνεται αναφορά γενικά στον όρο Ανωτέρα Βία, χωρίς να αποδίδεται σε αυτόν συγκεκριμένη έννοια, αφήνοντας την ερμηνεία της Ανωτέρας Βίας στην κρίση των συμβαλλομένων μερών ή παραπέμποντας για την ερμηνεία της στο εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση ή ακόμα και σε απροσδιόριστες εξωσυμβατικές πηγές[13].

Mία συμβατική ρήτρα Ανωτέρας Βίας πρέπει να προβλέπει επίσης σχετικά με την υποχρέωση ειδοποίησης του επηρεαζόμενου μέρους προς το δανειστή της παροχής. Συχνά παραλείπεται εντελώς η υποχρέωση ειδοποίησηςή  αναφέρεται μεν η σχετική υποχρέωση αλλά με ένα γενικό τρόπο χωρίς να ρυθμίζονται οι σχετικές λεπτομέρειες ως προς τον τρόπο και το χρόνο που πρέπει να λάβει χώρα. Κάτι τέτοιο αφήνει το περιθώριο για επίκληση  της Ανωτέρας Βίας σε μεταγενέστερο χρόνο  από το χρόνο που έλαβε χρόνο το γεγονός, καθιστώντας ταυτόχρονα πολύ πιο δύσκολη τη διερεύνηση της αλήθειας των ισχυρισμών και/ή της πλήρωσης των τιθέμενων εκ της ρήτρας προϋποθέσεων της Ανωτέρας Βίας[14].

Tέλος, οι συνέπειες της Ανωτέρας Βίας πρέπει να καθορίζονται με γνώμονα την ιδιαίτερη φύση και το σκοπό της σύμβασης κάθε φορά. Όπως έχει προαναφερθεί, η Ανωτέρα Βία συνιστά λόγο απαλλαγής ενός συμβαλλόμενου μέρους από την ευθύνη του να αποζημιώσει το αντισυμβαλλόμενο μέρος για την αθέτηση των συμβατικών του υποχρεώσεων. Είναι σύνηθες τα συμβαλλόμενα μέρη να συμφωνούν περαιτέρω σε επέκταση της διάρκειας ισχύος της σύμβασης για ισόχρονο διάστημα με τη διάρκεια που είχε το γεγονός Ανωτέρας Βίας ή ακόμα και σε δικαίωμα του ενός ή του άλλου μέρους για τερματισμό της σύμβασης. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στις συνέπειες και τα δικαιώματα που παραχωρούνται στα συμβαλλόμενα μέρη με τη ρήτρα Ανωτέρας Βίας καθόσον ελλοχεύει ο κίνδυνος τα συμβαλλόμενα μέρη να συμφωνήσουν σε όρους οι οποίοι δεν εξυπηρετούν τη φύση και το σκοπό της σύμβασης. Για παράδειγμα, όταν ο χρόνος εκπλήρωσης της σύμβασης είναι ουσιώδους σημασίας, η πρόβλεψη στη ρήτρα για παράταση της ισχύος της σύμβασης ή του χρόνου παράδοσης των αγαθών ανάλογα, θα έχει ως αποτέλεσμα το αθώο μέρος να χάνει το δικαίωμά του για τερματισμό της σύμβασης. Τέλος, θα πρέπει να καθορίζεται ξεκάθαρα κατά πόσο, για το διάστημα που το επηρεαζόμενο μέρος αδυνατεί να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, τα μέρη επιθυμούν ή όχι αναστολή των υποχρεώσεων για το ίδιο χρονικό διάστημα του αντισυμβαλλόμενου μέρους.

Βιβλιογραφία

Fontaine M and De Ly F, ‘FORCE MAJEURE CLAUSES IN INTERNATIONAL CONTRACTS’, Drafting International Contracts, vol 259 (6th edn, BRILL 2009)

Kessedjian C, ‘Competing Approaches to Force Majeure and Hardship’ (2005) 25 International Review of Law and Economics 415 <https://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0144818806000081> accessed 19 December 2020

Mc Kendrick E,Force Majeure and Frustration of Contract (2nd edn, LLOYD’S OF LONDON PRESS LTD 1995)

Oral T, ‘Exemption from Liability According to the Art. 79 of the Convention on International Sale of Goods (CISG)’ (2019) 9 Juridical Tribune (Tribuna Juridica) 644 <https://search-proquest-com.salford.idm.oclc.org/scholarly-journals/exemption-liability-according-art-79-convention/docview/2394930442/se-2?accountid=8058>

UNIDROIT, ‘UNIDROIT PRINCIPLES OF INTERNATIONAL COMMERCIAL CONTRACTS’

Πολυβίου Π, Η Σύμβαση Στο Κυπριακό Δίκαιο Θεωρία Και Πράξη (Χρυσαφίνης και Πολυβίου 2017)

Φλαμπουρας Δ, ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΩΛΗΣΗΣ ΚΙΝΗΤΩΝ (ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 2010)

Lebeaupin v Richard Crispin & Co [1920] 2 KB 714

[1]ΠολύβιοςΠολυβίου, Η Σύμβαση Στο Κυπριακό Δίκαιο Θεωρία Και Πράξη (Χρυσαφίνης και Πολυβίου 2017) 606.

[2]Lebeaupin v Richard Crispin & Co[1920] 2 KB 714.

[3]Catherine Kessedjian, ‘Competing Approaches to Force Majeure and Hardship’ (2005) 25 International Review of Law and Economics 415 <https://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0144818806000081>.

[4]Ibid.

[5]Kessedjian (n3).

[6]ΔιονύσιοςΦλαμπουρας, ΤΟΔΙΚΑΙΟΤΗΣΔΙΕΘΝΟΥΣΠΩΛΗΣΗΣΚΙΝΗΤΩΝ (ΝΟΜΙΚΗΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 2010) 268.

[7]Φλαμπουρας (n8) 269.

[8]Tugce Oral, ‘Exemption from Liability According to theArt. 79 of the Convention on International Sale of Goods (CISG)’ (2019) 9 Juridical Tribune (Tribuna Juridica) 653 <https://search-proquest-com.salford.idm.oclc.org/scholarly-journals/exemption-liability-according-art-79-convention/docview/2394930442/se-2?accountid=8058>.

[9]Φλαμπουρας (n8).

[10]UNIDROIT, ‘UNIDROIT PRINCIPLES OF INTERNATIONAL COMMERCIAL CONTRACTS’.Article 7.1.7 Comment 1.

[11]Ewan Mc Kendrick, Force Majeure and Frustration of Contract (2nd edn, LLOYD’S OF LONDON PRESS LTD 1995).

[12]Marcel Fontaine and Filip De Ly, FORCE MAJEURE CLAUSES IN INTERNATIONAL CONTRACTS:Drafting International Contracts (6th edn, BRILL 2009) 405.

[13]Ibid 406.

[14]Mc Kendrick (n14) 60.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , , , ,