Το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης στην Κύπρο παρουσιάζει από καιρό αδυναμίες. Προβάλλει, επομένως, επιτακτικά η ανάγκη να ληφθούν διορθωτικά μέτρα. Το πράγμα επείγει και χρειάζεται να προχωρήσουμε. Αυτό όλοι το αντιλαμβανόμαστε. Εκφράστηκαν όμως επιφυλάξεις και το πράγμα οδηγήθηκε σε εκ νέου συζήτηση. Η ανησυχία που ανακύπτει από αυτή την εξέλιξη είναι κατά πόσο οι όποιες αλλαγές στις υφιστάμενες προτάσεις θα μπορούσαν να συμφωνηθούν σύντομα, αφού η ανανέωση του συστήματος δεν σηκώνει καθυστέρηση. Η εμπειρία του παρελθόντος δείχνει, κατά την άποψη μου, ότι δεν μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι για γρήγορη κατάληξη.
Εισήχθη στην Κύπρο επί αγγλοκρατίας το πιο προηγμένο τότε σύστημα απονομής δικαιοσύνης στον κόσμο. Έπειτα, το 1960, με την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και το σύνταγμα στην κορυφή, επήλθε μια νέα, πληρέστερη δικαστηριακή δομή χωρίς ωστόσο ουσιαστική μεταβολή στη βάση της πυραμίδας. Το ίδιο εμπλουτίστηκε και το δίκαιο, με επέκταση του σε νέους τομείς. Το 1964 ακολούθησε νέα μεταβολή, κατ’ επίκληση του δικαίου της ανάγκης, με τη θέσπιση του ζωτικού περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου. Σε διάφορες άλλες πτυχές το σύστημα επίσης δεν παρέμεινε στάσιμο. Κάθε σύστημα πρέπει να συμβαδίζει με τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές ανάγκες, και το δικό μας δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Έγιναν λοιπόν βαθμιαία αλλαγές τόσο στο δίκαιο, σε όλα τα επίπεδα, όσο και στη διάρθρωση των δικαστηρίων και, βέβαια, αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των δικαστών. Στη σκέψη όλων των αρμόδιων φορέων ήταν πάντοτε η βελτίωση του συστήματος ώστε να καταστεί πιο αποτελεσματικό, κυρίως με τη μείωση των καθυστερήσεων στην εκδίκαση υποθέσεων. Παράλληλα με τον κύριο κορμό των Επαρχιακών Δικαστηρίων, ιδρύθηκαν παλαιότερα τα δικαστήρια ειδικής δικαιοδοσίας για θέματα Εργατικού, Στρατιωτικού, Ενοικιοστασίου και Οικογενειακού δικαίου, και πιο πρόσφατα το Διοικητικό Δικαστήριο και το Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Τροποποιήθηκαν συγκεκριμένες Διαταγές των Θεσμών, και εισάχθηκαν oi Κανονισμοί Εφέσεων σε πολιτικές και ποινικές εφέσεις. Συγκεκριμένη αναφορά μπορεί χρήσιμα να γίνει και στον Περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμο του 2010, ο οποίος μέσω των άρθρων 7 και 8 επίσης στόχευε στην αντιμετώπιση του προβλήματος των καθυστερήσεων.
Οι αλλαγές ήταν πολλές αλλά ποτέ αρκετές. Ως επί το πλείστον γίνονταν μόνο κατά το ελάχιστο, ώστε να αποσοβηθεί κάποια κρίση, θεσμική ή άλλη. Η έλλειψη επαρκούς εκσυγχρονισμού συνδεόταν, σχεδόν πάντοτε, όχι με αδιαφορία ή μη αναγνώριση της επιτακτικής ανάγκης για λήψη μέτρων αλλά κυρίως με την κατά καιρούς αντίληψη περί περιορισμένης οικονομικής δυνατότητας, ενώ ταυτόχρονα επικρατούσε αβεβαιότητα ως προς το τι θα μπορούσε να ήταν εφικτό και αποτελεσματικό χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ακεραιότητα του συστήματος. Τελικά, ως προς το δεύτερο, ίσως η εφεκτικότητα να απέβη πιο ζημιογόνα από τα όποια συνακόλουθα προβλήματα, που ενδεχομένως να παρουσιάζονταν από ένα εκ βάθρων εκσυγχρονισμό.
Διεξαγόταν κατά διαστήματα εντατικός διάλογος μεταξύ του Ανωτάτου Δικαστηρίου, της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας, με συμμετοχή και του δικηγορικού κόσμου, για εξεύρεση τρόπων ανασυγκρότησης του συστήματος. Μπροστά στο ενδεχόμενο θεμελιακής μεταρρύθμισης, εκδηλώνονταν πάντοτε διάφοροι ενδοιασμοί και χρειαζόταν πάντοτε περισσότερος και ακόμα περισσότερος χρόνος. Ο διάλογος οδηγούσε σε αποτέλεσμα μόνο εφόσον, όπως ανέφερα, προέκυπτε κάποια συγκεκριμένη, αδήριτη ανάγκη για αλλαγή. Κατά το ίδιο διάστημα, στην Αγγλία σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες και σε άλλες μακρινές γίνονταν άλματα, χωρίς ωστόσο πουθενά να μπορεί η οποιαδήποτε λύση να είναι οριστική, ώστε να μην απαιτείται και άλλη στη συνέχεια. Επομένως χρειάζονται, παντού και πάντοτε, μηχανισμοί παρακολούθησης, συζήτησης και παρέμβασης για έγκαιρη αναβάθμιση.
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η μακρά καθυστέρηση στη διεκπεραίωση δικαστικών υποθέσεων, η οποία παρατηρείται σε όλες τις δικαιοδοσίες, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί επαρκώς με τη σημερινή διάρθρωση του νομικού μας συστήματος και ότι, επομένως, δικαιολογούνται δραστικά μέτρα σε διάφορα μέτωπα. Η υπέρμετρη καθυστέρηση στη διεκπεραίωση υποθέσεων, και η ανεπάρκεια των μέτρων εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων έχει δικαιολογημένα επιφέρει την έντονη απαρέσκεια του κοινού. Αυτό εκφράζεται τόσο με τη διστακτικότητα πολλών πολιτών να προσφύγουν στα δικαστήρια, όσο και με έντονη κριτική που ασκείται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης. Θεωρώ ότι έχει εμπεδωθεί πια η αντίληψη ότι για την αντιμετώπιση του προβλήματος, και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού, απαιτούνται ριζικές αλλαγές.
Η προτεινόμενη μεταρρύθμιση του νομικού συστήματος θα μπορούσε ενδεχομένως, παρά τις όποιες αδυναμίες της, να αποτελέσει ένα πρώτο βήμα προόδου και να συμβάλει άμεσα στην προσπάθεια για την αποκατάσταση εμπιστοσύνης. Η σύσταση Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, τριτοβάθμιου Ανωτάτου Δικαστηρίου και νέου Εφετείου, η δημιουργία Εμπορικού Δικαστηρίου, η περαιτέρω σημαντική αύξηση του αριθμού των δικαστών και η διεύρυνση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, θα δώσουν πνοή σε ένα σύστημα που δεν μπορεί πλήρως να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες. Το νέο σύστημα θα αναδειχθεί ακόμα περισσότερο με την εισαγωγή νεότερων θεσμών πολιτικής δικονομίας, την εισαγωγή ψηφιακής δικαιοσύνης, την επανεξέταση της διαδικασίας διορισμού δικαστών και την προσφάτως εξαγγελθείσα πρόθεση για δημιουργία δικαστηρίου εκδίκασης μικρών διαφορών. Ήδη υπήρξε μια θετική εξέλιξη με τη δημιουργία σχολής δικαστών. Επιπρόσθετα, χρειάζεται να προωθηθεί ταχέως η αναδιάρθρωση του τρόπου εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων.
Εκδηλώνονται σοβαρές αντιρρήσεις ως προς τη μορφή των μέτρων, είτε γενικότερα είτε σε επί μέρους σημεία. Χρειάζεται βέβαια να εξαντληθεί ο διάλογος, αλλά θα πρέπει συνάμα να γίνει δεκτό ότι δεν μπορεί να μην τίθενται όρια. Το πράγμα επείγει. Η πολυφωνία είναι ευεργετική ως μέσο διακρίβωσης της ενδεδειγμένης πορείας για τη μεταρρύθμιση, αλλά αποβαίνει αντιπαραγωγική όταν απολήγει σε αμηχανία, όταν διατηρεί την αδράνεια.
Τα τελευταία χρόνια, υπήρξε διαβούλευση μεταξύ των εμπλεκομένων φορέων με σκοπό την εξεύρεση τρόπων βελτίωσης του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης. Ορισμένες από αυτές τις διεργασίες δημοσιοποιήθηκαν, όμως με γενικότητα και όχι στη λεπτομέρεια τους. Κατά τη γνώμη μου, μια πληρέστερη ενημέρωση θα συνέβαλλε θετικά, θα οδηγούσε ευκολότερα και ταχύτερα σε λύση. Η έλλειψη ενημέρωσης οδηγεί συχνά σε ερωτηματικά ή ακόμα και σε αμφισβητήσεις ως προς το κατά πόσο διερευνήθηκαν επαρκώς όλα τα ενδεχόμενα. Μου φαίνεται ότι η δικαστική εξουσία, η οποία διατηρεί επί του ζητήματος βαρύνοντα λόγο, έχει μια ιδιαίτερη ευθύνη επικοινωνίας προς ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας του κοινού. Είναι αξιοπαρατήρητο ότι στην Αγγλία, με την οποία το σύστημα μας έχει την πιο στενή σχέση, η δικαστική εξουσία τοποθετείται με επίσημες δηλώσεις, αλλά και μετέχει με ομιλίες, διαλέξεις και άρθρα δικαστών σε θέματα που άπτονται του συστήματος και του τρόπου βελτίωσης του.
Στην προσπάθεια αναβάθμισης του συστήματος και αποκατάστασης της εμπιστοσύνης του κοινού, επιβάλλεται να υπογραμμιστεί και ο ρόλος του ΠΔΣ. Η επιρροή την οποία μπορεί να ασκήσει συναρτάται από τη διεκδικητικότητα του, αλλά κυρίως από τη σταθερότητα και τη σοβαρότητα με την οποία προβάλλει τις θέσεις του. Περιθώρια βελτίωσης πάντοτε υπάρχουν. Ο ΠΔΣ μπορεί να επωφεληθεί από κριτική. Παρατηρεί όμως κανείς ότι η κριτική που κάποτε ασκείται αποβλέπει όχι στην ενίσχυση του αλλά στη μείωση του κύρους και, κατ΄ επέκταση, στην εξασθένιση του ρόλου του. Αυτό πλήττει καίρια τον δικηγορικό κόσμο, όπως και το σύστημα γενικότερα.
Η ραγδαία αύξηση στη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η δημιουργία ιστοσελίδων νομικού περιεχομένου έχει δώσει την ευκαιρία σε συναδέλφους να εκφράζουν δημόσια απόψεις επί της μεταρρύθμισης και επί νομικών θεμάτων, και να ασκούν κριτική σε δικαστικές αποφάσεις. Ελπίζεται ότι αυτή η εξέλιξη θα συμβάλει στην ανάπτυξη της νομικής επιστήμης. Ο σκοπός επιτυγχάνεται όμως καλύτερα όταν δημιουργείται διάλογος. Ο δε διάλογος καθίσταται πιο αποδοτικός όταν η ελευθερία της σκέψης, αδέσμευτη από συμβιβασμό, μεταφέρεται με λόγο ήπιο, που προσιδιάζει σε ένα τομέα όπου η διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού στην απονομή της δικαιοσύνης, όποιες και αν είναι οι αδυναμίες της, αποτελεί ζήτημα ύψιστης προτεραιότητας. Κατά τη γνώμη μου, ενδείκνυται να αποφεύγεται ο μηδενισμός και η προσωποποίηση που μπορεί, εν τέλει, να οδηγήσει στην εξολοκλήρου απαξίωση ενός μέγιστου πολιτειακού αγαθού. Η νομική θέση που συνοδεύεται από εμπεριστατωμένη ανάλυση και, ενίοτε, από μόνο την ευγενική υπόδειξη, παραμένει το πιο ισχυρό όπλο.
Αν επικρατήσουν οι αντιρρήσεις στις προτάσεις που ετοιμάστηκαν ύστερα από επίπονες και μακρές προσπάθειες και συμβιβασμούς, το αποτέλεσμα θα είναι ότι τα προβλήματα και πάλι θα μετατεθούν σε βάθος χρόνου. Αν υιοθετείτο μέρος ή το σύνολο των εισηγήσεων των ξένων εμπειρογνωμόνων, όπως και κάποιες από τις εισηγήσεις που εκφράζονται από συναδέλφους, ίσως να εξασφαλιζόταν το ιδανικό. Όμως, θα πρέπει να είμαστε ειλικρινείς και ρεαλιστές. Υπάρχουν, συνταγματικά και άλλα ζητήματα που είμαστε αναγκασμένοι να λάβουμε υπόψη, τα οποία καθιστούν την επίτευξη του αρκετά δύσκολη, και σίγουρα όχι σε σύντομο χρόνο. Ακόμα και η GRECO έχει αναγνωρίσει ότι υπάρχουν τέτοια ζητήματα, και ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν, για τα οποία χρειάζεται όπως καταγράφει στην έκθεση της “careful consideration and time“. Δυστυχώς όμως άλλος χρόνος δεν υπάρχει και τη μόνη διέξοδο ίσως την προσφέρει η συνδιαλλαγή και η εν τέλει αποδοχή ότι ποτέ, σε οποιαδήποτε στιγμή, δεν θα βρεθεί το τέλειο.
Μας παρέχεται τώρα μια ευκαιρία και, κατά την άποψη μου, αρμόζει να φροντίσουμε ώστε να μη χαθεί. Οι προτάσεις εμπεριέχουν κάποιο ρίσκο ναι, αλλά αυτό είναι αναπόφευκτο όταν βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος με το άγνωστο χωρίς άμεση και ουσιαστική επιλογή. Η διαρκής παρακολούθηση του νέου συστήματος όπως και η ετοιμότητα για διορθωτικές κινήσεις, εκεί όπου μπορεί να χρειαστούν, αποτελεί βέβαια απαραίτητο όρο. Πάντως, η προτεινόμενη μεταρρύθμιση θα μπορούσε, αν μη τι άλλο, να μεταφέρει το μήνυμα ότι έχουμε επί τέλους αποβάλει το δισταγμό και ότι το σύστημα βρίσκεται σε πορεία εκσυγχρονισμού.