Αναστολή εκτέλεσης πρωτόδικης απόφασης – Δ35 Θ18 – άρθρο 47 (Ν.14/1960) – δεσμευτικές αποφάσεις – ημεδαπή και αλλοδαπή νομολογία – άσκηση έφεσης – δικονομία – αίτηση μονομερής και δια κλήσεως – σύνταξη ένορκης δήλωσης – σύμφυτη εξουσία
Η ανάλυση που ακολουθεί αφορά τη δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης μίας πρωτόδικης απόφασης όταν έχει καταχωρηθεί έφεση κατ’ αυτής. Αναφοράς κατωτέρω τυγχάνουν αποφάσεις των Επαρχιακών Δικαστηρίων και του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου, ως και των Δικαστηρίων της αλλοδαπής. Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι δεσμευτικές για τα κατώτερα Δικαστήρια όσον αφορά το ratio decidendi τους, ενώ τα εν παρόδω λεχθέντα τους (obiter) συνιστούν μη δεσμευτικές -πλην όμως κατευθυντήριες- αναφορές (βλ. μεταξύ άλλων Κάγκα ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 262, Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 ΑΑΔ 315, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ VICTOR NICOLAEVICH MAKUSHIN (ΑΡ. 1) (2012) 1 ΑΑΔ 20,Practice Note (Judicial Precedent) [1966] 3 All ER 77,Το Αγγλικό Κοινό Δίκαιο, οι Κανόνες της Επιείκειας και η Εφαρμογή τους στην Κύπρο» (1981) του Γ. Μ. Πική, σελ. 21 et seq.). Οι αποφάσεις των πρωτόδικων Δικαστηρίων είναι καθοδηγητικές για τα ομόβαθμα Δικαστήρια, τα οποία τείνουν να τις ακολουθούν ενόψει της δικαστικής αβρότητας (judicial comity), εκτός άμα υπάρχει επαρκής λόγος για τ’ αντίθετο (βλ. Σταυρινού ν Σταυρινού και Άλλου, Αρ. Αγωγής 579/03, ημ. 16.1.06, ΜΑΛΕΚΚΟΣ κ.α. ν. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ κ.α., Αρ. Αγωγής: 6547/12, 31/12/2018, Halsbury’s Laws of England,Civil Procedure (Volume 11 (2015)), παρ. 32. «Decisions of co-ordinate courts.»). Η νομολογία χωρών που εφαρμόζουν το αγγλικό κοινό δίκαιο είναι καθοδηγητικής σημασίας για τα Δικαστήριά μας, τα οποία δύνανται να την ακολουθήσουν, στην έκταση που η νομοθεσία μας ή η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ratio decidendi των αποφάσεων) δεν τείνει σε αντίθετη κατεύθυνση. Παλαιότερα, ενόσω η Κύπρος ήταν αγγλική αποικία (colony) – περίοδος 05.11.1914 μέχρι 16.08.1960 (βλ.Halsbury‘s Laws of England/Commonwealth (Volume 13 (2017), παρ. 651. «Republic of Cyprus.»),τα Δικαστήρια μας δεσμεύονταν από τις αποφάσεις των αγγλικών Δικαστηρίων (βλ.Queen v. Erodotou 19 CLR 144 ως υιοθετείται στις Κολοκασίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 252 και Πουτζιουρής & άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 309) και οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου μας υπέκειντο σε έφεση στο Ανακτοσυμβούλιο (Privy Council) (βλ. Halsbury’s (ανωτέρω) παρ. 607 και 612 και ενδεικτικά την APHRODITE N. VASSILIADES ν. ARTEMIS N. VASSILIADES AND ANOTHER (V18) 1 CLR 10, αφορώσα ακύρωση δόλιας μεταβίβασης, που εκδικάστηκε στο Ανακτοσυμβούλιο από τους Lord Macmillan, Lord Wright και Lord Clauson.). Έχει πλέον νομολογηθεί ότι οι αποφάσεις των αγγλικών, ιρλανδικών και σκωτικών Δικαστηρίων ακολουθούνται βάσει δικαστικής αβρότητας ως παρουσιάζουσες το κοινό δίκαιο, ενέχουν δε απλώς πειστικό (persuasive) χαρακτήρα και δεν είναι δεσμευτικές (βλ. μεταξύ άλλλων THE REPUBLIC ν. PHIVOS PETROU PIERIDES (1971) 2 CLR 181, Antonis Mouzouris and Another v. Xylophaghou Plantations Ltd. (1977) 1 C.L.R. 287, Adamtsas Ltd. (In voluntary Liquidation) v. Republic (Minister of Finance and Another) (1977) 3 C.L.R. 181, Hassanein Kamal ν. “Hellenic Island” and/or “Island” και Άλλων (Aρ.2) (1994) 1 ΑΑΔ 578). Είναι βέβαια θεμιτό σε περιπτώσεις θεματικής συγγένειας να ακολουθούνται εκτός εάν τα Δικαστήρια μας πειστούν ότι οι αποφάσεις αυτές είναι λανθασμένες (βλ.SOLOMOS STYLIANOU ν. THE POLICE (1962) 1 CLR 152) ή αν οι τοπικές συνθήκες (local conditions) τείνουν προς την απόκλιση απ’ αυτά που νομολόγησαν (βλ.THE REPUBLIC ν. PHIVOS PETROU PIERIDES (1971) 2 CLR 181, Erodotou (ανωτέρω), KEM (TAXI) LIMITED ν. ANASTASSIS TRYPHONOS (1969) 1 CLR 52). Στους Halsbury’s (ανωτέρω), Civil Procedure (Volume 11 (2015)),παρ. 39 «Overseas decisions» γράφεται ακόμη ότι ένα Δικαστήριο δύναται να ανατρέξει ευρύτερα στις αποφάσεις των Δικαστηρίων όλων των χωρών που εφαρμόζουν το κοινό δίκαιο με σκοπό να αντλήσει καθοδήγηση («the decision of an overseas court in a common law country […] may be useful as a guide to the court to which it is cited as to what its decision ought to be»). Ο αναγνώστης καλείται λοιπόν κατά την ανάγνωση του παρόντος να έχει τα ανωτέρω υπόψη του.
Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας (ΘΠΔ), στη Διαταγή 35, Θεσμό 18, (Δ35 Θ18), προνοούν «An appeal shall not operate as a stay of execution or of proceedings under the decision appealed from except so far as the Court appealed from or the Court of Appeal, or a Judge of either Court, may order; and no intermediate act or proceeding shall be invalidated, except so far as the Court appealed from may direct. Before any order staying execution is entered, the person obtaining the order shall furnish such security (if any) as may have been directed. If the security is to be given by means of a bond, the bond shall be made to the party in whose favour the decision under appeal was given.».
Εξ απόψεως δικονομίας η αίτηση για αναστολή δύναται να λάβει τον τύπο της μονομερούς (βλ. Δ.48 Θ8(1)(ee)) και συνεπώς να μην επιδοθεί στον επιτυχόντα ενάγοντα, καθ’ ου η αίτηση στην αίτηση, κατά παρέκκλιση της θεμελιακής αρχής audi alteram partem. Εντούτοις, το Δικαστήριο διατηρεί την ευχέρεια να διατάξει όπως η αίτηση αναστολής γίνει στο τύπο της δια κλήσεως και επιδοθεί στα άτομα που ήθελε κρίνει κατάλληλο (fit) (βλ. Δ48 Θ8(3) και κατ’ αναλογία τιςCyprus Sulphur κ.α. ν. Παραρλάμα Λτδ. (1990) 1 ΑΑΔ 1051, Brookemil Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 897, ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ ν. ΔΕΣΠΩ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 354/13, 4/12/2015, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ ΔΙΣΠΥΡΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 32/2017, 7/3/2017, Νικολαΐδη Ζωή Λ. (2002) 1 ΑΑΔ 435 και Σμυρνιός Κώστας (2000) 1 ΑΑΔ 43). Χάριν εξοικονόμησης (δικαστικού) χρόνου η πρακτική που ακολουθείται σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει πρέπον να εφαρμόσει τη Δ48 Θ8(3) είναι να διατάσσεται η επίδοση της μονομερούς αίτησης, χωρίς να καταχωρείται εκ νέου η αίτηση στον τύπο της δια κλήσεως (βλ. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 178/2015, 12/1/2015). Το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάσει την αίτηση αναστολής ακόμα και αν είναι αυτό που έκδωσε την απόφαση που συνιστά αντικείμενο της αίτησης (βλ. TAFCO (NO. 2) ν. “SHIP “”LAMBROS L“”” (1977) 1 CLR 159). Επίσης, δεν αιτιολογείται αίτημα εξαίρεσης του/της Δικαστή απλά και μόνο επειδή ήταν αυτός/ή που έκδωσε την εφεσιβαλλόμενη απόφαση για την οποία ζητείται η αναστολή εκτέλεσης (βλ. ΜΑΡΙΟΣ ΠΕΥΚΑΡΟΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ κ.α, Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 593/2007 και 613/2007, 22 Ιουνίου 2010). Το Ανώτατο Δικαστήριο στο οποίο άγεται αίτηση αναστολής δεν ασκεί δευτεροβάθμια δικαιοδοσία με την οποία θα αναθεωρήσει την ορθότητα της πρωτόδικης (απορριπτικής) απόφασης στην αίτηση και συνεπώς δεν περιορίζεται από τις νομολογιακές αρχές που διέπουν την δυνατότητα επέμβασης του στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου (για αυτές τις αρχές παραπομπή μπορεί να γίνει μεταξύ άλλων στις Αναστάσιου Μαρκιτανή ν. Απόστολου Μουτζούρη (2000) 1 ΑΑΔ 923, Τσιαντής Γεώργιος ν. Hellenic Bank (Investments) Limited (2001) 1 ΑΑΔ 2029, Poltava Petroleum Company ν. Mexana Oil Ltd και Άλλων (2001) 1 ΑΑΔ 1301, ECLI:CY:AD:2020:A391, ΠΑΥΛΙΔΗΣ v. DEPFA BANK PUBLIC LIMITED COMPANY κ.α., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 198/2014, 18/11/2020, ECLI:CY:AD:2015:A213, ΧΑΡΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ κ.α. ν. ΔΗΜΟΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε 68/2013, 24/3/2015 και ECLI:CY:DOD:2021:10, Γ.Κ. v. Ε.Ζ., ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 8/21, 13/5/2021 στην οποία μάλιστα τα περιθώρια επέμβασης χαρακτηρίστηκαν «στενά»). Αντιθέτως ασκεί πρωτοβάθμια, πρωτογενή δικαιοδοσία, ακροάται της αίτησης εξ’ υπαρχής και δε δεσμεύεται από την απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου (βλ. Βογαζιανού Πραξιτέλης ν. Γενικού Eισαγγελέα της Δημοκρατίας (1997) 1 ΑΑΔ 591, Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως (ως Κεντρική Αρχή με βάση το Νόμο 11(ΙΙΙ)/91, ύστερα από εξουσιοδότηση της Χριστίνας Σάββα), Ιωάννης Σάββα ν. (Αρ. 1) (2002) 1 ΑΑΔ 195 και ECLI:CY:AD:2016:A163, ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ-ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ (ΠΡΩΗΝ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ «ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ» ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ) ν. ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. E125/2015, 23/3/2016. Σημειώνεται επίσης η ΜΑΡΙΟΣ ΤΣΙΑΤΤΑΛΟΣ κ.α. ν. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΗ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. E151/2017, E152/2017, 29/1/2018 όπου το Ανώτατο Δικαστήριο παρέμβηκε στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου ώστε να μεταβάλει το ύψος της εγγύησης, η οποία πρωτόδικα τέθηκε ως όρος για την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης που είχε εκδοθεί. Έπραξε τούτο στη βάση των παραπάνω -ευρύτερης σημασίας- αρχών που ρυθμίζουν τα πλαίσια επέμβασης του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του κατώτερου Δικαστηρίου. Εμφανώς η τελευταία υπόθεση ουδόλως μεταβάλλει την πρωτοβάθμια δικαιοδοσία που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο στη βάση της Δ35 Θ19 (σε συνδυασμό με το Θ18) λόγω του διαφορετικού αντικειμένου που εξετάζει, ήτοι έφεση κατά των όρων αναστολής και όχι δικαιοδοσία βάσει της Δ35 Θ19 επί απορριπτικής απόφασης σε αίτηση για αναστολή. H αίτηση αναστολής πρέπει να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση όταν τα στοιχεία που τη στηρίζουν δεν περιέχονται στο φάκελο της υπόθεσης, ως είναι η συνήθης περίπτωση (βλ. Lord Jeans Ltd. ν. Orbit – kazoulis Ltd (2003) 1 ΑΑΔ 808 που αφορούσε τη Δ35 Θ18, και –μεταξύ άλλων- υιοθέτησε την Atkins v. Great Western Railway [1886] 2 TLR 400 και την αναφορά στο“The Conflict of Laws“, 10η Έκδοση, σελ. 175 των Dicey και Morris). Στην Orbit η αίτηση για αναστολή δεσυνοδευόταν από ένορκη δήλωση και καμία αναφορά σε γεγονότα γινόταν στο σώμα της (στο βαθμό που θα ήταν επιτρεπτό), με αποτέλεσμα να απορριφθεί. Ομοίως η αίτηση αναστολής απορρίφθηκε στη Δημοκρατία ν. Υψαρίδη & άλλου (Αρ.1) (1993) 3 ΑΑΔ 280 λόγω μη καταχώρησης ένορκης δήλωσης. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι παρά τη δικονομική δυνατότητα όπως η αίτηση στη βάση του υπόψη θεσμού δε συνοδευθεί από ένορκη δήλωση (βλ. Δ48 ΘΘ 8 και 9), τα γεγονότα που δεν προκύπτουν από το φάκελο της υπόθεσης πρέπει να περιέχονται σε ένορκη δήλωση. Στη βάση της Δ35 Θ19 η αίτηση πρέπει να καταχωρηθεί πρώτα στο πρωτόδικο Δικαστήριο και κατοπινά, εφόσον αυτό εκδώσει απορριπτική απόφαση (βλ. ΜΙΝΕΡΒΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ, Πολιτική Aίτηση Αρ. 137/2020, 2/10/2020 και Πολιτική Aίτηση Αρ. 156/2020, 23/10/2020), στο Ανώτατο Δικαστήριο (βλ. Eυθυμίου Aνδρέας (2011) 1 ΑΑΔ 1040, Mιχαήλ Xριστάκης και Άλλος (2001) 1 ΑΑΔ 247, KATERINA GEORGHIOU PAOUROU AND OTHERS ν. ANDRIANI PANAYI KASPI (1970) 1 CLR 194, ECLI:CY:AD:2019:A137, NISDAL IMPORTS–EXPORTS LIMITED κ.α. ν. ΘΕΟΦΙΛΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 167/2018, 10/4/2019, Lindos Constructions Ltd. ν. Διευθυντή Tμήματος Kοινωνικών Aσφαλίσεων (1994) 1 ΑΑΔ 669, Thanos Club Hotels Ltd ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας και Άλλων (2003) 1 ΑΑΔ 312,Otto v. Lindford (1881) 18 Ch. D. 394 και Annual Practice 1954, Μέρος Ι, σελ. 1283). Στη Cropper v Smith (1883) 24 ChD 305 το Court of Chancery έκρινε για τις τότε ισχύουσες αγγλικές πρόνοιες ότι αυτές προσέδιδαν παράλληλη δικαιοδοσία στο πρωτόδικο Δικαστήριο και στο Εφετείο της Αγγλίας προς αναστολή εκτέλεσης, πλην όμως η δικαιοδοσία του δευτέρου θα μπορούσε να ασκηθεί μόνον εφόσον η αίτηση καταχωρείτο στο πρώτο (Δικαστήριο) το οποίο ασκώντας τη δικαιοδοσία του την απέρριπτε. Κατ’ αναλογία βλ. Bibby v Partap [1996] UKPC 13; [1996] 1 WLR 931; (1996) 48 WIR 371 και Allandale Blue Metal Pty Ltd v Roads and Maritime Services (No 7) [2015] NSWLEC 82. Είναι θεμιτό, εφόσον αυτή είναι η περίπτωση, να καταγράφεται στην ένορκη δήλωση ότι η αίτηση αναστολής απορρίφθηκε πρωτόδικα και γι’ αυτό καταχωρείται εκ νέου στο Ανώτατο Δικαστήριο, ώστε να διαφαίνεται ευθύς η συμμόρφωση με τη Δ35 Θ19 (βλ. Μ. ΜΑΡΚΟΥ κ.α. v. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. E50/2019, Ε51/2019 και Ε52/2019, 21/12/2020). Οι ένορκες δηλώσεις δε χρειάζεται να περιλαμβάνουν εκτενής νομικούς ισχυρισμούς, στους οποίους να υπαγάγονται τα γεγονότα της υπόθεσης. Μία ένορκη δήλωση ως προκύπτει από το λεκτικό της Δ48Θ1 συνιστά γενικώς το μέσο προσκόμισης μαρτυρίας. Κατ’ εξαίρεση η νομοθεσία ή η νομολογία μπορεί να απαιτεί σε μία συγκεκριμένη περίπτωση την παράθεση μίας νομικής υφής δήλωσης. Επί παραδείγματι, σε αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης από το Δικαστήριο δυνάμει της Δ.18 των ΘΠΔ, πρέπει να περιέχεται στην ένορκη δήλωση που την συνοδεύει –μεταξύ άλλων- δήλωση ότι ο εναγόμενος/καθ’ ου η αίτηση δεν έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή που κινήθηκε από τον ενάγοντα (βλ. Δ.18(1)(α) «… stating that in his belief there is no defence to the action…» και μεταξύ άλλων Νεάρχου και Άλλου ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) (2005) 1 Α.Α.Δ. 818 και την νομολογία που αναφέρει, ήτοι Κυπριανίδης ν. Ιωάννου (1966) 1 Α.Α.Δ. 265, Spyros Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R 130, Hermes Insurance Co Ltd v. Joulios Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333, Trans Middle East Trading (T.M.E.T) Limited v. Abdul Aziz Tlais (1991) 1 A.A.Δ. 239, Αθηνούλλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 782, Rck Sports v. Persona Advertising Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074, Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 22, Ευάγγελος Λαζάρου και Άλλος ν. Γιάννη Π. Μακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ. 817, Παναγιώτης Ζερβός ν. Euroinvestment & Finance Ltd., (2003) 1(Γ) A.A.Δ. 1968 και Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 408). Γενικότερα, επίσης, έχει λεχθεί ότι μία αναφορά εν είδει συμπεράσματος ως προς την νομική πτυχή της υπόθεσης μπορεί να γίνει από τον ομνύσαντα χάριν της φυσικής δικαιοσύνης, ήτοι, σε συνδυασμό με τη νομική βάση της αίτησης, να επιτρέψει στην άλλη πλευρά να αντιληφθεί τι αξιώνει ο αιτητής (βλ κατ’ αναλογία την Ιακωβίδη, υπό την ιδιότητα του ως Προσωρινού Εκκαθαριστή των Εναγόντων Soboh Petroleum (Cyprus) Ltd ν. Abdallah κ.α., Αρ. Αγωγής: 5432/2010, 29/11/2018 (κ. Εφραίμ ΠΕΔ)«Σαφώς νομική επιχειρηματολογία δεν περιλαμβάνεται σε μια ένορκη δήλωση η οποία περιορίζεται σε γεγονότα, πλην όμως αυτό δεν εξουδετερώνει την ανάγκη εξειδίκευσης, υπό την έννοια της παράθεσης και αναφοράς, του λόγου στον οποίο στηρίζεται κάποιο αιτητικό […] χωρίς επιχειρηματολογία η οποία θα γίνει στα πλαίσια των αγορεύσεων, ούτως ώστε να γνωρίζει εγκαίρως και η άλλη πλευρά τη βάση του αιτήματος και να είναι σε θέση να τοποθετηθεί επί τούτου…».). Σε κάθε όμως περίπτωση η ουσία της νομικής θεώρησης του πράγματος παραμένει προς τελική κρίση από το Δικαστήριο (βλ. Pell Frischmann Consultants Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 1 ΑΑΔ 33). Στο Injunctions των David Bean, Isabel Parry και Andrew Burns, 12η έκδοση, Sweet & Maxwell, Practitioner Series, σελ. 88, παρ. 5-16 εντοπίζεται συναφώς «A statement should not contain legal argument (Alfred Dunhil Ltd v Sunoptic SA 1979 FSR 337), nor quotation from the opinion of counsel or the author of an article in a learned journal. Such opinions do not constitute evidence (Gleeson v J Wippell & Co Ltd [1997] 3 All ER 54; [1977] 1 WLR 510).». Στην παραπάνω σελίδα του ρηθέντος συγγράμματος η δήλωση πληροφοριών ή πίστης («statement of information or belief») αναγνωρίζεται ως ένα μέσο προσκόμισης μαρτυρίας («evidence») σε ενδιάμεσες αιτήσεις κατά την αγγλική νεότερη δικονομία.
Παρατηρείται ότι ο περί Δικαστηρίων Νόμος του 1960 (Ν. 14/1960), άρθρο 47, υπό τον τίτλο «Η απόφασις θα είvαι δεσμευτική άvευ αvακoιvώσεως», περιέχει συναφείς πρόνοιες μ’ αυτές της Δ35 Θ18. Στη ΝΤΕΜΙΑΝ κ.α. ν. ΤΣΑΓΓΑΡΙΔΗΣ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 36/2018, 22/6/2018 το Ανώτατο Δικαστήριο -πάρα την προηγούμενη θεώρηση του πράγματος- επιβεβαίωσε ότι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων έχει εξουσία δυνάμει της Δ35 Θ18 να αναστείλει απόφαση που έχει εκδώσει εκκρεμούσης της έφεσης που ασκήθηκε κατ’ αυτής και σχολίασε για τη σχέση του Ν.14/1960 και των ΘΠΔ όσον αφορά το εξεταζόμενο ζήτημα ότι «Τα δικαστήρια της Κύπρου […] έχουν γενική εξουσία να αναστέλλουν την εκτέλεση δικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960). Όταν η απόφαση αποτελεί αντικείμενο έφεσης, η άσκηση της εξουσίας αυτής ρυθμίζεται δικονομικά από τη Δ.35,θ.18.». Στη WHITE KNIGHT HOLDINGS LTD v. NEW WORLD INVESTMENTS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 230/2014, 12/7/2016 επίσης σημειώθηκε ότι «[τ]ο άρθρο 47 του Νόμου 14/70 προσδίδει μια γενικής μορφής εξουσία στο Εφετείο να διατάξει την αναστολή μιας αποφάσεως, η οποία αποτελεί αντικείμενο έφεσης, η άσκηση της οποίας ρυθμίζεται δικονομικά από τη Δ.35, θ. 18…». Στην εν λόγω υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει την αναστολή εκτέλεσης απόφασης εκκαθάρισης εταιρείας, ζήτημα που διέπεται από το άρθρο 243(1) του Κεφ. 113. Στην Ορφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 44 αναγνωρίστηκε για την Δ35 Θ18 ότι συνιστά τη «μόνη θεσμική διάταξη που διέπει την αναστολή δικαστικών αποφάσεων». Από την Παπακοκκίνου κ.α. ν. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου (1997) 1Β Α.Α.Δ. 692 προκύπτει ότι εφαρμόζεται η ίδια ερμηνευτική προσέγγιση για το άρθρο 47 και τη Δ35 Θ18. Οι παραπάνω περί αναστολής πρόνοιες που περιέχονται στη πολιτική δικονομία δεν εφαρμόζονται, ceteris paribus ή mutatis mutandis, στην ποινική διαδικασία (βλ. FOTIOU BROS SHIPPING LTD ν. EXANTAS MARINE ENTERPRISES LTD, Ποινική Εφεση Αρ. 44/2014, 10/7/2015) ή στη διαδικασία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων βάσει του άρθρου 155.4 του Συντάγματος (βλ. Siberia Airlines και Άλλοι (Αρ. 3) (2001) 1 ΑΑΔ 1501), ΜΕΛΑΝΗ ΓΕΝΑΓΡΙΤΗ ν. ΕΡΓΟΛΑΒΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΝΑΓΗ (ΛΥΣΙΩΤΗΣ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 416/2012, 21/11/2014 και Εμπεδοκλής Ευάγγελος και Άλλοι (Αρ. 3) (2009) 1 ΑΑΔ 529).
Για τη δε σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου στο εξεταζόμενο πλαίσιο, σημειώνεται ότι στη Θεόπιστος Πατσαλοσαββής ν. Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1989) 1Ε ΑΑΔ 45 γίνεται αναφορά στο Halsbury’s Laws of England όπου η αναστολή μίας δικαστικής απόφασης μετά την υποβολή και ενώ εκκρεμεί έφεση αναγνωρίζεται ως μία κλασική περίπτωση άσκησης τέτοιας εξουσίας (σύμφυτης) από το Δικαστήριο. Κατ’ αναλογία παραπομπή γίνεται στη Merck & Co. Inc. κ.ά. ν. Medochemie Ltd. (1998) 1 ΑΑΔ 2184. Στην Εμπεδοκλής Ευάγγελος και Άλλοι (Αρ. 3) (ανωτέρω) το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η συμφυής εξουσία δεν ασκείται ad libitum για να δημιουργεί στην απουσία δικονομικών κανόνων μηχανισμούς διεξόδου για το ζητούμενο. Αυτή η υπόθεση είναι ορθό να αξιολογηθεί και περιοριστεί στο πλαίσιο γεγονότων της. Πρωτόδικος Δικαστής διορίστηκε στη βάση της σχετικής νομοθεσίας (κεφ. 12) ως εξεταστής για τη λήψη μαρτυρίας από τον Εμπεδοκλή και εξέδωσε τη σχετική παράκληση (letters of request). Εναντίον της παράκλησης καταχωρήθηκαν δύο αιτήσεις για λήψη άδειας για καταχώρηση αίτησης για certiorari και prohibition που όμως απορρίφθηκαν. Ενόψει τούτου, καταχωρήθηκαν δύο πολιτικές εφέσεις προς εκδίκαση από το Ανώτατο Δικαστήριο, ως επίσης μονομερείς αιτήσεις ομοίως στο Ανώτατο Δικαστήριο (και δη ενώπιον του Δικαστή που δεν έδωσε άδεια στις προειρημένες αιτήσεις) με τις οποίες ζητείτο διάταγμα αναστολής της παράκλησης μέχρι την εκδίκαση των εφέσεων πλην όμως απορρίφθηκαν με ex tempore απόφαση. Επαναλήφθηκε το ίδιο αίτημα αναστολής ενώπιον του Εφετείου που επίσης απορρίφθηκε ελλείψει δικονομικής αλλά και ευρύτερης εξουσίας (σύμφυτης) να διατάξει την αναστολή της διαδικασίας ενός άλλου Δικαστηρίου. Επ’ ουδενί συνάγεται απ’ αυτήν την υπόθεση ότι η συμφυής εξουσία δεν προσφέρεται συμπληρωματικά των προνοιών των ΘΠΔ ώστε στις κατάλληλες περιπτώσεις το Δικαστήριο να εκπληρώσει το ρόλο του ως Δικαστηρίου Δικαίου. Αντιθέτως η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου (περί αναστολής) συνυπάρχει με τους ΘΠΔ και μόνο ρητή νομοθετική πρόνοια περί το αντίθετο θα ανέτρεπε αυτήν τη θέση (βλ. κατ’ αναλογία την Admiral Taverns (Cygnet) Ltd v Daniel [2008] EWCA Civ 1501; [2009] 4 All ER 71; [2008] All ER (D) 251). Και πάλιν όμως το Δικαστήριο δεν έχει σύμφυτη εξουσία να αναστείλει όλες τις αποφάσεις ή διατάγματα που εκδίδει (βλ. Halsbury’s Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 17, παρ. 451 et seq.).
Δ35 Θ18 – αναστολή εκτέλεσης πρωτόδικης απόφασης – άσκηση έφεσης – διακριτική ευχέρεια – τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις – εξαιρετικές περιστάσεις – nugatoriness – αποτελεσματικότητα έφεσης
Από τη λεκτική διατύπωση της Δ35 Θ18 καθίσταται σαφές ότι η άσκηση έφεσης δε μπορεί να αναστείλει την εκτέλεση μίας απόφασης εκτός αν άλλως και ως ήθελε διατάξει το αρμόδιο Δικαστήριο (βλ. κατ’ αναλογία Civil Appeals 2nd Ed., Stay of Execution, παρ. 5-208 καιZuckerman on Civil Procedure: Principles of Practice 3rd Ed., Mainwork, Chapter 24 – Appeal, Stay of Execution Pending Appeal, παρ. 24.270). Σχετική επίσης η National Westminister Bank Plc v Kitch [2001] EWCA Civ 743 (9 May 2001) στην οποία το Εφετείο της Αγγλίας αναφερόμενο στις πρόνοιες του CPR 52.7 απέκλινε από τη θέση του αιτητή ο οποίος είχε εισηγηθεί ότι η αναστολή έπρεπε υπό τις περιστάσεις να δοθεί αυτοδικαίως («as of a right»). Στο Halsbury’s Laws of England/Civil Procedure (Volume 12A (2015)), παρ. 1527 με τίτλο «Appeal not generally operating as a stay» και παραπομπή στη Hyams v Plender [2001] 2 All ER 179; [2001] 1 WLR 32, CA, αφορώσα αίτηση για λήψη άδειας για έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, αναγράφεται «Unless the appeal court or the lower court orders otherwise […] an appeal does not operate as a stay of any order or decision of the lower court.». Βλ. επίσης Fiona Trust & Holding Corporation & Ors v Privalov & Ors [2011] EWHC 1312 (Comm) (25 May 2011) και Patley Wood Farm Llp v Brake & Anor [2013] EWHC 4035 (Ch) (18 December 2013). Εξυπακούεται επομένως η άσκηση διακριτικής ευχέρειας (discretion) από το Δικαστήριο (βλ. και την ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΙΔΟΥ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 90/2018, 10/7/2018 (το ratio της οποίας επικυρώθηκε στην Πολιτική Έφεση Αρ. 225/2018, 13/11/2018) καιτηHammond (2001) EWCA Civ 2065, παρ. 22). Όπως σε κάθε άλλη περίπτωση που το Δικαστήριο καλείται να ενεργήσει κατά διακριτική ευχέρεια (βλ. ενδεικτικά το Annual Practice του 1964, Μέρος 1, σελ. 104, 491, 1005, 1242, 1483, 1726, 1999/215, 1999/218, 1999/219, 1999/227), έτσι και η ευχέρεια αναστολής πρέπει να ασκείται δικαστικά (judicially) στη βάση των αρχών της νομολογίας (βλ. WORLD TIDE ν. VASSILIKO CEMENT (1989) 1 CLR 273). Στην Okafor v. Nnaife [1987] NGSC 2; (1987) 10 NILR 16 (16 October 1987) σημειώνεται συναφώς «The Courts have an unimpeded discretion to grant or refuse a stay. In this, like in all other instances of discretion, the Court is bound to exercise that discretion both judicially as well as judiciously and not erratically.». Προσέτι αφενός ένεκα του ότι το δίκαιο διαπλάθεται αενάως (βλ. κατ’ αναλογία METAQUOTES SOFTWARE LTD κ.α. ν. DABABOU, Πολιτική Εφεση Αρ. E324/2016, 14/11/2018) δυνάμενο τοιουτοτρόπως να ανταποκρίνεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες («to meet the changing conditions») (βλ. Allen v Synder [1997] 2 NSWLR) και αφετέρου ελλείψει ρητού προσδιορισμού κριτηρίων στο κείμενο της Δ35 Θ18, το Δικαστήριο έχει δυνητικώς ευρεία διακριτική ευχέρεια προς αναστολή της εκτέλεσης της εφεσιβαλλόμενης απόφασης (βλ. ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ ν. ΦΩΤΙΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 269/2020, 16/7/2021 και ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ v. ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ. ΣΥΚΟΠΕΤΡΙΤΗΣ ΛΙΜΙΤΕΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε214/19, 29/9/2021).
Θα μπορούσε να λεχθεί ότι υπάρχουν δύο αδήριτες τυπικές προϋποθέσεις αποκρυσταλλωμένες από τη νομολογία που πρέπει να πληρούνται, ώστε να προχωρήσει το Δικαστήριο να εξετάσει την ουσία της αίτησης∙ (α) κατά την ακρόαση της αίτησης να έχει καταχωρηθεί έφεση κατά της απόφασης ή διατάγματος της εκτέλεσης του οποίου ζητείται η αναστολή (βλ. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ-ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ (ανωτέρω)με αναφοράστις Εμπεδοκλής Ευάγγελος και Άλλοι (Αρ. 3) (2009) 1 ΑΑΔ 529 και CHRISTOPHI AND OTHERS ν. IACOVIDOU (1985) 1 CLR 713) και (β) η αναστολή να ζητείται για απόφαση ή διάταγμα που επιβάλλει θετική υποχρέωση ή καθήκον και να μην αποβλέπει στην ανακοπή της δικαστικής διαδικασίας που δεν έχει συμπληρωθεί στον πρώτο βαθμό ωσάν να ήταν αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος prohibition (βλ. μεταξύ άλλων Λύρας Nτίνος M και Άλλοι ν. Λαϊκή Kυπριακή Tράπεζα (Xρηματοδοτήσεις) Λτδ (Aρ. 1) (1997) 1 ΑΑΔ 1384, ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ κ.α. ν. ΛΟΪΖΙΔΗ, ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ Κ.Χ. ΠΕΡΑΤΙΚΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε207/2017, 4/9/2018, Παπακόκκινου Bερεγγάρια Π. και Άλλη ν. Γενικές Aσφάλειες Kύπρου (1997) 1 ΑΑΔ 692, Χατζηιωσήφ Αντζολέττα ν. Άννας Πετρίχου (1998) 1 ΑΑΔ 364, Aftomata Elaiourgia Lydrodonta Ltd. v. Holy Monastery of Machera (1986) 1 C.L.R. 524, FOTIOU AND ANOTHER v. PETROLINA LTD. (1984) 1 CLR 708, IN RE E.S. (AN INFANT) (1986) 1 CLR 119). Mνημονεύεται παρεμπιπτόντως ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της Εφετειακής, δευτεροβάθμιας, δικαιοδοσίας του δυνάμει άρθρου 25(1) του Ν.14/1960 και της προνομιακής δικαιοδοσίας του δυνάμει του άρθρου 155.1 του Συντάγματος, δε δύναται να εκδώσει απαγορευτικά διατάγματα που αφορούν το αντικείμενο αγωγής για το οποίο ασκήθηκε έφεση. Ανασκόπηση της νομολογίας γίνεται στην πρόσφατη MAXIMENKO ΑΛΛΩΣ MAKSIMENKO v. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ.E127/2021, 29/7/2021. Σ’ αυτήν η εφεσείουσα/εναγόμενη στην αγωγή 5150/2014 που εγέρθηκε από την Τράπεζα καταχώρησε ανταπαίτηση και αίτηση για προσωρινό διάταγμα βάσει του άρθρου 32 του Ν.14/1960. Η αίτηση απορρίφθηκε πρωτόδικα αφού κρίθηκε ότι δε πληρείτο η τρίτη προϋπόθεση του ρηθέντος νόμου. Η εφεσείουσα καταχώρησε έφεση προσβάλλουσα την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Παράλληλα καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε όπως το Ανώτατο Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα το οποίο να αναστέλλει τον προγραμματισμένο πλειστηριασμό του ακινήτου μέχρι της πλήρους αποπεράτωσης της ασκηθείσης έφεσης. Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν εδύνατο να ασκήσει την δικαιοδοσία του κατά τον τρόπο που ζητείτο και απέρριψε την αίτηση.
Ως επίσης προκύπτει από την νομολογία το Δικαστήριο καλείται στο πλαίσιο της εκδίκασης μίας αίτησης αναστολής να σταθμίσει ουσιαστικά δύο παράγοντες∙ αφενός την ανάγκη όπως ο επιτυχών διάδικος δρέψει άμεσα τους καρπούς της δικαστικής επιτυχίας του με γνώμονα την τελεσιδικία της αντιδικίας και αφετέρου την ανάγκη όπως η έφεση που ασκήθηκε κατά της υπόψη δικαστικής απόφασης μην καταστεί άνευ αντικειμένου (nugatory). Παραπομπή μπορεί να γίνει μεταξύ άλλων στις Katarina Shipping. v. The Ship “POLY“ (1978) 1 C.L.R. 355,Ιωσηφάκης ν. Αριστοδήμου (1990) 1 ΑΑΔ 284, E.Y.R.I.K. & Others ν. Kotsonis (1986) 1 Α.Α.Δ. 617, Kyproxil Designs Ltd. v. Panos Englezos & Co. Ltd. (1988) 1 Α.Α.Δ. 546, London and Overseas (Sugar) Co. and Another v. Tempest Bay Shipping Co. Ltd. and Others (1978) 1 C.L.R. 367, GRUNO ν. “SHIP “”ALGAZERA””” (1980) 1 CLR 595, CHARALAMBOUS ν. NICOLAIDES & NEOPHYTOU (1985) 1 CLR 737, Scheepswerf BodewesGruno v. The Ship “Algazera” (1980) 1 C.L.R. 595, Essex Overseas Trade Services Ltd. v. The Legent Shipping Co. Ltd. (1981) 1 C.L.R. 263, “Phoenix” Greek General Insurance (a. S.A. v. Al Khalaf Exhibition (1981) 1 C.L.R. 673, MAVROCHANNA AND ANOTHER ν. MICHAEL (1984) 1 CLR 760, REPUBLIC ν. LIVERDOS (1985) 3 CLR 936, Public Service Commission v. Savvas Petrides (1981) 3 C.L.R. 246, Ευαγγέλου ν. Dorami Marine Ltd (1991) 1 ΑΔΔ 172; 87/1977, 12/02/1991,Ros Estates Ltd. και Άλλοι (Aρ. 2) (2001) 1 ΑΑΔ 147, Lord Jeans Ltd. ν. Orbit – kazoulis Ltd (2003) 1 ΑΑΔ 808, Παπά Ανδρέας ν. Nόνας Α. Οικονομίδου και Άλλων (2010) 1 ΑΑΔ 58, P & MA Restaurant Limited κ.α. ν. Eric John Wakeham (2011) 1 A.A.Δ. 1239. Στη Republic v. Liveros (1985) 3 CLR 936 το Δικαστήριο θεώρησε την ανάγκη η έφεση να μην καταστεί άνευ αντικειμένου ως τον ουσιωδέστερο παράγοντα («…this seems to be the most material consideration»). Εντούτοις, άλλη νομολογία έχει σημειώσει, αναφερόμενη στον προειρημένο και σ’ αυτόν της άμεσης απόλαυσης των καρπών της δικαστικής νίκης, ότι πρόκειται για δύο παράγοντες «εξίσου σημαντικούς» (βλ. Παναγιώτα Νεοφύτου ν. Χρυσάνθης Δημητρίου (1989) 1 C.L.R. 592) σε σχέση με τους οποίους το δικάζον την αίτηση Δικαστήριο καλείται να βρει την «χρυσή τομή» (βλ. Τhe Governor and the Company of the Βank of Scotland ν. Toυ πλοίου S. S. Sapphire Seas (2001) 1 ΑΑΔ 955) ή να επιτύχει μία «δίκαιη, υπό τις περιστάσεις, ισορροπία» (βλ.Γιάννος Παύλου κ.α. ν Μαρούλλας Νεοφύτου Νικολάου κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 373/2016, 10.10.2017), «με γνώμονα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης»(βλ.Ιωσηφάκης v. Αριστοδήμου (ανωτέρω)).
Στη ΜΑΡΚΟΥ κ.α. v. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ (ανωτέρω)που υιοθετείται και επ’ αυτού στηνKOΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ v. ΤΥΡΙΜΟΣ κ.α., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 87/2019, 9/6/2021 λέχθηκε ότι για να εγκριθεί αίτημα αναστολής θα πρέπει να καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να το δικαιολογούν. Ομοίως στην Ορφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 44 το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι «η αναστολή […] παρέχεται μόνο εφόσο συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που τη δικαιολογούν.». Η εναπόθεση του βάρους απόδειξης των εξαιρετικών περιστάσεων στον αιτητή επιβεβαιώνεται στη Musarri & Anor v Director of Public Prosecutions & Ors [2002] WASCA 28. Η Δ.35 Θ18 περιέχει πρόνοιες συναφείς με την O58 r.16 της αγγλικής δικονομίας που κατοπινά αναριθμήθηκε σε r.12 (βλ. ενδεικτικά Caspi Shipping Ltd. κ.α. ν. Του πλοίου Sapphire Seas (Αρ. 3) (1998) 1 ΑΔΔ 994, KYPROXIL DESIGNS v. PANOS ENGLEZOS (1988) 1 CLR 546, Alter-M Limited κ.α. v. Rapsody Travel Limited, Αρ. Αγωγής: 2834/11, 30/11/2017). Στο Annual Practice του 1956, Μέρος Ι, σελ. 1284 με τίτλο «Grounds for Stay» αναγράφεται για τον παραπάνω αγγλικό δικονομικό κανόνα με παραπομπή στην Αnnot Lyle (1886) 11 PD 114∙ «The Court will not make a practice at the instance of an unsuccessful litigant of depriving a successful one of the fruits of his litigation until a further appeal is determined except in special circumstances. Στην προμετωπίδα της Annot Lyle αναγνωρίζεται ότι «…an application by the appellant to stay execution pending the appeal will not be granted, unless special circumstances are shewn by affidavit.». Σ’ αυτήν την υπόθεση είχε εκδοθεί απόφαση με την οποία επιδικάστηκαν προς όφελος του πλοίου Nenuphar αποζημιώσεις για την ζημία που υπέστη εξαιτίας της αμέλειας των στελεχών του πλοίου Annot Lyle. Η αίτηση αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης απορρίφθηκε αφού δεν συνοδευόταν με ένορκη δήλωση δεικνύουσα ότι θα ήταν αδύνατο να επιστραφεί το ποσό άμα η υπόψη απόφαση ανατρέπετο κατ’ έφεση. Κατά τον Lord Esher, M.R. εάν έδιδε στην ενώπιον του υπόθεση την εξαιτούμενη αναστολή δεδομένης της απουσίας εξαιρετικών περιστάσεων («special circumstances») θα έπραττε εμφανώς («clearly») αντίθετα με τις πρόνοιες και τον σκοπό των Κανόνων του Δικαστηρίου («Rules of Court»). Οι ευπαίδευτοι συγγραφείς του συγγράμματος σχολιάζουν επίσης στην προειρημένη σελίδα ότι ο αναφερθείς κανόνας («same rule») εφαρμόζεται σε «applications for new trial» (Μonk v Bartram [1891] 1 QB 346), «an order for payment out of a fund» (Bradford v Young (1885) 28 Ch D 18 και Re Queensland Merchantile Agency Co (1892) 61 L.J. Ch 48), «an order for inquiries» (Shaw v. Holland [1900] 2 Ch 305), «an order for an account of profits» (Coleman & Co v. S. Smith & Co Ltd [1911] 2 Ch. 572). Αξίζει η αναφορά σε κάποιες εκ των υποθέσεων αυτών. O Lord Esher MR στη σελ. 346 της απόφασης του στη Μonk v Bartram (ανωτέρω)σημείωσε «It has never been the practice in either case to stay execution after the judge at the trial has refused to grant it, unless special circumstances are shewn to exist.». Στη Shaw v. Holland (1900) 2 Ch 305 εντοπίζεται «A stay of inquiries directed by a judgment pending an appeal will be granted only under very special circumstances.». Σ’ αυτήν υπήρχε μαρτυρία με την οποία δημιουργείτο υποψία ότι οι διευθυντές της εταιρείας παραβίασαν τα καθήκοντα τους σχετικά με μία πράξη μεταβίβασης μετοχών (allotment of shares), τις οποίες και ενέγραψαν σ’ αυτούς σε χαμηλότερη από την αντικειμενική τους αξία τιμή (at an undervalue). Τούτου δοθέντος, το Δικαστήριο διέταξε την ένορκη παροχή πληροφοριών (inquiries) σχετικά με τις μετοχές. Με αίτηση ζητήθηκε η αναστολή της απόφασης εκκρεμούσης της έφεσης κυρίως λόγω του υψηλού κόστους διεξαγωγής των inquiries (βλ. σελ. 313 της απόφασης). Ο Lord Alverstone συμφωνούντος του Rigby L.J. δέχθηκε ότι ως θέμα αρχής απαιτείται η κατάδειξη ειδικών περιστάσεων για την αναστολή, για τα δε ενώπιον του γεγονότα σχολίασε για να καταλήξει στην απόρριψη της αίτησης, ότι «Of course, there are many cases in which the expense involved in inquiries might be so great, and the uncertainty as to the necessity of prosecuting them so great, that it would be desirable to stay the prosecution of the inquiries pending an appeal. … I am not satisfied that, if they are rightly undertaken, these inquiries as to the market value of the shares need be of any great length, and under these circumstances I do not think that any sufficient ground has been shewn for a stay of proceedings.». Στην Coleman v. Smith [1911] 2 Ch 572 εγέρθηκε αγωγή στη βάση του αστικού αδικήματος του αθέμιτου ανταγωνισμού (passing off) με την οποία ο ενάγοντας ζήτησε μεταξύ άλλων την έκδοση διατάγματος (injunction) και απόδοση λογαριασμών για κέρδη (account for profits) και, αφότου εκδόθηκαν, ο εναγόμενος ζήτησε την αναστολή εκτέλεσης τους εκρεμούσης της έφεσης που ασκήθηκε κατ’ αυτών. To Δικαστήριο (Swinfen Eady J.) αρνήθηκε την αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος ασυζητητί παρά την αναφορά του εφεσείοντος ότι δι’ αυτού του διατάγματος η παρουσίαση/εμφάνιση του προϊόντος των εφεσειόντων άλλαζε ολοκληρωτικά (entire alteration). Επίσης αρνήθηκε την αναστολή της απόδοσης λογαριασμών, σημειώνοντας «It is not the practice of the Court to stay such an account, unless irreparable injury would otherwise be caused : Nerot v. Burnand (1); Hyam v. Terry. (2) The plaintiffs will proceed with the account at their own risk as to costs. It would unduly protract litigation if an account could not be proceeded with until after the decision of the ultimate appeal in the case.». Κατά ανάλογο τρόπο βλ. τη Bradford v Young στη σύνοψη της οποίας αναγνωρίζεται «In the absence of special circumstances it is not the practice of the Court to retain in Court pending an appeal a fund which has been ordered to be paid out…». Στη Wilson v. Church (No. 2) (1879) 12 Ch.D. 454 η οποία έτυχε αναφοράς στην Bradford v Young αποφασίστηκε ότι ήταν ορθό να διαταχθεί η αναστολή της πρωτόδικης απόφασης, αφού οι δικαιούχοι στους οποίους διατάχθηκε να γίνει η διανομή των επίδικων ποσών που διατηρούντο σε μηχανισμό fund, ήταν πολυάριθμοι και οι πλείστοι διέμεναν στο εξωτερικό και, άμα ανατρέπετο η πρωτόδικη απόφαση στην έφεση, η επιστροφή των διανεμηθέντων θα ήταν πρακτικά αδύνατη ή δύσκολη. Υπ’ αυτές τις συνθήκες το Court of Chancery νομολόγησε (κατά πλειοψηφία) ότι «when a party is appealing, exercising his undoubted right of appeal, this Court ought to see that the appeal, if successful, is not nugatory». Δέον να τονιστεί ότι η αγγλική νομολογία αναγνώρισε σε παρόμοιες με την υπό εξέταση περιπτώσεις που ζητείτο αναστολή απόφασης, ακόμη και πριν την εισαγωγή της σχετικής δικονομικής πρόνοιας, ότι η εξουσία αναστολής δεν ασκείται στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων («an order for stay of execution was not made in the absence of special circumstances shown») (βλ. Becker v. Earles Court Ltd. (1911), 56 Sol. Jo. 206, C.A, Anderson & Coltman Ltd. v. Sonco Canning Ltd. (1982) JSC 325, Thorn Domestic Appliances (Export) Ltd. v. Alpan (Takis Bros) Ltd. (1983) JSC 544). Για την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων συνηγορεί και η απόφαση του Δικαστηρίου της Βικτώρια στη Scarborough v. Lews Junction Stores Pty. Ltd. [1963] VicRp 20; (1963) V.R. 129 όπου ο Adam J έκρινε «The rule says that an appeal does not operate as a stay of execution. That is so, and an application for a stay of proceedings is not granted as of course. There must be special circumstances existing to justify an order staying the execution of the judgment — some special circumstances which must be relevant to the purpose for which the stay is granted.» (βλ. και Kelly and Kelly [1980] FamCA 88; 48 FLR 42; (1981) FLC 91-007; 6 Fam LR 741 «…a stay is not granted as of course and that appropriate (or if one likes the term ”special”) circumstances must be shown.», αλλά και τη Siglin v Choules & Ors [2001] WASCA 308 «A stay of execution is only granted in special circumstances».). Στη Federal Commissioner of Taxation v Myer Emporium (No 1) [1986] HCA 13; (1986) 160 CLR 220 εντοπίζεται «It is well established by authority that the discretion which it confers to order a stay of proceedings is only to be exercised where special circumstances exist which justify departure from the ordinary rule that a successful litigant is entitled to the fruits of his litigation pending the determination of any appeal.». Ο Dawson J έδωσε ως κλασσικό παράδειγμα ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων την κακή οικονομική κατάσταση του ενάγοντα, ο οποίος δεν θα μπορέσει λόγω αυτής να επιστρέψει το επιδικασθέν ποσό στον εναγόμενο άμα η πρωτόδικη απόφαση ανατραπεί στην έφεση. Συμπλήρωσε όμως ότι «…special circumstances are not limited to that situation and will, I think, exist where for whatever reason, there is a real risk that it will not be possible for a successful appellant to be restored substantially to his former position if the judgment against him is executed: see McBride v Sandland [No 2] [1918] HCA 59; (1918) 25 CLR 369, at p 375.». Αυτή η συλλογιστική υιοθετείται στην Prasad v Prasad [1997] FJHC 30.Στην Okafor v. Nnaife (ανωτέρω)αναφέρεται «What will constitute these “special” or “exceptional” circumstances will no doubt vary from case to case. By and large […] such circumstances will involve “a consideration of some collateral circumstances and perhaps in some cases inherent matters which may, unless the order for stay is granted, destroy the subject matter of the proceedings or foist upon the Court, especially the Court of Appeal, a situation of complete helplessness or render nugatory any order or orders of the Court of Appeal or paralyse, in one way or the other, the exercise by the litigant of his constitutional right of appeal or generally provide a situation in which whatever happens to the case, and in particular even if the appellant succeeds in the Court of Appeal, there could be no return to the status quo”». Παρά το ότι στην Okafor το Δικαστήριο λέγει ότι το δικαίωμα της έφεσης είναι συνταγματικό (constitutional), εννοώντας ότι πηγάζει εκ του Συντάγματος, στην Κύπρο το δικαίωμα αυτό προβλέπεται από νόμο (βλ. άρθρο 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/1960). ΣτηMetropolitan Real and General Property Trust Ltd v Slaters and Bodega Ltd; Regal Property Trust Ltd v Slaters and Bodega Ltd; Freehold and Leasehold Investment Co Ltd v Slaters and Bodega Ltd [1941] 1 All ER 310 εκδόθηκε πρωτόδικα απόφαση που διέτασσε τον εναγόμενο, εξ αποφάσεως χρεώστη (judgement debtor), να πληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος στον ενάγοντα. Ο εναγόμενος συμμορφώθηκε πλήρως με την πρωτόδικη απόφαση πληρώνοντας το υπόψη ποσό. Ο SIR WILFRID GREENE MR. με τη σύμφωνη γνώμη των CLAUSON LJ.καιGODDARD LJ. απέρριψε την έφεση που ασκήθηκε κατά της πρωτόδικης απόφασης θεωρώντας ότι η πληρωμή που έγινε από τον εναγόμενο σύμφωνα με τα πρωτόδικα αποφασισθέντα κατέστρεψε ολόκληρη τη βάση της έφεσης («destroys the whole basis of this appeal»). Λέχθηκε δε ότι «As soon as he pays, the judgment is satisfied, and the substratum of the case is irretrievably destroyed.», εξου και το Δικαστήριο σχολίασε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις είναι φρόνιμο να διατάσσεται η αναστολή προς διαφύλαξη της έφεσης. Με αναφορά inter alia στην πιο πάνω υπόθεση η νομολογία μας αναγνωρίζει ότι «ανάμεσα στις ειδικές περιστάσεις που το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του για την έγκριση αιτήματος αναστολής εκτέλεσης απόφασης, αποτελεί το γεγονός ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης τυχόν μη έγκριση του αιτήματος […] θα καθιστούσε τυχόν επιτυχία της έφεσης άνευ αντικειμένου (nugatory)» (βλ. Χαράλαμπος Ιωακείμ Ηρακλέους ν. Phar Lap Estates Limited, Αρ. Αγωγής: 285/07, 11/12/2009, Ronald Brian Morrell κ.α. ν. Keith William Massey κ.α., Αρ. Αγωγής: 1936/2007, 4 Μαρτίου 2011, ΤΑΣΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ν. ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ, Αρ. Αγωγής: 96/2008, 5 Μαΐου 2011, Simon George Penney κ.α. ν. F K S (Varosia) Properties Ltd, Αρ. Αγωγής: 46/07, 29/6/2011, JAMES ALAN KERR COLVILLE κ.α. ν. OCEAN REEF PROPERTIES LTD μέλος της εταιρείας P P PHILIPPOU PROPERTIES LTD, Αρ. Αγωγής: 2177/09, 21.2.2012, Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Μπουλούτα, Αρ. Αγωγής: 6843/2014, 31/5/2018 και Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Ιωαννίδη κ.α., Αρ. Αγωγής: 7671/2009, 11/2/2020), ή, ως έχει αναδιατυπωθεί, οι «ειδικές περιστάσεις […] αποτελούν περιπτώσεις όπου μη έγκριση του αιτήματος θα καθιστούσε τυχόν επιτυχία της Έφεσης άνευ αντικειμένου» (βλ. Μαίρης Κουτσοκούμνη ν. Γιώργου Οικονόμου κ.α., Αρ. Αγωγής 2635/06, 18/10/2013 και Αναφορικά με την Πρωτογενή αίτηση 978/2013 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Αρ. Γενικής Αίτησης 1019/13, 5/2/2014). Συμπλέει με τα πιο πάνω και άλλη αλλοδαπή νομολογία. Στη NB v London Borough of Haringey [2011] EWHC 3544 (Fam) (07 October 2011) το Ηigh Court της Αγγλίας υιοθετεί ως περιέχουσα βοηθητική σύνοψη των εφαρμοστέων αρχών για την αναστολή εκτέλεσης την απόφαση του High Court του Χονγκ Κονγκ στη Wenden Engineering Services Co Ltd v Lee Shing UEY Construction Co Ltd, HCCT No. 90 of 1999 όπου ο Αρχιδικαστής (Chief Judge) Μα J αναγνώρισε μεταξύ άλλων ότι «The demonstration of an appeal being rendered nugatory is one example albeit a common one.» που συνηγορεί, συν των άλλων συνθηκών της υπόθεσης, προς την αναστολή εκτέλεσης. Στις Fresh Fish Exporters (Fiji) Ltd v Wasawasa Fisheries Ltd, [1996] FJHC 124 και [1996] FJHC 25 το Δικαστήριο αναφέρει «An example of “special circumstances” is that an appeal would be nugatory if stay was refused…». Στη Siglin (ανωτέρω) το Δικαστήριο προσδιορίζει το ζητούμενο λέγοντας «Special circumstances justifying a stay will exist if the appellant shows that, if a stay is not granted, the appeal may be nugatory, or a serious injury will result to the appellant..». Στη Vintage Hardwoods and Skinner [2005] WASAT 315 επιδοκιμάζεται η GFS Management Services Pty Ltd v Ground and Foundation Supports Pty Ltd & Ors [2001] WASC 280 στην οποία (δεύτερη) σημειώνεται ότι οι κατάλληλες (προς αναστολή) περιστάσεις υφίστανται εάν δειχθεί ότι η έφεση θα καταστεί χωρίς αντικείμενο χωρίς την αναστολή εκτέλεσης («may exist if it is shown that if a stay of execution is not granted, the appeal may be nugatory»). ΣτηDorami Marine Ltd (ανωτέρω)) αναφέρθηκε ότι μόνο εάν καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις δύναται η ανάγκη της διαφύλαξης του αντικειμένου της έφεσης να υπερφαλαγγίσει την άμεση εκτελεστότητα της πρωτόδικης απόφασης. Ως προσφάτως κρίθηκε στην ΕΛΕΝΙΤΣΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ ν. ΜΑΡΙΑ ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΥ, υπό την ιδιότητα της διαχειρίστριας της περιουσίας του HABIB SAID HISSIN, Πολιτική Έφεση αρ. 283/2015, 23/3/2016 «[μ]όνο η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, όπως έχει νομολογηθεί, είναι δυνατό να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ της δεύτερης αρχής.». Σε συμφωνία και τα νομολογηθέντα στη DEMETRIADES GROUP OF COMPANIES LIMITED (v. APM ITALIAN TYPE ICE-CREAM LIMITED, (Πολιτική Εφεση Αρ. 372/2015), 15/02/2017), στην οποία απαντάται ότι ο αιτητής «φέρει το βάρος να θεμελιώσει ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, προκειμένου να καταστεί δυνατό να κλίνει η πλάστιγγα υπέρ της αρχής ότι το ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο, όπως λέχθηκε, ασκείται δικαιωματικά, δεν πρέπει να αποστερείται της αποτελεσματικότητάς του.». Ποιες περιπτώσεις μπορούν να χαρακτηριστούν ως εξαιρετικές είναι δύσκολο και ανεπιθύμητο να προσδιοριστούν εξαντλητικά (βλ. Θουκυδίδου ν. Διευθ. Τμήμ. Τελωνείων (1992) 4 ΑΑΔ 3096). Στην Ozden v Commonwealth Bank of Australia [2013] VSCA 195 με αναφορά στη Maher v Commonwealth Bank of Australia [2008] VSCA 122 το Ανώτατο Δικαστήριο της Βικτώρια αναγνώρισε ότι «special circumstances justifying a stay will exist where it is necessary to prevent the appeal, if successful, from being rendered nugatory…» και επισήμανε ότι η έφεση ενδέχεται να καταστεί χωρίς αντικείμενο με διάφορους τρόπους (in a variety of ways). Εμφανώς όμως η έννοια των εξαιρετικών περιστάσεων λογικώς «αποκτά ένα ειδικό περιεχόμενο όταν ένας διάδικος έχει εμπλακεί σε πολύχρονες δικαστικές διαδικασίες στην προσπάθεια του να δικαιωθεί.» (βλ. ΕΛΕΝΙΤΣΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ (ανωτέρω)). Συνεπώς παρά την ενδεικτική περιπτωσιολογία η νομολογία έχει ορίσει γενικώς τις εξαιρετικές περιστάσεις αρνητικά παρά θετικά. Στη Μonk (ανωτέρω)που υιοθετείται γι’ αυτό το σκοπό στην Aristidou v Aristidou (1985) 1 CLR 649 αναφέρεται «It is impossible to enumerate all the matters that might be considered to constitute special circumstances; but it may certainly be said that the allegations that there has been a misdirection, that the verdict was against the weight of evidence, or that there was no evidence to support it, are not special circumstances on which the Court will grant a stay of execution.». Οι εξαιρετικές περιστάσεις δεν είναι αυτές που άπτονται της εγκυρότητας ή της ορθότητας («not those which go to [the] validity or correctness») της εφεσιβαλλόμενης απόφασης ή με ζητήματα που θα μπορούσαν να ενεργήσουν ως υπεράσπιση σύμφωνα με το νόμο ή με την επιείκεια (as a defence in law or relief in equity) πλην όμως δεν εγέρθηκαν στην αγωγή (βλ. Halsbury’s Laws of England, fourth edition, Volume 17», παρα. 451, υπό τον τίτλο «Stay of execution generally»). Ενόψει λοιπόν όλων των πιο πάνω το Δικαστήριο καλείται να αναρωτηθεί ποιες είναι οι εξαιρετικές περιστάσεις στην ενώπιον του υπόθεση («What are the special circumstances in this case?») που, αξιολογούμενες στο ευρύτερο πραγματικό πλαίσιο, συνηγορούν για την αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης (βλ. Katarina Shipping v. The Ship “POLY” (1978) 1 C.L.R. 486). Εντοπίζεται ως ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η σκέψη που ξεδίπλωσε το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Μαλαισίας στην Kosma Palm Oil Mill Sdn [2003] MYFC 10 (22 August 2003) με αναφορά σε μαλαισιανή και αγγλική νομολογία και στους Halsbury’s Laws of England για τη σχέση που έχουν οι εξαιρετικές περιστάσεις με τη διατήρηση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος της έφεσης, ήτοι κατά πόσον είναι αυτοαποκλειόμενες ή διασυνδεόμενες έννοιες. Το απαύγασμα έχει ως εξής∙ «It is therefore clear beyond doubt that there are many factors that may constitute special circumstances and the fact that an appeal would be rendered nugatory if stay was refused is the most common one. It is an example of special circumstances. In other words special circumstances is the genus of which nugatoriness is a species. If it has been shown that an appeal would be rendered nugatory if stay was refused what it means is that a special circumstance has been established. Thus they cannot be treated as separate heads and one cannot be an alternative to the other. Neither can one be accepted or rejected in favour of the other as they are inter-related […] Any attempt to restrict the grant of a stay to nugatoriness, quite apart from its impropriety, will severely restrict the grounds on which an applicant may rely.». Περαίνοντας, μνεία γίνεται -για όποια σημασία μπορεί να έχει- στην Alexander v Cambridge Credit Corporation Ltd (1985) 2 NSWLR 685 όπου μεταξύ άλλων το Εφετείο της Νέας Νότιας Ουαλίας έκρινε ότι ο προσδιορισμός των καταστάσεων που αιτιολογούν την αναστολή ως «εξαιρετικές» ή «ειδικές» είναι λανθασμένος και δεν συνάδει με τη σύγχρονη τάση. Η συλλογιστική του Δικαστηρίου εδράζεται σε τρείς λόγους, ως διαφαίνεται από τα ακόλουθα αποσπάσματα: «First, there is no suggestion in the rule that ‘special’ or ‘exceptional’ circumstances must be established before the discretion conferred upon the Court will be exercised. This is significant because, where the Act or the rules contemplate the need for special or exceptional circumstances to warrant a particular course they generally say so. […] The absence of such a provision implies, at least in the practice of this Court, that no such requirement exists. Secondly, the principle and the like expression of it in Barker v Lavery (1885) 14 QBD 769 and in Monk v Bartram first appear in decisions of the courts when the facility of appeal (which was not generally available at common law) was still relatively novel. In these circumstances the courts might more readily look upon appeals as an exceptional process. Today this is not the case. Far from being exceptional, appeals are common. Particularly is this so in commercial matters, where large sums are at stake. […] These modern duties of appellate courts, or at least of this Court, involve an historic change in the facility of appeal, particularly when compared to the position in the late 19th century when such facility was doubtless still considered by some judges to be novel, so that they were reluctant to interfere with verdicts by granting stays. Thirdly, recent decisions of this Court, reflecting the language of the rules and the frequency and nature of appeals, have expressed the approach to be taken without reference to the need for ‘special’ or ‘exceptional’ circumstances to justify a stay.».
Διαβάστε το Μέρος Β εδώ.