Το Ανώτατο απέρριψε έφεση εναντίον πρωτόδικης απόφασης, που αφορούσαν δημοσιεύματα της εφημερίδας ο «Φιλελεύθερος» και δύο δημοσιογράφων του και της εταιρείας διανομής της εφημερίδας, βρίσκοντας ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα τρία δημοσιεύματα ενέπιπταν στην κατηγορία των δυσφημιστικών δημοσιευμάτων, που είναι προνομιούχα υπό επιφύλαξη ότι έγιναν με καλή πίστη, καθώς και ότι δεν υπήρξε υπέρβαση, είτε κατ` έκταση είτε κατ` ουσία, του εύλογα επαρκούς υπό τις περιστάσεις
Συγκεκριμένα, όπως παρατίθεται στην απόφαση του Ανωτάτου, ημερομηνίας 11 Μαΐου σε τρεις διαδοχικές ημερομηνίες το Μάιο του 2006, δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «ο Φιλελεύθερος» τρία άρθρα που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν δυσφημιστικά για την εφεσείουσα 1 εταιρεία εμπορίας φαρμακευτικών προϊόντων και τον εφεσείοντα 2 διευθυντή της.
«Ωστόσο, απέρριψε την αγωγή τους εναντίον της εφεσίβλητης 1 εταιρείας, ιδιοκτήτριας και εκδότριας της εφημερίδας, της εφεσίβλητης 2 εταιρείας, υπεύθυνης για τη διανομή της εφημερίδας και των Εφεσίβλητων 3 και 4, συντακτών του τελευταίου και των πρώτων δύο δημοσιευμάτων αντίστοιχα, αφού διαπίστωσε ότι και τα τρία ήταν προνομιούχα υπό επιφύλαξη», προστίθεται.
«Μέσα από την αιτιολόγηση του λόγου έφεσης 1, προκύπτει πως δεν αμφισβητείται η πρωτόδικη επιμέρους κρίση ότι τα δημοσιεύματα αφορούσαν ζήτημα δημόσιου ενδιαφέροντος και πως ήταν υποχρέωση των δημοσιογράφων που έλαβαν γνώση του ζητήματος να ενημερώσουν σχετικά το ευρύ κοινό, που είχε αντίστοιχο δικαίωμα στην ενημέρωση», αναφέρεται.
Ό,τι παραμένει προς εξέταση, στο στάδιο αυτό, προστίθεται, «είναι κατά πόσο τα δημοσιεύματα και ουσιαστικά το τρίτο υπερέβηκε, είτε κατ` έκταση είτε κατ` oυσία, τo εύλογα επαρκές υπό τις περιστάσεις, κατά πόσο δηλαδή η αναφορά στο όνομα της εφεσείουσας 1 εταιρείας και η αναφορά στον διευθυντή της, του οποίου το όνομα δεν αναφερόταν, συνιστούσε τέτοια υπέρβαση».
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε επί του προκειμένου ότι, εφόσον οι εφεσίβλητοι στόχευαν στην ενημέρωση του κοινού για το αποτέλεσμα του πορίσματος, δεν ήταν δυνατό να μην αναφερθούν στην εφεσείουσα 1 εταιρεία και το διευθυντή της», σημειώνεται. Και τούτο, επεξηγείται, «γιατί η εμπλοκή της εφεσείουσας 1 αποτελούσε μια από τις παραμέτρους της διερεύνησης σύμφωνα με τους όρους εντολής που έλαβε ο ερευνών λειτουργός, από τον οποίο είχε ζητηθεί να διερευνήσει κατά πόσο η εφεσείουσα 1 εταιρεία είχε τύχει μεροληπτικής μεταχείρισης από το διευθυντή των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών».
«Καταλήγουμε ότι η επιμέρους πρωτόδικη κρίση ήταν ορθή, για τους λόγους που εξηγήθηκαν στην πρωτόδικη απόφαση», αποφαίνεται το Ανώτατο.
Συνεχίζει σημειώνοντας ότι η «αναφορά στο τρίτο δημοσίευμα στο όνομα της εφεσείουσας 1 και στο διευθυντή της, ως επίσης και στο αντικείμενο της εξέτασης γι’ αυτούς, δεν υπερέβηκε, είτε κατ` έκταση είτε κατ` ουσία, το εύλογα επαρκές υπό τις περιστάσεις».
«Κατ’ ακολουθία του ευρήματος του σε σχέση με την αξιοπιστία της Εφεσίβλητης 3, συντάκτριας του τρίτου δημοσιεύματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογημένα αποδέχτηκε ότι το κίνητρο της για τη δημοσίευση του δημοσιεύματος της ήταν η ενημέρωση του κοινού και όχι η εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού», εντοπίζει το Ανώτατο. Περαιτέρω, προστίθεται στην απόφαση, «εύλογη ήταν και η κατάληξη του ότι αυτή δεν διακατεχόταν από έχθρα κακοβουλία ή κακοπιστία έναντι των εφεσειόντων».
Επομένως, προστίθεται, «η επιμέρους κατάληξη του, ως προς την υποκειμενική διάσταση του ζητήματος, ήταν στη βάση σχετικής μαρτυρίας εύλογη και αιτιολογημένη».
Σε σχέση με την αντικειμενική διάσταση του ζητήματος, κατά πόσο δηλαδή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι δημοσιεύσεις δεν έγιναν με καλή πίστη και το επιχείρημα των εφεσείοντων ότι το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν αποταθεί στους εφεσείοντες για να ζητήσουν την άποψη τους τεκμηριώνει την απουσία καλής πίστης, το Ανώτατο σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση οι εφεσίβλητοι ορθά δεν αποτάθηκαν στους εφεσείοντες για να ζητήσουν την άποψη τους πριν προβούν στις επίδικες δημοσιεύσεις».
«Όλα τα δυσφημιστικά στοιχεία του τρίτου δημοσιεύματος συνιστούσαν αντιγραφή μερών του πορίσματος Μολέσκη και απέδιδαν με ακρίβεια τα αποτελέσματά του», αναφέρεται. Όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, προστίθεται, «το πόρισμα ήταν επίσημο και έγκυρο έγγραφο που αντανακλούσε το αποτέλεσμα της διερεύνησης που ζητήθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και που είχε ήδη κατατεθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο».
Το Ανώτατο εντοπίζει επίσης ότι «ανέφερε ακόμα το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ήταν και υποχρέωση των εφεσίβλητων να απόσχουν από προσωπική διερεύνηση ώστε να μην επηρεάσουν δυσμενώς τις έρευνες των διωκτικών αρχών παρεμβαίνοντας με μάρτυρες, να μην προκαταλάβουν την κοινή γνώμη με αγνώστου ποιότητας πληροφορίες και βεβαίως να διατηρήσουν την ουδετερότητά τους».
«Ήταν η καταληκτική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα επίδικα δημοσιεύματα απέδωσαν με ακρίβεια τα αποτελέσματα του πορίσματος και με σεβασμό στο τεκμήριο αθωότητας των εφεσείοντων γνωστοποίησαν ότι διεξάγονταν έρευνες από τις διωκτικές αρχές, υπερτονίζοντας ότι επρόκειτο για διερεύνηση και όχι οτιδήποτε άλλο», συνεχίζει η απόφαση του Ανωτάτου.
Είχαν μάλιστα, σημειώνεται, αποφύγει να αναφερθούν σε συγκεκριμένα συμπεράσματα τα οποία ήταν πολύ επιβλαβή για τους εφεσείοντες.
«Αυτή η στάση τους, αναδείκνυε ότι δεν διακατέχονταν από κακοπιστία ή κακοβουλία και ότι μοναδικός στόχος τους ήταν η έγκυρη ενημέρωση του κοινού», προστίθεται.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το Ανώτατο, «η εξέταση του ζητήματος κατά πόσο οι εφεσίβλητοι είχαν καταβάλει εύλογη φροντίδα για τηv εξακρίβωση τoυ αληθούς ή τoυ αναληθούς των όσων δημοσίευσαν, που γίνεται στα πλαίσια της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 21, θα είχε σημασία εφόσον θα είχε διαφανεί ότι “τo δημoσίευμα ήταν αναληθές”».
«Στην προκείμενη περίπτωση δεν αποδείχτηκε ότι το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων ήταν αναληθές. Η απόρριψη της υπεράσπισης της αλήθειας στη βάση ότι δεν είχε προσκομιστεί ίχνος μαρτυρίας ικανής να αποδείξει την αλήθεια των δυσφημιστικών αναφορών, δεν συνιστούσε απόδειξη ότι αυτές ήταν ψευδείς», αναφέρεται.
Επεξηγείται ότι «για να τεκμηριωθεί η υπεράσπιση της αλήθειας, πρέπει να αποδειχτεί από τον εναγόμενο, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι η ουσία των δυσφημιστικών λέξεων είναι αληθής».
Αντίθετα, αναφέρεται, «σύμφωνα με το εδάφιο (3), εναπόκειται στον ενάγοντα και εδώ στους εφεσείοντες να αποδείκνυαν ότι το περιεχόμενο του τρίτου δημοσιεύματος ήταν ψευδές, για να καταρρίψουν την προϋπόθεση της καλής πίστης, συστατικό της υπεράσπισης του προνομίου υπό επιφύλαξη, στα πλαίσια του εδαφίου (2) του άρθρου 21 του Κεφ.148».
Υπενθυμίζεται επίσης, «ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα 2 με την οποία υποστηρίχτηκε ότι όλα όσα αναφέρονταν στο πόρισμα Μολέσκη ήταν ψευδή και ανυπόστατα δεν είχε γίνει αποδεχτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο σε κανένα μέρος της απόφασης του δεν προβαίνει σε εύρημα ότι το περιεχόμενο των επίδικων δημοσιευμάτων ήταν αναληθές».
Πηγή : ΚΥΠΕ