Ας μιλήσουμε ξανά για τη σύνταξη χηρείας


Στις 5 Αυγούστου 2019 δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2019 (Ν.126(Ι)/2019), με τον οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 41 του βασικού νόμου που αφορά το δικαίωμα, και τα κατ’ επέκταση σχετικά κριτήρια, για τη σύνταξη χηρείας. Η τροποποίηση αυτή αποτελεί την απάντηση του νομοθέτη σε ένα θέμα που απασχόλησε σημαντικά την Κυπριακή επικαιρότητα: ήτοι μία διάκριση βασιζόμενη εξ’ ολοκλήρου στο φύλο των πολιτών. 

Πριν τη συγκεκριμένη τροποποίηση, το εν λόγω άρθρο έθετε σε σημαντικό βαθμό διαφορετικά κριτήρια κάτω από τα οποία άνδρες και γυναίκες σύζυγοι δικαιούνταν σύνταξη χηρείας. Ως επακόλουθο, η ρύθμιση αυτή, ερχόταν σε ξεκάθαρη αντίθεση και ρήξη με θεμελιώδη νομικές διατάξεις όπως το άρθρο 28 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, το άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, όπως και το 12ο Πρωτόκολο που έχει προστεθεί στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση, διατάξεις που προστατεύουν το δικαίωμα στην ισότητα ή (αλλιώς) την ελευθερία από τις διακρίσεις.

Τα Κυπριακά Δικαστήρια, ακολουθώντας το δεδικασμένο της Dias United Publishing Co v Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ.50αρνήθηκαν να κηρύξουν το άρθρο ως αντισυνταγματικό (βλ.  Κώστας Λοϊζου ν Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 4 Α.Α.Δ. 717) όσο υφίστατο η εν λόγω διάκριση (διαφορετική ήταν η προσέγγιση του Δικαστήριου μετά την αλλαγή, βλ. σχετικό άρθρο). Η τροποποίηση, όμως, του άρθρου 41 από τον ίδιο το νομοθέτη, εμφανίστηκε ως έμμεση παραδοχή περί του αντιθέτου. Παραδοχή, επίσης παρατηρήθηκε και από τη Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με σχετικές δηλώσεις, ενώ η Νομική Υπηρεσία γνωμάτευσε ότι η σύνταξη χηρείας είναι περιουσιακό δικαίωμα το οποίο δεν μπορεί να περιοριστεί. 

Από τη μία πλευρά, η τροποποίηση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως «ένα βήμα μπροστά», από την άλλη όμως θα πρέπει να θεωρηθεί «ως δύο βήματα πίσω», καθότι ο νομοθέτης απλά αντικατέστησε τη μία διάκριση με δύο άλλες. Συγκεκριμένα, όπως έχει ήδη συζητηθεί, το τροποποιημένο άρθρο 41 περιορίζει τις πρόνοιες του, και τα ίσα κριτήρια τα οποία θέτει, σε χήρους των οποίων οι γυναίκες σύζυγοι απεβίωσαν μετά τη 1η Ιανουαρίου 2018. Από την άλλη, εισάγεται εκ νέου και μία άλλη διάκριση η οποία αδικαιολόγητα δεν έχει συζητηθεί, ούτε σε κοινωνικό ούτε και σε νομικό επίπεδο. Αυτή αφορά διάκριση εις βάρος των ομόφυλων ζευγαριών που έχουν συνάψει πολιτική συμβίωσης. 

Η πολιτική συμβίωση θεσμοθετήθηκε με τον περί Πολιτικής Συμβίωσης Νόμο του 2015 (184(I)/2015), το οποίο προσδίδει νομική αναγνώριση στην ένωση ζευγαριών του ιδίου φύλου. Η ένωση αυτή, με βάση τις διατάξεις του νόμου, πρέπει να θεωρείται ισότιμη και ισόκυρη με το γάμο (με εξαίρεση το θέμα της υιοθεσίας, το οποίο έχει συζητηθεί εδώ) και ως εκ τούτου θα πρέπει να παράγει τα ίδια έννομα αποτελέσματα. Συγκεκριμένα το άρθρο 4 του Ν.184(Ι)/2015 ξεκάθαρα αναφέρει:

4.Εκτός όπου προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο, Πολιτική Συμβίωση που έχει συναφθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εξαιρουμένου του περί Υιοθεσίας Νόμου, έχει, τηρουμένων των αναλογιών, τα αντίστοιχα αποτελέσματα και συνέπειες ως εάν να είχε τελεστεί γάμος δυνάμει των διατάξεων του περί Γάμου Νόμου και οποιαδήποτε αναφορά σε νομοθεσία της Δημοκρατίας σε «σύζυγο» θα ερμηνεύεται ως αναφορά και σε σύμβιο σε Πολιτική Συμβίωση.’

Ως εκ τούτου, κάθε αναφορά σε ‘σύζυγο’ εμπεριέχει και άτομο το οποίο έχει συνάψει πολιτική συμβίωση και, ως ένα βαθμό, αυτό πράγματι ισχύει. Με τον τρόπο που έχει διατυπωθεί το καινούργιο άρθρο 41 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, ετερόφυλα ζευγάρια τα οποία έχουν συνάψει πολιτική συμβίωση, καλύπτονται από τις πρόνοιες του Νόμου. Το ίδιο όμως δεν φαίνεται να ισχύει και στην περίπτωση των ομόφυλων ζευγαριών. Συγκεκριμένα, το άρθρο αναφέρει:

Χήρα, η οποία κατά το χρόνο του θανάτου του συζύγου της και/ή χήρος, ο οποίος κατά το χρόνο του θανάτου της συζύγου του συζούσε με αυτόν ή αυτήν ή συντηρείτο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από αυτόν/αυτήν…’

Το άρθρο αδικαιολόγιτα αναφέρεται σε χήρα της οποίας ο σύζυγος και χήρο του οποίου η σύζυγος έχει αποβιώσει. Με ένα φτηνό τέχνασμα σαν κι αυτό, ένα ολόκληρο κράτος ‘δικαίου’ έρχεται να αθετήσει συνταγματικά κατοχυρωμένες υποσχέσεις για ισότητα και ελευθερία από διακρίσεις. Περαιτέρω, το ίδιο το άρθρο για σύνταξη χηρείας έρχεται σε σύγκρουση με τον περί Πολιτικής Συμβίωσης Νόμο, αφού φροντίζει να μην επεκτείνει τα αντίστοιχα έννομα αποτελέσματα και σε ομόφυλα ζευγάρια που έχουν συνάψει πολιτική συμβίωση. Όπως φαίνεται, η σύνταξη χηρείας αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα μόνο για τα ετερόφυλα ζευγάρια, είτε αυτά έχουν συνάψει γάμο είτε πολιτική συμβίωση, ενώ τα ομόφυλα ζευγάρια παραμένουν ακάλυπτα και απροστάτευα, αφού καμία αναφορά δεν γίνετα σε αυτά, είτε στο νόμο είτε κοινωνικά. 

Η διάκριση εις βάρος των ανδρών, έναντι των γυναικών, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, τόσο από τις δημόσιες αρχές όσο και από τους πολίτες, οι οποίες συζητήθηκαν δημόσια και αναφέρθηκαν πολλές φορές σε άρθρα εφημερίδων. Μετά λύπης μου όμως παρατηρώ ότι το ίδιο δεν υφίσταται στη διάκριση που συμβαίνει εις βάρος ομόφυλων ατόμων. Μια ολόκληρη κοινωνία, ένα ολόκληρο νομικό σώμα, και μία σειρά από εφημερίδες και σελίδες ενημέρωσης, έχουν επιλέξει την σιωπή μπροστά σε αυτή τη διάκριση, γυρνώντας το βλέμμα τους οπουδήποτε αλλού. Περαιτέρω παρατηρώ, με μεγαλύτερη μου λύπη, πως αυτή η διάκριση δεν έχει συζητηθεί ούτε από τη ΛΟΑΤΙ κοινότητα, η οποία επιτρέπει με τη σιωπή της αυτή τη διάκριση εις βάρος της. 

Πολύ συχνά αναφέρεται ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα πρέπει να διεκδικούνται αλλιώς χάνονται, και όσο κλισέ και αν ακούγεται αυτό, δυστυχώς ισχύει. Οι αλλαγές μπορεί να δημιουργούνται μόνο από τα ψηλά στρώματα μίας έννομης τάξης (όπως είναι ο νομοθέτης, η δικαστική εξουσία ή η κυβέρνηση), αλλά τέτοιες αλλαγές δημιουργούνται εφόσον, και όταν, απαιτηθούν από τα χαμηλά στρώματα – από τους πολίτες τους ίδιους. Έχουμε φτάσει στη χρονιά 2020, και οδεύουμε προς το 2021, αλλά όπως φαίνεται δεν έχει έρθει ακόμη η ώρα για αλλαγή, αφού ακόμη επιλέγουμε τη σιωπή μπροστά στη συνεχή παραβίαση του συντάγματος και των ανθρώπινων δικαιωμάτων που υποτίθεται πως προστατεύει. 

Από την άλλη, ίσως αυτή η σιωπή να αποτελεί ένα σύμπτωμα ενός πληθυσμού ο οποίος έχει χάσει την πίστη του στη δικαιοσύνη, στη κυβέρνηση, στη δικαστική εξουσία, στο νομοθέτη, αλλά και στη δημοσιογραφία την ίδια, αφού επιλεκτικά συζητούνται κάποια θέματα, ενώ άλλα παραμένουν κρυμένα κάτω από ένα κοινωνικό ‘χαλί’. Επί των πραγμάτων φαίνεται πως στην Κυπριακή Δημοκρατία δεν είναι όλοι οι πολίτες ίσοι, και κάποιοι συμπολίτες μας συστηματικά παραγκονίζονται από την έννομη τάξη την ίδια – αν δεν μιλήσουμε τώρα, τότε πότε;

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: ,