Για τις συντάξεις των πολιτειακών

Προσωπικότητα είναι αυτό που απομένει όταν αφαιρεθούν οι τίτλοι και οι τιμές.

Tο πολιτειακό αξίωμα δεν είναι οικονομικής σημασίας και αξίας «θέση»,

ούτε και μέσο επίδειξης για να αποκτήσει κάποιος «φήμη» από την εκ της τηλεοράσεως ή μέσω άλλου τρόπου αχρείαστης δοξαστικής προβολής,

ούτε βεβαίως και αιτία υποβολής και προβολής προς την κοινωνία μιας εικόνας μάταιης και ασήμαντης «ισχύος» αφού όταν αποχωρήσει ίσως να μήν μπορεί ούτε και τον γάτο του να διατάξει,

αλλά

ψυχής γνήσια και ανιδιοτελής και συνάμα ταπεινή προσφορά στον «δήμο». Καταληκτικά ύψιστη υποχρέωση προς την πατρίδα.

Ολοι οι απλοί ανιδιοτελείς άνθρωποι, εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι ο βαθμός όλων ημών είναι ο ίδιος ακριβώς: είναι αυτός του μεγαλειώδους «απλού στρατιώτη» και η θέση του καθενός είναι στα «χαρακώματα». Συνεπώς τόσο η εσωτερικώς φέρουσα όσο και η φερόμενη αλλά και η αποδιδόμενη σε ένα έκαστον πολίτη ηθική αξία και πάλι είναι και πρέπει να είναι η ίδια και η αυτή για όλους μας.

Κανείς δεν προηγείται και κανείς δεν έπεται.

Κανείς δεν έχει μεγαλύτερη αξία από τον άλλο.

Ολοι είμαστε αλλήλοις ίσοι και κανείς εξ ετέρου …πιό ίσος!

Με αυτές τις σκέψεις οδηγό μας, ας εξετάσουμε το υπό τον ως άνω τίτλο θέμα:

Τινές (δηλαδή όχι όλοι και το τονίζουμε) πολιτειακοί υπερ-αγαπούν τις θέσεις μόνο για δύο λόγους:

για τα «ριάλια» και

για την ματαιόδοξη προβολή.

Βλέπουν την έπαλξη στο δημόσιο μετερίζι της πατρίδας ως «θέση» (με ωφελιμιστική έννοια και όραση) και όχι ως βαρύ φορτίο και ιερό καθήκον το οποίο δεν αποτιμάται εις χρήμασι, προσβλέποντας μάλιστα και πιό μακριά στην συνακόλουθη του αξιώματος σύνταξη.

Ητοι, τινές κατεξευτέλισαν την σοφότατη ρήση:

«η θέση πρέπει να ζητά τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος την θέση».

Μάλιστα μέσα από τον άπειρο πλούτο και το μεγαλειώδες γλωσσικό κάλλος της Ελληνικής γλώσσας, το σύστημα εφευρίσκει παραπλανητικά και πονηρά ονόματα για την λέξη «μισθό»

βαφτίζοντας τον ως αντιμισθία, σύνθετη λέξη από το «αντί» -και «μισθό»: δηλαδή;

Τί άραγε να σημαίνει αντί του μισθού;

Η και ως «αποζημίωση». Αποζημίωση; Μα για ποιό πράγμα δίδεται αποζημίωση; Η λέξη αποζημίωση σημαίνει οικονομική αποκατάσταση/εξαγορά προκληθείσης ζημίας τρίτου. Συνεπώς για ποιά άραγε προκληθείσα «ζημία» αφορά η λέξη αυτή για την περίπτωση που εξετάζουμε; Ποιά ζημιά άραγε κάναμε εμείς οι απλοί πολίτες στους συγκεκριμένους και θέλουν να τους «αποζημιώσουμε» από το ταμείο του κράτους δηλαδή το δικό όλων ημών των πολιτών ταμείο; Κάποιοι θα ξέρουν όμως!

Θα αναλύσουμε το θέμα συντάξεων των πολιτειακών ως απλοί πολίτες, χωρίς καμία προκατάληψη και χωρίς καμία εμπάθεια μέσα από τις αρχές της ηθικής και του δικαίου:

Κατ΄αρχάς ναι, οι μισθοί των πολιτειακών πρέπει να τους εξασφαλίζουν μια λογικώς αξιοπρεπή διαβίωση όμως,

μέχρι το όριο της λογικής και όχι πέραν αυτού και βεβαίως σε συνάρτηση με τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες της κοινωνίας και πάντοτε σε συνδυασμό με τις οικονομικές καταστάσεις του κράτους.

Και αυτό πολύ απλά για να μην προκαλούν.

Η λέξη «αξιοπρεπώς» δύναται να ερμηνευτεί από τον κάθε άνθρωπο λίγο ή πολύ κατά το δοκούν με βάση τις δικές του σκέψεις και καταστάσεις και τα δικά του βιώματα. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;

Ο Πλάτωνας μας λυτρώνει δίνοντας την απόλυτη απάντηση: είπε σε ελεύθερη μετάφραση – «όσα και να λένε οι άνθρωποι, όσες απόψεις και αν υπάρχουν δεν παύει ποτέ να υπάρχει η αντικειμενική αλήθεια…»

Συνεπώς οι έντιμοι πολίτες με οδηγό τους την αντικειμενική αλήθεια του Πλάτωνα καταθέτουν κοινωνική ένσταση:

ο «αξιοπρεπής» μισθός δεν είναι δυνατόν να διαφέρει και υπερέχει συντριπτικά από αυτόν που λαμβάνει την ίδια στιγμή ένας απλός άνθρωπος που αμείβεται με έναν μηνιαίο μισθό, που μόνο την αναξιοπρέπεια του, του εξασφαλίζει.

Η πρόκληση ας πάψει επιτέλους να υπάρχει και το κυριότερο ας πάψει να συνεχίζεται:

ο απλός άνθρωπος π.χ. να πληρώνει φόρο για ένα «δεκατριάρι» αυτοκίνητο, την ίδια ώρα που π.χ. ο «α» πολιτειακός, με υπερ-πολλαπλάσιο μισθό να είναι…αφορολόγητος για μια πολυβάλβιδη ανατρεπτική «τριαντάρα» λιμουζίνα, διότι εξοργίζεται και ο Θεός.

Θα τεθεί θέμα – μα πώς θα ζήσουν με τον «βασικό»; Πιό απλή και αληθής απάντηση δεν υπάρχει: μα όπως όλος ο κόσμος, ο οποίος έστω και με τα λίγα ζει αγόγγυστα προσπαθώντας με ηρωϊσμό να διατηρήσει υπό τις περιστάσεις την αξιοπρέπεια του. Μόνο αν έχει αυτόν τον μισθό τότε ναι είναι όντως σαν αυτούς που αντιπροσωπεύει και τους υπηρετεί διαφορετικά δεν είναι. Αν έχει αυτόν τον «κοινό» μισθό είναι και πολύ υποβοηθητικό θέμα πρακτικότητας και αμεσότητας στην λήψη αποφάσεων, αφού θα σκεφτεί εκατονπενήντα φορές να ψηφίσει π.χ. μια αδικαιολόγητη (υπό τις περιστάσεις) ή καταχρηστική ή σκανδαλώδη αύξηση στα καύσιμα ή στα τρόφιμα και βασικά αγαθά επιβίωσης, διότι απλούστατα θα είναι στην ίδια παρέα με τους ανθρώπους που εκπροσωπεί…

Γιατί όμως δεν βλέπουμε και αυτή την λύση: αν δεν τους …συμφέρει ας μήν αναλάβουν την θέση ώστε να την αναλάβουν αυτοί που συνειδητά θα αποδεκτούν τον συγκεκριμένο κανονικό μισθό, οπότε στην περίπτωση αυτή θα έχουμε ορατή πιστοποίηση με βούλλες του κοινοτάρχη και του πιό μικρού και φτωχικού χωριού, ότι αυτός ο άνθρωπος ναι, κατέχει όντως το τεκμήριο ότι δεν ανέλαβε ιερό και απαραβίαστο καθήκον για τα «ριάλια», είναι ιδεαλιστής, είναι πατριώτης, είναι αγνός και ναι, υπηρετεί την θέση αυτή ακολουθώντας την ηθική εσωτερική του βούληση να βάλει το δικό του ταπεινό λιθαράκι στο οικοδόμημα του δημόσιου οφέλους. Τότε με την σειρά μας όλοι εμείς οι ταπεινοί και απλοί πολίτες θα πούμε με περηφάνια: ιδού οι άνθρωποι που ανέλαβαν θέση όχι με απλή επιδίωξη τον μισθό της θέσης, αλλά με μοναδικό οδηγό της συνείδησης και της ψυχής τους την φιλοπατρία.

Τα γεγονότα δείχνουν καθαρά ότι τινές δεν θέλουν να καταλάβουν – για την ακρίβεια δεν το αντέχουν – ότι το κράτος ΔΕΝ είναι δικό τους κληρονομικό αμπέλι, αλλά κτήμα όλων ημών των πολιτών, υπερήφανο γενεών απόκτημα μέσα από τους αγώνες του λαού μας κατά της αποικιοκρατίας.

Κατά συνέπεια όταν οι μισθοί πολιτειακών ξεπερνούν καταθλιπτικά τον μέσο όρο του μισθού των ταπεινών, όμως μεγαλειωδών ανθρώπων μας, τότε σαφώς δεν τους εκπροσωπούν, αφού απλά δεν είναι σαν και αυτούς αλλά πλησιέστερα ανήκοντες στην παρέα των τριάκοντα τυρράνων.

  • Όμως οι «τινές» ας θυμηθούν λίγη ιστορία, για τον βασιλιά της Αθήνας Κόδρο, όταν το 1068 π.χ. προκάλεσε εθελούσια τον θάνατο του, ώστε να επαληθευθεί χρησμός για νίκη των Αθηναίων.

  • Ας θυμηθούν τον αθάνατο βασιλιά των Ελλήνων Κωνσταντίνο Παλαιολόγο που ενώ στις 16 Μαϊου 1453 του ζήτησαν οι εχθροί να παραδοθεί και να παραδώσει μαζί την Πόλη, τάζοντας του, την με τιμές επάνοδο και ασφαλή επανεγκαθίδρυση του ως ανεξάρτητος ηγεμόνας του Μυστρά απάντησε: «πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ού φεισόμεθα της ζωής ημών» και προτίμησε να πολεμά στα τείχη της Πόλης ως απλός στρατιώτης πεθαίνοντας ηρωϊκά κερδίζοντας όμως την αθανασία στις καρδιές μας!

Όμως επίσης

  • Ας θυμηθούν και για τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα όταν το 514 π.Χ. πρωτοστάτησαν στην εξόντωση των τριάκοντα τυρράνων.

  • Ας θυμηθούν και για την αθώωση του Θησέα, από (το ευρισκόμενο δίπλα στο Δελφίνιο ιερό του Απόλλωνος), «Δελφίνιο δικαστήριο» για την σύγκρουση του και τον φόνο των κακοποιών Παλλαντίδων, με το καταληκτικό δικανικό σκεπτικό του δικαστηρίου ότι: «οι φόνοι αυτοί διεπράχθησαν επ΄αγαθώ όλων των πολιτών».

Την δεκαετία του 80 και ίσως παλαιότερα, ελέχθη στα ψιλά του τύπου ότι τινές ανώτατοι πολιτειακοί αξιωματούχοι είπαν στον φλογερό πατριώτη πρόεδρο Κυπριανού ότι, ξέρετε οι ανώτεροι υπάλληλοι σε μεγάλες ασφαλιστικές και σε τράπεζες παίρνουν πολλά λεφτά άρα και εμείς…

Και πάλι η απάντηση δεν θα μπορούσε να είναι απλούστερη διότι η αλήθεια επειδή …είναι η αλήθεια, ποτέ δεν θα πάψει να είναι απλή, διότι ού περί χρημάτων ποιούμεν τον αγώνα αλλά περί αρετής –

«Μα καλοί μου άνθρωποι, οι ιδιωτικές εταιρείες είναι εμπορικές επιχειρήσεις με απόλυτο σκοπό το κέρδος. Άρα καθόλου μα καθόλου δεν κολλά ο ανόητος και φτηνός αυτός συσχετισμός σας με την περίπτωση μας, αφού οι δημόσιες πολιτειακές θέσεις είναι στο άλλο άκρο της σύγκρισης αυτής ήτοι: πανίερες και πανσεβάσμιες θέσεις μάχης στην πρώτη γραμμή της κοινωνίας και εσείς είστε υπηρέτες της κοινωνίας στην πλάτη σας κουβαλώντας σταυρό μαρτυρίου τεραστίου βάρους. Επομένως πριν να μιλήσετε θα έπρεπε να ξέρετε ότι οι δημόσιες θέσεις δεν είναι καθόλου απλές και τυχαίες μακράν έχοντας ξεφύγει και μακρύτατα ευρισκόμενες από το κοινωνικό και απλό νομικό στάτους της «θέσης εργασίας» αφ΄εαυτών τελούσες ως τάξη της ανιδιοτελούς προσφοράς στην πατρίδα.

Συνεπώς,

αν θέλετε και άλλα λεφτά είστε τώρα σε λάθος θέση και καλά κάνετε να τρέξετε αμέσως και εσείς να γίνετε π.χ. ασφαλιστικοί υπάλληλοι ή π.χ. τραπεζικοί διευθυντικοί υπάλληλοι κ.λ.π. του ιδιωτικού τομέα, διότι με αυτά που λέτε βρίζετε σκαιότατα την ιερή πολιτειακή θέση και έκδηλα φαίνεται ότι δεν κάμνετε για την δημόσια αυτή θέση που κακώς τώρα κατέχετε.»

Τέταγμαι.

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι μας δείχνουν τον δρόμο και συνεπώς ας τους ακολουθήσουμε: είχαν βαθειά συνειδητοποιήσει το θέμα για το οποίο τώρα ενδιατρίβουμε, εξ ού και η κορυφαία κατά την άποψη μας απόφαση της εκκλησίας του δήμου των Αθηνών ώστε οι δέκα στρατηγοί (κάθε μέρα αναλάμβανε και ένας στρατηγός) οι οποίοι διοικούσαν τον στρατό τον Αθηναϊκό στρατό αμοίβοντο με λιγότερα χρήματα από τους κατώτερους από αυτούς αξιωματικούς του στρατού, με το μεγαλειώδες σκεπτικό της εκκλησίας του δήμου Αθηναίων:

«η ανώτατη στην στρατιωτική ιεραρχία θέση του στρατηγού είναι έπαλξη προσφοράς στην πατρίδα και όχι αιτία αποκόμισης οικονομικού οφέλους»

Και ας μην μας ωθήσει σε άκυρους συλλογισμούς η ευρεία απόσταση του χρόνου η οποία στις αφελείς και αβαθείς σκέψεις βρίσκεται στα δύο άκρα

  • είτε εξωραϊζοντας, εξιδανικεύοντας και ωραιοποιώντας τα πάντα,

  • είτε καταθλίβοντας τα όλα: μα τότε ήταν όλα τόσο χάλια ώστε τα ριάλια εν είχαν καμίαν αξία!

Μα βεβαίως και ήταν καλά και μάλιστα πολύ καλά ήταν τότε τα πράγματα και μάλιστα σε πολύ ανώτερο επίπεδο, χίλιοι λόγοι περισσότερο με την τότε διαβίωση των ανθρώπων εντός του λαμπρού Αθηναϊκού πολιτισμού. Αρα σε πολύ καλύτερες αναλογίες από το σήμερα. Συνεπώς βεβαίως και είχαν αξία τα χρήματα αφού οι αναλογίες ποτέ δεν παύουν να υπάρχουν. Μάλιστα μια μέρα ο δάσκαλος Σωκράτης απίστευτα εντυπωσιασμένος από την βόλτα του στην Αθήνα βλέποντας στην αγορά την απίστευτη πληθώρα εμπορευμάτων είπε: «μα πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσα, μα τόσα πολλά αγαθά στην αγορά!». Εκείνα όμως τα αγαθά π.χ. της εποχής του φιλόσοφου Σωκράτη θα έπρεπε να αποκτηθούν με το ανάλογο χρηματικό ποσόν, ήτοι με το αρχαιότερο νόμισμα στον κόσμο: την δραχμή.

Επομένως στο διάβα της ιστορικής διαχρονίας του ανθρώπινου γένους πάντοτε οι άνθρωποι είχαν και ανάγκη και ισχυρή τάση προς τα χρήματα.

Κάποιοι μάλιστα έφταναν μέχρι και τα άκρα:

ας πάρουμε παράδειγμα τον Εφιάλτη που έκανε ότι έκανε παραδίδοντας για τί άλλο από τα «ριάλια» στον Υδάρνη, την επί του όρους της Οίτης, μυστική «ανόπαιαν ατραπό» που (δήθεν) φύλατταν 700 ανέτοιμοι Θεσπιείς,

τον προδότη Λακεδαιμόνιο στρατηγό (για την ακρίβεια ναύαρχο του Αιγαίου) Ανταλκίδα που ενώ οι Ελληνες ήταν δαφνοστεφανωμένοι νικητές σε Μαραθώνες και Σαλαμίνες το 387π.Χ. διαρκούντος του Κορινθιακού πολέμου έλαβε Μηδικό (Περσικό) χρυσάφι για να παραδώσει στον Σατράπη την Περσίας Τιρίβαζο τα παράλια της Ιωνίας και την Κύπρο, καταγράφοντας με αποστροφή η ιστορία ότι έγιναν «οι νικημένοι νικητές και τα λιοντάρια σκλάβοι»,

τον Ιούδα με τα τριάκοντα αργύρια,

τον προδότη Σουλιώτη οπλαρχηγό Πήλιο Γούση, ο οποίος έλαβε πάρα πολλά χρήματα και μάλιστα σωρευτικά από δύο Τούρκικες προελεύσεις από τον γενίτσαρο Αλή πασά(Ιωαννίνων) και το Βελή πασά,

αλλά και τους καλυμμένους στο κεφάλι με χαρτοσακούλες προδότες της Ε.Ο.Κ.Α.

Ανά την διαχρονία του ανθρώπινου βίου τα χρήματα είχαν αξία και μάλιστα παλαιοτέρα ή και πολύ παλαιότερα τα πράγματα ήταν δυσκολότερα:

αν κάποιος δεν είχε χρήματα, τον ερχόμενο χειμώνα σίγουρα θα πέθαινε αφού δεν είχε την δύναμη να αγοράσει τρόφιμα, ενώ αν για να τα αγοράσει εδανείζετο από τοκογλύφο και δεν αποπλήρωνε το χρέος τότε ή θα επωλείτο ως δούλος ή θα έχανε και σπίτι και «χωραφούϊ». Αυτή η λίγο μακροσκελής ανάλυση είναι θεωρούμε επωφελής ώστε να μας βοηθήσει να μην έχουμε λανθασμένες περί του θέματος αυτού απόψεις!

Θεωρούμε επίσης υποχρέωση μας να καταγράψουμε ακόμη ότι για να μήν υπάρξει απολύτως καμία υποψία ή έστω πλάγιο υπονοούμενου για το σήμερα, αναφορικά με την κατά τα άλλα μεγαλειώδη ως άνω απόφασης του δήμου της Αθήνας για το θέμα των χαμηλότερων μισθών των Αθηναίων στρατηγών, ότι εκφράζουμε την απόλυτη εμπιστοσύνη και αγάπη μας προς τους ανώτατους αξιωματικούς του στρατεύματος μας, ήτοι ταξίαρχους, υποστράτηγους και αντιστράτηγους.

Αξίζει ακόμη από σεβασμό προς την ιστορία μας, στο σημείο αυτό να τιμήσουμε τον Αθηναίο στρατηγό Μιλτιάδη τον ανώτερο κατά την άποψη μας Ελληνα στρατιώτη και πολίτη, ως απόλυτα συνδεόμενο θέμα αλλά συνάμα και προς παραδειγματισμό και προς περηφάνια, όλων ημών των νεωτέρων Ελλήνων:

Το 490 π.Χ. την ημέρα που θα εγίνετο η μάχη του Μαραθώνα, ο ένας εκ των ως άνω δέκα στρατηγών, ο Μιλτιάδης, δεν είχε σειρά την μέρα εκείνη για να διοικήσει τον στρατό των Ελλήνων. Όμως κάλεσε τον άλλο της βάρδιας εν υπηρεσία συνάδελφο στρατηγό, να του δώσει την δική του σειρά. Ο άλλο στρατηγός δέχτηκε και έτσι ο στρατηγός Μιλτιάδης διοίκησε τις 11.000 στρατό των Ελλήνων έναντι των 100.000 Περσών πετυχαίνοντας την ουσιωδέστερη νίκη στην ιστορία του πλανήτη: ανέκοψε στον Μαραθώνα την πορεία των Περσών προς την Ελλάδα και Ευρώπη.

Σημείωση: σήμερα το ένα π.χ. τμήμα και το ένα π.χ. υπουργείο (όχι όλα/όλοι και το τονίζουμε) όχι μόνο δεν ζητά να ανταλλάξει θέση όπως τον Μιλτιάδη με σκοπό να επιτελέσει δημόσιο έργο/καθήκον ώστε να βοηθήσει την πατρίδα, αλλά δεν εκτελεί καν τα δικά του νομίμως διατεταγμένα και άμεσα καθήκοντα, λέγοντας «μα αυτό έννεν αρμοδιότητα μας, …εν τους άλλους, … μα όχι εν του άλλου τάδε υπουργείου τούτη η δουλειά…».

Συνεπώς το μεγαλείο των προγόνων μας πάντοτε επίκαιρο, πάντοτε ηθικής, εντιμότητας και φιλοπατρίας άσβηστος φάρος, ας διατηρηθεί γονιδιακά και πάντοτε ας υπαρκτό παραμείνει στις ψυχές μας, και ας μας φωτίσει, ας μας παραδειγματίσει και ας καθοδηγήσει τα του σήμερα βήματά μας!

Κοινωνικό συμβόλαιο

Ας προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε το πραγματικό νόημα της έννοιας «σύνταξη» μέσα από την σκέψη της φιλοσοφικής θεώρησης της πολιτειολογίας.

Το θέμα «πολιτεία» και «διοίκηση» (πολιτείας) δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί την μεγαλύτερη ιδεολογική αναζήτηση της κοινωνίας των πολιτών. Από την τιτάνια προσπάθεια της «πολιτείας του Πλάτωνα», του τετάρτου αιώνα π.Χ. καταλήγουμε μετά από σχεδόν 2200 χρόνια στο 1762μ. Χ. στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο» του Ζαν Ζακ Ρουσσώ.

Το «κοινωνικό συμβόλαιο» δεν ήταν καθόλου τυχαίο έργο, αλλά πνεύματος και σκέψης ώριμη πλέον μετεξέλιξη του αναζητητικού έργου «πολιτικοί θεσμοί» του Ρουσσώ.

Το ιδεολογικό κατασταλακτικό απαύγασμα του κοινωνικού συμβολαίου μας δείχνει απολυτρωτικά τον δρόμο της αλήθειας για το θέμα που εξετάζουμε:

«έκαστον άτομο συμφωνεί όπως εις όλα τα θέματα και εν παντί χρόνω το κράτος του κυβερνάται υπό της γενικής βουλήσεως

Εστιάζουμε την προσοχή μας στις δύο μαγικές καταληκτικές λέξεις: «γενικής βουλήσεως»!

Η σύνταξη των κοινωνικών ασφαλίσεων κοινωνικοοικονομικά και βεβαίως ομού πολιτειολογικά, είναι ένα «γενικής βουλήσεως» άγραφο συμβόλαιο εμπιστοσύνης και μια τιμής σύμβαση της κοινωνίας των ανθρώπων μεταξύ τους, με εντεταλμένο εκτελεστή το κράτος ώστε οι εν επαγγελματική ενεργεία άνθρωποι, να βάζουν χρήματα στο συγκεκριμένο ταμείο, όμως με την επέλευση του συντάξιμου ηλικιακού ορίου, τότε οι όροι να αντιστρέφονται και πλέον με την σειρά του το κράτος να αντικαταβάλλει σ΄αυτούς εκείνα τα χρήματα που βάσει της κοινωνικής αυτής συμφωνίας προηγουμένως έλαβε και επένδυσε.

Κάλλιστα μπορεί ακόμη να λεχθεί ότι η σύνταξη στην επακριβή εσωτερική και ηθική της έννοια, είναι η έκφραση αγάπης και ευγνωμοσύνης από την πλευρά των εν επαγγελματική ενεργεία γενεών προς την παρελθούσα γενεά η οποία έκτισε αυτό που εμείς σήμερα έχουμε.

Ετσι πλέον το κράτος ως εντολέας των πολιτών και ως εκφραστής και εφαρμοστής της ως άνω «γενικής βουλήσεως» παρέχει κάποια χρήματα στους απόμαχους του μεροκαμάτου συνταξιούχους, ώστε να ζούν αξιοπρεπώς (όσο γίνεται δηλαδή).

Συνεπώς η σύνταξη με την πρωταρχική και πρωτογενή της κοινωνική έννοια και στην βάση της φιλοσοφικής της αποστολής, έχει να κάνει με τους απόμαχους και τα όρια ηλικίας.

Πέραν όμως αυτών η «σύνταξη» βεβαίως ενεργοποιείται:

– για ύψιστους ανθρωπιστικούς λόγους ώστε να βοηθήσει τους συμπολίτες μας ανεξαρτήτως ηλικίας οι οποίοι ταλαιπωρημένοι από προβλήματα υγείας, ή αποκαμωμένοι ένεκα κάποιων ατυχιών ή αναδουλειάς ναι, λαμβάνουν μέσα από την σύνταξη αναπηρίας/ανικανότητας, επίδομα Ε.Ε.Ε. κ.λ.π. κάποια «βοηθήματα στήριξης» από την κοινωνία,

– με την «σύνταξη χηρείας» όταν η κοινωνία λέει «σας στηρίζω τώρα στα δύσκολα» προς εκείνους τους συμπολίτες μας που χάνουν τους ανθρώπους τους.

Ας έρθουμε όμως τώρα στα πολύ εύκολα που κάποιοι τα ονομάζουν δύσκολα:

Οταν κάποιος πολιτειακός της νομοθετικής/εκτελεστικής κ.λ.π. λειτουργίας ευδοκίμως αποχωρήσει λαμβάνει λέει ειδική βουλευτική σύνταξη/υπουργική σύνταξη/πολιτειακή προεδρική κ.λ.π.

Αυτή λοιπόν η ειδική «βουλευτική/υπουργική/πολιτειακού αξιωματούχου κ.λ.π.,» σύνταξη» ΔΕΝ έχει καμία σχέση

ούτε με το επελθόν γήρας,

ούτε με τυχόν τραγικές ατυχίες ή ατυχήματα ή άλλα αντικειμενικά αίτια που απαγορεύουν στον συγκεκριμένο άνθρωπο να εργαστεί ώστε να εξασφαλίσει τα προς το ζείν,

ούτε με την ανικανότητα λόγω προβλημάτων υγείας

ούτε και με την χηρεία.

Ποιά η λογική της σύνταξης αυτής; Ποιό το σκεπτικό της;

Κατ’ αρχάς όλα ξεκινούν από την επί τούτω σχετική νομοθεσία. Κάθε νόμος έχει έναν κοινωνικό σκοπό να επιτελέσει και κάποια ανάγκη της κοινωνίας να καλύψει, διαφορετικά ο νομοθέτης εν τη σοφία του δεν θα έμπαινε στον κόπο να χάσει χρόνο να τον κατασκευάσει και να τον επι-ψηφίσει δίνοντας του ζωή.

Αρα ο νόμος και ο κάθε νόμος κατέχει φέρουσες εσωτερικές ιδιότητες, στόχους και επιδιώξεις αλλά και συνάμα κέκτηται εξατομικευμένα χαρακτηριστικά: διάρκεια ζωής του νόμου, ζώνες και τομείς κάλυψης, εύρος και μέγεθος κάλυψης και εφαρμογής του νόμου, η λογική του νόμου, το γράμμα του νόμου, το πνεύμα του νόμου, ο σκοπός του νόμου, καταλήγοντας αναγκαστικά και μοιραία στην εκ μητρός προέλευση του νόμου. Και η «μήτηρ» του νόμου ως μεταφορικό σχήμα δεν είναι άλλη από το πραγματικό αιτιατό, δηλαδή ο λόγος για τον οποίο ήλθε στο φως.

Αιτία/σκοπός του νόμου αυτού.

Η λογική της αιτίας και του σκοπού είναι:

όταν π.χ. ο «Α» βουλευτής ή ο «Β» υπουργός ή π.χ. άλλος ανώτατος ή ανώτερος κ.λ.π. αξιωματούχος αποχωρήσει από την θέση προσφοράς στην κοινωνία ναι, να μπορεί στην πορεία να ζεί αξιοπρεπώς. Και αυτό διότι ο άνθρωπος αυτός όντως ήταν βουλευτής/υπουργός/πολιτειακός αξιωματούχος κ.λ.π. και δεν μπορεί η κοινωνία μας τώρα που αποχώρησε από το δημόσιο καθήκον να τον περιφρονήσει. Πρέπει να έχει ένα ανεκτό οικονομικό επίπεδο και ναι, να συνεχίσει να ζει σε ένα στάτους αξιοπρεπές.

Μέχρι εδώ συμφωνούμε(με επιφύλαξη των όσων ανωτέρω αναφέραμε για το οικονομικό ύψος του επιδόματος) διότι αν π.χ. ο άνθρωπος αυτός απόλυτα αφοσιωμένος ψυχή τε και σώματι με πίστη στο δημόσιο καθήκον του κυριολεκτικά τα έδωσε όλα και τώρα με την αποχώρηση του δεν έχει ήδη κτισμένο τίποτα ώστε να μπορεί να ασκήσει κάποιο επάγγελμα, ή έχει απολέσει με την απουσία του από το «παζάρι» τον κύκλο εργασιών/ πελατών ή δεν έχει στη πάντα αποταμιεύσεις…

τότε ναι, η κοινωνία δεν μπορεί να έχει «πετάμενο» αυτόν τον άνθρωπο σε οικονομική δίνη με καταρρακωμένη την προσωπικότητα μέσα από τυχόν οικονομική ανέχεια.

Συνεπώς ναι, θα πρέπει η κοινωνία από σεβασμό (και αυτό-σεβασμό) και προς την θέση και προς την προσφορά του, να εξασφαλίσει/ζει μια αξιοπρεπή ζωή(οικονομικά) στον άνθρωπο αυτό, αφού ούτως ή άλλως την προηγούμενη πολιτειακή του θέση εξακολουθεί τιμητικά να την φέρει και θα την φέρει ες αεί προσφωνούμενος (τουλάχιστον από αυτούς που ήταν ευχαριστημένοι από τον συγκεκριμένο) π.χ. ως «βουλευτής», ή ως «υπουργός», ή ως «έπαρχος», ή ως ανεξάρτητος αξιωματούχος, ή ως «πρόεδρος» κ.λ.π.

Να μήν πάθουμε δηλαδή όπως τον Βελισσάριο, τον μεγαλύτερο, ικανότερο και λαμπρότερο στρατηγό, αληθινό φύλακα του Βυζαντίου, ο οποίος κυριολεκτικά έφαγε την ζωή του σε εκστρατείες κατά των Δυτικών βαρβάρων και τον οποίο όμως ο Ιουστινιανός άφησε να πεθάνει στον δρόμο τυφλός και ζητιανεύοντας.

Ούτε όπως την Μαντώ Μαυρογένους που πέθανε πάμπτωχη και ξεχασμένη, ενώ για τον αγώνα του έθνους το 1821 ξόδεψε όλον τον απίστευτα τεράστιο προσωπικό της πλούτο,

ούτε και όπως τον Νικηταρά που πέθανε ακριβώς όπως ο Βελισσάριος – τυφλός και ζητιανεύοντας.

Συνεπώς δεν μπορεί ο δείνα πρώην υπουργός ή βουλευτής, κ.λ.π. απλός πλέον πολίτης σήμερα να μην έχει τα προς το ζείν ή να μην έχει αυτοκίνητο και να κυκλοφορεί πεζός ή με ποδήλατο – εκτός βέβαια και αν του αρέσει το ποδήλατο.

Όμως:

Εδώ τίθεται το μέγα θέμα, αυτό της αλήθειας:

Αν όμως ο συγκεκριμένος πρώην πολιτειακός αξιωματούχος με την αποχώρηση του από τα καθήκοντα του αποδεδειγμένα φαίνεται να κατέχει πολύ καλή δουλειά, με καλές απολαβές ή αποδεδειγμένα βρίσκεται σε καλή μέχρι και αρίστη οικονομική κατάσταση με π.χ. καταθέσεις, ακίνητα, προσωπική περιουσία κ.λ.π. τότε προς τί η βουλευτοϋπουργική κ.λ.π. σύνταξη; Τί θα εξυπηρετήσει η σύνταξη αυτή πέραν από την απληστία και την πλεονεξία; Είναι και κρίμα αλλά και συνάμα προσβολή σε πρόσωπα και θεσμούς.

Μιλήσαμε ανωτέρω για τον σκοπό, επιδίωξη και την «μητέρα» του νόμου για τον οποίο συζητάμε.

Με λύπη παρατηρούμε ότι ο νόμος αυτός ΔΕΝ βρίσκει κανένα απολύτως ηθικονομικοκοινωνικοοικονομικό πεδίο εφαρμογής ή συνταύτισης με τις ως άνω περιπτώσεις θλιβερά περιπλανώμενος στο κενό:

και αυτό διότι το κριτήριο απόδοσης της συγκεκριμένης μορφής σύνταξης πρέπει να είναι η πραγματική και αληθινή ανάγκη του συγκεκριμένου ατόμου.

Συνεπώς θεωρούμε ότι τα χρήματα αυτά αδίκως και προσβλητικά για τον εαυτό του θα τα λαμβάνει, κάποιος των ως άνω παραδειγμάτων μας ως λάθρα εισχωρήσας την συγκεκριμένη παρέα, αφού χωρίς ηθικά καμία κοινωνική εντολή, λαμβάνει κάποια ποσά ΟΧΙ διότι τα έχει όντως ανάγκη, αλλά απλά για να ζει πολυτελέστερα και να αποταμιεύει ακόμη περισσότερα( μα για ποιόν άραγε λόγο, να τα κάνει τί;) ωσάν να πρόκειται να μην πεθάνει ποτέ.

Το πολύ άσχημο όμως είναι ότι:

την ίδια στιγμή κάλλιστα θα μπορούσαν να δοθούν αυτά τα χρηματικά ποσά από το ταμείο του κράτους – δηλαδή το ταμείο ΟΛΩΝ ημών των πολιτών – σ΄αυτούς τους ανθρώπους που ζούν ανάμεσα μας και ναι, έχουν πραγματική(τραγική θα λέγαμε) ανάγκη τα χρήματα αυτά.

Συμπέρασμα:

ΥΠΟΒΟΛΗ/ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ των πολιτειακών να κατατίθεται διά νόμου από τα πρόσωπα αυτά ενόρκως, εμπεριστατωμένη και πλήρης περιουσιακή κατάσταση και οικονομικών στοιχείων με την συνολική ετήσια εισοδηματική οικονομική καθώς και η περιουσιακή εν γένει εικόνα τους. Αν η ολική αυτή εικόνα μέσα από εισόδημα, τραπεζικές καταθέσεις, ακίνητα, απολαβές από ακίνητα, και άλλα στοιχεία που θα μας αναλύσουν και διαφωτίσουν προς τούτο οι λογιστές, ξεπερνά ένα συγκεκριμένο ποσό(το οποίο μετά από κοινωνική συναίνεση θα καθοριστεί) τότε λοιπόν ΝΑ ΜΗΝ δίδεται αυτού του είδους η σύνταξη.

Για να είμαστε μάλιστα και σαφείς και ταχείς εισηγούμαστε το ποσόν των 20.000 ετησίως και ας μην φανεί σε κανένα συμπολίτη μας υπερβολικό. Το ποσό αυτό είναι ήδη και πολύ υψηλό/αστρονομικά υψηλό, διότι στην συντριπτική πλειοψηφία τους οι συνάνθρωποι μας αμείβονται με 500- 800 Ευρώ μηνιαίως και ζουν μάλιστα ολόκληρη οικογένεια, δηλαδή με 6.000-8000 ετησίως και συνεπώς

  • ας προσπαθήσουν τινές εκ των πρώην πολιτειακών – απλά για να καταλάβουν τι επιτέλους γράφουμε – να μπούν έστω φανταστικά, έστω εικονικά και ονειροπαρμένα για λίγες στιγμές στην θέση των ανθρώπων αυτών,

  • αν επιμένουν να θεωρούν ότι τα ανωτέρω αυτά ποσά είναι χαμηλά ή άκρως χαμηλά γι’ αυτούς, τότε απλά εν κάμνουν (δηλαδή εν έκαμναν) για τον πιό απλό λόγο, ότι αν δεν δεχτούν να μετέχουν και αυτοί στα ποσά των απλών ανθρώπων, άρα δεν είναι σαν αυτούς που (δεν) τους εκπροσωπούσαν,

  • κατά συνέπεια αν δεν αποδεκτούν την ως άνω πρόνοια τότε πώς άραγε εκπροσωπούσαν την κοινωνία των πολιτών αφού με δεδομένο της λογικής ότι «ο όμοιος εκπροσωπεί τον όμοιο και ποτέ τον ανόμοιο» άρα αφού είναι ανόμοιοι, συνεπώς δεν εκπροσωπούσαν τους ανθρώπους που τους διόρισαν στην θέση, αλλά απλά επεριπαίζαν τους.

Εξ άλλου ο ως άνω έλεγχος στοιχείων ΗΔΗ συμβαίνει, ως δεδομένη εν ενεργεία τακτική, αφού για να δοθούν μερικά σεντ σε φτωχούς συνταξιούχους και λήπτες Ε.Ε.Ε. πρέπει οι άνθρωποι αυτοί να υποβάλουν ούκ ολίγα στοιχεία. Γιατί δηλαδή αυτή η διαδικασία αυτή να μήν ισχύσει και στην περίπτωση που εξετάζουμε δηλαδή τους πρώην πολιτειακούς; Και αν τυχόν αυτό, το βρούν οι συγκεκριμένοι ως υπερβολικό ή «άδικο» μέτρο τότε γιατί προηγουμένως το ψήφισαν/εφάρμοσαν για την περίπτωση αυτή των ως άνω φτωχών συμπολιτών μας; Μήπως επειδή ήταν «για τους άλλους» και όχι «για μας»;

Ερώτηση:

ποιός ο κοινωνικός σκοπός για έναν πρώην βουλευτή ή υπουργό ή πρόεδρο πολύ ευκατάστατο άνθρωπο (π.χ. λογιστή, δικηγόρο, εκπαιδευτικό, γιατρό) αφού η ζωή και κυρίως η τύχη ήδη τον ευνόησε απλόχερα χαρίζοντας του πλούτο, να λαμβάνει και από πάνω πολιτειακή σύνταξη(χωρίς λόγο) όταν άλλοι λιγότερο τυχεροί συνάνθρωποι μας δεν έχουν να φάνε;

Τί εξυπηρετεί αυτή η σύνταξη πέραν από το να εξευτελίζει τον ίδιο τον άνθρωπο και κατ΄επέκταση να αυτοεξευτελίζεται αυτός που αποδέκτηκε αυτά τα χρήματα;

Συνεχίζοντας τον συλλογισμό αυτό καταλήγουμε ότι αυτός ο εξευτελισμός ετεροχρονισμένα και αναγωγικά επιστρέφει κατά μαχητό τεκμήριο (το οποίο ισχύει μέχρι να «σπάσει»/καταρριφθεί αν βέβαια ποτέ καταρριφθεί για κάθε μια προς εξέταση περίπτωση) προς τα πίσω ήτοι

προς τις στιγμές της υπηρεσίας του ανθρώπου αυτού ώστε καταληκτικά ακυρώνοντας και εκμηδενίζοντας την προσφορά του αφού η τωρινή του κατάσταση και η τωρινή του συμπεριφορά διαλαλεί πως ότι έκαμε τότε το έκαμε για τα ριάλια της υστεροφήμου σύνταξης άρα η προφορά του ήταν εξ υπαρχής άκυρη καθώς ετύγχανε μολυσμένη(πάντοτε κατά το ως άνω επιδεχόμενο κατάρριψης μαχητό τεκμήριο) με το στοιχείο της ιδιοτέλειας και σκοπιμότητας αφού δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ποτέ ότι «τα στερνά τιμούν τα πρώτα».

Ας αντιπαρέλθουμε ακόμη και τις τελευταίες ενστάσεις: αν λεχθεί ότι η π.χ. βουλευτοϋπουργική/πολιτειακή/κρατική κ.λ.π. και κάθε άλλης αποδοθείσας επωνυμίας σύνταξη, αποτελεί «χαριστική αμοιβή» -βλέπε πλάγια/πονηρή και υπόγειας μορφής αμοιβή – και να μην ξεχνάμε ότι οι επιτήδειοι μπορούν πάντοτε και για το κάθε τι να βρούν και χίλιες επιτήδειες λέξεις μέχρι π.χ. το επίδομα γραβάτας, π.χ. επίδομα κεραστικών, π.χ. επίδομα προπέλλας) για πολιτειακό άτομο και άρα ως χαριστική τοιαύτη άρα υπόκειται εις «ασυλία» τότε τα πράγματα γι΄αυτούς θα είναι ηθικά χίλιες φορές χειρότερα, διότι απλά η προσφορά στην πατρίδα όταν ειδωθεί ηθικά:

δεν πρέπει να επαινείται,

δεν πρέπει να αμείβεται,

δεν πρέπει ως χρηματικό/ή οικονομικό δάνειο να επιστρέφεται ως κατά «χαριστικό» τρόπο με υλικά στοιχεία.

Και αυτό διότι η υπηρεσία σ’ αυτή την θέση, είναι αγνή, έντιμη, και ανιδιοτελής τάξη (από το ρήμα τάσσομαι/εξ ού ταγμένος) προσφοράς στην πατρίδα, χωρίς επιδίωξη αποκόμισης οικονομικού οφέλους.

Εν κατακλείδι

Ας μήν διαφεύγει καλοί μας συμπολίτες ούτε δευτερόλεπτο από την σκέψη μας, ότι αυτές ειδικά τις στιγμές που διανύουμε στην πατρίδα μας υπάρχουν άνθρωποι που κυριολεκτικά δυσπραγούν και αυτό εξ αιτίας εσωτερικών μεν αιτίων και ευθυνών, αλλά και ένεκα εξωγενούς επήρειας από το παγκοσμίου εμβελείας εγκληματικό σύστημα και της συνδεόμενης εκστρατείας να στεριωθεί μέσα από τις αόρατες δυνάμεις του κακού η «νέα τάξη πραγμάτων» λες και λάβαμε εξ ουρανού απόλυτες εγγυήσεις ότι η τάξη αυτή θα είναι καλύτερη της υφιστάμενης.

Αρα ας μήν μας περιπαίζουν συνεπώς κάποιοι …μεγαλόψυχοι της παρέας του συστήματος. Αν τυχόν αισθάνονται την επιθυμία να δίδουν «χαριστικές αμοιβές» στην παρέα, τότε-

α) ας εξαντλούν την μεγαλοψυχία τους παρέχοντας τις, με δικά τους προσωπικά χρήματα και όχι με τα χρήματα της κοινωνίας των ανθρώπων μας που δοκιμάζεται.

β) ας τις παραχωρήσουν σε ταλαιπωρημένους συνανθρώπους μας π.χ στους λήπτες επιδομάτων ασθενείας, στους άτυχους και ναυαγούς της ζωής, δηλαδή σε όλους αυτούς που ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ, έχουν απόλυτη ανάγκη τις ηθικά όντως «χαριστικές» αυτές παροχές.

Συνεπώς ας μήν

προκαλούμε τους ανθρώπους μας… με άκυρες πράξεις ηθικής πλεονεξίας.

«Το χρήμα και η εξουσία δεν φθείρουν – αποκαλύπτουν»

«Η θέση πρέπει να ζητά τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος την θέση»

«Οσο ταπεινώνεσαι ενώπιον των ανθρώπων τόσο εξυψώνεσαι ενώπιον του Κυρίου

Σημείωση:

Το παρόν άρθρο εγράφη ως ηθική υποχρέωση και ως κοινωνίας βοώσα εντολή στην ψυχή του γράψαντα, με μοναδικό στόχο να λεχθούν και να καταγραφούν θέματα που δεν είναι αποδεκτά από την κοινωνία των ανθρώπων μας, μέσα από μια ταπεινή, καλόπιστη και «απρόσωπη» προσπάθεια, μικρό λιθαράκι ώστε να βελτιωθούν τινά της πολιτείας πράγματα. Συνεπώς τα γραφόμενα μας αποτελούν αναφορές απρόσωπου και κοινωνικοακαδημαϊκού χαρακτήρα ως υποβολές για να γίνει η κοινωνία μας καλύτερη. Ο συγγράψας δεν κατέγραψε ούτε και μια λέξη από υστεροβουλία ή επί τούτω, ούτε βεβαίως και έχει οτιδήποτε το προσωπικό με οιονδήποτε των τέως ή νυν πολιτειακών και μάλιστα με τινές εξ αυτών διατηρεί φιλία και τρέφει γι’ αυτούς εκτίμηση.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , , , ,