Συχνά-πυκνά οδηγούνται στα άκρα οι σχέσεις νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, λόγω των αλλαγών που επιφέρει η πρώτη σε σειρά νομοσχεδίων που επηρεάζουν είτε τα δημόσια οικονομικά, είτε τη λειτουργία του κράτους. Οι παρεμβάσεις γίνονται κάποιες φορές για πολιτικούς λόγους, συνήθως από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, μέσω τροπολογιών στα κυβερνητικά νομοσχέδια ή μέσω προτάσεων νόμου που καταθέτουν βουλευτές, οι οποίες ουσιαστικά αλλάζουν τη φιλοσοφία των νομοθετημάτων και φέρνουν τούμπα τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς.
Μέσω των τροποποιήσεων που γίνονται στα νομοσχέδια, η αντιπολίτευση επιχειρεί να φέρει στα μέτρα της νομοθεσίες, αλλά και να στείλει το μήνυμα στην εκάστοτε κυβέρνηση πως αυτή έχει το πάνω χέρι.
Οι διαφοροποιήσεις που γίνονται στις νομοθεσίες στη Βουλή περνούν -μετά την ψήφισή τους- από τον έλεγχο της Νομικής Υπηρεσίας, για να διαπιστωθεί κατά πόσο συγκρούονται με το σύνταγμα και αν παραβιάζεται το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προχωρεί σε αναπομπή των νομοθεσιών, δηλαδή τις επιστρέφει πίσω στη Βουλή για να επαναεγκριθούν με τις αλλαγές που θεωρεί ο ίδιος αναγκαίες. Εάν το Κοινοβούλιο απορρίψει την αναπομπή, τότε, βάσει του συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προχωρεί σε αναφορά του νόμου στο Ανώτατο Δικαστήριο. Την πολιτική διελκυστίνδα καλείται, έτσι, να λύσει το δικαστήριο, το οποίο έχει και τον τελικό λόγο.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο Φilenews.