Τα ανθρώπινα δικαιώματα, σε πλαίσιο ατομικό, πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό αποτελούν μια από τις βασικές προϋποθέσεις για τη φυσική και κοινωνική ύπαρξη του ανθρώπου. Επίσης εκφράζουν τη πρόθεση/θέλησή τους όπως, μέσω του οικουμενικού σεβασμού προς αυτά, κάθε άτομο ξεχωριστά θα δύναται να ζήσει ως ελεύθερο ον βιολογικά, πνευματικά και κοινωνικά. Η υπακοή και τήρηση αυτών των νόμων είναι ζήτημα συνείδησης της εκάστοτε κοινωνίας, προέρχονται από το θετικό δίκαιο, δηλ. με τη ψήφιση τους δημοσιεύονται σε γραπτή μορφή σαν νόμος και ως εκ τούτου, εν κατακλείδι, λόγω της σπουδαιότητας που διέπει τους νόμους ενός σύγχρονου και Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου, η εφαρμογή τους είναι υποχρεωτική από όλους. Τα δικαιώματα του ανθρώπου συνιστούν τον θεμέλιο λίθο πάνω στον οποίο η ανθρωπότητα επιχειρεί να οικοδομήσει ένα ειρηνικό και ευοίωνο μέλλον για όλους τους ανθρώπους σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Μεταξύ των σημαντικότερων εκφάνσεων της υπόστασης του ανθρώπου είναι αυτή της ανάγκης για ιδιωτικότητα. Έχοντας πλέον αναγνωριστεί, η ιδιωτικότητα, από τη διεθνή κοινότητα ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα πρέπει επίσης και να προστατεύεται ως τέτοιο, όπως είθισται σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Σε περιφερειακό επίπεδο, το Α.8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), οποίον άρθρο αναφέρεται στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ανθρώπου, κατοχυρώνει μέσω της Σύμβασης την ανάγκη για άμεση και ορθή εφαρμογή όπως επίσης και προστασία του δικαιώματος αυτού. Μέσω της υιοθέτησης από το Κράτος αυτού του ευρωπαϊκού νομοθετικού πλαισίου επιτυγχάνεται η ενσωμάτωση, στο Κυπριακό Σύνταγμα, βασικών αξιών του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού όπως η προστασία αξιοπρέπειας, της προσωπικότητας και ιδιωτικότητας του ανθρώπου. Συγκεκριμένα το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ μέσα από τις 2 παραγράφους του αναφέρει: 1) Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. 2) Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.
Στα Κυπριακά δεδομένα το εν λόγω προαναφερόμενο άρθρο της ΕΣΔΑ υιοθετείται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του άρθρου 15 του Συντάγματος με τη διαφορά να έγκειται στο ότι, τον Απρίλιο του 2016, η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε την 9η τροποποίηση του συντάγματος τροποποιώντας με αυτό τον τρόπο το Α. 15 ούτως ώστε η διαφάνεια στη δημόσια ζωή και/ή η λήψη μέτρων κατά της διαφθοράς να δύναται να συμπεριληφθούν στους λόγους για τους οποίους είναι επιτρεπτή η κατά νόμο κρατική επέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ψήφιση νομοθεσίας για την υποχρεωτική δημοσιοποίηση και τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων των πολιτειακών αξιωματούχων. Όσον αφορά το τελευταίο κομμάτι, σχετικά με το λόγο για τον οποίο τροποποιήθηκε το Α.15, η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε το Ν.49(Ι)/2004, Νόμος ο οποίος αναφέρεται ως ο περί του Προέδρου, των Υπουργών και των Βουλευτών της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμος του 2004 και μετέπειτα τροποποιήθηκε μέσω ψήφισης από τη Βουλή του Ν.68(Ι) 2017.
Η διαφθορά ενέχει σοβαρούς κινδύνους για την οικονομία και την κοινωνία στο σύνολό της. Υποφέρουμε από τη διαφθορά, η οποία είναι πολύ βαθιά ριζωμένη στη πολιτική ζωή του κράτους, και η οποία είναι η αιτία ούτως ώστε να υπονομεύεται η δημοκρατία και βλάπτεται το κράτος δικαίου. Η πολιτικοποίηση στη τοποθέτηση μαζί με τη τοποθέτηση συγκεκριμένου στενού κύκλου προσώπων στις εκάστοτε νευραλγικές θέσεις του κράτους τείνει να ενισχύει τους παράγοντες που ευνοούν την ύπαρξη της διαφθοράς και ως εκ τούτου υπονομεύει την σχέση αξιοπιστίας του λαού προς τους θεσμούς. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ανεπαρκής λογοδοσία, το πολιτικό αξίωμα, η ασυλία κ.α. έχουν δημιουργήσει μια αντίληψη περί οιονεί ατιμωρησίας των πολιτικών προσώπων, ιδιαιτέρως αυτών που κατέχουν η κατείχαν υψηλά κρατικά αξιώματα. Η δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων που κατέχουν νευραλγικές θέσεις αποτελεί μια πρακτική που συμβάλλει στην εδραίωση της, εξασφαλίζει μια αυξημένη διαφάνεια και διευκολύνει την ανίχνευση πιθανών περιπτώσεων παράνομου πλουτισμού και πρακτικών διαφθοράς. Τώρα, στην εξίσωση μπαίνει η αναγκαιότητα επαλήθευσης όλων αυτών των στοιχείων, αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω ενδελεχή έλεγχου από εξειδικευμένους ανεξάρτητους οργανισμούς, οι οποίοι προνοούν για την ακεραιότητα και την καταπολέμηση της διαφθοράς και οι οποίοι θα διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες και εργαλεία για τον έλεγχο της προέλευσης των περιουσιακών στοιχείων των εμπλεκομένων προσώπων.
Συνοψίζοντας, όταν αναφερόμαστε σε δωροληψία από κρατικό αξιωματούχο για επίδειξη εύνοιας, κατάχρηση εξουσίας του εκάστοτε κρατικού αξιώματος, μεγάλα οικονομικά εγκλήματα, σκάνδαλα που σαν αποτέλεσμα έχουν τη διάλυση της οικονομίας και κατ’ επέκταση άμεσος αποδέκτης γίνεται ο απλός πολίτης ο οποίος μάχεται να τα φέρει πέρα μέρα με τη μέρα και ο οποίος καλείται να στερηθεί και εκείνα τα ελάχιστα που έχει, καθίσταται σαφές ότι μοναδικός τρόπος επίλυσης του προβλήματος είναι η παραδειγματική τιμωρία των ενόχων από το αρμόδιο δικαστήριο και η κάθαρση της διαφθοράς. Αυτό ίσως να μπορούσε να επιτευχθεί πολύ πιο εύκολα αν υιοθετείτο η εφαρμογή του Α.15 του Συντάγματος, από τούδε και στο εξής, σε όλα τα πρόσωπα τα οποία κατέχουν και θα κατέχουν στο μέλλον νευραλγικές θέσεις/αξιώματα.