Διαβάστε πρώτα: Οι ιδιωτικές ποινικές διώξεις στην Κύπρο: ένα παλαιό εν δυνάμει νέο εργαλείο – Mέρος Α’
Περιληπτική αναφορά μίας εμπειρικής προσέγγισης, εισαγωγή, ερμηνείες, εννοιολογικές διακρίσεις κι οπτικές.
Οι ιδιωτικές ποινικές διώξεις στην Κύπρο: ένα παλαιό εν δυνάμει νέο εργαλείο – Mέρος B’
Περιληπτική αναφορά μίας εμπειρικής προσέγγισης. Η έρευνα, το δείγμα, η μέθοδος, τα στάδια και τα ευρήματα.
Οι τάσεις κατάχρησης
Υπάρχουν τάσεις κατάχρησης, που όμως δεν συνιστούν ένα συχνό φαινόμενο, στην αναλογία των χρόνων που διερευνήθηκαν. Τα Επαρχιακά Δικαστήρια, σε γενικές γραμμές, αντιδρούν σε περιπτώσεις κατάχρησης των ιδιωτικών ποινικών διώξεων, αλλά δεν θα μπορούσε να λεχθεί ότι υπάρχει κάποια ομοιόμορφη πρακτική.
Υπάρχουν δικαστές που έχουν εκφράσει σαφείς απόψεις για το θεσμό των ιδιωτικών ποινικών διώξεων και δικαστές που ήταν κάπως πιο ανεκτικοί στο «δικαίωμα» του ιδιώτη να εγείρει ιδιωτική ποινική δίωξη, ανεξαρτήτως των όποιων διαβημάτων προηγήθηκαν σε σχέση με τις διωκτικές αρχές ή τη φύση των αδικημάτων.
Η παρατήρηση είναι ότι σε ένα μεγάλο βαθμό, το Δικαστήριο που ασκεί τη συναφή δικαιοδοσία, μπορεί να καθορίζει και να δρομολογεί τα πράγματα, τουλάχιστον για όσο χρόνο την ασκεί, ακόμα και να μην υπάρχει κάποια ρύθμιση του εργαλείου των ιδιωτικών ποινικών διώξεων με θετικό δίκαιο. Χωρίς να σημαίνει ότι τέτοια ρύθμιση δεν είναι αναγκαία.
(α) Χρήση του ποινικού δικαίου για ιδιωτικής φύσης διαφορές ή σύγχυση των δογμάτων του αστικού δικαίου με τις αρχές του ποινικού δικαίου.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, φαίνεται να χρησιμοποιείται το ποινικό δίκαιο για να επιλυθούν ιδιωτικής φύσης διαφορές. Αυτή ήταν η πιο συχνά παρουσιαζόμενη τάση. Για παράδειγμα, στην Υπόθεση αριθ. 7097/2012, ο ιδιώτης κατήγορος επέλεξε να καταχωρίσει κατηγορίες για ποινική παρακοή, στη βάση διατάγματος πληρωμής μηνιαίων δόσεων, προφανώς για να αυξήσει την πίεση προς τον οφειλέτη του, παραγνωρίζοντας τις αναγκαιότητες για την απόδειξη μιας τέτοιας σοβαρής κατηγορίας, μα και το ίδιο το πνεύμα της. Στην Υπόθεση αριθ. 18844/2013 το Δικαστήριο επισήμανε τα ζητήματα νομιμοποίησης του ιδιώτη κατήγορου, ο οποίος μάλιστα είχε δηλώσει ότι αυτό που ήθελε ήταν αποζημίωση. Στην Υπόθεση αριθ. 31191/14 το Δικαστήριο επίσης επισήμανε ότι η ενώπιον του υπόθεση, που δεν μπορούσε να στοιχειοθετήσει ποινικό αδίκημα, θα μπορούσε να απασχολήσει το δικαστήριο των αστικών διαφορών, όπως και στην Υπόθεση 28670/2013 και στην Υπόθεση αριθ. 18689/2013, στην Υπόθεση αριθ. 1987/13, στην Υπόθεση αριθ. 14644/13, στην Υπόθεση αριθ. 8690/15 και σε άλλες.
Όσον αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης της ποινικής διαδικασίας κατά τρόπο που θυμίζει αστικό δίκαιο, ένα παράδειγμα δίνει η Υπόθεση αριθ. 3714/2015, όπου οι κληρονόμοι του παραπονούμενου, ιδιώτη κατήγορου, ήθελαν να τον υποκαταστήσουν και στην προώθηση της ιδιωτικής ποινικής δίωξης, εγχείρημα που ανακόπηκε, με αναφορά και στη Φιλίππου ν. Maricasa Estate Ltd κ.α., Ποινική Έφεση αριθ. 61/2013, ημερομηνίας 10.07.2015. Στην Υπόθεση αριθ. 5351/12, υπήρξε χαρακτηριστική η σύγχυση του ιδιώτη κατήγορου μεταξύ του autrefois acquit (double jeopardy) του ποινικού δικαίου και του δεδικασμένου που ισχύει στο αστικό δίκαιο. Είχε καταχωρίσει και προηγούμενα ποινική υπόθεση με ίδιες κατηγορίες, όπου οι κατηγορούμενοι δεν είχαν παραδεχθεί, την απέσυρε και την καταχώρισε εκ νέου. Ισχυρίζονταν ότι, επειδή δεν ακούστηκε μαρτυρία στην προηγούμενη και δεν υπήρξε επί της ουσίας κρίση αθώωσης, μπορούσε να καταχωρίσει εκ νέου την υπόθεση, σαν να μην επρόκειτο για ενασχόληση με ποινική διαδικασία και ποινική ευθύνη. Στην Υπόθεση αριθ. 18268/2015, έγινε ενός είδους εναλλακτική προώθηση της υπόθεσης, ως να’ταν αστικής φύσης, λ.χ. θα πρέπει να καταδικαστεί η κατηγορούμενη, αλλά εάν ήθελε αποδειχθεί ότι έπραξε με άλλο τρόπο από αυτόν που της καταλόγισε η κατήγορος, και πάλι να καταδικαστεί, κ.λπ. Το Δικαστήριο επισήμανε εκ νέου τις αστικές καταβολές της υπόθεσης.
Η μεγαλύτερη συχνότητα αυτής της τάσης (συχνότητα μέσα στο εξαιρετικό πλαίσιο, που προαναφέρθηκε), ανατρέχει και πάλι στη σκέψη ότι δεν είναι εκ των πραγμάτων εύκολο να αφεθεί το θύμα ενός αδικήματος να αποχωριστεί τις προσωπικές του ανάγκες και να εκπροσωπήσει αντικειμενικά την αντεγκληματική πολιτική. Εξάλλου και η πλειοψηφία των ιδιωτικών ποινικών διώξεων που σχετίζονται με τις επιταγές, από τον κοινό ποινικό κώδικα, δεν πείθει ότι υπάρχει ένα τόσο μεγάλο σύνολο πολιτών που δεν επιθυμεί, δι’ αυτών των υποθέσεων, την είσπραξη των οφειλόμενων ποσών, αλλά τη φυλάκιση (κατά πάσα πιθανότητα) του οφειλέτη τους. Από την άλλη, η δυνατότητα ενός ποινικού δικαστηρίου να καλύπτει και τις ανάγκες της πολιτικής δίκης, ώστε να μη διεξάγεται και πολιτική δίκη στη βάση των ίδιων γεγονότων, δεν είναι ούτε ξένη σε συστήματα δικαίου ούτε και αρνητική. Υπάρχει απλά η διαφορά της συμμετοχής του θύματος σε ποινική δίκη ως πολιτική αγωγή από τη συμμετοχή του ως κατήγορος, που τείνει να αστικοποιεί το ποινικό δίκαιο.
(β) Χρήση του ποινικού δικαίου με σκοπό την άσκηση προσωπικής πίεσης
Η άσκηση της ποινικής δίωξης με σκοπό να ασκηθεί προσωπική πίεση στον κατηγορούμενο ή για οποιουσδήποτε άλλους σκοπούς έχουν να κάνουν με το πρόσωπο του δράστη και τη διαπροσωπική του σχέση με το θύμα είναι επίσης υπαρκτό φαινόμενο. Στην Υπόθεση αριθ. 10170/2013 είχε καταχωριστεί ένα κατηγορητήριο με 171 κατηγορίες για κλοπές, με πανομοιότυπες κατηγορίες, όπου διέφερε η ημερομηνία και το ποσό. Είχαν αποσυρθεί αρκετές, αλλά παρέμεναν δεκάδες να εκδικαστούν. Το Δικαστήριο επισήμανε όχι μόνο την έλλειψη νομιμοποίησης, στη βάση της μη προηγούμενης άρνησης της αστυνομίας να ενεργήσει, αλλά και το γεγονός ότι η προσπάθεια του ιδιώτη κατήγορου ήταν να διώξει υπό τον μανδύα της κοινής κλοπής το σοβαρότερο αδίκημα της κλοπής από υπάλληλο, που δεν εκδικάζεται καταρχήν συνοπτικά. Στην Υπόθεση αριθ. 5951/06, ο ιδιώτης κατήγορος, δημοτική αρχή, δεν άσκησε δίωξη για να πατάξει το έγκλημα αλλά για να ασκήσει πιέσεις προς εξυπηρέτηση δικών του σκοπών, αφού εκκρεμούσαν διαδικασίες απαλλοτρίωσης και επίταξης. Στην Υπόθεση αριθ. 18963/2013 ο ιδιώτης κατήγορος επέλεξε 11 χρόνια μετά την κατ’ ισχυρισμό διάπραξη αδικημάτων, να εγείρει ιδιωτική ποινική δίωξη, χωρίς να προβεί προηγουμένως σε οποιαδήποτε καταγγελία στην Αστυνομία και να έχει συναντήσει την άρνησή της να διώξει ποινικά τα αδικήματα. Το Δικαστήριο προέβη σε σχετικές επισημάνσεις.
(γ) Διώξεις για συμπεριφορές που δεν στοιχειοθετούν ή και δεν συνιστούν ποινικά αδικήματα
Για παράδειγμα, στην Υπόθεση αριθ. 17229/12 διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι πολλές από τις κατηγορίες που συσσωρεύτηκαν στο κατηγορητήριο (όχι όλες) δεν συνιστούσαν ποινικά αδικήματα, γιατί αφορούσαν συμπεριφορά ανοχής ή επίτρεψης χρήσης οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, ενώ ο περί Ρύθμισης Οδών και Οικοδομών Νόμος Κεφ. 96 ποινικοποιεί μόνο τη χρήση ή κατοχή χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης και όχι άλλη συμπεριφορά (ενδεχομένως να μην υπήρξε προσθήκη του άρθρου 20 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου Κεφ. 154). Άλλες δεν στοιχειοθετούνταν με κάποια μαρτυρία. Μέσα από την τελευταία παράγραφο της απόφασης του Δικαστηρίου, διακρίνεται ο προβληματισμός του:
«Η επιλογή της Κατηγορούσας Αρχής να συντάξει κατηγορητήριο αποτελούμενο από τόσες πολλές κατηγορίες, πολλές από τις οποίες δεν στοιχειοθετούν αδίκημα, μόνο αχρείαστη σπατάλη χρόνου επέφερε και ταλαιπωρία του Δικαστηρίου. Ένα πιο τακτοποιημένο θα έλεγα Κατηγορητήριο, το οποίο θα ανταποκρίνετο ακριβώς στα γεγονότα της υπόθεσης θα ήταν πιο επιθυμητή επιλογή. Η καταγραφή πολλών κατηγοριών, χωρίς προηγουμένως η Κατηγορούσα Αρχή να αξιολογήσει τη μαρτυρία που έχει στη διάθεσή της και την οποία θα προσφέρει προς απόδειξη της υπόθεσής της, έτσι ώστε να βεβαιωθεί ότι αυτή ανταποκρίνεται τόσο στις κατηγορίες όσο και στα γεγονότα με απώτερο σκοπό, και ζητούμενο θα έλεγα πέραν από την τιμωρία των παραβατών την επαναφορά στη νομιμότητα και όχι την οπωσδήποτε επιβολή ποινής στους Κατηγορούμενους σε όσο το δυνατό περισσότερες κατηγορίες, σίγουρα δεν είναι τακτική η οποία επικρίνεται από το Δικαστήριο αυτό.»
(δ) Προσδοκία για διερεύνηση μέσω της δίκης
Ως αποτέλεσμα της έλλειψης προηγούμενης ανάκρισης, κάποιες φορές ο ιδιώτης κατήγορος μπορεί να θεωρεί ότι θα αποκτήσει γνώση των γεγονότων μέσα από τη δίκη. Για παράδειγμα, στην Υπόθεση αριθ. 7409/2015, ο ιδιώτης κατήγορος ήταν μία Αγγλική εταιρεία, η οποία κινείτο εναντίον δύο άλλων αλλοδαπών εταιρειών, για συμπεριφορά που σχετίζονταν με το διαδικτυακό μάρκετινγκ και ο συνήγορος της δεν ήταν σε θέση να υποδείξει στο Δικαστήριο ποιος ο σύνδεσμος της υπόθεσης αυτής με τη δικαιοδοσία των Κυπριακών δικαστηρίων (μάλιστα είχε πει στο Δικαστήριο, εάν θέλει, να ασκήσει την εξουσία του να τροποποιήσει, χωρίς ο ίδιος να έχει συναφές αίτημα, σαν να ήταν έργο του Δικαστηρίου να διερευνήσει την υπόθεση, να πληροφορηθεί για τον τόπο διάπραξης των αδικημάτων και να πράξει ανάλογα), με αποτέλεσμα την ακύρωση της διαδικασίας. Στην Υπόθεση αριθ. 13676/2013, όπου υπήρξε και σώρευση κατηγοριών στο ίδιο κατηγορητήριο για την αξιόποινη συμπεριφορά, η παραπονούμενη δεν είχε καταφύγει στην Αστυνομία για να διεξάγει ανακριτικό έργο, να διαπιστώσει τους παραβάτες, αλλά προχώρησε η ίδια σε ιδιωτική ποινική δίωξη εναντίον εκείνων που θεωρούσε παραβάτες, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να στοιχειοθετήσει εναντίον τους κατηγορίες. Το Δικαστήριο επισήμανε τις συνέπειες έλλειψης μαρτυρίας διερεύνησης στις περιπτώσεις ιδιωτικής ποινικής δίωξης.
(ε) Διευρυμένη ή ανέλεγκτη χρήση αλλοδαπών στοιχείων
Για παράδειγμα, στην Υπόθεση αριθ. 22743/2015, όπου απασχόλησε η δυνατότητα επίδοσης ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης εκτός δικαιοδοσίας στη Ρωσία, το Δικαστήριο καταληκτικά προβληματίστηκε για την ερμηνεία της νομολογίας σε σχέση με το «δικαίωμα» ιδιωτικής ποινικής δίωξης. Εξάλλου το ενώπιον του ζήτημα καταδείκνυε ακριβώς τα προβλήματα όταν ο ιδιώτης κινεί ιδιωτική ποινική δίωξη, εν προκειμένω για αδικήματα της σοβαρότητας του κεφαλαίου των ψευδών παραστάσεων, επιχειρώντας να φέρει στην επικράτεια της Κύπρου, ως κατηγορούμενο, ένα αλλοδαπό πρόσωπο.
(στ) Μη κοινοποιηθείσα μαρτυρία
Στην Υπόθεση αριθ. 4000/2011 απασχόλησε το κατά πόσο ο ιδιώτης κατήγορος μπορεί να προσάγει μαρτυρία την οποία δεν είχε αποκαλύψει όταν του ζητήθηκε προηγουμένως με επιστολή από το δικηγόρο της κατηγορούμενης. Ο συνήγορος της κατηγορούμενης εισηγήθηκε ότι, εάν το άρθρο 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 ισχύει μόνο για τις ποινικές υποθέσεις που εκκινεί η αστυνομία και όχι για τις ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις (παρά το ότι και στις δύο περιπτώσεις έχουμε κατηγορούμενο και ποινική ευθύνη). Το Επαρχιακό Δικαστήριο προσέγγισε το ζήτημα ότι η υποχρέωση για αποκάλυψη αφορά μόνο στις ποινικές διώξεις που κινεί η αστυνομία όταν διεξάγει ανακριτικό έργο. Ο ιδιώτης δεν έχει τις εξουσίες να διεξάγει ποινική ανάκριση. Δεν υπάρχει αντισυνταγματικότητα καθότι δεν υπάρχουν όμοιες περιστάσεις εξ αυτής της διαφοροποίησης των εξουσιών της αστυνομίας από τη μια και των εξουσιών του ιδιώτη από την άλλη. Το σκεπτικό του Δικαστηρίου, οι αναγωγές του οποίου δεν ήταν πάντως σε νομολογία ιδιωτικών ποινικών υποθέσεων, σηκώνει αρκετή συζήτηση, σε συνάρτηση με το δίκαιο της διαδικασίας και την ποινική ευθύνη που πάντως δημιουργείται μέσω μιας ιδιωτικής ποινικής δίωξης, όπως είναι και οι προαναφερόμενοι προβληματισμοί στο εισαγωγικό μέρος.
Ορισμένες από τις παρατηρούμενες τάσεις μπορεί να σχετίζονται μεταξύ τους, όπως η προσπάθεια να εξαναγκαστεί να προσέλθει στη δικαιοδοσία αλλοδαπό πρόσωπο σε ποινικές διώξεις με στοιχεία αλλοδαπότητας με την ανάγκη προσωπικής ταλαιπωρίας του ατόμου αυτού ή για άλλους λόγους, όμως όχι απόλυτα. Από τη μια διαφαίνεται καθαρότερα η κατάχρηση με σημείο αναφοράς την πρόθεση του ιδιώτη κατήγορου, από την άλλη είναι η κατάχρηση με σημείο αναφοράς το διαδικαστικό τρόπο χρήσης της ιδιωτικής ποινικής δίωξης ως αστική διαδικασία (ασχέτως της πρόθεσής του). Έπειτα είναι οι περιπτώσεις όπου γίνεται χρήση της ποινικής διαδικασίας ως αστική διαδικασία επειδή αυτό γνωρίζει καλύτερα ο ιδιώτης κατήγορος και οι περιπτώσεις όπου ο ιδιώτης κατήγορος δεν έχει τον εύκολο τρόπο να διώξει ορισμένα αδικήματα, όπως όταν υπάρχουν στοιχεία αλλοδαπότητας. Στις τελευταίες περιπτώσεις, δυσκολίες υπάρχουν και για τις αρμόδιες διωκτικές αρχές.
Επιλογικές σημειώσεις
Όπως προαναφέρθηκε, η έρευνα δεν περιλαμβάνει όλες τις ιδιωτικές ποινικές διώξεις, υποθέσεις που καταχωρίστηκαν και για τις οποίες δεν υπάρχει κάποια δημοσιευμένη απόφαση (ενδιάμεση ή τελική), είτε γιατί έγιναν παραδοχές είτε γιατί διακόπηκαν είτε για άλλους λόγους που αφορούν τον τρόπο δημοσίευσής τους στο Cylaw. Αυτός ο περιορισμός, μαζί με τους περιορισμούς που μπορεί να θέτει η μεθοδολογία και ο τρόπος διεξαγωγής της έρευνας, όπως περιγράφτηκε, δεν επιτρέπουν την κατάληξη σε απόλυτα συμπεράσματα. Η απουσία προηγούμενης έρευνας και λογοτεχνίας για να καθοδηγήσει ή να επιβεβαιώσει επαρκώς τις ερευνητικές παρατηρήσεις και το γεγονός ότι η έρευνα κινείται σε ακατέργαστο έδαφος, συμβάλλει επίσης στο να δημιουργείται η ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση, ώστε να δημιουργηθεί αυξημένος βαθμός βεβαιότητας σε σχέση με τα συμπεράσματα. Εξ ου και η παράλληλη έρευνα απόψεων, που μπορεί να συμπληρώνει ανάλογα.
Εάν θα μπορούσαν, ωστόσο, να τεθούν ορισμένες επιλογικές σημειώσεις από τα ευρήματα που επέτρεψε αυτό το διαθέσιμο δείγμα και αυτός ο τρόπος προσέγγισης, που σαφώς το να υφίσταται προσφέρει πολύ περισσότερα από το να μην υφίσταται, αυτές είναι οι εξής:
Η χρήση των ιδιωτικών ποινικών διώξεων στην Κύπρο είναι εκτεταμένη, με τον τρόπο που έτυχε περιγραφής. Αυτό από μόνο του μπορεί να συνηγορεί ότι είναι ένα αναγκαίο εργαλείο στην κοινωνία, παρά μία κοινωνικο-νομική παθολογία. Η δε αναγκαιότητα στη χρήση του παρουσιάζεται κυρίως στις συμπεριφορές που σχετίζονται με τις επιταγές, δηλαδή με τις οικονομικές συναλλαγές των πολιτών και τη διασφάλισή τους, αλλά και με την επιβολή της νομιμότητας. Ουσιαστικά, γενικευμένα, είναι η επιβολή της νομιμότητας το ζήτημα και στις δύο περιπτώσεις, η σχέση των πολιτών με τη νομιμότητα.
Σε συνάρτηση με την παρατήρηση ότι οι αυξημένες ιδιωτικές ποινικές διώξεις συνιστούν το σύμπτωμα της υπερ-ποινικοποίησης της παράνομης (αντίθετη με ειδικούς νόμους) συμπεριφοράς, ο προβληματισμός είναι ο εξής: Θα μπορούσαν να υπάρχουν, σε πρώτο στάδιο, εναλλακτικοί τρόποι προώθησης ή εκτέλεσης των νόμων και επιβολής της νομιμότητα, γιατί η παρανομία διαφέρει ουσιωδώς από την εγκληματικότητα κι αυτό πρέπει να καθίσταται σαφές, ή στην εποχή που ζούμε, όπου η σχέση των πολιτών με τη νομιμότητα μπορεί να είναι πολυεπίπεδα κλονισμένη, θα πρέπει όντως η ποινική ευθύνη να συνιστά μέσο εξαναγκασμού της νομιμότητας; Η θέση του προβληματισμού αυτού, προτρέπει την ερευνητική δραστηριότητα να κατευθυνθεί προς ό,τι μπορεί να χαρακτηριστεί «regulatory non-compliance justice», κατά πόσο θα πρέπει να απασχολεί σε τέτοιο βαθμό την ποινική δικαιοσύνη.
Λόγω της ευκολίας, παρά της συχνότητας, της κατάχρησης των ιδιωτικών ποινικών διώξεων και την ενδεχομένως διαφορετική μεταχείριση από τα Δικαστήρια (π.χ. λόγω διαφορετικής ερμηνείας και εφαρμογής ίδιων νομολογιακών αρχών), ένα ρυθμιστικό κείμενο νόμου που να διέπει τις ιδιωτικές ποινικές διώξεις, στη βάση της υφιστάμενης νομολογίας, ωστόσο με περισσότερες ρυθμιστικές προσεγγίσεις, θα μπορούσε να είναι πολύ χρήσιμο (και από μία άποψη αναγκαίο), για να καταστήσει δυνατή και τη θεώρηση και διεθνή προβολή των ιδιωτικών ποινικών διώξεων ως ένα νέο εργαλείο, που δεν αποκλείεται να είναι.
Ο τρόπος που έτυχαν ήδη ρύθμισης οι ιδιωτικές ποινικές διώξεις σε άλλες δικαιοδοσίες που μοιράζονται την ίδια νομική παράδοση θα μπορούσε να είναι υποδειγματικός, ωστόσο θα πρέπει να γίνει περαιτέρω εργασία για να διασφαλιστεί η συμβατότητα με το Ευρωπαϊκό δίκαιο και φυσικά η όποια καινοτομία μπορεί να προκύψει από αυτό το ενδιαφέρον πάντρεμα. Ας μη διαφεύγει της προσοχής ότι στην Αγγλία, η ρύθμιση του εργαλείου, φαίνεται να οδήγησε σε μία έξαρση της χρήσης του, ως συνεπακόλουθο και του κατακλυσμού διαφημίσεων παροχής υπηρεσιών ιδιωτικής ποινικής δίωξης, που δημιούργησε αντανακλαστικά τη μείωση της εμπιστοσύνης στη δημόσια διωκτική αρχή, έδωσε έδαφος να επενδυθούν μεγάλα κεφάλαια και να προκύψουν υπέρογκα ποσά εξόδων για να κινηθούν ιδιωτικές ποινικές διώξεις, οπότε δημιουργείται και η ανησυχία εάν ένα εργαλείο που θεωρήθηκε ως εργαλείο κατά της διαφοράς εν τέλει μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως εργαλείο πρόκλησης της. Πρόσφατα, όταν το High Court «μπλόκαρε» την ιδιωτική ποινική δίωξη του Boris Johnson ως πολιτικά καθοδηγούμενη, σε μια διαδικασία όπου δαπανήθηκε υπέρογκο ποσό σε μία εβδομάδα, ανακινήθηκε ο διάλογος σε σχέση με τις ιδιωτικές ποινικές διώξεις.
Η ιδιότητα της Κύπρου ως κάπως πιο πιστό κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από ό,τι υπήρξε το Ηνωμένο Βασίλειο, της επιτρέπει, αν μη τι άλλο, ένα πιο ισοζυγισμένο και ισορροπημένο μοντέλο ιδιωτικών ποινικών διώξεων, που να μη βασίζεται τόσο στην Αγγλική νομική παράδοση ή το λόγο της Gourier, αλλά, κρατώντας την πολύτιμη προϊστορία και τη μοναδική εμπειρία της Αγγλικής νομικής παράδοσης, να το βασίζει πλέον στα ανθρώπινα δικαιώματα, σε συγκερασμό με τις ανάγκες της σύγχρονης πραγματικότητας.