Είναι γνωστό ότι Πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου της νεοσυσταθείσας Κυπριακής Δημοκρατίας για την περίοδο 1960-1964 διετέλεσε ο Γερμανός Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Ernst Forsthoff.
Όπως λέγεται με αρκετή γλαφυρότητα ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, έτσι ο διορισμός του Καθηγητή Forsthoff οφείλεται στο άρθρο 133 του Κυπριακού Συντάγματος, το οποίο προβλέπει την ίδρυση ενός Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο θα αποτελείται από ένα Έλληνα, ένα Τούρκο και ένα ουδέτερο Δικαστή, ο οποίος δεν δύναται να είναι υπήκοος ή πολίτης της Δημοκρατίας ή του Βασιλείου της Ελλάδος ή της Τουρκικής Δημοκρατίας ή του Ηνωμένου Βασιλείου και των αποικιών αυτού. Φυσικά, η παράγραφος 6 του άρθρου 133 του Κυπριακού Συντάγματος απαιτεί όπως «ο Πρόεδρος και οι λοιποί δικασταί του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου διορίζονται επιλεγόμενοι μεταξύ νομομαθών ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου.»
Το τελευταίο αυτό σημείο ακριβώς ήταν που πρόβαλε και αμφισβήτησε το ειδησεογραφικό περιοδικό Der Spiegel, σε δημοσίευμα του την 05/10/1960, με τίτλο Gefahr für alle“ (Κίνδυνος για όλους), το οποίο ξεκινούσε με την γνωστή φράση του Alexis de Tocqueville, που αναφέρει ότι «Διαπίστωσα μέσα από τις ιστορικές μου έρευνες ότι σε όλα τα πολιτισμένα κράτη, δίπλα από ένα Δεσπότη, ο οποίος διοικεί, σχεδόν πάντα υπάρχει ένας νομομαθής, ο οποίος φέρει τις αυθαίρετες του επιθυμίες σε μια τάξη και σε αρμονία μεταξύ τους». To άρθρο αυτό αφορά τη μετάφραση ορισμένων βασικών σημείων του εν λόγω άρθρου. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι δεν παρατίθεται ολόκληρο το άρθρο αλλά μέρη που παρουσιάζουν, κατά την (υποκειμενική) άποψη του συγγραφέα κάποιο ενδιαφέρον, όπως δηλώσεις αξιωματούχων της Κυπριακής Δημοκρατίας, το παρασκήνιο της επιλογής και τις θέσεις του Καθηγητή Forsthoff, όπως τις συγκέντρωσε το Der Spiegel.
Αφορμή για την κριτική αυτή του Der Spiegel ήταν το παρελθόν του Καθηγητή Forsthoff και συγκεκριμένα οι θέσεις που εξέφρασε στο πιο γνωστό ίσως βιβλίο του, το Der totale Staat, στο οποίο αναφέρει ότι η «Η Ελευθερία είναι πολιτικά δυσφημισμένη, αφού την εξισώνει κανείς με την ατομική ελευθερία, με την εξασφάλιση του ατόμου απέναντι στην επέμβαση του κράτους. Αυτή η ελευθερία είναι ξεπερασμένη». Για την ανάληψη της εξουσίας από τον Αδόλφο Χίτλερ αναφέρει ότι «υπηρετούσε την επίτευξη της εξόντωσης των ξένων που ως ένα είδος ξένο δεν μπορούσε να γίνει πλέον ανεκτό.» Οι Εβραίοι «ως ένα είδος ξένο προς τον εδαφικό και πνευματικό ζωτικό χώρο του λαού». Για την γνωστή Führerprinzip ανέφερε ότι «είναι μια μορφή διακυβέρνησης, η οποία εξαιτίας της καινοτομίας της δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή με τα παραδοσιακά κριτήρια.» και είναι «τόσο δύσκολο να εξηγήσουμε το Σύνταγμα του Εθνικοσοσιαλιστικού κράτους σε ξένους».
Η αντιπολίτευση στη Κύπρο, δεν υποδέχτηκε το διορισμό του Καθηγητή Forsthoff χωρίς την άσκηση κριτικής. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά σε δηλώσεις του γνωστού Δικηγόρου της εποχής Σαβεριάδη, ο οποίος δήλωσε ότι «Με εκπλήσσει το γεγονός ότι ένας Ναζί, θα διαφυλάσσει την ελευθερία των ανθρώπων στη Δημοκρατία». Ο Καθηγητής Forsthoff είδε μάλιστα την εκλογή του ως μια «απόδειξη για την ισχύ που απέκτησε το γερμανικό κράτος δικαίου στο εξωτερικό».
Την επιλογή του Καθηγητή Forsthoff καταλογίζει το περιοδικό σ’ ένα εκ των συγγραφέων του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, το Καθηγητή Θεμιστοκλή Τσάτσο, ο οποίος γνώριζε τον Καθηγητή από τα φοιτητικά του χρόνια στη Χαϊδελβέργη της Γερμανίας, όπου και οι δύο ήταν μαθητές του Συνταγματολόγου Carl Schmitt και τους οποίους συνέδεε βαθιά φιλία, σε τέτοιο βαθμό που το περιοδικό αναφέρει ότι ο ίδιος ο Θεμιστοκλής Τσάτσος ταξίδεψε στη Κύπρο για να υποστηρίξει το διορισμό του Καθηγητή Forsthoff στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ο Ιωάννης Κληρίδης δήλωσε μάλιστα για το διορισμό του Καθηγητή «ότι αποτελεί μια πραγματική προστασία».
Αξιοσημείωτο είναι ότι το Der Spiegel καταλογίζει άγνοια στη Κύπρο, αφού αφορμή για την γνωστοποίηση του «σκοτεινού» παρελθόντος του Καθηγητή αποτέλεσε ένα άρθρο της Daily Express καθώς και μια δήλωση του Καθηγητή Ernst Fraenkel, ο οποίος αποκάλεσε το διορισμό ως ένα «Διεθνές Σκάνδαλο». Η Εφημερίδα Χαραυγή ανέφερε ότι ο «συνδυασμός του ναζιστικού παρελθόντος του Καθηγητή με το γεγονός ότι αποτελεί ένα εξαιρετικό Νομικό, τον καθιστούν επικίνδυνο για τους Κύπριους», ενώ η Εφημερίδα «Εθνική» ανέφερε «Όταν οι Ναζί θέλουν να βρουν δουλειά εκτός της Γερμανίας, δεν πρέπει να απασχολούνται στη Κύπρο». Το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εξωτερικών ανέλαβε δράση για να εμποδίσει τη παραμονή του Forsthoff στη θέση του, είτε παροτρύνοντας τον να παραιτηθεί, είτε μέσω διαβημάτων στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, κάτι το οποίο δεν κατέστη δυνατό. Το ΑΚΕΛ φέρνοντας το θέμα στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ήγειρε την ακαταλληλότητα του Καθηγητή να διατελέσει Πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου για το λόγο ότι δεν κατείχε καμία από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας, ενώ ήθελε να κρατήσει παράλληλα την έδρα του στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης.
Ο Forsthoff υποστήριζε το «σκοτεινό» του παρελθόν, αναφέροντας ότι το βιβλίο του Der totale Staat αντιμετωπιζόταν εχθρικά από το ναζιστικό κόμμα αλλά και ότι ο ίδιος «προπαγάνδιζε» υπέρ ενός απόλυτου κράτους για να προειδοποιήσει για τους κινδύνους ενός «απόλυτου κόμματος». Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου σε ραδιοφωνικό σταθμό, όπως τις παρουσιάζει το Der Spiegel όπου ανέφερε ότι «Οι επιθέσεις εναντίον του Forsthoff αποτελούν ντροπή ενάντια στο Θεό.», ενώ σε κάποιο άλλο σημείο ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ανέφερε ότι «θα ήταν άδικο να λάβουμε υπόψη μας αυτό το έργο (εννοεί το Der totale Staat) για να χαρακτηρίσουμε τον Καθηγητή ως Ναζιστή». Το Der Spiegel εικάζει ότι μάλλον ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος είχε πειστεί ότι κατά κάποιο τρόπο ο Καθηγητής μετάνιωσε για το μέλλον του Αρχιεπισκόπου.
Το άρθρο κλείνει κάπως ειρωνικά, αναφέροντας ότι σε περίπτωση που ο Καθηγητής απωλέσει το αξίωμα του στη Κύπρο μπορεί να συνεχίσει να είναι Δικαστής, αφού ήδη πριν το διορισμό του είχε διοριστεί ως Δικαστής στο Διοικητικό Δικαστήριο της Βάδης-Βυρτεμβέργης.
Ο διορισμός του Forsthoff στο Συνταγματικό Δικαστήριο διήρκησε τρία χρόνια, αφού το Μάιο του 1963, κατόπιν διαβουλεύσεων με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο αποφάσισε να παραιτηθεί. Όπως αναφέρει σε σχετικό δημοσίευμα του το Der Spiegel, ημερομηνίας 5/06/1963 με τον τίτλο Zypern/Forsthoff – Rücktritt, Unter Druck (Παραίτηση υπό πίεση), ο Καθηγητής δήλωσε ότι «Η παραίτηση μου οφείλεται σε προσωπικούς λόγους και σε λόγους λειτουργικότητας του Δικαστηρίου». Σύμφωνα με το περιοδικό, κατά τη διάρκεια της θητείας του ο Καθηγητής εξέδωσε αποφάσεις σε πέραν των 200 υποθέσεων.
Ενδιαφέρουσα θα ήταν και η μελέτη του κυπριακού τύπου, της εποχής, ώστε να εξεταστεί, πέραν των όσων αναφέρει το Der Spiegel η αντίδραση κομμάτων και πολιτικών παραγόντων της εποχής αλλά και αξιωματικών, κάτι για το οποίο επιφυλασσόμαστε.
Αναλυτικά τα δύο άρθρα στη γερμανική εφημερίδα Der Spiegel :