Εισηγήσεις για λεκτική, οπτική και ουσιαστική βελτίωση της εικόνας της Δικαιοσύνης μας. Νομική, εννοιολογική, φιλοσοφική, ιστορική, κοινωνική προσέγγιση-ΜΕΡΟΣ 8

ΜΕΡΟΣ 8

ζ) Ο «πελάτης» του δικηγόρου.

Ποτέ η λέξη αυτή δεν ήταν αρεστή στον γράφοντα. Η χαρακτηρισμός «πελάτης» εκ προοιμίου δίδει διαφορετική κατεύθυνση την σχέση δικηγόρου με τον εντολέα τον οποίο εκπροσωπεί στο δικαστήριο. Η λέξη πελάτης  καταβιβάζει την επαγγελματική επαφή δικηγόρου εντολέα σε απλή σχέση εμπορικής συναλλαγής, στην οποία ενυπάρχει εμφανές και προεξάρχον το υλικό/οικονομικό στοιχείο όπως π.χ. του πωλητή – αγοραστή ρούχων ή τροφίμων ως σχέση πωλητή – πελάτη, όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Ασφαλέστατα και δεν υποτιμούμε ούτε τους επαγγελματίες της αγοράς και του εμπορίου ούτε και τις οικονομικές σχέσεις τους με τους πελάτες τους. Απολύτως σεβαστή και απολύτως χρήσιμη για την κοινωνία η εργασία και εμπορική δραστηριότητα του κάθε ανθρώπου. Όμως το κάθε θέμα πρέπει να ταξιδεύει μέσα στην σωστή κοινωνική του τροχιά και να εκτελεί υπερήφανα την δική του ξεχωριστή περιφορά στον αγώνα της εκπλήρωσης της συγκεκριμένης δικής του αποστολής με γνώμονα το κριτήριο της αναγνώρισης των δικών του ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και γνωρισμάτων. Επομένως στην περίπτωση που εξετάζουμε τα  πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι ως προς τον μή αξιοζήλευτο τίτλο «πελάτης». Και αυτό διότι στην σχέση δικηγόρου «πελάτη», πέραν βεβαίως της εκ πρώτης όψεως (αναγκαίας) ενυπάρχουσας υλικής/οικονομικής παραμέτρου, υπάρχει εμφανέστατα το κυρίαρχο ηθικό στοιχείο της παρεμβολής της Θεάς της δικαιοσύνης. Επομένως και η προσέγγιση του δικηγόρου προς την κάθε του υπόθεση δεν είναι απλής εμπορικής μορφής και υλιστικού μεγέθους, αλλά ως η καθαρή ένταξη του υπό την ιδέα του δικαίου, αφού η ιερή προσπάθεια του να εκπροσωπήσει τον «εντολέα» του κινείται πλέον μέσα στα ιδεαλιστικά κανάλια του αγνού αγώνα για την απόδοση της ανώτερης αυτής ιδέας.

Κατ’ επέκταση οδηγός και καθοδηγητής της σκέψης του δικηγόρου είναι πλέον η πίστη στην ανώτερη και ιερότερη ανθρώπινη ιδέα: την  ιδέα της δικαιοσύνης. Γι’ αυτήν την ιδέα με πίστη μάχεται και οφείλει να μάχεται ο δικηγόρος.

Άρα ας βρούμε τον σωστό όρο ο οποίος ρεαλιστικά και ηθικά ορθά, να εκφράζει αυτή την ηθική, ιδεαλιστική, πνευματική, (και έστω οικονομική) μεταξύ των μερών κατάσταση.

Ο σωστός όρος είναι καθ’ ημάς «εντολέας», «εκπρόσωπος» «εντολοδότης» «πληρεξουσιοδοτών», «πληρεξουσιοδοτήσας», «πληρεξουσιοδοτήσασα».

Συνεπώς χωρίς ασφαλώς να διατεινόμαστε την παραμικρή επέμβαση στο έργο του δικαστηρίου, είναι όμως σκέψη μας ότι οι τοπικοί και ο παγκύπριος δικηγορικός σύλλογος και το ανώτατο δικαστήριο, όλοι  μπορούν με την ηθική και πειστική τους ισχύ, στοχευμένα στα κατάλληλα βήματα να υποδείξουν και να προωθήσουν την έννοια αυτή όπως και για το θέμα (δ) ανωτέρω αλλά και κατ’ αναλογία και στα άλλα τεθέντα θέματα και σε όσα τα τεθούν κατωτέρω. 

η. α) Προσφώνηση του κακουργιοδικείου από δικηγόρους.

Είναι νομικά εντελώς λανθασμένη και ηθικά ελλιπής η προς το δικαστήριο εξαντλητική προσφώνηση απλά «κύριε πρόεδρε», η οποία παρελαύνει ενώπιον των κακουργιοδικείων/ετέρων δικαστηρίων τριμελούς/πολυμελούς συγκρότησης. Και γιατί αγνοούμε τους άλλους δύο δικαστές; Μήπως είναι απόντες; Μήπως είναι στην δικαστική σύνθεση «ανύπαρκτοι» ή τυπικά υπαρκτοί και άνευ ψήφου; Ασφαλώς όχι: και παρόντες είναι και διαθέτουν ψήφο. Μάλιστα αν π.χ. δύο κακουργιοδίκες πλην του προέδρου έχουν την ίδια (διαφορετική από τον πρόεδρο) άποψη τότε θα ισχύσει ως κατά πλειονοψηφία η δική τους θέση και όχι αυτή του προέδρου.

Μα αν ως κοινωνία θέλαμε μόνο τον πρόεδρο «παρόντα» σε δικαστική διαδικασία δεν θα καταρτίζαμε σύνθεση τριμελή, αλλά μονομελή και έτσι θα μας ερχόνταν και πιο καλά οικονομικά. Όμως η κοινωνία έταξε την συγκεκριμένη διαδικασία με τρείς δικαστές οι οποίοι ναι, χαίρουν της εκτίμησης μας και προπάντων της εμπιστοσύνης μας ώστε να μας κρίνουν ως κοινωνία μέσα από τριπλή διύλιση, τριπλό πνεύματος φιλτράρισμα και τριπλή καταληκτική δικανική άποψη με έξι μάτια και έξι αυτιά.

Μας θυμίζει το θέμα αυτό την βουλή μας με παρόντες 54 βουλευτές(πλην του ομιλούντος και του προέδρου) και δυστυχώς ο ομιλών βλέπει και αναγνωρίζει ως μοναδικό στην αίθουσα παρόντα και «έγκυρο» τον πρόεδρο απευθύνοντας του τον λόγο: «κύριε πρόεδρε». Ο συγκεκριμένος ομιλών δυστυχώς βρίσκεται σε απόλυτη πλάνη, διότι θεωρεί τους άλλους 54 ότι είναι άκυροι ή ακόμη ότι μπορεί να είναι με άδεια:  αλλιώς δεν θα έλεγε απλά, κύριε πρόεδρε.

Το ίδιο και με την βουλή των Ελλήνων που ακυρώνονται 298 βουλευτές αφού μέσα από την επίκληση μόνο και μόνο του προέδρου είναι ωσάν και οι 298 βουλευτές να είναι την στιγμή εκείνοι όλοι άκυροι ή να βρίσκονται όλοι εκτός κοινοβουλίου ή ίσως και όλοι με άδεια στα χωριά τους.

Θεωρούμε συνεπώς ότι δεν θα αποτελέσει υπέρβαση εξουσιών από πλευράς ανωτάτου δικαστηρίου μια καλόπιστη και ηθικά γνήσια υπόδειξη προς κάθε εμπλεκόμενο να υιοθετήσει την σωστή στάση με την απλούστατη προσφώνηση τύπου: «κύριε πρόεδρε, κύριοι δικασταί». Η ωραία λεκτική εικόνα στα δικαστήρια είναι τόσο χρήσιμη και το τόσο αρμόζουσα όπως οι ωραίοι πίνακες και τα ωραία εκθέματα σε μια υψηλού επιπέδου γκαλερί. 

Σχετική σημείωση: Μιλήσαμε πιο πάνω για την τριμελή (περιττός αριθμός) σύνθεση του κακουργιοδικείου όμως μας εξέπληττε αφάνταστα η σύνθεση παλαιοτέρων εποχών με ζυγό αριθμό δικαστών π.χ. 8, ή π.χ. 4, ή και 2 ήτοι ενός προέδρου και ενός ανωτέρου! Ήταν απίστευτο! Δεν θέλουμε να φανούμε φορτικοί αλλά αυτό δεν μπορεί να το αφήσουμε να περάσει άκριτο και ασχολίαστο, διότι είναι καθαρά νομικό θέμα νομίμου δικαστηριακής σύστασης και ορθής δικαστικής σύνθεσης.

Η ορθότητα, η νομιμότητα, η αλήθεια και η δικαιοσύνη είναι ο μονός αριθμός δικαστών:

Όταν οι συγκροτούντες τον ζυγό/ούς αυτό/ούς αριθμό/ούς δικαστές στην έδρα: ακόμη και αν είναι και οι δύο, και οι τέσσερεις, και οι οκτώ, απόλυτα-απόλυτα ακέραιοι και ηθικοί, ακόμη και συγχωριανοί και παίζουν όλοι με αγάπη και απόλυτη φιλία και σύμπνοια στην ίδια ποδοσφαιρική ομάδα, δεν παύουν να είναι άνθρωποι με νόηση και άποψη. Ερωτούμε επομένως αυτό το οποίο θα ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο: θα συμφωνούσαν όλοι και θα κατέληγαν μήπως όλοι στο ίδιο αποτέλεσμα;

Ασφαλέστατα όχι.

Επομένως αν τυχόν διαφωνούσαν μεταξύ τους οι δύο δικαστές ή οι τέσσερεις ή οι οκτώ φέρνοντας «ισοπαλία» 1-1, 2-2, 4 – 4 τότε τί θα γίνει;  Και έστω ότι με τους τέσσερεις μπορεί με εύνοια της τύχης να ήταν οι ψήφοι 1 προς 3, ή με τους οκτώ 2 προς 6, ή 3 προς 5, ή 1 προς 7. Με τους δύο δικαστές τί θα γινόταν ως Θέμις;

Άρα δεν θα εκδίδετο απόφαση.

Απίστευτο!

Δεν θα καταλήγαμε τότε (δυστυχώς) στο ποινικό αδίκημα της αρνησιδικίας;

Και όμως αυτό πριν δεκαετίες συνέβαινε! Ζυγή σύνθεση και εξεδίδετο συν τοις άλλοις και από πάνω απόφαση με βάση το νομικά άστοχο επιχείρημα του αναγωγικού συλλογισμού ότι επειδή δεν έπεσε το εξ αντιθέτου τεκμήριο,  άρα τότε το τάδε θέμα από την άλλη είναι εντάξει. Καθόλου εντάξει και καθόλου πειστική αυτή θέση με βάση την οποία ξέρετε λόγω της μή ύπαρξης ισχύος ή της αναλήθειας ενός θέματος, άρα είναι αποδεκτό το άλλο αντίθετο συνδεόμενο, εξ αιτίας της εφαρμογής της λογικής  αρχής της εις άτοπον απαγωγής. Στην λογική επιστήμη «εις άτοπον απαγωγή» σημαίνει την απόδειξη της αλήθειας μιας πρότασης μέσα από την απόδειξη ότι η αντίθετη πρόταση είναι ψευδής. Εμείς διαφωνούμε απόλυτα με αυτούς τους υπερβατικούς συλλογισμούς, διότι τα πράγματα εκεί ήταν διαφορετικά και με βάση τις νομικές μας γνώσεις σε καμία περίπτωση μπορούν να στηρίξουν δικαστική απόφαση. Αυτό ποτέ δεν βγήκε από την σκέψη του γράφοντος και ο προβληματισμός του ποτέ δεν παραγράφηκε από την απόσταση του χρόνου.

η. β) Απαλλαγή και όχι αθώωση.

Η διακοπή ποινικής διαδικασίας ένεκα τεχνικής ανεπάρκειας στήριξης υπόθεσης και/ή για άλλο λόγο απόσυρσης από πλευράς κατηγορούσης αρχής/κατάρριψη υπόθεσης από πλευράς υπεράσπισης λόγω τεχνικών ή άλλων σχετικών σημείων όχι όχι όμως ένεκα ολικής δικαστικής εξέτασης της ουσίας/ και μαρτυρίας/ γεγονότων  της υπόθεσης τότε απλά απαλλάττει (προσωρινά ίσως) και σε καμία  περίπτωση  αθωώνει τον κατηγορούμενο.

Η αθώωση αποτελεί εσωτερική συνειδησιακή άποψη.

Τί ακριβώς είναι η αθώωση;

Η αθώωση είναι μία καλή διακήρυξη προς την κοινωνία των ανθρώπων.

Αθώωση είναι δικαστική αναγνωριστική πράξη όπου ο δικαστής μέσα από την αποδεικτική διαδικασία ΔΕΝ πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου. Oκατηγορούμενος «τελικά ήταν καθαρός»!

Αθώωση είναι «απόφανση επί της ουσίας της κατηγορίας» με βάση το άρθρο 77 (1)και (2) του κώδικα ποινική δικονομία Κεφ. 155. 

Για να καταλήξει όμως η δικαστική σκέψη /απόφαση του δικαστού στην αθώωση θα πρέπει πρώτα μετά από την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας να προκύπτει η αθωότητα. Επομένως η αθωότητα προηγείται της αθώωσης και η αθώωση έπεται της αθωότητας, όπως το άλογο και η άμαξα. Επομένως θα πρέπει πρώτα να έχουμε ένα καλό άλογο την αθωότητα, για να το δέσουμε στην άμαξα ώστε να κάνουμε το θριαμβευτικό ταξίδι της αθώωσης.

Άρα η αθωότητα είναι δικαστικό εύρημα, ενώ η αθώωση είναι δικαστική πράξη εφαρμογής του ευρήματος.

Η διαδικασία κατάληξης: ο δικαστής  θα ακούσει τα γεγονότα, θα παρακολουθήσει τους μάρτυρες, θα αναλύσει και αξιολογήσει τις μαρτυρίες, θα λάβει γνώση των τεκμηρίων και κάθε άλλου στοιχείου και με προσοχή θα διεξέλθει της υπόθεσης. Όλα αυτά τα υλικά της υπόθεσης, με τις αισθήσεις, την λογική, την κρίση και τα νομικά του  θα τα εντάξει για αξιολόγηση κάτω από τον νομικό και δικαϊκό κανόνα. Όμως ο νομικός κανόνας δεν είναι αρκετός: δεν λύνει μαθηματικές εξισώσει ο δικαστής. Ο δικαστής έχει και πρέπει να έχει συνείδηση δικαίου και επομένως όλα αυτά «υπερβατικά» θα τα φιλτράρει μέσα από την συνείδηση του η οποία τον διακρίνει και θα προβεί σε καταληκτικό, εμπεριστατωμένο και πλήρως αιτιολογημένο δικανικό συλλογισμό. Αν διανύοντας όλη αυτή την απόσταση καταλήξει η σκέψη του ότι ο κατηγορούμενος δεν διέπραξε το υπό κρίση αδίκημα, (ή ακόμη και αν το διέπραξε – δηλαδή απλά ως πράξη, δηλ. απλά actus – όμως δεν υπήρχε mensrea /ένοχη διάνοια / άδικη πράξη /ποινική ευθύνη λόγω π.χ. άμυνας ή κατάστασης ανάγκης, ή για άλλους νομικούς λόγους κ.λ.π. επομένως δεν ήταν ποινικά κολάσιμη η πράξη αυτή) τότε από καθ’ έδρας θα τον κηρύξει με την φωνή της ψυχής του, ενώπιον της κοινωνίας ως αθώο. Αν όχι θα  τον καταδικάσει.

Επομένως η λέξη αθώωση (και αθωότητα) δεν είναι μια απλή λέξη είναι ιερή.

Είναι ο ηθικός θρίαμβος της δικαιοσύνης: η δικαιοσύνη με την αθωωτική της ετυμηγορία δεν απευθύνεται μόνο στον κατηγορούμενο, απευθύνεται και στην κοινωνία (διότι το θέμα του κατηγορούμενου ασφαλέστατα αφορά την κοινωνία) πανηγυρικά διαλαλώντας ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι ηθικά καθαρός στο υπό την συγκεκριμένη κατηγορία αδίκημα. Παραδίδει επομένως μέσα από πράξη δικαστικής συνείδησης τον άνθρωπο αυτό καθαρό πίσω στην κοινωνία προς επανένταξη στους κόλπους της. 

Συνεπώς η «διακοπή» και τα «τεχνικά σημεία» (βλέπε ενίοτε κόλπα) σε καμία περίπτωση προέρχονται από την συνείδηση δικαιοσύνης του δικαστού ούτε και καθοδηγούνται από εσωτερική κατάληξη και ψυχής αθωωτική απόφαση, διότι πολύ απλά η δικαστική αντίληψη, όραση και ακοή δεν έλαβαν στους αισθητήρες τους την απαραίτητη ζώσα μαρτυρία και η δικαστική λογική δεν ψηλάφησε δικανικά το σύνολο όσων απτών στοιχείων προέβαλε τόσο η κατηγορούσα αρχή όσο και η υπεράσπιση ώστε μέσα από αξιολόγηση και μέσα από ένταξη και αντιπαραβολή με νομικούς κανόνες ναι, να καταλήξει σε αθωωτικό συμπέρασμα. 

Επομένως, η φράση «αθωώνεται και «απαλλάττεται» αποτελεί μέγα νομικό/αντινομικό σφάλμα σε περιπτώσεις διακοπής ένεκα ανεπάρκειας στήριξης, απόσυρσης, αναστολής ή λόγω κατάρριψης της από την υπεράσπιση για διάφορους λόγους και κυρίως λόγω τεχνικών προβλημάτων. Δεν μπορεί επομένως η πολιτεία μέσα από τους υπηρέτες της θέμιδας να κηρύξει αθώο και να παραδώσει «καθαρό» πίσω στην κοινωνία έναν(απλά) απαλλαγέντα. Διότι απλά «απαλλάχτηκε» και σε καμία περίπτωση αθωώθηκε.

Μπορεί μάλιστα στην περίπτωση αυτή η πολιτεία να επανέλθει και να  επανακατηγορήσει τον απαλλαγέντα, ποτέ όμως δεν μπορεί να το κάνει αυτό  και να επαναφέρει μια κατηγορία για έναν «αθωωθέντα».

η. γ) Αστικά ΟΧΙ πολιτικά δικαστήρια

Το νέο δικαστηριακό κτίριο Λεμεσού γράφει απέξω δικαστήριο «πολιτικών» υποθέσεων. Λάθος…

Τα δικαστήρια στον δικαστηριακό αυτό χώρο,  εκδικάζουν αστικές υποθέσεις και σε καμία περίπτωση πολιτικές υποθέσεις. Λανθασμένα και κάκιστα επεκράτησε ο όρος «πολιτικές» υποθέσεις διότι οι (πραγματικά) πολιτικές υποθέσεις αφορούν, σε πεδίο αμφισβήτησης/διαφοράς/αντιπαλότητας/σύγκρουσης, θέματα πολιτικά/πολιτικής σχέσης θέματα /πολιτικές πράξεις/πράξεις επιδίωξης πολιτικών σκοπών και προώθησης πολιτικών ιδεών στηριζόμενα σε πολιτικές ιδέες/θέματα αξίωσης και άσκησης πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών/ θέματα προώθησης,  διάδοσης και διδαχής ιδεολογικών απόψεων/θέματα σύγκρουσης και αντίδρασης προς πολιτικά/πολιτειακά κατεστημένα,  καθώς και θέματα προεπαναστατικής/επαναστατικής/μεταεπαναστατικής και ιδεολογικής μορφής και αιτίας. Συνεπώς έχουν να κάνουν με τα του ιδεολογικού, πολιτικού/πολιτειακού και ιδεολογικοπολιτικού γίγνεσθαι και του πολιτικού/πολιτικοκοινωνικού/πολιτειακού συστήματος.

Ως εκ τούτου οι αγωγές για αξίωση π.χ. οφειλόμενου υπόλοιπου ποσού από πώληση ΔΕΝ είναι πολιτικές αγωγές και πολύ περισσότερο οι ποινικές. Τότε και μόνο μπορούν να θεωρηθούν «πολιτικές» όταν όντως φέρουν τον ανωτέρω ιδιότυπο, ιδεολογικό ή πολιτικό  χαρακτήρα, την ανωτέρω βάση και ταυτότητα και συνεπώς επιστημονικά θεωρούνται ως εκφεύγουσες των πλαισίων του αστικού και του κοινού ποινικού δικαίου άρα δεν μπορεί να ενταχθούν προς επίλυση εντός της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων και επομένως θα ενταχτούν πλέον στα πινάκια της κοινωνίας ως «πολιτικές υποθέσεις». Όταν αυτό γίνει από εκεί και πέρα θα τύχουν και του ανάλογου πολιτικού και πολιτειακού χειρισμού.

Συνήθως και κατά πλειοψηφία οι όντως πολιτικές υποθέσεις, κλείνουν προς την ποινική μορφή.

Τα δικαστήρια δεν μπορούν να επιλύουν πολιτικά θέματα διότι είναι δικαστικός και όχι πολιτικός θεσμός. Με παραπλήσια συλλογιστική ας θυμηθούμε ότι στις εμφανώς πολιτικές πράξεις κυβερνήσεως τα δικαστήρια δεν μπορούν να επέμβουν ως εκτός δικαιοδοσίας τους τα θέματα αυτά.

Πολιτική δίωξη.

Τα δικαστήρια δεν είναι πολιτική ή πολιτειακή εξουσία αλλά δικαστική. Επομένως αν κάποια υπόθεση κριθεί από πρόσωπο (έχοντος έννομο προς τούτο συμφέρον) εντός συγκεκριμένης διαδικασίας ότι η κατ’ αυτού δίωξη είναι όντως πολιτική στηριζόμενη σε πολιτική βάση ή υποκινείται ή προωθείται από πολιτικά κίνητρα/σκοπιμότητες ή επιδιώκει τιμωριτικά, εξοντωτικά ή εκδικητικά αποτελέσματα και οιουσδήποτε έτερους κατ’ αυτού σκοπούς, πέραν του δικαίου, ζητά από το δικαστήριο όπως η υπόθεση αυτή κηρυχθεί/θεωρηθεί «πολιτική υπόθεση» ως φέρουσα τα ταπεινά κίνητρα της εσκεμμένης «πολιτικής δίωξης». Αυτό ασφαλέστατα πάντοτε εντός της περί δικαίου κρίσης του, μπορεί το δικαστήριο να το πράξει και αυτεπαγγέλτως.

Στην περίπτωση που ο συγκεκριμένος καθ’ ού η πολιτική δίωξη συλληφθεί, τεθεί υπό κράτηση ή περιοριστεί, ή φυλακιστεί θεωρείται «πολιτικός κρατούμενος». Στις περιπτώσεις αυτές και πάλι ασκώντας την περί δικαίου κρίση τους τα δικαστήρια  όταν το θέμα τεθεί ενώπιον τους σε κάθε κατάλληλο δικονομικά/διαδικαστικά βήμα τους έχουν υποχρέωση όπως αυτοαπεκδύονται δικαιοδοτικής αρμοδιότητας ή δηλώνοντας ευθαρσώς ότι ναι, στερούνται δικαιοδοσίας ή ότι δεν κέκτηνται δικαιοδοσία (έτσι είναι το σωστό) ως προς το θέμα αυτό, απαλλάττοντας τον διωκόμενο  ή  παραδίδοντας νομίμως – ανάλογα με τα γεγονότα –  την συγκεκριμένη υπόθεση στα κατάλληλα βήματα ή δρώντας με οιονδήποτε κατά την κρίση του συγκεκριμένου δικαστηρίου δίκαιο υπό τις περιστάσεις τρόπο, έτσι ώστε να ακολουθηθεί η προς το δίκαιον πορεία μέσω πολιτικού χειρισμού. Με απλά λόγια οι (αληθινά) πολιτικές υποθέσεις βρίσκονται μακράν της εμβέλειας των πολιτειακών δικαστηρίων. Επομένως δεν είναι δυνατόν να υπαχθούν ούτε ως καθ’ ύλην, ούτε και ως κατά τόπον εντός της αρμοδιότητας οιασδήποτε δικαστικής δικαιοδοσίας για χειρισμό μέσα από την τρέχουσα/κλασσική μορφή. Σε χώρες που δεν φημίζονται για την δημοκρατία και την ελευθερία οι υποθέσεις αυτές όχι μόνο παραμένουν στα χέρια των δικαστηρίων(προσκείμενων προς την εξουσία) αλλά οι δικαστικές διαδικασίες  προχωρούν κανονικά και μάλιστα με πολυετείς ποινές.

Βοηθητική ερμηνευτική παράμετρος: Αν υποθέσουμε ότι σωστά υπάρχουν οι ούτω καλούμενες «πολιτικές αγωγές» στα τακτικά δικαστήρια, τότε ασφαλώς θα πρέπει να στηρίζονται στο ανάλογης βάσης συγκεκριμένο δίκαιο από το οποίο ηρύσθησαν  (άντλησαν) την καθ’ ύλη δικαιοδοσία τους: στο πολιτικό δίκαιο. Όμως στις νομικές σχολές δεν υπάρχει «πολιτικό δίκαιο» αλλά αστικό δίκαιο (το δίκαιο των αστών). Στο πανεπιστήμιο Αθηνών οι καθηγητές μας «ταλαιπώρησαν» αφάνταστα (καλά μας έκαναν) με το αστικό δίκαιο με διδακτέα και εξεταστέα θεματική ύλη άνω των 35 βιβλίων και πολλών χιλιάδων σελίδων (καθώς και με το αστικό δικονομικό δίκαιο δηλ. την πολιτική δικονομία), όμως ποτέ δεν μας μίλησαν για κανένα «πολιτικό δίκαιο». Επομένως δεν υπάρχει υπό αυτή την έννοια «πολιτικό δίκαιο» ως δίκαιο εφαρμογής στα σημερινά τουλάχιστον τακτικά δικαστήρια αστικής δικαιοδοσίας. Ως πολιτικό δίκαιο το μόνο που γνωρίζουμε είναι αυτό του Αριστοτέλη στα «Ηθικά Νικομάχεια» (ανεφέρθη προηγουμένως) με αρμοδιότητα την εξασφάλιση αυτάρκειας, ρυθμιζόμενον ή κατ’ αναλογία ή κατ’ αριθμόν.  Όμως στην πράξη το πολιτικό δίκαιο του Αριστοτέλη δεν συναντάται τουλάχιστον στην σημερινή νομική επιστήμη ως αυθύπαρκτη και αυτοδύναμη θεματική οντότητα με την έννοια ευρείας οικογένειας δικαίου. Ούτως ή άλλως το «πολιτικό δίκαιο» από τον καιρό του Αριστοτέλη δρά διασπασμένο και χωρίς το δικό του όνομα, διαχωρισμένο σε νομικό δίκαιο  (δηλαδή των νόμων/το θετό) και σε φυσικό δίκαιο. Καταληκτικά να αναφέρουμε ότι ακόμη και αν πάρουμε υποθετικά ως βάση το πολιτικό δίκαιο για στήριξη του θέματος που αναλύουμε και πάλι δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην εξεταστέα περίπτωση, αφού αν κάποιος διωχθεί για πολιτικούς ή ιδεολογικούς λόγους τότε δεν έχουμε να κάνουμε με «δίωξη» με την έννοια της νόμιμης αστικής ή ποινικής δίωξης αλλά με πολιτική κατά – δίωξη.

Μάλιστα το πολύ άσχημο και πολύ λανθασμένο είναι ότι επικρατεί στα πρωτοκολλητεία και μια άλλη κακή κατά την κρίση μας τακτική, αυτή του χαρακτηρισμού των αστικών διαδικασιών ως «αγωγή» και των ποινικών διαδικασιών ως «ποινική». Λάθος διότι και οι δύο αυτές επάλξεις νομικοδικαστικού αγώνα είναι αγωγές. Είναι αναζήτηση νομικής θεραπείας και είτε φέρουν μορφή αστικού είτε ποινικού χαρακτήρα αποτελούν προσφυγή του πολίτη και της κοινωνίας στην δικαιοσύνη, ούσες και οι δύο «αγωγές»: δηλαδή οδηγούνται ως «αγωγή» (άγω – αγωγή – άγονται) στο δικαστήριο. Αν αναλύσουμε εννοιολογικά/ετυμολογικά την λέξη «αγωγή» προκύπτει από το ρήμα «άγω», δηλαδή οδ-ηγώ, προς-άγω και συνεπώς η «αγωγή» ερμηνεύεται διασταλτικά ως «έγγραφος προσφυγή στο δικαστήριο». Συνεπώς η λέξη αγωγή πρέπει να ενυπάρχει ως αναγκαίο χαρακτηριστικό πρόθεμα και στις δύο διαδικασίες την ποινική και την αστική προσφυγή. Σημ: πέραν της συνήθους αστικής δικαιοδοσίας κλασσικών περιπτώσεων όπως π.χ. αξιώσεις αποζημιώσεων, χρεών, οφειλών, διαφόρων απαιτήσεων/ άλλων διαφορών ιδιωτικού δικαίου κ.λ.π. εντάσσονται στον τομέα και κατηγορία αυτή και όλες οι άλλες αγωγές οιασδήποτε κατηγορίας αστικής διαφοράς, διοικητικής, οικογενειακής, εργασιακής ή συνταγματικού δικαίου ή άλλη ιδιωτικής μορφής κ.λ.π. οι οποίες δεν είναι ποινικές.

Το θέμα χαρακτηρισμού ποινικού και αστικού αδικήματος λύεται πολύ εύκολα μέσα από έναν πολύ απλό συμπερασματικό αναγωγικό/αντίστροφο συλλογισμό πολύ χρήσιμο οδηγό πρωτοετών νομικής: «αστικές υποθέσεις είναι όσες δεν είναι ποινικές».

Θα ακολουθήσει Μέρος 9.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , ,