Διανύουμε την τέταρτη βδομάδα πολέμου με τον «αόρατο εχθρό» , όπως έχει χαρακτηρισθεί, του Covid-19. Δυστυχώς, ο πόλεμος αυτός μας έχει ήδη στοιχήσει πολύ. Έχουμε δει να χάνονται ζωές συνανθρώπων μας. Έχουμε δει τις ζωές μας να αλλάζουν δραματικά προς το χειρότερο και την οικονομία του τόπου μας να καταστρέφεται, μέρα με τη μέρα. Προς αντιμετώπιση του αόρατου εχθρού, το κράτος μας έχει εξηγήσει ότι θα πρέπει να περιοριστούμε στα καταφύγια μας, ως την πρώτη και καλύτερη «αντεπίθεση» στον κορωνοϊό. Αδιαμφισβήτητα ορθό.
Είναι νοητό, ότι σε κάθε πόλεμο, οι «στρατηγοί» πρέπει να λαμβάνουν δύσκολες αποφάσεις. Αποφάσεις που πολλές φορές, ιδωμένες απομονωμένα, βλάπτουν αρκετούς, πλην όμως εξυπηρετούν το γενικότερο καλό του τόπου. Πολλές φορές στον πόλεμο, θυσιάζεις κάποια πρόσωπα ή κάποιο έδαφος, για να προστατεύσεις τους υπόλοιπους. Οι αποφάσεις, έστω και σε περίπτωση πολέμου, δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες.
Και σε αυτόν τον πόλεμο, ο «στρατηγός», δηλαδή το κράτος, έχει αποφασίσει να θυσιάσει αρκετούς και αρκετά. Κάποια αναγκαία, όπως για παράδειγμα η επιβολή περιορισμών στις μετακινήσεις μας, κάποια ενδεχομένως υπέρμετρα, δυσανάλογα και άνομα. Εγώ θα ασχοληθώ με μέτρα που, προσωπικά, μου προκαλούν έντονη ανησυχία, όχι μόνο υπό τη νομική τους διάσταση.
Ξεκίνησε λοιπόν το κράτος με την απόφαση να «θυσιάσει» τους πολίτες μας που βρίσκονταν στο εξωτερικό, και ειδικότερα τους φοιτητές, όχι αυστηρά ομιλούντες για την προστασία της δημόσιας υγείας, αλλά διότι εκ των πραγμάτων, το κράτος δεν ήταν σε θέση να φροντίσει για όλους τους πολίτες του. Έγινε εκτενές συζήτηση ανάμεσα σε νομικούς κύκλους σε ότι αφορούσε την συνταγματικότητα του εν λόγω μέτρου, κάτω από το φως του Άρθρου 14 του Συντάγματος.
Επί του προκειμένου και διότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που διερωτώνται τι θα μπορούσε να κάνει το κράτος με τους φοιτητές, αξίζει να σημειωθεί ότι παρά το γεγονός ότι πολλές αεροπορικές εταιρείες ανά το παγκόσμιο έχουν περιορίσει και/ή παύσει τις πτήσεις τους, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, έχει ξεκινήσει μια γιγάντια εκστρατεία επαναπατρισμού όλων των πολιτών της που βρίσκονται στο εξωτερικό. Αυτό, όπως ανακοινώθηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών, κ. Ντόμινικ Ράμπ, θα συμπεριλάβει ναύλωση πτήσεων. Ο αριθμός των επαναπατρισθέντων εκατοντάδες χιλιάδες. Το δε κόστος ανέρχεται σε περίπου £75.000.000. Περαιτέρω, για να είναι βέβαιοι ότι θα μπορεί το σύστημα υγείας τους να ανταπεξέλθει και να φροντίσει για όλους τους πολίτες τους, έχουν μέσα σε διάστημα μερικών ημερών μετατρέψει ένα χώρο συγκέντρωσης στο κεντρικό Λονδίνο σε ειδικό νοσοκομείο χωρητικότητας 5.000 ασθενών. Παρόμοιες μετατροπές έχουν γίνει και σε πολλούς άλλους παρόμοιους χώρους σε διάφορες πόλεις της Βρετανίας. Προετοιμασίες, διότι γνωρίζουν ότι η αύξηση των κρουσμάτων είναι αναπόφευκτη. Αυτά, ως μια παρένθεση και ένα δείγμα των μέτρων που δύναται να λαμβάνονται από κράτη.
Στη συνέχεια λοιπόν της προαναφερθείσας συζήτησης αναφορικά με το Άρθρο 14 του Συντάγματος, είχαμε ακούσει να μας λένε ότι οι συζητήσεις θα έπρεπε να παύσουν. Ότι, με απλά λόγια, δεν ήταν ορθό να γίνονται νομικές θεωρίες αναφορικά με τα μέτρα του κράτους, διότι ήταν «νομικά υποφερτές» λύσεις. Με ακόμα πιο απλά λόγια, έπρεπε να θυσιάσουμε την ελευθερία του λόγου, διότι και επειδή… Επρόκειτο για μια ατυχές παρέμβαση του Γενικού Εισαγγελέα, κατά τη γνώμη μου. Κατά τον χρόνο που έγινε, διερωτήθηκα πώς ήταν ποτέ δυνατόν να γίνονται τέτοιες δηλώσεις. Αντιλαμβάνομαι ότι διανύουμε πρωτόγνωρες εποχές, χωρίς προηγούμενο στην πρόσφατη ιστορία, ωστόσο, ρώτησα τον εαυτό μου, δεν ζούμε σε ένα κράτος δικαίου; Σε έναν τόπο δηλαδή, όπου η εξουσία της κυβέρνησης, πλαισιώνεται από τον νόμο; Δεν ήταν επιτρεπτό στους νομικούς, να συζητούν το κατά πόσο τα εν λόγω μέτρα, ήταν εκτός των πλαισίων αυτών; Ο δε νομικός σύμβουλος του κράτους, εάν διαφωνούσε με τις θέσεις πολλών νομικών, δεν έπρεπε να είχε δώσει μια τεκμηριωμένη απάντηση ως προς το γιατί το κράτος θεωρεί νόμιμα τα εν λόγω μέτρα, παρά να μας θυμώσει ως αν να είμαστε ενοχλητικά παιδιά που κάμνουν φασαρία την ώρα που μιλούν οι ενήλικες;
Μετέπειτα και αφού εφαρμόστηκαν ορθά μέτρα αναφορικά με τον περιορισμό στις μετακινήσεις μας, είχα παρατηρήσει ότι το κράτος, σαφώς ενοχλημένο από το γεγονός ότι μια μικρή μερίδα πολιτών προέβαινε σε φαινομενικά μη αναγκαίες μετακινήσεις, εξέταζε το ενδεχόμενο ελέγχου του σήματος των κινητών μας τηλεφώνων, ούτως ώστε να είναι βέβαιο ότι περιοριζόμαστε επαρκώς. Άκουγα να θέτουν το ενδεχόμενο στα διάφορα Μ.Μ.Ε., χωρίς καν συζήτηση του κατά πόσο ένας τέτοιος έλεγχος θα ήταν νόμιμος. Προφανώς τα Μ.Μ.Ε. δεν ήθελαν να αψηφήσουν τις επισημάνσεις του Γενικού Εισαγγελέα. Στις 30 Μαρτίου, επιτέλους πήρα την απάντηση σε όλα τα πιο πάνω ερωτήματα που έθεσα στον εαυτό μου, ενώ παρακολουθούσα τις ειδήσεις.
Συγκεκριμένα, άκουσα τον Υπουργό Εσωτερικών, κ. Νίκο Νουρή να μετέχει σε συνέντευξη με γνωστή δημοσιογράφο αναφορικά με τα αυστηρότερα μέτρα που είχαν ανακοινωθεί προ λίγων ωρών από το κράτος μας. Ανάμεσα σε αυτά, ο περιορισμός των φυσικών αναγκών κατοικίδιων στη μια φορά ημερησίως (που έκτοτε έχει «αποσαφηνιστεί»), την επιβολή απόλυτου curfew μετά τις 9μ.μ. καθώς επίσης και της απαγόρευσης σύναξης σε οικίες. Να σημειωθεί επί του προκειμένου, ότι συμφωνώ απόλυτα ότι οι άσκοπες συνάξεις στα σπίτια, θα πρέπει να εκλείψουν. Είχα όμως, απορία ως προς το πώς θα ελεγχόταν ένα τέτοιο μέτρο. Την ίδια απορία, φαίνεται να είχε και η δημοσιογράφος.
Ρώτησε λοιπόν τον Υπουργό η κα. Κενεβέζου, να διευκρινίσει κατά πόσο το μέτρο απαγόρευσης σύναξης θα οδηγούσε σε ελέγχους από αστυνομικούς σε οικίες πολιτών. Απάντησε «βεβαίως». Ρωτήθηκε ακολούθως, μετά από μια πολύ θορυβώδη παύση, κατά πόσο ένας τέτοιος έλεγχος θα ήταν νόμιμος. Ο Υπουργός, με ένα μικρό χαμόγελο, απάντησε ότι θα το δείξει ο χρόνος κατά πόσο είναι νόμιμο. Εν δε συνεχεία, δικαιολογώντας την απαράδεκτη κατ’ εμένα στάση του, εξήγησε ότι «εν ονόματι της νομοθεσίας, προέχει σήμερα η δημόσια υγεία». Οι απαντήσεις του Υπουργού Εσωτερικών μου προκάλεσαν, επιεικώς, έντονο προβληματισμό. Αντίδραση την οποία θεωρώ είχαν και πολλοί συμπολίτες μας.
Κατ’ αρχάς, θεωρώ ότι για να απαντήσει με αυτόν τον τρόπο ο κ. Νουρής, γνωρίζει με κάθε βεβαιότητα, ότι ο προτεινόμενος έλεγχος παραβιάζει το Άρθρο 16 του Συντάγματος. Δεν είναι μόνο εκείνο που με απασχολεί ωστόσο. Πέραν και ανεξαρτήτως του κατά πόσο ένας τέτοιος έλεγχος είναι ή δεν είναι νόμιμος, θα ανέμενε κανείς ότι ένα κράτος, το οποίο λαμβάνει τα οποιαδήποτε μέτρα εν οιαδήποτε περίοδο, τα λαμβάνει υπό την καλόπιστη άποψη ότι είναι νόμιμα. Είναι ασύλληπτο να λαμβάνονται μέτρα από μια κυβέρνηση, τα οποία γνωρίζει ότι ενδέχεται να παραβιάζουν τον νόμο. Στην προκειμένη περίπτωση, κατ’ ομολογία του κ. Νουρή, το κράτος προτίθεται, λέει, να πράξει ακριβώς αυτό. Δηλαδή, να προβαίνει σε ενέργειες οι οποίες εκ των πραγμάτων, και στην καλύτερη των περιπτώσεων, δεν ξέρει αν είναι νόμιμες. Εάν είμαι μόνο εγώ που προβληματίζομαι με την εν λόγω στάση, τότε τα προβλήματα μας είναι πολύ πιο σοβαρά απ’ ότι πίστευα.
Το μόνο θετικό, ήταν ότι λύθηκαν οι απορίες μου αναφορικά με τις δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα. Δεν διερωτώμαι πλέον γιατί το κράτος δεν επιθυμεί να γίνεται συζήτηση αναφορικά με τη νομιμότητα των μέτρων του, στα πλαίσια ελέγχου της ενάσκησης των εξουσιών του. Δεν διερωτώμαι γιατί ο Γενικός Εισαγγελέας ζήτησε να σωπάσουμε όλοι. Έχω αντιληφθεί ότι το κράτος, αυτή τη στιγμή, δεν βλέπει ούτε το Σύνταγμα, ούτε τον οποιοδήποτε νόμο, πέραν του Κεφαλαίου 260. Προέχει λέει, η δημόσια υγεία της νομοθεσίας.
Είναι η νομοθεσία, κ. Υπουργέ, ρητά και δια μέσω της σχετικής νομολογίας του Ανώτατου Δικαστηρίου και του ΕΔΑΔ, που ορίζει πότε, πώς και υπό ποιες συνθήκες δύνανται να περιορίζονται κάποια θεμελιώδη δικαιώματα κατ’ επίκληση της δημόσιας υγείας. Μόνο έτσι, όχι μόνο επειδή ζούμε σε έναν κατ’ ισχυρισμό κράτος δικαίου, αλλά και επειδή με αυτόν τον τρόπο τίθενται ασφαλιστικές δικλείδες στον εκάστοτε περιορισμό ενός δικαιώματος. Την αναλογικότητα του μέτρου, για παράδειγμα, ανάμεσα σε πολλά άλλα.
Δεν γνωρίζω κατά πόσο έχουν μελετηθεί από το κράτος οι πιο πάνω αρχές πριν την έκδοση των οποιωνδήποτε υπουργικών διαταγμάτων. Δεν γνωρίζω εάν και σε αυτόν τον τομέα, τους βρήκε απροετοίμαστους η πανδημία. Διότι γνωρίζουμε ότι γενικότερα, τους βρήκε απροετοίμαστους. Εξ ου και οι υπέρμετρες, δυσανάλογες και ενδεχομένως παράνομες θυσίες.
Επομένως, σε αυτόν τον πόλεμο, το κράτος μας έχει αποφασίσει να θυσιάσει, όχι μόνο κάποιους πολίτες ή κάποια δικαιώματα, αλλά εκ των πραγμάτων έχει αποφασίσει να θυσιάσει τους νόμους της πολιτείας. Προσωπικά θεωρώ ότι δεν υπάρχει «γενικότερο καλό» που να δικαιολογεί κάτι τέτοιο. Η στάση του κράτους, όπως την έχει εξηγήσει ο κ. Νουρής, παρά τις προσπάθειες διόρθωσης των λεχθέντων του την επόμενη ημέρα, μας οδηγεί, αδιαμφισβήτητα, όλο και πιο μακριά από ένα κράτος δικαίου.
Στο μυαλό έρχεται το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα του Tom Bingham, The Rule of Law, όπου στη σελίδα 9, εξηγώντας τη σημασία του κράτους δικαίου, λέγει τα εξής:
«The hallmarks of a regime which flouts the rule of law are, alas, all too familiar: the midnight knock on the door, the sudden disappearance, the show trial, the subjection of prisoners to genetic experiment, the confession extracted by torture, the gulag and the concentration camp, the gas chamber, the practice of genocide or ethnic cleansing, the waging of aggressive war. The list is endless. Better to put up with some choleric judges and greedy lawyers». (Η έμφαση είναι δική μου)
Φαντάζει υπερβολική η εφαρμογή του πιο πάνω αποσπάσματος στα δικά μας δεδομένα, και στο παρόν στάδιο, ενδεχομένως να είναι. Ωστόσο, θα πρέπει να μας ανησυχήσει όλους το γεγονός ότι το μεσονύχτιο κτύπημα της πόρτας, ένα από τα σήματα κατατεθέν ενός καθεστώτος, προτάθηκε ως λύση, έστω για μερικές ώρες, από το δικό μας κράτος.
Αν μη τι άλλο, είναι οξύμωρο αφενός το κράτος να απειλεί τους πολίτες του για τις νομικές συνέπειες της μη τήρησης των υπουργικών διαταγμάτων και αφετέρου να περιθωριοποιεί το ίδιο το Σύνταγμα, λέγοντας μας να εξετάσουμε την νομιμότητα των μέτρων τους σε αβέβαιο μελλοντικό χρόνο. Ως αν ο γιατρός να λέει ότι θα επιχειρήσει να διαγνώσει τον άρρωστο ασθενή του κατά τη νεκροψία του.
Πέραν νομιμότητας όμως, η στάση του κράτους μας ενδέχεται να οδηγήσει και στην εξαθλίωση του λαού. Άλλοι ηγέτες, επικοινωνούν με τους πολίτες τους. Τους μεταφέρουν τα μηνύματά τους ομιλώντας σ’ αυτούς, σε ημερήσια βάση, έστω και από την απομόνωση (βλ. Μπόρις Τζόνσον). Συμπάσχουν με τους πολίτες τους. Τους ενημερώνουν για ενέργειες που έχουν γίνει αλλά και για μέτρα που δεν κατέστησαν δυνατό να ληφθούν. Γιατί, παραδείγματος χάριν, δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν περισσότερους αναπνευστήρες. Πότε αναμένεται να εξασφαλιστούν. Γιατί δεν πρέπει να γυρίζουν άσκοπα. Στην Κύπρο, τα μέτρα ανακοινώνονται υπό μορφή απειλής. Εμφανίζεται το κράτος στις οθόνες μας ως δάσκαλος που προτίθεται να τιμωρήσει τα άτακτα παιδιά, υποβαθμίζοντας τη δημοκρατία αλλά και την νοημοσύνη των ίδιων των ανθρώπων που τους έδωσαν την εξουσία που ασκούν.
Μόλις χθες, ο πρόεδρος μας είπε, ανάμεσα σ’ άλλα: «….σας διαβεβαιώ πως δεν θα ανεχτώ την όποια κατάχρηση εξουσίας που θα παραβιάζει άνευ λόγου το οικογενειακό άσυλο του κάθε πολίτη.» Καμία ενημέρωση επί της ουσίας, παρά μόνο επιπρόσθετες εκφάνσεις περί μη ανοχής του κράτους στη μη τήρηση των περιορισμών.
Το κράτος λοιπόν, έχει θυσιάσει πολλά σε αυτόν τον πόλεμο. Θυσίες που γίνονται, και δεν μπορώ να το βγάλω από το μυαλό μου αυτό, όχι κατ’ ανάγκη για την προστασία της δημόσιας υγείας, αλλά προς προστασία του απροετοίμαστου κράτους μας.
Ειλικρινά ελπίζω ότι δεν θα δούμε, ανάμεσα στις θυσίες αυτές, το πολίτευμα και την αξιοπρέπειά μας. Το κόστος της πανδημίας, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση, να είναι η ίδια η δημοκρατία μας.