Οι χθεσινές ανακοινώσεις του Δικηγορικού Συλλόγου Λευκωσίας και του Δικηγορικού Συλλόγου Πάφου για αποχή των δικηγόρων από τις δικαστικές αίθουσες λόγω της επικείμενης πανδημίας, καθώς και η πιο προσεκτική στη διατύπωση ανακοίνωση του Δικηγορικού Συλλόγου Λεμεσού, η οποία αναφέρεται σε σύσταση για αποφυγή εμφανίσεων, χωρίς να γίνεται αναφορά σε αποχή, θέτουν εκ νέου στην επικαιρότητα ένα σπάνιο για το κυπριακό δικηγορικό σώμα θέμα, αυτό της αποχής των δικηγόρων. Σε αναμονή της επικείμενης νέας σύσκεψης του Ανωτάτου Δικαστηρίου το πρωί της Δευτέρας που θα μελετήσει και τις προτάσεις που υποβλήθηκαν από το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, κρίνω σκόπιμο να υπενθυμίσω ορισμένα νομολογιακά προβλήματα που συνδέονται με την άσκηση του δικαιώματος στην αποχή από πλευράς των δικηγόρων.
Η αποχή των δικηγόρων, αν και είναι έννοια συγγενής προς την απεργία, δεν διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 27 του Συντάγματος, αλλά προστατεύεται από τη συνταγματική κατοχυρωμένη ελευθερία άσκησης επαγγέλματος που προβλέπεται στο άρθρο 25 του Συντάγματος. Σύμφωνα με το άρθρο 25 του Συντάγματος έκαστος έχει το δικαίωμα να ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα ή να επιδίδεται σε οποιαδήποτε απασχόληση, εμπόριο ή επικερδή εργασία, υπό τους περιορισμούς που θέτει ο νόμος και είναι απαραίτητοι προς το δημόσιο συμφέρον ή το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξης ή της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών που εγγυάται το Σύνταγμα σε οποιοδήποτε πρόσωπο. Το δικαίωμα στην εργασία περιέχει εκτός από τη θετική του όψη και την αρνητική όψη του δικαιώματος, δηλαδή το δικαίωμα αποχής από την εργασία, σε συνδυασμό και με το άρθρο 10 § 2 του Συντάγματος που απαγορεύει τον εξαναγκασμό σε εκτέλεση αναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας. Η αποχή των δικηγόρων, όπως επίσης και γενικότερα των ελεύθερων επαγγελματιών είναι επομένως δικαίωμα κατοχυρωμένο στο Σύνταγμα. Οι δικηγόροι δύνανται να απέχουν ως επαγγελματίες για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών τους συμφερόντων ή της υγείας τους και ασκώντας τα κατοχυρωμένα συνταγματικά τους δικαιώματα.
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς το θέμα της αποχής των δικηγόρων είναι εξόχως προβληματική. Στις υποθέσεις υπόθεση Rousos v. The Republic [1984] 3 CLR 1437, Theodossiadou v. The Republic [1985] 3 CLR 178 (αμφότερες οι αποφάσεις λήφθηκαν από το δικαστή Πική) το Δικαστήριο αποφάσισε την απόρριψη της προσφυγής λόγω της μη εμφάνισης του δικηγόρου του Αιτητή και του δικηγόρου της Δημοκρατίας, ενόψει της χαρακτηριζόμενης ως απεργίας των δικηγόρων που λάμβανε χώρα κατά τη μέρα εκείνη. Ως αιτιολογικό για την απόφαση του Δικαστηρίου λέχθηκε ότι εξωδικαστικοί λόγοι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την απονομή της δικαιοσύνης! Τελικά το Δικαστήριο αποφάσισε στη συνέχεια και μετά τη λήξη της απεργίας να επιτρέψει την επαναφορά των προσφυγών για το λόγο ότι η απουσία των Αιτητών δεν φανέρωνε οποιαδήποτε έλλειψη ενδιαφέροντος στην προώθηση της υπόθεσής τους ή έλλειψη σεβασμού προς τη διαδικασία και εφόσον η απουσία τους οφειλόταν στους δικηγόρους τους και όχι στους ιδίους (Theodossiadou v. The Republic [1985] 3 CLR 863).
Το Ανώτατο Δικαστήριο επανέλαβε σε μεταγενέστερες υποθέσεις την ίδια θέση, ότι δηλαδή η χαρακτηριζόμενη εσφαλμένα από το ίδιο ως ‘απεργία’ των δικηγόρων δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη εμφάνιση στο δικαστήριο και ότι η υπόθεση θα υπόκειται στις ίδιες συνέπειες όπως και στην περίπτωση διαδίκου που παραλείπει να εμφανιστεί για προώθηση της υπόθεσής του (Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης v. Nyk Line Nippon Yusen Kaishia [1991] 1 ΑΑΔ 470, Μαγκάκη [1990] 2 ΑΑΔ 1068, Χριστοδούλου [1991] 2 ΑΑΔ 35, όλες από το δικαστή Πική και η Παπανικολάου [1991] 2 ΑΑΔ 152 από το δικαστή Κούρρη). Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης είναι το θεμέλιο της συνταγματικής τάξης και το βασικό εχέγγυο για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δεν επιτρέπεται να σταματούν για οποιοδήποτε λόγο οι μηχανισμοί του δικαίου. Οι δικαστές επομένως, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, δεν μπορούν να παραιτηθούν από τη σοβαρή ευθύνη να κατοχυρώνουν τη δικαστική λειτουργία και να εξασφαλίζουν την αέναη ροή της δικαιοσύνης λόγω της απροθυμίας των δικηγόρων να εμφανιστούν. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι το δικαίωμα του κατηγορουμένου να υπερασπίζεται με δικηγόρο της εκλογής του, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 12 § 5 και το άρθρο 30 § 3 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν είναι λιγότερο σημαντικός στόχος από την ανεμπόδιστη ροή της δικαιοσύνης.
Διαφωνούμε με τη συλλογιστική και τα συμπεράσματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις προαναφερόμενες υποθέσεις. Το γεγονός ότι οι εν λόγω αποφάσεις λήφθηκαν στο σύνολό τους από μονομελή σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ουσιαστικά από δύο μόνο δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μας οδηγεί, παρόλο τον προσήκοντα σεβασμό στις απόψεις των εν λόγω δικαστών, στην εισήγηση ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα πρέπει σε μελλοντικές αποφάσεις να διαχωρίσει τη θέση του από τη νομολογία αυτή. Εξάλλου κατά την ίδια περίοδο άλλος δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο δικαστής Πογιατζής, στην υπόθεση Ασσιώτης [1990] 2 ΑΑΔ 938 είχε καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα από τις προαναφερόμενες αποφάσεις, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι εν λόγω αποφάσεις δεν συνιστούν παγιωμένη νομολογία. Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε αίτηση για έκδοση του προνομιακού εντάλματος certiorari για ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία αρνήθηκε να αναβάλει την ακρόαση της ποινικής υπόθεσης εναντίον του Αιτητή και την ακύρωση της διαδικασίας που ακολούθησε την πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση, στη διάρκεια της οποίας το Επαρχιακό Δικαστήριο άκουσε τρεις μάρτυρες κατηγορίας στην απουσία του δικηγόρου του κατηγορουμένου – Αιτητή και του προνομιακού εντάλματος prohibition με το οποίο να απαγορεύεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο να προχωρήσει στην περαιτέρω ακρόαση της πιο πάνω ποινικής υπόθεσης εναντίον του Αιτητή. Η απουσία του δικηγόρου οφειλόταν στη συνεχιζόμενη αποχή των δικηγόρων από εμφανίσεις ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων. Το Ανώτατο Δικαστήριο παραχώρησε άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση των προνομιακών ενταλμάτων, δεχόμενο ότι υπήρξε εκ πρώτης όψεως εμφανής αντισυνταγματικότητα λόγω της αντίθεσης της διαδικασίας προς τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του Αιτητή που προστατεύονται από τα άρθρα 12 § 5 και 30 § 3 του Συντάγματος.
Τα συμπεράσματα της προαναφερόμενης απόφασης Ασσιώτης είναι ορθά. Δεν νοείται αποστέρηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου ή του προσφεύγοντα ή και οποιουδήποτε πολίτη επιζητεί δικαστική προστασία, επειδή οι δικηγόροι ασκούν κατοχυρωμένο συνταγματικά δικαίωμα να απέχουν από την εργασία τους. Στα συμπεράσματα του Δικαστηρίου στην απόφαση Ασσιώτης, θα προσθέταμε ακόμα ότι η αποχή ως συνταγματικό δικαίωμα δεν μπορεί να παραγνωρίζεται, ούτε και να παραγκωνίζεται από την οποιαδήποτε υποχρέωση για «ανεμπόδιστη ροή της δικαιοσύνης». Δεν νοείται ανεμπόδιστη ροή της δικαιοσύνης κατά παράβαση θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, διότι αν παραβιάζονται θεμελιώδη δικαιώματα, τότε η «δικαιοσύνη» μπορεί να είναι ανεμπόδιστη, αλλά παύει να έχει τα χαρακτηριστικά της δικαιοσύνης. Τα θεμελιώδη δικαιώματα και ιδιαίτερα το θεμελιώδες δικαίωμα εμφάνισης με δικηγόρο, συνιστά ένα από τους πυλώνες του ευρωπαϊκού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης και οι δικαστικές αρχές της Δημοκρατίας είναι υποχρεωμένες σύμφωνα με το άρθρο 35 του Συντάγματος, να διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν σε θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες εντός των ορίων της αρμοδιότητάς τους. Η διεξαγωγή δικαστικών διαδικασιών κατά παράβαση θεμελιωδών δικαιωμάτων του πολίτη, αλλά και του επαγγελματία, πλήττει ανεπανόρθωτα το κύρος της δικαιοσύνης, χωρίς να εξυπηρετείται ουσιαστικά οποιοσδήποτε στόχος, παρά μόνο η ύπαρξη δικαστικών διαδικασιών που δεν πληρούν τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης.
Το Δικαστήριο δεν έχει επομένως το δικαίωμα να αποφασίζει την απόρριψη υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιόν του ή τη διεξαγωγή διαδικασίας, στην απουσία του δικηγόρου των διαδίκων, εκτός αν αμφότεροι οι διάδικοι συναινούν όπως η διαδικασία συνεχιστεί χωρίς την παρουσία των δικηγόρων τους. Ακόμα και η συναίνεση του ενός διαδίκου δεν πρέπει να θεωρηθεί ως επαρκής, εφόσον ο αντίδικος διαφωνεί, διότι διαφορετικά θα παραβιαζόταν όχι μόνο το δικαίωμα αντιπροσώπευσης από δικηγόρο και το δικαίωμα στην αποχή, αλλά και το δικαίωμα στην ισότητα των διαδίκων. Περιορισμός των πιο πάνω δικαιωμάτων και διενέργεια της δίκης παρά την αποχή, μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σε περιπτώσεις που υπάρχει έντονο δημόσιο συμφέρον για διεξαγωγή της δίκης, όπως σε περιπτώσεις αποφυλάκισης ή παραγραφής αδικήματος, οι οποίες όμως θα πρέπει να προβλέπονται με νόμο σύμφωνα με το άρθρο 25 § 2 που επιτρέπει περιορισμούς του δικαιώματος προς το δημόσιο συμφέρον σύμφωνα με τις διατάξεις νόμου. Χωρίς την ύπαρξη παρόμοιου νόμου όμως, δεν νοείται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων. Και εφόσον δεν έχει ψηφιστεί παρόμοιος νόμος, θα πρέπει κατά την άποψη μας να θεωρηθεί, πως η καθολική αποχή των δικηγόρων συνιστά εκ των πραγμάτων και κώλυμα ανωτέρας βίας που επιφέρει αναστολή της παραγραφής και της αποσβεστικής προθεσμίας, εφόσον εξαιτίας της αποχής ο διάδικος εμποδίζεται από την άσκηση διαδικαστικών πράξεων εντός της προθεσμίας (βλ. ορθά στην Ελλάδα π.χ. ΕφΑθ 8071/86, Αρμενόπουλος 41/131, ΠΠρΠειρ 369/88 Νομικό Βήμα 40/399, ΕφΑθ 8998/85 Νομικό Βήμα 34/85).