Στο πλαίσιο ανάθεσης έρευνας από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (ΥΔΔΤ) με σκοπό την αύξηση του αριθμού των καταδικαστικών αποφάσεων που θα καταδείξει την αποτελεσματικότερη πάταξη της εμπορίας προσώπων στην Κύπρο, ως Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου, έχουμε προχωρήσει στην κατάθεση μελέτης για τον εντοπισμό κενών κατά τη διαδικασία διερεύνησης και παρουσίασης υποθέσεων εμπορίας προσώπων σε όλες τις μορφές (για σκοπούς σεξουαλικής εκμετάλλευσης, εκμετάλλευσης στην εργασία, υιοθεσιών, εικονικών/καταναγκαστικών γάμων, εμπορίας οργάνων) και για τον εντοπισμό των καλύτερων πρακτικών για την αντιμετώπισή τους.
Για τη διεκπεραίωση της έρευνας, της οποίας πολλά από τα εύσημα ανήκουν στον συνεργάτη του Τμήματος Δρα Άγγελο Κωνσταντίνου, διενεργήθηκαν συνεντεύξεις και εξετάστηκαν: (α) ο τρόπος εντοπισμού υποθέσεων και θυμάτων, (β) η διαδικασία αναγνώρισης και στήριξης θυμάτων, (γ) η ισχύουσα νομοθεσία, (δ) η διαδικασία διερεύνησης στοιχειοθέτησης και παρουσίασης υποθέσεων ενώπιον Δικαστηρίων, (ε) η αντιμετώπιση της εμπορίας από τις διωκτικές και δικαστικές αρχές, (στ) η σχετική νομολογία, (ζ) ο τρόπος συλλογής και αξιοποίησης στατιστικών στοιχείων από τους σχετιζόμενους φορείς, και (η) ο συντονισμός συναρμόδιων Υπηρεσιών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση στηλιτεύει με σαφήνεια κανονιστικά την εμπορία: άρθρο 5(3) του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη συνδέει με το οργανωμένο έγκλημα (άρθρα 83 και 79 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και έχει υιοθετήσει σχετικές Οδηγίες με βάση τα δικαιώματα και την ποινική τους προστασία, αλλά και την ανάγκη προστασίας θυμάτων και συνεργατών της δικαιοσύνης (Οδηγίες 2011/36/ΕΕ, 2004/81/ΕΚ, 2009/52/ΕΚ.
Πέραν της ΕΕ, σημαντικά νομικά μέσα συνιστούν συμβάσεις και πρωτόκολλα κατά της εμπορίας, για τα δικαιώματα του παιδιού, κατά της παιδικής πορνείας και πορνογραφίας, κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος, για την ειδική προστασία γυναικών και παιδιών, κατά της αναγκαστικής εργασίας κλπ.
Το ζήτημα στην Κύπρο διέπεται από ειδική νομοθεσία. Το φαινόμενο ρυθμίζεται στο Ν. 60(Ι)/2014. Παράλληλα ευρύ νομοθετικό πλαίσιο αξιοποιείται συναφώς και ειδικότερα σε σχέση με το ξέπλυμα, την προστασία μαρτύρων, τα σεξουαλικά εγκλήματα κατά παιδιών, τους αλλοδαπούς και τη μετανάστευση, την εμπορία οργάνων κλπ. Επικουρικά ασφαλώς ισχύουν και οι διατάξεις του ΠΚ.
Σε θεσμικό επίπεδο εμπλεκόμενες υπηρεσίες και φορείς είναι πέραν της Αστυνομίας και του δικαστικού συστήματος, η Νομική Υπηρεσία, η Υπηρεσία Ασύλου, οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού & Μετανάστευσης, οι δήμοι, αλλά και ΜΚΟ.
Ως προς τις δικαστικές αποφάσεις, και σύμφωνα πάντα με τα στατιστικά του Γραφείου Καταπολέμησης της Εμπορίας, την τελευταία οκταετία εκδόθηκαν περί τις 85 καταδικαστικές αποφάσεις. Μόνο στο ¼ αυτών εφαρμόστηκε ο Ν. 60(Ι)/2014 ή ο παλαιότερος Ν. 87(Ι)/2007 Οι υπόλοιπες καταδίκες στηρίχθηκαν σε διατάξεις κυρίως του Ποινικού Κώδικα, όπως η διατήρηση οίκου ανοχής, το αποζήν από κέρδη πορνείας, η εκμετάλλευση πόρνης, η μαστροπεία και η πλαστογραφία.
Όπου εφαρμόστηκε η ειδική νομοθεσία οι ποινές που τους επιβλήθηκαν κυμάνθηκαν από 2 μήνες έως και σε μεμονωμένες περιπτώσεις και 12 χρόνια. Τα πρόστιμα κυμάνθηκαν από 2.500 έως και 126.000 ευρώ σε μια περίπτωση εκμετάλλευσης στην εργασία σε συρροή όμως με κλοπή με ιδιαίτερα τεχνάσματα. Σε λίγες περιπτώσεις (δηλαδή σε 5 κατηγορούμενους) δόθηκε αναστολή στην εκτέλεση της ποινής.
Οι αθωώσεις, όπου αυτές δεν οφείλονται στη μη προσέλευση μαρτύρων ή στην μη απόδειξη της πρόθεσης του κατηγορουμένου, επαναλαμβάνουν ορισμένο σκεπτικό, την έλλειψη αξιόπιστης επιβαρυντικής μαρτυρίας. Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος είναι αναγκαία η συλλογή απόδειξης πέρα από τις καταθέσεις. Απαιτείται εισαγωγή και εφαρμογή προνομιακά στην εμπορία των ειδικών ανακριτικών τεχνικών της ανακριτικής διείσδυσης, της οπτικής και ακουστικής παρακολούθησης, της ηλεκτρονικής διασταύρωσης στοιχείων. Σε συνδυασμό με την τακτική εφαρμογή μέτρων της κλασικής δικονομίας, όπως η αστυνομική κράτηση, η προφυλάκιση, η λήψη γενετικού υλικού, η άρση απορρήτου της επικοινωνίας, κατασχέσεις, δημεύσεις και «παγώματα» κίνησης λογαριασμών κλπ, οι τεχνικές αυτές υπόσχονται καλύτερα αποτελέσματα. Τούτο διότι αναβαθμίζεται η πρόληψη, η μυστικότητα είναι εγγυημένη, το φάσμα των υπό διερεύνηση υπόπτων διευρύνεται και η συλλεγείσα απόδειξη θα καταστήσει τη θέση των κατηγορουμένων πολύ δυσχερή.
Μετά άλλωστε την ΑΔ, Γενικός Εισαγγελέας v Οδυσσέα Κανάρη (2005) 2 ΑΑΔ 105 και τη θέση σε ισχύ του Ν 189(Ι)/2017 επιβάλλεται η συστηματική εφαρμογή μέτρων διείσδυσης, καθώς πλέον, εφ’ όσον τηρείται ο νόμος, η διευρυμένη διείσδυση θα είναι απρόσβλητη από ενστάσεις της υπεράσπισης.
Πιθανώς να πρέπει επί πλέον να εξεταστεί η περιστολή των δικαιωμάτων μη αυτοενοχοποίησης και μη συγκατάθεσης σε λήψη γενετικού υλικού ειδικά για υπόπτους εμπορίας. Ζήτημα ανακύπτει αν εδώ θα συμπεριληφθούν και οι χρήστες «ερωτικών» υπηρεσιών μετά την ολοκληρωμένη νομοθετική ποινικοποίηση της χρήσης, στην οποία θα επανέλθω. Το γε νυν έχον πάντως η διάταξη που είναι σε ισχύ (άρθρο 17, Ν. 60[Ι]/2014) ουδέποτε εφαρμόστηκε, ενώ συχνά οι «πελάτες» χρησιμοποιούνται από την κατηγορούσα αρχή ως μάρτυρες και δεν τους γίνεται κατηγορία.
Πέρα από τα ελλείμματα συνέργειας και συντονισμού των εμπλεκόμενων φορέων μεταξύ τους ή θέματα υποστελέχωσης των υπηρεσιών ή ελλιπούς εκπαίδευσης του προσωπικού, σημαντική αιτία κενών της δέουσας ποινικής προστασίας είναι η ανεπαρκής επεξεργασία και ανάλυση δεδομένων. Πληροφορίες φαίνεται πως υπάρχουν, οι διωκτικές αρχές είτε δεν αξιοποιούν πληροφορίες που κατέχουν άλλοι φορείς που έρχονται σε καθημερινή επαφή με θύτες ή/και θύματα εμπορίας προσώπων, είτε αδυνατούν να ανταποκριθούν στον όγκο των πληροφοριών που λαμβάνουν. Εδώ η υποστελέχωση οξύνει το πρόβλημα. Αυτά όλα επηρεάζουν δυσμενώς και την στήριξη/προστασία των θυμάτων που είναι αναγκαία (ιδίως η ψυχολογική στήριξη, αλλά και η οικονομική ή η κοινωνική-επαγγελματική) για να υποβοηθήσουν αυτά τις αρχές. Υπολειτουργία παρατηρείται επίσης και στο Σχέδιο Προστασίας Μαρτύρων.
Σε ό,τι αφορά την εκδίκαση υποθέσεων εμπορίας φαίνεται ότι πολλοί δικαστές δεν συναισθάνονται το ιδιαίτερο συγκείμενό της (π.χ. την ευάλωτη θέση του θύματος, την μη συγκατάθεσή του στην πραγματικότητα κλπ.) ή δεν έχουν καλή επαφή με τη διεθνή νομολογία, ότι συχνά εγείρονται ζητήματα επαρκούς διερμηνείας, ότι η παρουσίαση των υποθέσεων συχνά δεν είναι η πρέπουσα, καθώς δεν επιφυλάσσεται στη μαρτυρία του θύματος ο τελευταίος ρόλος, όπως θα έπρεπε, αφού ακουστούν όλοι οι άλλοι μάρτυρες και προηγηθούν καταθέσεις ψυχολόγων. Η κακή συνεργασία εισαγγελέα/ανακριτή και η ελλιπής επαφή με τα θύματα χειροτερεύουν τα πράγματα.
Καλές πρακτικές θα ήταν λοιπόν η συνεχής εκπαίδευση και ορθή στελέχωση όλων των εμπλεκόμενων φορέων σε σχέση με την αναγνώριση, αντιμετώπιση και προστασία πιθανών θυμάτων εμπορίας. Μιλάμε εδώ για τους αστυνομικούς, τελώνες, επιθεωρητές εργασίας, διπλωμάτες, λειτουργούς της ποινικής δικαιοσύνης, κοινωνικούς λειτουργούς, εργαζόμενους στον τομέα της υγείας, εκπρόσωπους ΜΚΟ, συνοριοφύλακες. Περαιτέρω, απαιτείται μεγαλύτερη ώσμωση των δράσεων των εμπλεκόμενων υπηρεσιών. Η εργασία αστυνομικών στην Μονάδα κατά της Συγκάλυψης Παράνομων Εσόδων, σε υπηρεσίες ασύλου και μετανάστευσης κλπ. επιβάλλεται τουλάχιστον πιλοτικά. Ο καλύτερος συντονισμός των υπηρεσιών είναι επίσης εκ των ων ουκ άνευ. Εθνικά συντονιστικά και συμβουλευτικά όργανα πρέπει εδώ να ιδρυθούν ή να ενισχυθούν, ενώ η συντονισμένη δράση μικροκλίμακας (επιπέδου δηλαδή τοπικών κοινοτήτων) μπορεί να προσφέρει την αναγκαία ανατροφοδότηση. Ο τοπικός συντονισμός μπορεί να λάβει περισσότερο ή λιγότερο θεσμοποιημένη μορφή, στη δεύτερη δε περίπτωση να λειτουργεί ως εν μέρει άτυπο και ευέλικτο «δίκτυο» συνέργειας και αλληλοπληροφόρησης. Δεν χρειάζεται να τονιστεί έτι περαιτέρω η ανάγκη ενίσχυσης της διεθνούς αστυνομικής συνεργασίας. Το ΥΔΔΤ που πρέπει να γίνει ο εθνικός συντονιστής θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο της συνεργασίας με καθιερωμένο και αξιόπιστο δίκτυο ΜΚΟ του εξωτερικού, ώστε να συμπληρώνονται κενά ως προς τον εντοπισμό και τη στήριξη θυμάτων (π.χ. αναζήτηση υποψήφιων θυμάτων σε υψηλού ρίσκου περιοχές, παραπομπή τους σε κρατικούς φορείς, ένταξή τους σε θεραπευτικά προγράμματα κλπ.). Ακόμη, η καλύτερη στατιστική συλλογή και επεξεργασία δεδομένων αφ’ ενός δείχνει τις τάσεις στη σκηνή του εγκλήματος, αφ’ ετέρου «μετρά» και την παραγωγικότητα των εμπλεκόμενων φορέων. Ένας Εθνικός Εισηγητής μπορεί να ασκήσει αυτόν το ρόλο (παρακολούθηση στοιχείων στα οποία έχει ελεύθερη πρόσβαση, υποβολή εκθέσεων, έλεγχος συμμόρφωσης με διεθνείς υποχρεώσεις, έλεγχος εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας, έκδοση προτάσεων, συστάσεων, γνωμών και συμβουλών). Απαιτείται, σε ό,τι αφορά τον εντοπισμό, την παραπομπή των θυμάτων σε αρμόδιους φορείς για στήριξη και την υλοποίηση της στήριξης αυτής, μεγιστοποίηση του συντονισμού των συναρμόδιων υπηρεσιών και η δημιουργία ανάλογων υποδομών υποδοχής για προστασία και περίσκεψη.
Σε ό,τι αφορά τη διερεύνηση και τη δίωξη, συνιστάται η εξειδίκευση εισαγγελέων και η εισαγωγή ειδικών ανακριτικών τεχνικών, όπως προείπαμε. Καίριας σημασίας είναι η καθιέρωση μιας ολοκληρωμένης ποινικής ευθύνης του «χρήστη υπηρεσιών» θυμάτων εμπορίας. Συνιστάται η τροποποίηση του σχετικού άρθρου 17 Ν. 60(Ι)/2014, ώστε ο όρος «εύλογα δύναται να υποθέσει» που καθιερώνει την αρχή του ‘must have known’ να καταργηθεί και η Πολιτεία να προχωρήσει στην πλήρη (χωρίς εξάρτηση από την αντίληψή του) ποινικοποίηση του «πελάτη». Τούτο θα υλοποιήσει χωρίς κενά τη νομοθεσία ενσωμάτωσης στη Δημοκρατία (με τον Ν 38(ΙΙΙ)/2007) της σχετικής Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2005, όπου η επιταγή ποινικοποίησης είναι ρητή (άρθρο 19). Η mens rea μπορεί δηλαδή να τεκμαίρεται μαχητά, οπότε θα απομένει στην υπεράσπιση το βάρος κλονισμού του τεκμηρίου. Τούτο είναι άλλωστε πάγια παράδοση στο κοινοδίκαιο (και στην Κύπρο), όπου κρίνεται σκόπιμο από πλευράς αντεγκληματικής πολιτικής. Πέραν της αποτρεπτικότητας της νέας πρόνοιας, η ανάκριση του «πελάτη» θα συνδράμει ενδεχομένως στην εξάρθρωση και της εγκληματικής οργάνωσης.
Ως προς την εκδίκαση σκόπιμη είναι η υποχρεωτική και πλήρης εφαρμογή μέτρων προστασίας μαρτύρων ως προς τα θύματα, με μόνο όρο ως προς αυτήν τη ρητή δήλωση μη συναίνεσης του θύματος. Η εκδίκαση από τα Κακουργιοδικεία και η ενεργοποίηση του Γενικού Εισαγγελέα να ζητά επίσπευση εκδίκασης για να αποφεύγεται η βραδύτητα δικαστικής εκκαθάρισης υποθέσεων εμπορίας, συνιστώνται επίσης.
Τέλος, σε προ-δραστικο επίπεδο οι αρμόδιες υπηρεσίες πρέπει να πληροφορούν και να ευαισθητοποιούν. Οι ενημερώσεις αυτές πρέπει να περιέχουν – σε όλες τις απαιτούμενες γλώσσες- στοιχεία για την εμπορία, τις συνέπειες της παράβασης του νόμου, καθώς και στοιχεία επικοινωνίας των φορέων «πρώτης γραμμής» κατά της εμπορίας ανθρώπων.
Κλείνοντας, θα ήθελα να υπογραμμίσω, ότι οι καλές πρακτικές είναι τρόπος διαχείρισης του προβλήματος. Όμως η βαριά απαξία της εμπορίας δεν μας επιτρέπει σε ένα πραγματικά δημοκρατικό κράτος την ανοχή ύπαρξης του φαινομένου, όπως συμβαίνει με την κλασική, ακόμη και τη σοβαρή, εγκληματικότητα. Αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι η εμπορία ανθρώπων συνιστά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και η παρουσία της γεννά μια κατάσταση εξαίρεσης του ίδιου του δικαίου. Η παλαιοφιλελεύθερη αντίληψη δικαιοπολιτικής αχρωματοψίας, που είναι αλλεργική στις καταστάσεις εξαίρεσης, είναι ακούσιος συνεργός στην διατήρηση του φαινομένου. Εγκληματοπολιτικά μοντέλα υπάρχουν διαθέσιμα, όπως διαθέσιμες είναι και προτάσεις που εξαντλούν το προστατευτικό εύρος υπαρχόντων θεσμών, όπως είναι αυτός για τη βοήθεια σε άμυνα ή η λεγόμενη, στην παράδοση του κοινοδικαίου, «συμπεριληπτική αρχή» (‘inclusionary rule’), βάσει της οποίας αξιοποιείται χωρίς όρια η εξ ακοής μαρτυρία. Μέσα λοιπόν υπάρχουν, αυτό που λείπει είναι μια πολιτική αποφασιστικότητα που θα υπερβαίνει τη συμβολική νομοθεσία και τη βουλιμία για υψηλών κονδυλίων «έρευνα», που αναμηρυκάζει τα ίδια, μια και όλα για το trafficking έχουν πια ειπωθεί. Εν προεκειμένω, η περίφημη 11η Θέση για το Feuerbach έχει από καιρό ξαναγίνει τόσο επίκαιρη!
*Η εισήγηση έγινε στα πλαίσια Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας με θέμα: «Έλληνες Εγκληματολόγοι από την Ελλάδα και το εξωτερικό συνομιλούν για την Πρόληψη του Εγκλήματος».