Αναλογιζόμενος τις πρόσφατες αφοριστικές δηλώσεις του Προέδρου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, γύρω από τις επικρίσεις που άσκησαν συνάδελφοι μου, στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τις αποκοπές, η σκέψη μου ταξίδεψε άθελα, σε ατραπούς άτακτους.
Φαντάστηκα λοιπόν, πως όταν το Ανώτατο Δικαστήριο συνεδρίασε, για να συζητήσει την έκβαση των εφέσεων της κυβέρνησης, τα μέλη του ήταν διαιρεμένα, με τους πλείστους δικαστές να τάσσονται, εκ πρώτης, υπέρ της απόρριψης των εφέσεων. Έφερα στον νου μου εικόνες, έντονων συζητήσεων μεταξύ των πολλών, που ήθελαν να εφαρμοστεί το Σύνταγμα και κάποιων ολίγων, που είχαν πεισθεί, τρόπον τινά, από την πλάνη που είχε σπείρει στο μεταξύ η κυβέρνηση, πως αν απορρίπτονταν οι εφέσεις, το κράτος θα «κατέρρεε» οικονομικά. Αντινομική βεβαίως η θεώρηση των ολίγων, διότι οι δικαστές είναι εκεί για να εφαρμόζουν τυφλά τον Νόμο και μόνο αυτόν, αλλά, περιβεβλημένη, με τον σκιώδη μανδύα, του «δημοσίου καλού».
Φαντάστηκα και κάποιους από τους πολλούς δικαστές, να προβάλλουν στους ολίγους, την λογική ανησυχία, πως αν δεν εφαρμοζόταν το Σύνταγμα, τότε η κοινή γνώμη θα στρεφόταν, κατανοητά, εναντίον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και πως κάτι τέτοιο, θα έπληττε ανεπανόρθωτα το κύρος του θεσμού. Μπροστά δε σε όλα αυτά, έφερα στον νου μου την εικόνα, μιας συνεδρίας που έληξε άδοξα, με τα μηνύματα της όμως, να περνούν την πόρτα του Προεδρικού.
Μπορεί η εποχή των υπουργείων προπαγάνδας και του Γιόσεφ Γκαίμπελς να έχει περάσει στην λήθη, αλλά το Προεδρικό ξέρει καλά την τέχνη της χειραγώγησης. Είναι εξάλλου με αυτή την τέχνη που διαχρονικά σκεπάζουν τα σκάνδαλα τους οι εκάστοτε κυβερνώντες αλλά και με αυτή είναι, που εκλέγονται. Την ξέρουν λοιπόν, πολύ καλά.
Φαντάστηκα περαιτέρω, πως το Προεδρικό, ανέλαβε να διασκεδάσει το ίδιο, την κοινή γνώμη. Σπέρνοντας, όπως συνηθίζει να κάνει, αδικαιολόγητους φόβους και ψευδολογίες, ανάμεσα στον κόσμο. Το ίδιο είχε εξάλλου κάνει και με τους φοιτητές, διαδίδοντας, πως αν δήθεν επέστρεφαν, θα μας σκότωναν όλους. Ξέρει καλά την τέχνη, το Προεδρικό. Και έτσι, έστειλε μήνυμα πίσω στο Ανώτατο, πως η κοινή γνώμη ήταν «δουλειά δική του». Και πως κατ’ επέκταση, το Ανώτατο Δικαστήριο «όφειλε» τρόπον τινά, τους δύσκολους τούτους οικονομικά καιρούς, να έβλεπε μόνο, το «δημόσιο καλό» και να έσωζε το «κράτος», από την ψευδαίσθηση.
Δεν φταίει φρονώ, η σκέψη μου, που στη συνέχεια, έφερε κάποιους από τους πολλούς, να αλλάζουν στρατόπεδο και να τάσσονται, υπέρ της επιτυχίας των εφέσεων.
Ούτε και ασφαλώς φταίει η σκέψη, που συνειρμικά συνδύασε, τις δηλώσεις Νεοφύτου περί «Τρόικας» την προηγούμενη της απόφασης, αλλά και τα συγχαρητήρια του Προέδρου αμέσως μετά, με στοχευμένη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Όσο δε για την απόφαση της πλειοψηφίας, τα πράγματα μιλούν από μόνα τους. Πρόκειται για μια αναπόφευκτα, αναιτιολόγητη κατάληξη, που θυμίζει φιρμάνι του Όθωνως. Αποφασίζομεν και διατάσσομεν, ελέω Θεού.
Οι κυβερνώντες όμως, υποτίμησαν κάτι. Τους δικηγόρους. Αυτούς που μέχρι πρότινος, τηρούσαν ευλαβικά τον Νόμο της Σιωπής. Αλλά και που πλέον έσπασαν και ξεκίνησαν να μιλούν. Ο ένας μετά τον άλλο, άρχισαν να ορθώνουν ανάστημα. Διότι μέσα τους νιώθουν, πως η αδικία και η αυθαιρεσία, τους σκοτώνει. Πως βεβηλώνει, την ίδια την ύπαρξη τους και πως άδικα σπούδασαν.
Είδαμε λοιπόν στην συνέχεια, μια πρωτοφανή ομοβροντία επικρίσεων της απόφασης από δικηγόρους. Ομόφωνη μάλιστα ομοβροντία, η οποία απρόβλεπτα, ανέτρεψε τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης. Κάτι, που ασφαλώς καλούσε επιτακτικά, για περαιτέρω χειραγώγηση της κοινής γνώμης.
Επακολούθησαν οι δηλώσεις Δώρου Ιωαννίδη. Του Προέδρου των δικηγόρων και όσο τυχαίο και αν αυτό ακούγεται, αδελφού της Υπουργού Εργασίας των κυβερνώντων. Δηλώσεις, σκοπός των οποίων ήταν, η υπόσκαψη και η καταστολή των φωνών των δικηγόρων, από τον ίδιο τους τον πρόεδρο. Με το υποσυνείδητο μου να φωνάζει, πως η παρέμβαση του στο θέμα και δη, ενώ δεν του έπεφτε λόγος, ήταν εργολαβική και όχι τυχαία. Εξ ου και ασφαλώς δεν είπε λέξη, για την ορθότητα της απόφασης της πλειοψηφίας.
Διότι, φώναζε απεγνωσμένα η συνείδηση μου, ο κ. Ιωαννίδης ακολούθησε την προσφιλή τακτική, που ακολουθούσαν και τα απολυταρχικά καθεστώτα του παρελθόντος, οποτεδήποτε απουσίαζαν τα επιχειρήματα. Επιστράτευσε και αυτός, γενικούς αφορισμούς, εξαιρώντας βέβαια μόνο, τους ημέτερους, στους οποίους και απέδωσε, αποκλειστική «γνώση του δικαίου». Εκείνοι είπε, επέκριναν χωρίς να έχουν απωθημένα ή οικονομικά συμφέροντα. Όλοι οι άλλοι όμως που επέκριναν την απόφαση, είχαν αλλότρια κίνητρα. Και πως τρόπον τινά, η κριτική που άσκησαν όλοι οι «άλλοι», και που οξύμωρα, ήταν η ίδια με την κριτική των «ημετέρων», δεν μετρούσε! Σίγουρα, λέει η σκέψη μου, αν ο πρόεδρος είχε λογικά επιχειρήματα και στοιχεία, επί των οποίων να μπορούσε να στηρίξει, τα παρεισάκτως λεχθέντα του, θα το έκανε. Επειδή όμως δεν είχε, προσέφυγε σε γενικούς αφορισμούς, προκειμένου να κερδηθεί κατ’ εντολήν η μάχη των εντυπώσεων. Αυτά ήταν που φαντάστηκα άθελα.
Και έμεινα ασφαλώς να διερωτώμαι. Μήπως είναι για αυτό που το καθεστώς μας θέλει σιωπηλούς και είναι προς τούτο, που επιστρατεύει διαρκώς τους δορυφόρους του; Μήπως διότι κατάλαβε, πως δεν είμαστε όλοι αμνοερίφια; Και πως όσο πιο πολύ μιλούμε, τόσες περισσότερες, από τις τράμπες τους, βγαίνουν στο φώς;