Ένα εμπορικό σήμα μπορεί να είναι ένα σύμβολο, λογότυπο, λέξη, σλόγκαν ή ένα όνομα που έχει καταχωρηθεί σε μία συγκεκριμένη Εταιρεία. Προστατεύει την εικόνα της Εταιρείας στην οποία ανήκει το εμπορικό σήμα και διασφαλίζει ότι άλλες επιχειρήσεις δεν παραβιάζουν την πνευματική της ιδιοκτησία.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι κάτοχοι μη καταχωρισμένων σημάτων δεν έχουν δικαίωμα να υποβάλουν αγωγή λόγω παραβίασης και/ή παράνομης χρήσης του εμπορικού σήματός τους. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν μπορεί να κινήσει διαδικασία για την πρόληψη ή την ανάκτηση αποζημίωσης για την παραβίαση μη καταχωρισμένου εμπορικού σήματος. Ωστόσο, οι ιδιοκτήτες μη καταχωρισμένων σημάτων είναι ελεύθεροι να ασκήσουν αγωγή στη βάση του αστικού αδικήματος αθέμιτου ανταγωνισμού κατά οποιουδήποτε μεταβιβάζει τα προϊόντα τους ως εκείνα του κατόχου του σήματος και να ζητήσουν ένδικα μέσα σχετικά με αυτά.
Στην Κύπρο το αστικό αδίκημα του αθέμιτου ανταγωνισμού («passing off») και τα απαραίτητα συστατικά του στοιχεία, διέπονται από το Άρθρο 35 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Το τελευταίο αποτελεί κωδικοποίηση του κοινοδικαίου. Έχει δε νομολογηθεί, ότι η κωδικοποίηση, δεν είναι εξαντλητική και μπορούμε να προσφεύγουμε στο κοινοδίκαιο για περαιτέρω καθοδήγηση.
Σύμφωνα με το Άρθρο 35 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148:
«Πρόσωπo τo oπoίo απoμιμoύμεvo τηv επωvυμία, τo χαρακτηρισμό, τo σήμα ή τηv επιγραφή αγαθώv ή άλλως πως, πρoκαλεί ή απoπειράται vα πρoκαλέσει ώστε oπoιαδήπoτε αγαθά vα εκληφθoύv ως αγαθά άλλoυ πρoσώπoυ, με τρόπo o oπoίoς εvδέχεται vα oδηγήσει συvήθη αγoραστή στηv πεπoίθηση ότι αγoράζει αγαθά τoυ άλλoυ αυτoύ πρoσώπoυ, διαπράττει αστικό αδίκημα κατά τoυ άλλoυ αυτoύ πρoσώπoυ:
Νoείται ότι καvέvας δεv διαπράττει αστικό αδίκημα για μόvo τo λόγo ότι χρησιμoπoιεί τη δική τoυ επωvυμία σε σχέση με τηv πώληση αγαθώv».
Σε γενικές γραμμές, μπορεί να λεχθεί ότι, το αστικό αδίκημα του αθέμιτου ανταγωνισμού, ενώ δεν προστατεύει το σήμα, την σύνθεση ή την παρουσίαση, υπηρεσίας ή εμπορεύματος, αυτών καθαυτών, – όπως αυτό γίνεται, αντιστοίχως, από την εγγραφή του, ως εμπορικού σήματος, ως προαναφέρθηκε -, προστατεύει το δικαίωμα σε εύνοια που έχει αποκτηθεί. Δηλαδή, το όφελος και το πλεονέκτημα του αποκτηθέντος και υπάρχοντος ακέραιου, καλού ονόματος, φήμης και σύνδεσης με μία επιχείρηση.
Ο Ενάγοντας λοιπόν, σε αγωγή για αθέμιτο ανταγωνισμό, πρέπει:
- κατ’ αρχήν, να αποδείξει εμπορική εύνοια ή φήμη που συνδέεται με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που προμηθεύει στο αγοραστικό κοινό. Η εμπορική εύνοια, μπορεί να προκύπτει από μία εμπορική ονομασία ή εμπορικό σήμα, από χαρακτηριστικά σήμανσης και συσκευασίας, ή και από εμπορική περιγραφή ή ονομασία πωλήσεως των εμπορευμάτων ή των υπηρεσιών.
- Ακολούθως, ο Ενάγοντας, πρέπει να αποδείξει ψευδή παράσταση, ή διαφορετικά, παραπλάνηση, από πλευράς Εναγομένου, του κοινού (ηθελημένη ή άθελη), που απολήγει ή πιθανόν να οδηγεί το κοινό να πιστεύει ότι, τα προϊόντα, ή υπηρεσίες που του προσφέρονται από τον Εναγόμενο, είναι τα προϊόντα ή υπηρεσίες του Ενάγοντα.
- Τέλος, ο Ενάγοντας, πρέπει να αποδείξει ότι υφίσταται (ή ότι είναι πιθανόν να υποστεί) ζημιά, λόγω της εσφαλμένης πεποίθησης που δημιούργησε, η από πλευράς του Εναγομένου, ψευδής παράσταση, ότι η πηγή των αγαθών ή των υπηρεσιών του Εναγομένου, είναι η ίδια με αυτήν από την οποία προέρχονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες του Ενάγοντα.
Τα προαναφερόμενα, αποτελούν τους τρείς παράγοντες, που, σύμφωνα με τους συγγραφείς του Συγγράμματος Clerk & Lindsell on Torts, 20η έκδοση, σελίδα 1818, παράγραφος 26-03, πρέπει, σε κάθε υπόθεση αθέμιτου ανταγωνισμού, να αποδεικνύονται, ώστε ο Ενάγοντας να δικαιούται σε θεραπεία. Τα στοιχεία αυτά, όπως γίνεται αντιληπτό, συμπλέκονται, η ψευδής παράσταση από πλευράς Εναγομένου, πρέπει να είναι τέτοια, ώστε, να προκαλέσει ζημιά στην εμπορική εύνοια του Ενάγοντα; βασικότερο δε στοιχείο, σε κάθε περίπτωση, και ενωτικό των προαναφερόμενων τριών στοιχείων, είναι, η εμπιστοσύνη των πελατών (δηλαδή, του αγοραστικού κοινού).
Στην υπόθεση Demades Overseas v Studio MA.ST Ltd(1996) 1 Α.Α.Δ. 799, το Ανώτατο Δικαστήριο , αναγνώρισε ότι, τα ακόλουθα, αποτελούν απαραίτητα στοιχεία μίας αξίωσης για αθέμιτο ανταγωνισμό:
(α) Ψευδής παράσταση,
(β) που έγινε από έμπορο στη διάρκεια διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών,
(γ) σε μελλοντικούς πελάτες του ή σε εκείνους που τελικά θα καταλήξουν τα αγαθά ή οι υπηρεσίες που παρέχονται από τον ίδιο,
(δ) η οποία στοχεύει στο να επηρεάσει την επιχείρηση ή εμπορική εύνοια άλλου εμπόρου (με το νόημα ότι αυτή είναι μια εύλογα προβλεπτή συνέπεια).
Προγενέστερα, σε ότι αφορά το τι πρέπει να αποδειχθεί από πλευράς ενός ενάγοντα για να είναι επιτυχείς σε αγωγή για αθέμιτο ανταγωνισμό, ο έντιμος Δ.Α.Δ. Πικής , στην υπόθεση Adidas v Jonitexo Ltd(1987) 1C.L.R. 383, απαρίθμησε τα εξής:
«(a) A right to the use of the mark to the exclusion of the defendant established by reference to the association of the mark with the products of the plaintiff.
(b) Imitation or copying of the mark of the plaintiff by the defendants in the process of manufacture or sale of the products.
(c) Likelihood of confusion on the part of the ordinary purchaser arising from the imitation of the mark; and lastly,
(d) Damage resulting therefrom.».
Στην υπόθεση Adidas v Jonitexo Ltd(1987) 1C.L.R. 383, ο έντιμος Δ. Α. Δ. Πικής ανέφερε ότι, απομίμηση μέρους εμπορικού σήματος, μπορεί, αναλόγως των επιπτώσεων, να υποστηρίξει αγωγή για αθέμιτο ανταγωνισμό. Δεν είναι δηλαδή απαραίτητο, η απομίμηση να είναι απόλυτη. Στην ίδια υπόθεση, λέχθηκε επίσης ότι, κριτήριο αποφασιστικής σημασίας σε μια αγωγή που έχει ως βάση της τον αθέμιτο ανταγωνισμό, είναι κατά πόσο ο συσχετισμός μεταξύ προϊόντων του ενάγοντα και του μέρους του εμπορικού σήματος που έχει απομιμηθεί, είναι τόσο ισχυρός, ώστε να δημιουργήσει πιθανότητα σύγχυσης στον συνήθη αγοραστή για την προέλευση του προϊόντος του εναγομένου. Αν η εικόνα των προϊόντων του ενάγοντα, μπορεί να συσχετιστεί ικανοποιητικά με το μέρος του εμπορικού σήματος που έτυχε απομίμησης, τότε, αυτή η απομίμηση, μπορεί να επηρεάσει τον συνήθη αγοραστή ποικιλοτρόπως, σε ότι αφορά την προέλευση των προϊόντων. Τελικώς, το ερώτημα είναι, κατά πόσο, η σχέση του σήματος με τα προϊόντα, είναι αρκετά ισχυρή, ώστε η έκθεση του σήματος να θυμίζει κάτι στον συνήθη αγοραστή αναφορικά με την προέλευση του προϊόντος. Το ζήτημα, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι η ενασχόληση του Δικαστηρίου με το τι επίπτωση θα είχε κάτι τέτοιο στον σχολαστικό αγοραστή, αλλά στον συνηθισμένο αγοραστή, ο οποίος έχει και την τάση να επηρεάζεται από τις εικόνες.
Σημαντική δε, είναι η υπόθεση United Biscuits (UK) Limited v Asda Stores Limited. Η υπόθεση αφορούσε το νέο μπισκότο σοκολάτας της Asda – Puffin – που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1996. Η United Biscuits, η οποία παρασκευάζει μπισκότα Penguin, ισχυρίστηκε ότι η Asda παραβίαζε ορισμένα καταχωρισμένα σήματά τους, συμπεριλαμβανομένου του σήματος PENGUIN, χρησιμοποιώντας (μεταξύ άλλων) την ονομασία “Puffin” και ήταν (σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα της χρησιμοποιούμενης συσκευασίας) περνώντας από τα μπισκότα Puffin είτε ως μπισκότα Penguin είτε με κάποιο τρόπο σχετιζόμενα ή συνδέονταν με τα μπισκότα Penguin. Κατά την παραγωγή και τη συσκευασία του Puffin μπισκότα η Asda είχε λάβει αυτό που περιγράφεται ως “συνθήματα” από Penguin, αν και ήταν αποδεκτό ότι δεν είχαν σκόπιμα προσπάθησε να προκαλέσει σύγχυση. Παρ ‘όλα αυτά τα δύο προϊόντα, ιδίως σε “multi-pack” μορφή, είχε μια σειρά από ομοιότητες:
- ήταν του ίδιου σχήματος και μεγέθους
- τόσο το πακέτο Penguin και μία έκδοση του πακέτου Puffin ήταν κυρίως κόκκινο τα ονόματα των δύο προϊόντων ήταν σε εμφανή σκούρα γράμματα (σκούρο μπλε σε κίτρινο φόντο στην περίπτωση των πιγκουίνων και μαύρο με λευκό μπορντούρα στην περίπτωση του Puffins)
- και τα δύο πακέτα απεικόνιζαν μαύρες και λευκές εικόνες των θαλασσοπουλιών
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η χρήση της ονομασίας “Puffin” δεν παραβίαζε το καταχωρισμένο σήμα PENGUIN. Αυτό από μόνο του δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη – μολονότι πρόκειται και για τις δύο ονομασίες θαλάσσιων πτηνών, είναι εντελώς διαφορετικές ονομασίες όταν λαμβάνονται μεμονωμένα από το συνολικό σχέδιο συσκευασίας (το οποίο αποτελεί αναγκαίο μέρος της εξέτασης της προσβολής του σήματος).
Ωστόσο, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Asda ήταν ένοχη για το αστικό αδίκημα του αθέμιτου ανταγωνισμού. Παρά το γεγονός ότι η United Biscuits προσκόμισε περιορισμένα μόνο αποδεικτικά στοιχεία ότι οι καταναλωτές ήταν πραγματικά συγκεχυμένοι από τα δύο προϊόντα (στις περισσότερες περιπτώσεις πίστευαν ότι τα δύο προϊόντα κατασκευάζονταν από τον ίδιο κατασκευαστή αντί να πιστεύουν ότι ήταν τα ίδια προϊόντα) – ένα ουσιαστικό μέρος της απόδειξης της διέλευσης – ο δικαστής θεώρησε ότι το θέμα (get ups) των δύο προϊόντων ήταν συγκεχυμένα παρόμοια.
Κατά την απόφασή του, ο δικαστής σημείωσε
“… I cannot escape the conclusion that, while aiming to avoid what the law would characterise as deception, they [Asda] were taking a conscious decision to live dangerously.”
Οι αποζημιώσεις του Ενάγοντα σε αγώγιμα δικαιώματα αυτής της φύσης η ζημία του αθώου μέρους είναι, εκ των πραγμάτων, δύσκολο να εξακριβωθεί με βεβαιότητα και να αποτιμηθεί σε χρήμα.
Όπως αναφέρθηκε ενδεικτικά στην υπόθεση M. & Ch. Mitsingas Trading Ltd κ.α. ν The Timberland Co. (ανωτέρω):
«Ο αθέμιτος ανταγωνισμός έχει προεκτάσεις, μεταξύ των οποίων και ο επηρεασμός της εμπορικής εύνοιας, που είναι δύσκολο να αποτιμηθούν σε χρήμα ή να εξακριβωθούν με βεβαιότητα.»
Η υπόθεση εκείνη ακολουθούσε τις αρχές που διατυπώθηκαν στην Spalding v Gamage (1918) 35 R.P.C. 101 όπου καθορίστηκε ότι η κύρια μορφή αποζημιώσεων σε υποθέσεις αθέμιτου ανταγωνισμού είναι η απώλεια κερδών που απορρέει από την πελατεία που έχει απολέσει ο ενάγοντας υπέρ του εναγόμενου ένεκα της παράβασης του τελευταίου. Πέραν αυτού το αθώο μέρος δικαιούται αποζημιώσεις για απώλεια φήμης και εμπορικής εύνοιας.
Σε κάθε περίπτωση όμως εναπόκειται στον ενάγοντα να αποδείξει την ζημία που έχει υποστεί. Οι αποζημιώσεις που θα επιδικαστούν πρέπει να είναι τέτοιες που να τοποθετούν τον ενάγοντα στην θέση που θα βρισκόταν αν δεν παραβιαζόταν το δικαίωμα του για πνευματική ιδιοκτησία. Στην υπόθεση Livingstone v Rawyards Coal Co (1880)5 App. Cas. 25 αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«The general rule at any rate in relation to “economic” torts is that the measure of damages is to be, as far as possible, the sum of money which will put the injured party in the same position as he would have been if he had not sustained the wrong.»
Υιοθετώντας την ίδια προσέγγιση, στην επίσης Αγγλική απόφαση London General Holdings Ltd & others v USP Plc & another (2005) EWCA Civ. 931, αναφέρονται τα εξής:
«.the question is always a constant one, namely what is the loss for which the defendant should justly be held responsible. The nature of the cause of action which the claimant pleads and proves will often determine the question’s answer, and will always condition it.»
Passing-off και Domains: Ένα Ψηφιακό Case Study
Επιπλέον, εν έτει 2020, υπάρχει πάντα το θέμα του διαδικτύου. Στο διαδίκτυο, πολλές ιστοσελίδες, ενώ δεν έχουν συγκεκριμένη κατοχύρωση, πλέον θεωρούνται ως εμπορικά σήματα (“Brands”). Παρόλο που συχνά τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου αφού συχνά πολλές ιστοσελίδες και domain names, παρέχουν εργασίες σε μία χώρα, αλλά το domain τους μπορεί να είναι εγγεγραμμένο σε άλλη χώρα. Στο διαδίκτυο, και ειδικά στο ψηφιακό δίκαιο, υπάρχει μια νομική ανομοιομορφία, όπου τα πράγματα μπορούν να γίνουν πιο απλά, μόνο με την σωστή οργανωτική ιχνηλάτηση.
Η ιχνηλάτηση που οφείλει να γίνει εδώ, είναι ποιες νομικές βάσης ενδεχομένως να προκύψουν διαδικτυακά και με ποιον τρόπο για τα ίδια τα Domain names, αλλά και που αυτά υπάγονται. Όπως έχει αναφερθεί πρωτίτερα, οι ιδιοκτήτες μη καταχωρισμένων σημάτων στην Κύπρο είναι ελεύθεροι να ασκήσουν αγωγή στη βάση του αστικού αδικήματος αθέμιτου ανταγωνισμού κατά οποιουδήποτε μεταβιβάζει τα προϊόντα τους ως εκείνα του κατόχου του σήματος.
Ωστόσο, αρκετές εταιρείες ενδεχομένως να έχουν κατοχυρώσει το Domain της ιστοσελίδας τους. Η καταχώριση ονομάτων εμπορικών σημάτων σαν Domains αποτελεί ένα ξεχωριστό ζήτημα εάν τα ίδια τα Domain names μπορούν να καταχωρηθούν ως εμπορικά σήματα. Στο Ηνωμένο Βασίλειο για παράδειγμα η απάντηση είναι πως «ναι, τους δύναται η ευκαιρία». Αλλά θα πρέπει να υπάρξει η απόδειξη ότι το Domain name δεν λειτουργεί απλώς ως διεύθυνση που επιτρέπει στους ανθρώπους να επικοινωνούν μαζί με την Εταιρεία- όπως μια ταχυδρομική διεύθυνση ή έναν αριθμό τηλεφώνου. Αντίθετα, θα έπρεπε να αποδεικτεί ότι το Domain name έχει γίνει ξεχωριστό ως «σήμα καταγωγής», δηλαδή πηγή συγκεκριμένων αγαθών ή υπηρεσιών.
Λαμβάνοντας υπόψην τα καταχωρισμένα εμπορικά σήματα το πρώτο πράγμα που πρέπει να αποδείξει ένας κάτοχος κατοχυρωμένου εμπορικού σήματος για Domain είναι ότι έχει δικαιώματα εμπορικού σήματος συμπυκνωμένο σε ένα όνομα. Όπου αυτό το όνομα είναι ίδιο ή “προκαλεί σύγχυση, παρόμοιο” με το Domain Name. Το επίθημα του Domain name δεν λαμβάνεται υπόψη. Για παράδειγμα, διαθέτουμε ένα εμπορικό σήμα σαν Εταιρεία που ονομάζεται “IP clinic” και υπάρχει ιστοσελίδα με το όνομα “IpClinic.com.cy”. Δεν σημαίνει ότι κάποιος θα κερδίσει μια τέτοια υπόθεση, αλλά μόλις έβαλε την πρώτη βάση. Επικαλέστηκε ουσιαστικά την φήμη ενός κατοχυρωμένου εμπορικού σήματος για να επωφεληθεί από μία ιστοσελίδα με παρεμφερή Domainname.
Όσον αφορά τα μη κατοχυρωμένα εμπορικά σήματα, ας πούμε ότι δεν καταφέραμε να καταχωρήσουμε το “IpClinic” ως εμπορικό σήμα. Ωστόσο, παρέχουμε νομικές υπηρεσίες με αυτό το όνομα για αρκετά χρόνια. Αυτό μας δίνει ένα ξεχωριστό νομικό δικαίωμα, γνωστό ως αστικό αδίκημα του αθέμιτου ανταγωνισμού («passing off»), το οποίο μπορούμε να επικαλεστούμε εντός δικαστήριου με τις διαδικασίες που έχουν αναφερθεί πιο πάνω. Θα μπορούσαμε να προσφύγουμε στο δικαστήριο και να υποστηρίξουμε ότι η άλλη εταιρεία περνούσε ως εμάς. Με τον ίδιο τρόπο σαν να άνοιξαν ένα γραφείο δίπλα μας και να βάλουν μια πινακίδα με την ένδειξη «IpClinic». Έτσι, η παράδοση μπορεί να προστατεύσει ονόματα που έχουν αποκτήσει φήμη / καλή θέληση μέσω χρήσης, ακόμη και αν δεν έχουν καταχωριστεί ως εμπορικά σήματα.
Θα μπορούσαμε επίσης να βασίσουμε την υπόθεση διαφωνίας για το Domain name στο ίδιο δικαίωμα. Θα λέγαμε ότι το “IpClinic” είναι ένα μη καταχωρισμένο εμπορικό σήμα (επίσης γνωστό ως δικαιώματα κοινού δικαίου όπως αναφέρθηκε στην Εισαγωγή) που μπορεί να εφαρμοστεί βάσει του νόμου του «passing-off». Οι περισσότερες διαφωνίες για ένα Domain name αναγνωρίζουν τέτοια μη εγγεγραμμένα δικαιώματα. Ωστόσο, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί για να υποβάλουμε επαρκώς λεπτομερή αποδεικτικά στοιχεία φήμης / καλής θέλησης. Καθώς πολλά παράπονα αποτυγχάνουν για αυτόν τον λόγο, ειδικά στον Ψηφιακό κόσμο.