Εισηγήσεις για λεκτική, οπτική και ουσιαστική βελτίωση της εικόνας της Δικαιοσύνης μας. Νομική, εννοιολογική, φιλοσοφική, ιστορική, κοινωνική προσέγγιση-ΜΕΡΟΣ 1

ΜΕΡΟΣ 1.

Προεισαγωγική φιλοσοφική προσέγγιση. Είναι απόλυτα απαραίτητο να δούμε μερικά στοιχεία της φιλοσοφίας ώστε να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τα νομικά θέματα στα επόμενα δέκα κεφάλαια.

Φιλοσοφία.

Η φιλοσοφία είναι μια άγνωστη στους ανθρώπους λέξη. 

Aπό την φιλοσοφία γνωρίζουμε μόνο το «υπάρχειν» της και το οποίο υπάρχειν τελεί αναγνωριζόμενο σε κάποιο βαθμό

υπό τρείς  υποστάσεις ξεχωριστά εκάστη, ή και ομού ασκούμενες όπως τουλάχιστον τις αντιλαμβάνεται η ανθρώπινη λογική δυνατότητα:   

–     η διαλεκτική υπόσταση, δηλαδή η πρακτική άσκηση της φιλοσοφίας μέσα από συζήτηση, ώστε να βρεθεί η αλήθεια

–     η υπόσταση η οποία ασκείται πρακτικά ως τρόπος ζωής και εφαρμογής εν τω βίω

–   η υπόσταση της πνευματικής της λειτουργίας, μέσα από την προς τα άνω ταξίδευση της ανθρώπινης σκέψης, με ανώτερο οδηγό την διανόηση. 

Πέραν όμως του γνωστού «υπάρχειν» (της φιλοσοφίας) ΔΕΝ γνωρίζουμε το «είναι» ούτε και το «δι-είναι», της. Άρα είναι τεράστιο το θέμα:

Δηλαδή φανταστείτε για παράδειγμα ως άνθρωποι απλά να έχουμε (στο «υπάρχειν») ένα εργαλείο και το οποίο όπως μας είπε ο πωλητής και όπως όλοι όντως αναγνωρίζουν είναι χρησιμότατο για το αυτοκίνητο μας, όμως να μην ξέρουμε τί είναι: άρα κατ΄αναλογία έχουμε ένα απόλυτο εργαλείο σκέψης και πνεύματος χρησιμότατο για προαγωγή προς την ανώτερη αναζήτηση του ανθρώπου, το οποίο λέγεται φιλοσοφία όμως δεν ξέρουμε τι είναι.

Ας μην τρομάζουμε όμως: όλα θα γίνουν με τάξη και προσπάθεια,σιγά – σιγά και με υπομονή, επομένως κάπου θα καταλήξουμε, εξ άλλου η γή (άρα γιατί όχι, μάλλον και το ανθρώπινο γένος) έχει μπροστά της ακόμη τεσσεράμισι δισεκατομμύρια χρόνια ζωής.

Tί είναι επομένως η φιλοσοφία;

Ακόμη και οι ίδιοι οι φιλόσοφοι ουδέποτε κατάφεραν να συμφωνήσουν τί είναι επιτέλους η φιλοσοφία. Επομένως ακόμη και το τί είναι η φιλοσοφία είναι επίσης μέγα ουσιαστικά αναπάντητο φιλοσοφικό ερώτημα, στο οποίο οι φιλόσοφοι ανάλογα με την σχολή φιλοσοφικής σκέψης στην οποία ανήκουν, δίδουν συνήθως την κατά την δικής τους προσέγγιση ανάλογη ερμηνευτική απάντηση.

Φιλοσοφικό ερώτημα: μα είναι δυνατόν να μιλάμε για κάτι που ούτε καν γνωρίζουμε τί είναι;

Τί δείχνει αυτό;

Πολύ απλά καταδεικνύει το μέγεθος της φιλοσοφίας.

Αυτό το μέγεθος ξεπροβάλλει και αποκαλύπτεται και από αυτό το απλό γεγονός: ένας φιλόσοφος, ο οποίος «σαν φιλόσοφος που ήταν», τίποτα δεν ήξερε για την φιλοσοφία – όμως πιο πολλά από εμάς ήξερε – στην προσπάθεια του να συνδέσει την φιλοσοφία με το ασήμαντο της (όπως θα δούμε πιο κάτω) δημιούργημα την επιστήμη είπε:

«η επιστήμη ξέρουμε τι είναι, όμως η φιλοσοφία δεν ξέρουμε τί είναι».

Παρ’ όλα αυτά εμείς με τις λίγες και ταπεινές μας γνώσεις και για σκοπούς καλύτερης κατανόησης του παρόντος κειμένου λέμε στον αναγνώστη πολύ απλά και με εκλαϊκευμένα λόγια ότι φιλοσοφία είναι η ερευνητική, αναζητητική και επίμονη μάθηση, μέσω της ανώτερης σκέψης και ευκρινούς διανόησης.

Επομένως κατ΄επέκταση μπορεί να λεχθεί (ως πολλαπλή προς την ανωτέρω έννοια) -ότι η φιλοσοφία είναι ο αγώνας κατάκτησης της ανώτερης μάθησης,

-ότι φιλοσοφία είναι το εκ της δράσης του ανθρωπίνου πνεύματος, υψηλό απότοκο.

(ενέργεια – κατάληξη)

Αν και πατέρας της φιλοσοφίας είναι ο εκ Μιλήτου Μικράς Ασίας, Θαλής ο Μιλήσιος, όμως περί την «κοσμική βαρύτητα» και την ανώτατη πνευματική αξία της φιλοσοφίας τα είπε όλα ο Πλάτωνας:

«η φιλοσοφία είναι η μητέρα της ακεραιότητας».

Εμείς οι απλοί άνθρωποι δεν έχουμε το ανάστημα του Πλάτωνα, ούτε και του Θαλή  όμως αυτό δεν σημαίνει ότι παραιτούμαστε από το να σκεφτόμαστε – και πώς είναι δυνατόν να πάψουμε να σκεφτόμαστε αφού η σκέψη είναι η ύλη δημιουργίας και λειτουργίας της φιλοσοφίας;

Όλη η ανθρώπινη διανόηση θέλοντας πολλαπλασιαστικά να συνενώσει  όλες της τις δυνάμεις οι οποίες προέκυψαν από τις εκάστοτε (χρονικά) ανώτερες γνώσεις οι οποίες κατακτήθησαν μέσα από την δύναμη της σκέψης και να τις συγκροτήσει μέσα σε μια οργανωμένη ισχυρή οντότητα φύλαξης, ώστε μέσα από την καλή χρήση και συστηματική εφαρμογή της συσσωρευθείσας αυτής δύναμης να υπηρετήσει τον άνθρωπο καταλήγει να  διαχωρίζει την γνώση στις διάφορες θεματικές επιστημονικές επινοήσεις και επιμέρους κλάδους.

Όλοι αυτοί οι επιμέρους της επιστήμης κλάδοι παρά το τεράστιο τους μέγεθος και τα διαφορετικά πεδία έρευνας δεν έρχονται ποτέ αλλήλοις σε πνευματική αντίθεση, ούτε γεννούν ενδογενούς προελεύσεως εμφύλιες συγκρούσεις και το κυριότερο δεν αποτελούν αιτία διαρροής και εις μάτην απώλεια δύναμης πνεύματος του ανθρώπου, διότι πολύ απλά όλες οι θεματικές επινοήσεις ως τα άυλα προϊόντα της ανθρώπινης σκέψης και διανόησης τελούν αλλήλοις εξ αίματος συγγενείς αφού έχουν κοινή καταγωγή και κοινό πρόγονο την σκέψη.

Επομένως όλοι οι επιστημονικοί κλάδοι, είναι όχι απλά συν-αδελφοί (δηλαδή μαζί αδέλφια) αλλά πραγματικά αδέλφια αφού είναι εκ της ιδίας μήτρας προϋπάρξαντα έμβρυα και επομένως όλοι οι κλάδοι γνώσης μεταξύ τους ομομήτρια τέκνα, τραφέντα και ανδρωθέντα της φιλοσοφίας. 

Η επιστήμη όταν ειδωθεί ως οντότητα εντός του μικρο-χώρου του ατομικού της χαρακτήρα και εντός των ορίων των συγκεκριμένων της δυνατοτήτων και ιδιοτήτων είναι ένα «τίποτα». Είναι απλά μια … επιστήμη. Θεματική και πολύ συγκεκριμένης εμβέλειας με δυνατότητα όρασης μόνο προς το δικό της αντικείμενο. Άρα η κάθε μια επιστήμη αναγκαστικά τελεί κλειστή στο δικό της καβούκι. Όμως η φιλοσοφία ως η μάνα τους είναι ο εν αρχή λόγος, είναι η γένεση και συνάμα η αναγέννηση τους. Είναι η άυλη εκείνη υπόσταση του ανθρώπου η οποία όπως ακριβώς και η «ψυχή του Πλάτωνα» καταφέρνει να ξεπεράσει τις δεσμεύσεις της ανθρώπινης διάστασης και δραπετεύοντας από την φυλακή του σώματος ως πανελεύθερος πλέον του σύμ-παντος ταξιδευτής, ενεργοποιεί την χαρισματική πνεύματος λειτουργία του ανθρώπου ώστε να σκέπτεται και να συλλογίζεται όντας ταγμένος στην πρώτη  γραμμή του αγώνα εκείνου που ποτέ δεν θα τελειώσει με σκοπό να ερμηνεύσει  πράγματα.

Μια ερμήνευση πραγμάτων η οποία προσθέτει άγνοια στην άγνοια δηλαδή μια ερμήνευση  η οποία ποτέ δεν θα τελειώσει διότι «έτυχε» να βρισκόμαστε στο σύμπαν και το πρόβλημα με το σύμπαν είναι ότι μπορεί να είναι πεπερασμένο μεν (απλά αυτό λέγεται για να παρηγορείται ο άνθρωπος και το οποίο εμείς ως γράφοντες πάντως δεν το πιστεύουμε)  όμως δεν παύει να είναι (πολύ «δυστυχώς» για τους φιλόσοφους) και άπειρο.

Τί ακριβώς προσπαθεί να ερμηνεύσει η φιλοσοφία; Τα πάντα. Κυριολεκτικά τα πάντα διότι πρόκειται για το συμπαν-τικό θέμα. Σύμπαν= συν + παν, δηλαδή μαζί (όλοι) στο πάν… Και το παν είναι «κάτι» ασύλληπτου και τρομακτικού μεγέθους για το ανθρώπινο μέτρο. Επομένως το πρώτο αναπάντητο ερώτημα του «παντός» (σύμπαντος) είναι αυτό της εξήγησης της κοσμογονίας,

με δεύτερο το μυστήριο της διερμήνευσης και της κατανόησης της κοσμολογίας, και ασφαλέστατα όλα τα περί τον άνθρωπο,τελώντας εν τη επί της γής βιολογική του ζωή:

«από πού ήρθε», «πώς ήρθε», «γιατί ήρθε», «πού πάει», «γιατί ζει» «τί κάνει στην γή» «το κάνει καλά ή πρέπει να βελτιωθεί», «μήπως ξέχασε στο ψάξιμο του κάτι». Αξίζει όντως και αν ναι σε ποιό βαθμό αποτελεσμάτων βρίσκεται ο ασταμάτητος των ανθρώπων αγώνας να προωθήσουν την ανθρώπινη έννοια σε ανώτερα και καλύτερα πνευματικά, ηθικά, και κοινωνικά σκαλοπάτια;

Είναι σωστές και επαρκείς ή χρήζουν περεταίρω καλυτέρευσης οι διανθρώπινες σχέσεις και πώς πρέπει συνάμα να λειτουργούν εξελικτικά μέσα από τα πολιτικά και τα της πολιτειακής  διοίκησης πεδία, αφού οι άνθρωποι είναι «ζώα φύσει πολιτικά»;

Και το πιό σημαντικό: το «μετά»! Το μετά την ζωή!

Σ’ αυτό το «μετά» ο καλός, ο μέτριος ή και ο κακός άνθρωπος που τον ξέραμε στην γη και τον αναγνωρίζαμε μόνο από το βιολογικό του σώμα και μέσα από νομική επιβεβαίωση μιας πλαστικής κάρτας που λέγεται δελτίο ταυτότητας εκδοθείσα από κάποιον καλόπιστο ληξίαρχο, τώρα έξω από την ενέργεια του αιθερικού φορέα που τον κρατούσε σε σύνδεση με το σώμα,

–  ποιός άραγε με τον θάνατο του όντως θα είναι τώρα, τελώντας πλέον σε «καθαρή» μορφή και

–  τί ακριβώς τώρα θα είναι με τα εναπομείναντα 23 γραμμάρια της ψυχής του στην (πιθανότατα) διάφανη κατάσταση του, αφού θα είναι 2.826 φορές ελαφρύτερος και μικρότερος (υλικά ανύπαρκτος δηλαδή) από όπως προηγουμένως τον ξέραμε με τις γήινες μετρικές ποσότητες και αναλογίες πηλού και χώματος, άρα λοιπόν μήπως θα είναι επακολούθως και κατά 2.826 φορές λιγότερο αναγνωρίσιμος; (Ο συγκριτικός αυτός αριθμός-2.826- προκύπτει από την διαίρεση του μέσου όρου του ανθρωπίνου βάρους των 65 κιλών με τα 23 γραμμάρια της επιστημονικά ζυγισθείσας ψυχής),

Συνάμα όμως ο αριθμός 2.826 μήπως θα λειτουργήσει θετικά και προς τα άνω δηλαδή ο ως άνω «καλός, μέτριος ή κακός» θα είναι τώρα κατά 2.826 περισσότερο και καλύτερα αναγνωρίσιμους από αυτούς που θα τον αναγνωρίζουν, ένας καθ’ ήμας λόγος παραπάνω τώρα που πιθανότατα η ψυχή είναι σε απόλυτα καλύτερη και καθαρότερη κατάσταση αφού προηγουμένως στην γή τελούσε φυλακισμένη στο σώμα κατά τον Θείο Πλάτωνα;

Αλλά και η ψυχή;

Τί είναι η ψυχή όμως;

Και εκεί που θα πάει ο άνθρωπος χωρίς υλική υπόσταση, αλλά ως ψυχή πλέον άυλος και μάλλον διάφανος, τί θα «ζητήσει»και από ποιόν, τί «θα του ζητήσουν» και ποιοί, τί ακριβώς «θα κάνει» και τί θα «περιμένει» εκεί και για «πόσο» καιρό σε γήινο χρόνο (ο οποίος όμως – ιδού η τραγωδία- είναι ανύπαρκτος) αλλά και για ποιό σκοπό να συμβούν όλα αυτά στο βασίλειο της μεταθανάτιας του ζωής, την πραγματικά όμως αληθινή του ζωή κατά τον Πλάτωνα; Σε ποιά «γλώσσα» θα «μιλά» και με ποιούς κώδικες(και ποιός θα του τους μάθει) επικοινωνίας, και με ποιές «διαπιστεύσεις» θα  μπορέσει να ενταχτεί στην ομάδα αυτών που εκεί θα συγχρωτίζεται; Θα κατέχει όμως το πρακτικό υπόβαθρο και την τόλμη να υποβάλει αιτήματα και θα μπορεί συνάμα να ανταποκριθεί στα προς αυτόν ανθυποβληθέντα αιτήματα;

Βασανιστικά φιλοσοφικά ερωτήματα  στην ταπεινή σκέψη του γράφοντος:

  • υπάρχει μήπως και μετά-μεταθανάτιος ή και ακόμη και μετά-μετά-μεταθανάτιος ζωή και αν ναι, η κάθε επόμενη-νέα «μετά» ζωή, θα εμπίπτει σε ετερόκλητο ή σε ομοιογενές αιθερικό πεδίο (αντιληπτότητας) για την κάθε κατά διαδοχή μετάσταση, και ως εκ τούτου θα λειτουργεί ετεροκλήτως ή ομοιογενώς στο κατά μετατόπιση έκαστο «μετά» σε σχέση (κάθε φορά) με το προηγούμενο «μετά» και συνάμα σε ποιά χρονική συνοχή και ακολουθία και υπό ποιούς όρους και μέσα από ποιά αιτιώδη αλλήλοις σχέση θα ρέουν αυτές οι μετασταθμευτικές κινήσεις; Και το κυριότερο: η όλη παρουσία στην μια ή πολλές μεταθανάτιες ζωές θα έχει την δύναμη να φέρεται σε σύνδεση εξ αναμνήσεως με την επί της γης ύπαρξη της τότε οντότητας του βιολογικού σώματος αναγνωρίζοντας και ενθυμούμενη την τέως διττή οντότητα του πακέτου ψυχή σώμα /σώμα ψυχή στο οποίο επί της γης ανήκε; Και κατά συνέπεια είναι σωστό ή είναι λάθος ότι τα τότε επί της γής κατακτηθέντα καλά ή κακά, ψυχής, έργων και πράξεων, πράγματα ηθικά και ανήθικα και όλα ομού τα ενυπάρξαντα στοιχεία εντός της οντότητας αυτής στο επί της γής ταξίδι, θα έχουν όντως επιδραστική βαρύτητα και αποτέλεσμα στην αλυσίδα της εγκαινισθείσης νέας άυλης κατάστασης μέσα στην αέναη της πλέον πορεία;
  • ο ασήμαντος άνθρωπος «ικέτης» διωκόμενος από την άγνοια του και φέροντας «ικετηρίας κλάδο» θα αναζητεί ασυλίας καταφύγιο στον ιερόν της αληθινής ζωή του Πλάτωνα «ναόν», ζητώντας να μάθει τί θα είναι στην ζωή εκείνη:  μεταπραγματική παράσταση ανθρώπου έστω και σε νοητή εικόνα ή μήπως θα τελεί σε άλλη άγνωστη (για εμάς) κατάσταση και μορφή ή τελώντας σε κατάσταση ληθαργίας θα βρίσκεται σε υπό-διαστάσεις άγνωστες στον επί της γής άνθρωπο ή θα φέρεται σε παράλληλο προς την γή κόσμο και σε συνθήκες ασύλληπτα εξωκοσμικής διανόησης, ή θα τελεί εντός εικονικής πραγματικότητας μέσα από την προβολή διαστάσεων πιθανότατα μή αντιληπτών και μη κατανοητών από τις ασήμαντες κλασσικές του ανθρώπου αντιληπτικές βιολογικολογικές και πνευματικές αισθήσεις; 

Το πρόβλημα με τον άνθρωπο είναι ότι σκέφτεται με βάση «λανθασμένα» δεδομένα:  συνηθισμένος στα δικά του, βολεμένος με αυτά που ξέρει και αρνούμενος να δεχθεί «καινά δαιμόνια», δεν θέλει να δεχτεί ότι χώρος και χρόνος απουσιάζουν! Και αφού  το δίδυμο χρόνος και χώρος είναι απόν, άρα ούτε υπάρχουν,ούτε καμπυλώνουν ούτε κάνουν διάφορες άλλες «ιδιοτροπίες» για να ταλαιπωρούν τα παιδιά στο μάθημα της φυσικής. Ποιοί είμαστε εμείς οι ασήμαντοι άνθρωποι που βάλαμε κάποιους κανόνες (με το δικό μας και μόνο με το δικό μας μυαλό) και απαιτούμε με θράσος να ισχύουν για το σύμπαν και στο σύμπαν; Λίγο ασέβεια και πολύς εγωισμός μήπως; Άρα οι ανθρώπινοι και ανθρώπινης επινόησης υπολογισμοί χρόνου και τόπου ως ανύπαρκτοι παράγοντες με σκοπό να μετρούμε διερευνητικά τα «κουκιά» του σύμπαντος δεν βοηθούν. Μέσα από την ταπεινή μας σκέψη και γνώση ούτε καν γνωρίζουμε ποιοί είναι ή ποιοί θα είναι οι άλλοι ή νέοι παράγοντες μέτρων σε αντικατάσταση χρόνου- χώρου  ως σταθμών για να «ζυγίσουμε» το σύμπαν, όμως οι παρόντες, αυτοί δηλαδή που προαναφέραμε απλά δεν ισχύουν ή στην καλυτέραν των περιπτώσεων αποτελούν μια ασήμαντη σκάλα προς την συμπαντική διερμήνευση.  Αν ίσχυαν κάποτε – καθ’ ημάς λανθασμένα –  δεν σημαίνει ότι κατείχαν πραγματικά και την έκταση η οποία τους εδόθη από τους ανθρώπους και με τις παρούσες σκέψεις μας ναι, είναι «ξεπερασμένοι» και ως δείκτες υπολογισμού όγκου και ηλικίας αλλά και ως μέτρα υπολογισμού συμπαντικών αποστάσεων στην κοσμογονική αναζήτηση μας. Τα πολλά τηλεσκόπια, τα διαστημόπλοια και τα σημερινά πολύπλοκα σύνεργα ουράνιας εξερεύνησης δεν είναι ο απόλυτος παράγοντας εξαγωγής συμπαντικών συμπερασμάτων:  ο Ίππαρχος κάθε βράδυ με ένα καλάμι (απλά και μόνο για να συγκεντρώνει την οπτική του προσοχή σε συγκεκριμένο σημείο του ουρανού) ονοματοδότησε 1.100 άστρα και ο Κλαύδιος Πτολεμαίος με γυμνό μάτι έγραψε την «Μεγίστη σύνταξη»  και έφτιαξε τους χάρτες του ουρανού τους οποίους χρησιμοποιούν για να μην «χαθούν» στα ταξίδια του ουρανού τα σημερινά διαστημόπλοια. Κανείς δεν είχε κανένα μηχάνημα: και οι δύο είχαν ΣΚΕΨΗ. 

Πόσο μικρός είναι ο άνθρωπος! Όμως όχι και τόσο μικρός, αν (ο άνθρωπος) κάνει την απλή έστω και αβέβαιη σκέψη για το πόσο μεγάλη διέξοδος είναι ο θεός!

Διότι πως μπορεί ο ασήμαντος άνθρωπος όταν έστω και για μερικά δευτερόλεπτα ασχοληθεί με την φιλοσοφία να μήν εγκλωβίσει ασφυκτικά ως ελπίδα στην σκέψη του την ιδέα του Θεού ή τουλάχιστον την «πιθανότητα» ύπαρξης του Θεού ως η απόλυτα πρωτόγονη,  πρωτογενής, πρωτότοκη και συνάμα πρωτόγεννη προ-δύναμη; Εμείς  με τις ταπεινές μας μέχρι τώρα φιλοσοφικές γνώσεις θεωρούμε πως όχι.

Όμως εδώ ξεκινούν άλλα ερωτήματα:

Τί είναι ο Θεός, πού βρίσκεται, πώς ακριβώς είναι, μπορούμε ή καλύτερα μπορεί ίσως κάποτε να τον δούμε και με οπτική (των ανθρώπων) εικόνα ή μόνο με εσωτερικές αισθήσεις να τον αντιληφθούμε,  με ποιούς είναι, τί σκέπτεται, ποιό το επίπεδο του αλλά και το φλέγον για τους θεοσεβούμενους τί γνώμη έχει για τους ανθρώπους;

Ας συγχωρέσει ο Θεός μας την αμαρτωλή μας ασέβεια, αλλά ως ασήμαντοι άνθρωποι, κατόπιν ύπερθεν φιλοσοφικής επί(-δια-)ταγής, άρα λοιπόν δυνάμει «φιλοσοφικής αδείας» ρωτάμε: ένας είναι ο Θεός ή πολλοί; Και πώς λέγεται; Τελείωσε όντως ολοκληρωτικά την επτά ημερών δημιουργία του ή μας «οφείλει» ακόμη και έχει να μας χρωστά θεουργίας παραγωγή; Και ο άνθρωπος ποιά θέση, ποιό ρόλο ή μήπως και συμβολή μπορεί να έχει στην Θεουργία;

Στα ακόμη πιό δύσκολα: πώς δημιουργήθηκε ο Θεός; Προήλθε εκ του μή όντος; Η μήπως απλά «προϋπήρχε» και όποιος κατάλαβε. Και τί σημαίνει  προϋπήρχε; Η λέξη προϋπήρχε δεν σημαίνει απολύτως τίποτα, διότι το «προϋπήρχε», δεν έχει κανένα νόημα αφού το «προ» δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να σταθεί στο πουθενά, αλλά αναγκαστικά σε κάποιο «κάτι». Άρα το «προϋπήρχε» αναιρείται ή στην καλύτερη περίπτωση διασώζεται από το «κάτι». Άρα κάποιος άλλος Θεός μήπως ή κάποιο άλλο «κάτι» ή απλά κάποιο στοιχείο «άλλο» έφτιαξε τον Θεό; Και τον άλλον; Ποιός τον δημιούργησε; Και τελικά  τί απέ-γινε ο προηγούμενος προ-δημιουργός του δημιουργού.

Και η απόλυτη ερώτηση: δημιουργήθηκε μόνος του ο Θεός; Από πού όμως; Μα φυσικά από το πουθενά.Ο γράφων ως ταπεινός μελετητής αναζητεί βοήθεια:  μπορεί να υπάρξει πρωτογενούς δημιουργίας έργο (από το τίποτα δηλαδή) το οποίο μάλιστα να δημιουργήσει Θεό; Μέχρι αυτό να απαντηθεί ο άνθρωπος θα εξακολουθεί να θεωρεί την ύπαρξη του καλά στεριωμένη στον αέρα και στην καλύτερη περίπτωση στην βάση του «μηδέν»! 

Ένα παιδί συμμαθητής του γράφοντος στην τρίτη δημοτικού, ρώτησε την δασκάλα ποιός έκανε το Θεό και η δασκάλα τον ρώτησε αν έκανε την ορθογραφία του.

Για να καθησυχάσουμε λίγο τα πράγματα από τους προβληματισμούς που λάβαμε από  τις σκέψεις μας για τον Θεό και τα περί «των πρώτων αρχών και αιτίων των όντων και των γιγνομένων», έχουμε σ’ αυτά τα απλά ανθρώπινα μας ερωτήματα στοιχειώδεις φιλοσοφικές απαντήσεις-απλά στοιχειώδεις όμως, και σκόρπιες, οι οποίες μας δείχνουν τον δρόμο όχι της λύσης, αλλά τουλάχιστον μας βάζουν ως απλούς μαχητές στην αρένα αναζήτησης της λύσης:  

–   Ο Ερμής ο Τρισμέγιστος με μια του μόνο σκέψη έδωσε στους ανθρώπους δύο απαντήσεις για τον Θεό: ο Θεός είναι ένας και επειδή είναι ένας δεν έχει όνομα. Και όντως στον Χριστιανισμό δεν έχει όνομα ο Θεός. Όμως εκ τριαδικής υποστάσεως γιός του, ενώ φέρει χαρακτηριστικό προσωνύμιο Χριστός (διότι χρίστηκε από τον Πρόδρομο) έχει όνομα και λέγεται Εμμανουήλ.

–   Η μεγαλύτερη στην πορεία του ανθρώπινου  γένους συγκρουσιακή τιτανομαχία γιγάντων του πνεύματος ήταν μεταξύ Σωκράτη (δασκάλου) και Πλάτωνα (μαθητή) για το «όν». Και δεν ήταν καυγάς αργόσχολων ρητοριστών, αλλά σύγκρουση με παραγωγής κατάληξη το κτίσιμο σκαλοπατιών για να πατήσει η φιλοσοφία για την προς την γνώση ανάβαση της. Η αιτία της διαφοράς τους για το (ας πούμε γνωστό) όν, ήταν ότι αφού το αντίθετο του, δηλαδή το «μή ον» δεν το ξέρουμε, άρα λοιπόν δεν το (ανα) – γνωρίζουμε και άρα δεν μπορούμε επικεντρικά να αναγνωρίσουμε το μη όν, ως άγνωστο που είναι.

Επομένως: (α) το μή ον δεν ξέρουμε ούτε αν υπάρχει, αλλά (β) συνάμα ούτε και ξέρουμε αν όντως(πραγματικά) δεν υπάρχει αφού απλά δεν το ξέρουμε. Διότι πώς μπορούμε να ξέρουμε αν υπάρχει κάτι του οποίου ακόμη και την ύπαρξη αγνοούμε;  Άρα τότε προκύπτει εξ αντιδιαστολής ή και εξ αντιθέτου σκέψης ερώτημα τί ακριβώς είναι το «ον», από την στιγμή πού δεν ξέρουμε τί είναι το μή ον ως το αντίθετο του «ον» δηλαδή του υπαρκτού όντος;  Ας το δούμε σε παράδειγμα για καλύτερη κατανόηση: τί είναι π.χ. ο αριθμός «ένα» -ως ον-  και πώς μπορεί να έχει όντως πραγματική έννοια, όταν δεν ξέρουμε και πέραν από την απλή μας άγνοια δεν γνωρίζουμε σαφώς τί είναι το «μηδέν» (δηλαδή το μηδέ-εν/ το ούτε και ένα)  χαρακτηρισμένο ως μή ον; Άρα καταληκτικά αντιστρεπτικά δεν ξέρουμε αν όντως δεν υπάρχει ούτε ακόμη και το «ένα» του παραδείγματος. Σημείωση βοηθητική: η λέξη μηδέν ετυμολογικά προκύπτει από το συνδετικό μόριο «μηδέ» το οποίο γραμματικά συνδέει «κατά παράταξη δύο λέξεις αρνητικώς  εκφερόμενες» και το εν (ένα). 

Επομένως καταλήγουμε ότι και το «ον» και το «μή ον»(αναγκαστικά) ταυτίζονται ως προς την υπαρξιακή τους υπόσταση και σε βαθμό γνώσης και σε βαθμό αγνωστότητας, αφού το άγνωστο και μή αποδειχθέν ως ανύπαρκτο «μή όν» καταφέρνει να ακυρώνει και το γνωστό «ον» και το όν ακυρώνει το μή ον.  Όμως αν πραγματικά δεν υπάρχει το «μή όν» δεν θα συμβαίνει το ίδιο και με το «ον»; Άρα;  Άρα αν πούμε ότι δεν υπάρχει Θεός πώς αυτό μπορεί να σταθεί αφού μόλις τώρα καταλήξαμε ότι δεν υπάρχει η ανυπαρξία;  Επομένως όσοι λένε ότι δεν υπάρχει Θεός δεν σκοντάφτουν στο ότι δεν υπάρχει… το «δεν υπάρχει»;

Μόλις τώρα εντοπίσαμε έστω ένα κεράκι αναμμένο στο βαθύ σκοτάδι της άγνοιας μας. 

–   Ο διπλωμάτης- ποιητής Γιώργος Σεφέρης, έδωσε μια πολύ «βοηθητική» και «καλή» έστω και ερωτηματικού τύπου απάντηση στην απόλυτη αναζητητική αγωνία της φιλοσοφίας για τον Θεό: «τί είναι Θεός, τί μή Θεός και τί το ανάμεσό τους».

–     Ο μουσικός – τραγουδιστής, Κώστας Χατζής και αυτός με ερωτηματικά βοήθησε με λίγα λιθάρια την φιλοσοφία: «τόσοι Θεοί τί γίνανε, που χάθηκε, πού χάθηκε ο δικός μας»;

Επομένως η φιλοσοφία είναι πορεία με ασταμάτητα ερωτήματα, όμως να μην ξεχνάμε ποτέόσο και αν ακούγεται παράδοξο ότι στα πρώτα της ερωτήματα είναι:

τί είναι ο εαυτός της.

Τί είναι αυτό το απόλυτο δώρο που έδωσε ο Πυθαγόρας στην ανθρωπότητα;

Τί είναι η μαγείας, αέναη υλικοάυλη – αϋλοϋλική λέξη ασύλληπτου από την ανθρώπινη δυνατότητα βάρους, την οποία στον ασήμαντο άνθρωπο έδωσε για να τον βασανίζει και δεν τον άφησε στην μακαριότητα του πνεύματος του πτωχότητα; Γιατί του έδωσε την φιλοσοφία;

Και γιατί με απίστευτη «σκληρότητα» ο Πυθαγόρας σε αγαστή συμπαιγνίας συνεννόηση με τον Θαλή, έδωσε ένα απόλυτα- απόλυτα τέλειο δώρο στο άνθρωπο όμως σε κλειστό κουτί χωρίς κλειδί, το οποίο ο άνθρωπος μάταια αγωνίζεται να ανοίξει;

Τί ακριβώς είναι επιτέλους η φιλοσοφία;

Καθ’ ημάς αν ο ασήμαντος άνθρωπος καταφέρει να απαντήσει την ερώτηση τί ακριβώς είναι φιλοσοφία τότε κάνει τον μισό δρόμο για την λύτρωση του, αφού θα βρεί το κλειδί της λύσης για να ανοίξει το κουτί με το δώρο του Θαλή, θα μπει σε δρόμους απίστευτης διανόησης και λεωφόρους λαμπρής γνώσης και έτσι σε μερικά δισεκατομμύρια χρόνια πιθανόν και θα απολυτρωθεί. Και γιατί σε μερικά δισεκατομμύρια χρόνια; Μα αφού το άυλο και η ύλη και η αντιύλη, το είναι και το κενό, το «ον» και το μην «ον», το υπάρχειν και το μή υπάρχειν, το γίγνεσθαι και το διαγίγνεσθαι, το άγνωστο αλλά ακόμη -τί τραγικό- και το γνωστό, όλα είναι άπειρα. Ακόμη και αυτό τούτο το πεπερασμένο είναι καθ’ ημάς λόγω μεγέθους στην πράξη άπειρο. Επομένως θα απολυτρωθεί όντως ποτέ από όλα αυτά;

Όχι δεν θα απολυτρωθεί διότι πρέπει να κυνηγήσει το άπειρο. Ούτε όμως αυτό θα το καταφέρει ποτέ αφού ακόμη και αυτό το πεπερασμένο δεν  κατόρθωσε να το ελέγξει ούτε καν να το εννοήσει επακριβώς. Τίθεται ερώτημα: γιατί τότε άρχισε τον αγώνα της φιλοσοφικής έρευνας; Ίσως δεν ήξερε τί θα συναντήσει θα έλεγαν τινές «αφελείς» φιλόσοφοι.  Όχι, λάθος,  διότι ήταν ορατό το όλο θέμα όμως και έτσι να ήταν και πάλι θα έπρεπε ούτως ή άλλως ο άνθρωπος να ξεκινήσει τον αγώνα.

Δεν συμφωνούμε καθόλου με την απαισιοδοξία ούτε και με τον πεσσιμισμό της Γερμανικής σχολής αλλά, αντιθέτως θεωρούμε ότι όταν βασιλεύει στις ψυχές μας η αισιοδοξία είναι εκπομπή ευχαριστίας προς τον Κύριο διότι μας έφερε στην ζωή έστω και για να «βασανιζόμαστε», όμως συνάμα πρέπει να καταγράψουμε ότι τα πράγματα είναι πολύπλοκα και θα εξηγήσουμε:   

ας δεχτούμε ότι υπάρχει το πεπερασμένο, άρα κάποτε τελειώνει.

Και αφού τελειώνει, που ακριβώς τελειώνει; Συνάμα μετά το τέλος θα υπάρχει το κενό διότι αν δεν υπήρχε αυτό το κενό τότε απλά δεν θα ήταν αποδεκτό ότι τελειώνει και επομένως δεν θα έστεκε η έννοια πεπερασμένο αλλά η έννοια άπειρο. Όμως συνάμα κάτι πρέπει να υπάρχει μετά το κενό διότι απλά δεν μπορεί να μήν υπάρχει κάτι μετά το πεπερασμένο. Διότι πώς μπορεί να μην υπάρχει κάτι μετά το τέλος του πεπερασμένου…Άρα αφού υπάρχει κάτι μέχρι που πάει όμως και μέχρι πού καταλήγει αυτό το κάτι αλλά και το επόμενο κάτι μετά από το κάθε προηγηθέν κενό;  Άρα υπάρχει ασταμάτητη συνέχεια και μετά το πεπερασμένο. Τότε μέχρι πού πάει; Έστω όμως και αν καταλήξουμε κάπου σε κάποιο τέλος αυτό σημαίνει φτάσαμε στο πεπέρασμενο (επιτέλους διότι κουραστήκαμε πολύ ταξιδεύοντας) δηλαδή στο τέλος της ύπαρξης του σύμπαντος ας πούμε. Όμως έχουμε τώρα θέμα διότι πάλι από την αρχή: ότι υπάρχει κάτι μετά. Ας τρέξουμε λοιπόν να το συναντήσουμε. Άδικος κόπος – ξαναφτάσαμε από εκεί που ξεκινήσαμε απλά κάθε φορά προσθέτουμε κάτι (αναγκαστικά για να καλύψουμε την παραλογία του πεπερασμένου) πάμε το βρίσκουμε τότε ξαναπροσθέτουμε …Πού θα πάει;

Άρα κατάκοποι και εξουθενωμένοι από το τρέξιμο και την αναζήτηση και θέλοντας και μή  «βρήκαμε» -που λέει ο λόγος- την  μοναδική λύση του πεπερασμένου. Ποιά είναι η λύση;

Η λύση είναι το άπειρο. (Τώρα  τα πράγματα είναι ακόμη δυσκολότερα)

Αν όμως λύση είναι το άπειρο πώς είναι δυνατόν να μην τελειώνει και αν ναι, τότε που τελειώνει και τί υπάρχει μετά. Δηλαδή πάμε στο «μετά» όπως συνέβη πιό πάνω με το πεπερασμένο. Και έστω πήγαμε, τότε που τελειώνει το μετά και ξανά το μετά κ.ο.κ. Είναι όμως δυνατόν να μην τελειώνει το άπειρο σύμπαν και αν όχι τότε μέχρι πού πάει και αν πάει «μέχρι» τί υπάρχει μετά το τέλος του μέχρι και ξανά από την αρχή τί βρίσκεται μετά από αυτό, άρα ξαναφτάσαμε και ξαναφτάνουμε εκατομμύρια και δισεκατομμύρια φορές από εκεί που ξεκινήσαμε. Και ενώ εν τω μεταξύ εξακολουθεί αμέριμνα να ταξιδεύει το άπειρο προς το …άπειρο, πώς όμως γίνεται να είναι άπειρο και να μην τελειώνει ποτέ αλλά και τί υπάρχει μετά το τέλος του «ποτέ», αφού πώς γίνεται κάτι να μην τελειώνει  κ.λ.π. Άρα ούτε το άπειρο ισχύει, ούτε όμως και το πεπερασμένο.

Πού καταλήξαμε;

Πουθενά δεν καταλήξαμε: υπάρχει λέει άπειρο, υπάρχει και πεπερασμένο και τα δύο όμως για την ακρίβεια είναι αν όχι παράλογα, πάντως έξω από την δυνατότητα του ανθρώπινου μυαλού. Συνάμα δεν υπάρχει (και πάλι έξω από την δυνατότητα του ανθρώπινου μυαλού) άπειρο και δεν υπάρχει ούτε και πεπερασμένο.

Επομένως είτε υπάρχει άπειρο είτε πεπερασμένο και έτι χειρότερα αν τελειώνει το πεπερασμένο αλλά, είτε δεν υπάρχει ούτε άπειρο, ούτε και πεπερασμένο σε τίποτα  δεν καταλήγουμε.

Διότι το «λάθος» ημών των ασήμαντων ανθρώπων το οποίο περισσότερο  δυσκολεύει αντί να διευκολύνει την κάθε έρευνα, είναι ότι προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε, να εξηγήσουμε και να κρίνουμε τα του σύμπαντος πράγματα με το δικό μας μέτρο και την δική μας λογική και μέσα από τις αισθήσεις μας κάθε είδους. Όμως το κυριότερο λάθος μας: ότι για όλα αυτά τα ερωτήματα προσπαθούμε να βρούμε απαντήσεις μέσα από τις δικές μας γνώσεις με βάση τις σε εμάς γνωστές εξ  αποκρυστάλλωσης λογικές παραμέτρους, διαστάσεις, την σύγκριση και τα μέτρα σύγκρισης, μαθηματικούς υπολογισμούς και νόμους της δικής μας φυσικής όπως χώρος, χρόνος, ύψος, βάθος πλάτος, μέγεθος, διάρκεια, διηνεκές. Όμως τί άλλο να κάνουμε περισσότερο για να βρούμε την αλήθεια αφού αυτές τις αισθήσεις έχουμε και αυτή την λογική κατέχουμε; Δεν θέλουμε ούτε να το σκεφτόμαστε ότι επομένως προκύπτει η συγκλονιστική κατάληξη: μήπως πάμε πίσω –πίσω;

Και το τελευταίο: σε κάποια δισεκατομμύρια το σύμπαν θα χαθεί λέει. Θα «λήξει» λέει.

Γιατί να χαθεί

γιατί να λήξει

και πού θα ΠΑΕΙ «χαμένο» και «ληγμένο»;

Στα άλλα κρυφά και μακρινά ή σε άλλα… κοντινότερα παράλληλα σύμπαντα δηλαδή;

Επομένως ο φιλόσοφος όταν αρχίσει να σκέπτεται περί φιλοσοφία, κοσμογονίας, κοσμολογίας και όλα τα σχετικά καλό είναι να φορέσει το σάβανο του.

Ας το αφήσουμε εδώ.

Όταν η φιλοσοφία προχώρησε μπροστά σε βαθμό που κατάφερε να διαπιστώσει  συστηματικές σχέσεις μεταξύ των πρωτο-ταξινομημένων φαινομένων σκέψης (δηλαδή θέματα) τις ενέταξε σε επιμέρους ειδικούς κλάδους καταλήξασα ούτω δικαίως να ονομασθεί ως η μητέρα των επιστημών. Αρα λοιπόν είναι φανερό ότι όλα -τα πάντα- διέρρευσαν από την πηγή της προς τα άνω φιλοσοφικής σκέψης. Και οι επιστήμες επομένως τί άλλο είναι από μια ταξινόμηση φιλοσοφικών φαινομένων;

Επομένως ο αιμοδότης της επιστήμης είναι η φιλοσοφία και άρα αν η επιστήμη λειτουργεί χωρίς φιλοσοφία θα στερείται το κυκλοφοριακό της σύστημα από φιλοσοφικά αιμοσφαίρια άρα δεν θα λειτουργεί.

Άρα η επιστήμη εστερημένη μετάγγισης αίματος ζωήςφιλοσοφικής προελεύσεως, δεν θα ζεί με υπόβαθρο πνεύματος, δεν θα φέρει φως και δεν θα ξέρει «τι της γίνεται», θα είναι ωσάν την ζωή χωρίς τον βασιλιά ήλιο. Όμως ζωή χωρίς ήλιο θα μπορεί να υπάρξει, μόνο εάν μπορεί και η βλάστηση να υπάρξει χωρίς της γης το χώμα!

Η φιλοσοφία μέσα από την γονιμοποιό αφομοίωση, της κάθε είδους και θέματος ανώτερης σκέψης και διανόησης, συγκεντρώνει στο αποθεματικό της πάμπολλα και ατελείωτα θεματικά κεφάλαια έρευνας, όλα  ταγμένα στην αποστολή της να διδάσκει, να ερευνά και να αναπτύσσει την επιστήμη. Και δεν σταματά ποτέ να το κάνει αυτό: σκοπός της το (σχετικά) «ανώτατο» και λέμε «σχετικά», διότι πολύ απλά … ανώτατο ανώτατο (ως δύο λέξεις μαζί) δεν υπάρχει!

Η κατάκτηση της ανώτατης βαθμίδας της κάθε επιστήμης σε κάθε πανεπιστήμιο δεν πετυχαίνεται με απλή ανάβαση από τα σκαλιά του κτιρίου του θέματος της, αλλά από τα πνεύματος σκαλιά της διανόησης και της φιλοσοφικής επί του συγκεκριμένου θέματος ενδιάτριψης, εξ ού και η επιτυχία της ανάβασης αναγνωρίζεται με το διδακτορικό δίπλωμα – «διδάκτωρ φιλοσοφίας». Αυτός είναι ο ακριβής επιστημονικός όρος – «διδάκτωρ φιλοσοφίας» – και όχι διδάκτωρ τάδε επιστήμης π.χ. διδάκτωρ οικονομικών ή π.χ. πολιτικών επιστημών όπως λανθασμένα λέγεται, ίσως για  να συγκεκριμενοποιηθεί από ματαιότητα το εν τη πράξει ασκούμενο συγκεκριμένο επιστημονικό αντικείμενο. Το «Ph.ilosophiD. octor»σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος επιστήμονας (οποιουδήποτε κλάδου) μελέτησε και εμβάθυνε τόσο πολύ και μάλιστα ξεπέρασε τα στενά γνωσιολογικά όρια της δικής του επιστήμης, ώστε μπορεί πλέον όχι μόνο να ασκεί μονοσύλλαβη θεματική αλλά ΚΑΙ ευρύτατη φιλοσοφική «διδακτορία»( δηλαδή να διδάσκει φιλοσοφία και ασφαλώς σε φιλοσοφικό επίπεδο την επιστήμη του) αφού είχε την τιμή να λάβει επί τούτω διδαχή στα θρανία των δωμάτων της φιλοσοφικής διανόησης, ως μαθητής στο σχολείο του «ευ ζείν» του Αριστοτέλη και στην ασκητική ομάδα του Πυθαγόρα.

Ο απλός άνθρωπος είναι φυσικό καλόπιστα να ρωτήσει: γιατί όμως «φιλοσοφίας διδάκτωρ» και γιατί το συγκεκριμένο δίπλωμα ως «δοκτοράτο» αφορά τις επιστήμες και ΟΛΕΣ τις επιστήμες;  Μήπως η μηχανολογία, ή η χημεία, ή η αρχιτεκτονική, ή η ιατρική ή οι πολιτικές επιστήμες έχουν σχέση με την φιλοσοφία και ονομάζονται έτσι με διπλό όνομα ως π.χ. διδάκτωρ βιολογίας, διδάκτωρ μηχανολογίας, διδάκτωρ ιατρικής;

Βεβαιότατα, διότι η φιλοσοφία είναι η μητέρα των επιστημών επομένως έχουν απόλυτη σχέση, διότι τα πάντα είναι φιλοσοφία αφού, το πρώτο αναζητητικό ερώτημα της φιλοσοφίας, δηλαδή το – πρό, κατά και μετά το μηδέν – της έναρξης της κοσμογονίας και στην πορεία το αναζητητικό ερώτημα της διερμήνευσης της κοσμολογίας και το συνάδον βασανιστικότατο ερώτημα της λειτουργίας της, περιέχουν τα πάντα ως τα απόλυτα ερωτήματα του ανθρώπου με ένα μόνο σκοπό:  να «καταλάβει»!

Άρα αφού τα ανωτέρω κοσμογονικά και κοσμολογικά θέματα και ερωτήματα περιέχουν τα πάντα, τότε μέσα στα «πάντα» δεν εμπεριέχονται και οι ασήμαντες εφευρεθείσες των ανθρώπων της γής επιστήμες;

Απτή απόδειξη ότι η φιλοσοφία και οι επιστήμες όχι μόνο συνδέονται αλλά αναγκαστικά θα πρέπει να συνδέονται είναι διότι:

α)

–   Η πιό μεγάλη στον κόσμο διάνοια αναζήτησης και διερμήνευσης της κοσμογονίας και κοσμολογίας, ο εφευρέτης και διδάξας το Πυθαγόρειο θεώρημα, ο επινοήσας το «π» (π΄ μικρό γράμμα =3,14159265 παγκοσμίως γνωστό ως «πι» από το αρχικό γράμμα του ονόματος του ως το αναγνωρισθέν και διεθνώς καθιερωθέν επιστημονικό αξίωμα ως η «σταθερά του σύμπαντος», προκύπτουσα μέσα από τον λόγο περιφέρειας κύκλου και  διαμέτρου),

–   ο φιλόσοφος, ιατρός, μαθηματικός και μουσικός, συντονιστής  της «φιλοσοφικής σχολής», της «θρησκευτικής αδελφότητας»  και της «πολιτικής ένωσης»,

–  ο γίγαντας αυτός που κατάφερε να βρεί σύνθετη μάλιστα εξήγηση και για την κοσμογονία και για την κοσμολογία αποφαινόμενος:

για την κοσμογονία: ότι «εφ’ όσον τα σώματα σύγκεινται εξ αριθμών, δεν δύναται τις να φανταστεί σύμπαν όπου δεν υπάρχουν αριθμοί και ότι ο αριθμός είναι θεμελιώδες μέρος της δημιουργίας τούτου

και για την κοσμολογία : «το σύμπαν απαρτίζεται από ζεύγη αντιθέσεων»

αυτός λοιπόν ο άνθρωπος ο οποίος κάνει υπερήφανο το ανθρώπινο γένος,

ο Πυθαγόρας,

κατέληξε σε πόρισμα τί επιτέλους είναι αυτό που ο ίδιος κατάφερε και επομένως τί νάναι άραγε ο ενδότερος του εαυτός: 

ναι ένιωσε ότι ήταν τόσο πολύ …σοφός  όμως από σεμνότητα ΔΕΝ αυτοαπεκλήθη,  σοφός αλλά  φίλος της σοφίας: φιλόσοφος.

Από τον Πυθαγόρα και από τότε μπήκε στο Ελληνικό και παγκόσμιο λεξιλόγιο η λέξη αυτή: φιλόσοφος.

β) οι αρχαίοι ημών πρόγονοι έλεγαν ότι «η φιλοσοφία περιλαμβάνει ολόκληρον το πεδίον της ανωτέρας μαθήσεως αποτελούσα την μητέρα των επιστημών»,

γ) ο Πλάτων έλεγε ότι η φιλοσοφία είναι «η μητέρα της ακεραιότητας».

Επομένως με βάση τα ανωτέρω (α), (β), και (γ) δεδομένα καταλήξαμε στο υπόβαθρο της αναγνώρισης ότι η λέξη φιλοσοφία είναι εγγύηση ανωτέρας γνώσης και αξιόπιστος μάρτυρας της υψηλής διανόησης. Άρα η κατάληξη μας αυτή θα προσδώσει παρεπομένως ισχύ στον ταπεινό μας αυτό λόγο.

Αυτό που ονομάζουμε φιλοσοφία είναι η εκ μητρός γένεση και προέλευση των επιστημών στο ανώτατο επίπεδο της ακεραιότητας. Οι επιστήμες δεν μπορούν να «δουλέψουν» από μόνες, αλλά για να λειτουργήσουν και να είναι όντως επιστήμες χρειάζονται …εκκινητή, όπως ένα αυτοκίνητο ή όπως ένας λαμπτήρας φθορισμού. Θα ξεκινήσουν την δράση τους μέσα από εμβάθυνσης φιλοσοφικό επαγωγικό λογισμό ώστε να καταφέρουν να στοιχειοθετήσουν το ισχυρό θεμέλιο και την βάση της συγκεκριμένης επιστήμης, (δηλαδή του εαυτού τους) ενώ στην πορεία δρώντας αναγωγικά θα αντλήσουν διδάγματα και εμπειρίες ώστε να ατσαλώσουν την αλήθεια της. Όλα αυτά μόνο τυχαία δεν είναι.

Επομένως όταν ένας απλός και ταπεινός άνθρωπος (αν δεν είναι «απλός» και «ταπεινός» ΔΕΝ είναι φιλόσοφος και ΔΕΝ τον αποδέχεται η φιλοσοφία, επομένως ούτε και ως παιδί της τον αναγνωρίζει η συγκεκριμένη επιστήμη δηλαδή ως όντως επιστήμονα)

φτάσει στο επίπεδο:

α) να καταστεί ικανός πνευματικά να αναγνωρίσει την μάνα φιλοσοφία,

β) ενδιέτριψε επαρκώς σε επίπεδο ανωτέρας (θεματικής) μαθήσεως,

τότε λαμβάνει την τιμητική απονομή του τίτλου του φιλόσοφου του συγκεκριμένου θέματος.

Να σημειώσουμε ότι πέραν των εκ μελέτης και εξ επαγγέλματος δεδηλωμένων φιλοσόφων, υπάρχουν σήμερα οι άνθρωποι μας, οι σκεπτόμενοι(η φιλοσοφία δεν τίποτε άλλο από σκέψη) φιλόσοφοι και μάλιστα εντελώς πραγματικοί τόσον ως εξ αενάου και διαρκούς συνέχειας γονιδιακής ροής κληρονομήσαντες το αρχαιοελληνικό πνεύμα αλλά και ως εξ επικτήτου και εμπειρικής επίδρασης κατακτήσαντες, όσο μπόρεσαν την αλήθεια της φιλοσοφίας.

Ο άνθρωπος κατέχει και πρέπει να κατέχει το χάρισμα να συλλογίζεται. Χωρίς φιλοσοφία ο άνθρωπος – και δεν το λέμε υποτιμητικά –  δεν θα διέφερε και πολύ από τα ζώα έστω και αν διαθέτει λογική. Και τούτο διότι η λογική την οποία ο άνθρωπος διαθέτει δεν αρκεί και δεν τον «σώζει», διότι ενίοτε (κυρίως εξ ανάγκης) μπορεί και από το ένστικτο να υποκατασταθεί (έμμεση αντικατάσταση) η λογική επαρκώς στον ανθρώπινο αγώνα για την (βιολογική) επιβίωση. Η σκέψη όμως; Μπορεί να υποκατασταθεί ή και να αντικατασταθεί από κάτι άλλο η σκέψη; Είναι αυτό δυνατόν;

Επομένως το δεδομένο του «μυαλού» δεν δίνει από μόνο του την λύση αφού αυτό το   έχουν όλοι όμως ο συλλογισμός είναι αυτοκυρίαρχη ενέργεια, έχουσα ανεξάρτητη δυναμική η οποία δεν μπορεί ενστικτωδώς να υποκατασταθεί μέσα από άλλες αμυντικές αντιδράσεις, ούτε και από μηχανικές της στιγμής δράσεις.

Ο συλλογισμός και η σκέψη και κατ΄επέκταση η διανόηση είναι ανώτερες από το μυαλό. Είναι εσωτερικές δυνάμεις, προϊόντα ενδογενούς θέλησης του ανθρώπου η οποία θέληση μεταστοιχειώνεται σε άυλη παρθενοκάρπιο ύλη, η οποία εντέλλει τον άνθρωπο όχι μόνο να αγνοήσει αλλά και να περιφρονήσει τον Σίσυφο, ώστε να φτάσει εκεί που πνευματικά αξίζει. Και αξίζει πολύ διότι η φιλοσοφική λειτουργία καταπολέμησε την αφθεγξία (αδυναμία έκφρασης διανοημάτων) αλλάζοντας τον  άνθρωπο, τον ανθρώπινο βίο και τον πολιτισμό πνεύματος διότι ως Θεία δωρεά παρέδωσε στην ανθρωπότητα εκατοντάδες φιλοσόφους της κλασσικής Ελλάδας οι οποίοι τίμησαν το ανθρώπινο γένος- προεξαρχόντων του πατέρα της φιλοσοφίας Θαλή, του πανεπιστήμονα Αριστοτέλη, του «ατομικού» Λεύκιππου (δασκάλου) και Δημόκριτου (μαθητού), του «δασκάλου» Σωκράτη και του «μαθητού» Πλάτωνα, των μαθηματικών Ευκλείδη και Πυθαγόρα, του «τα πάντα(κυριολεκτικά) υπομένων» Επίκτητου, του απόλυτου εφευρέτη και πατέρα της εξέλιξης Αναξίμανδρου,  του διατυπώσαντος την γιγάντια θεωρία δια τας «μείζονας ηδονάς της ψυχής» (αν και παρεξηγηθέντος ότι αφορά τις σωματικές ηδονές)  Επίκουρου.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Επομένως, στην απόπειρα μας να πλησιάσουμε την μεγαλύτερη, την πλατυτέρα, την βαθυτέραν και την πλέον ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ των επιστημών, την νομική επιστήμη, θεωρούμε ότι μόνο με την βοήθεια της μετά τον Θεό δεύτερης δύναμης, δηλαδή αυτήν της φιλοσοφίας θα καταφέρουμε να «βγούμε από μέσα».

Να σημειώσουμε ότι ο Πλάτωνας τόσο πολύ πίστεψε στην υπέρτατη αξία της φιλοσοφίας, ώστε έλεγε ότι οι πολιτειακοί ηγήτορες πρέπει να είναι φιλόσοφοι.

Η φιλοσοφία δίνει ελπίδα στον άνθρωπο λέγοντας του ότι τίποτα δεν χάθηκε διότι «τίποτα»…δεν υπάρχει ακόμη.

Η φιλοσοφία είναι ο σεμνός διαπρύσιος κήρυκας της δύναμης του ανθρώπου.  

Η φιλοσοφία είναι πνευματική ανύψωση.

Η φιλοσοφία είναι ανάταση και εκ της αφθεγξίας ανάσταση.

Η φιλοσοφία είναι ο θρίαμβος της ανάβασης του ανθρώπου στα σκαλοπάτια της εισόδου στου Θεού το ενδιαίτημα.

Επομένως είναι τιμή μας να προσπαθούμε με τις ταπεινές μας δυνάμεις έστω να την προσεγγίσουμε

γι’ αυτό και θέλοντας να αναδείξουμε την υπέρτατη της αξία, καταγράψαμε αυτή την προλόγιση του…προλόγου.

Και ο (αναγκαίος) πρόλογος. 

Αν ο βίος των τελευταίων 100.000 ετών του εχέφρονος ανθρώπου από προ-παλαιολιθική, παλαιολιθική, λιθική, νεολιθική και μετά-νεολιθική εποχή, δεν βρισκόταν προσανατολισμένος προς την ασταμάτητη κατεύθυνση της προσπάθειας για  καλυτέρευση στον κάθε τομέα της ζωής του, τότε το ανθρώπινο μας γένος ίσως ακόμη να ζούσε ευτυχισμένο σε σπηλιές τον χειμώνα και στα κλαριά των βελανιδιών τα καλοκαίρια.

Η εν διαχρονία αυτή προσπάθεια ούσα μια ασταμάτητη, κοπιώδης αλλά και θαυμαστή των ανθρώπων πορεία, κατόρθωσε να εξερευνήσει,  ταξινομήσει και καλλιεργήσει την ανθρώπινη  σκέψη παράγοντας πολιτισμό, να συγκροτήσει μαθηματικά αλλά και Ευκλείδειες γεωμετρίες, ώστε να «θεραπεύσει τους αγεωμέτρητους» και να δυνηθεί ο άνθρωπος να  κτίσει παρθενώνες, ως ορατά και αιώνια τεκμήρια της ανθρώπινης αυτής προς την αλήθεια πορείας.

Άρα αυτή η ανθρώπινη εξέλιξη υπερβαίνει την γιγάντια σκέψη ότι τα  «πάντα ρεί», του Ηράκλειτου, στην πράξη υλοποιώντας την σκέψη του Αναξίμανδρου ότι συνάμα τα πάντα εξελίσσονται. Κατά συνέπεια χαρά και τιμή μας ημείς, ανήκοντες στο ανθρώπινο γένος να συμβάλουμε προς την κατεύθυνση της προόδου με το ταπεινό μας αυτό λιθαράκι στην προσπάθεια του νομικού μας κόσμου για μια καλύτερη δικαιοσύνη.

Η δικαιοσύνη μας.

Η δικαιοσύνη μας παρά το γεγονός ότι έχει ζωή 62 χρόνια (σχετικά μικρή παράδοση) και παρά τις γκρίνιες και μιζέριες τινών, ναι βρίσκεται σε εξαιρετικά υψηλό επίπεδο πολύ υψηλότερο χωρών με βίο συντεταγμένης δικαιοσύνης ομού και κρατικής διοίκησης εκατονταετιών.

Και ποτέ να μην ξεχνάμε ως άνθρωποι την ασημαντότητα μας, διότι τίποτα δεν είναι δικό μας, αλλά της κοινωνίας κτήμα και εμείς όλοι υπηρέτες της(κυριολεκτικά όμως και όχι το αντίθετο).

Άρα λοιπόν επιβάλλεται να είμαστε απλοί, σεμνοί και ταπεινοί διότι οτιδήποτε άλλο, εκτός από άχρηστη ματαιότητα είναι και ανοησία (ετυμολογικά ΄΄α΄΄ στερητικό + νόηση, άρα έλλειψη νόησης) διότι:

«Ου γαρ ο δικαστής, ουδ΄ο βουλευτής, ουδ΄ο εκκλησιαστής,

αλλά

το δικαστήριο, η βουλή και ο δήμος».

Αριστοτέλης

(Δηλαδή ο άνθρωπος κατέχοντας το  όποιο αξίωμα, είναι ως άτομο «παραμερισμένος» – με την καλή έννοια – δεν το κατέχει σε εγωιστικό, ατομικιστικό  και προσωποπαγές επίπεδο αλλά, ασκεί την λαϊκή εξουσία,όντας απλός εντολοδόχος, υπηρέτης και εκτελεστής της κοινωνίας,υπαγόμενος συνάμα και ο ίδιος στον λαό. Αυτό που έχει απόλυτη σημασία είναι και η τίμηση της θέσης και όχι η αυτοτίμηση).

Θα ακολουθήσει ΜΕΡΟΣ 2.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , ,