Το Ανώτατο ακύρωσε διάταγμα αποκάλυψης στοιχείων του 2020 που είχε εκδοθεί εναντίον της Τράπεζας Κύπρου για την κλειστή περίοδο του 2013, βρίσκοντας ότι η νομική βάση του διατάγματος ώστε να κριθεί διάπραξη αδικήματος ήταν ανεπαρκής.
Συγκεκριμένα, όπως παρατίθεται στην απόφαση του Ανωτάτου που εκδόθηκε στις 4 Ιουνίου, 2021, στις 2.12.2020, εδόθη άδεια στους αιτητές για καταχώρηση της παρούσας αίτησης με αιτούμενη θεραπεία την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari προς ακύρωση του Διατάγματος Αποκάλυψης ημερ. 6.11.2020, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στα πλαίσια της αίτησης 379/20.
Διατάχθηκε επίσης η αναστολή της ισχύος του επίδικου διατάγματος.
«Να σημειωθεί, ότι ομού με την παρούσα καταχωρήθηκε αριθμός αιτήσεων με τον ίδιο σκοπό που αφορούσε μεν το ίδιο διάταγμα αλλά άλλους αιτητές, έτερα τραπεζικά ιδρύματα», αναφέρεται.
«Έχοντας υπόψη το σύνολο της δοθείσας στην αίτηση μαρτυρίας, τα αδικήματα προσδιορίζονται κατά το χρονικό διάστημα που ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας επέβαλε προσωρινή αναστολή των τραπεζικών εργασιών, ενόψει της απόφασης του Eurogroup ημερ.15.3.32013 που οδήγησε σε «bail in» στις τραπεζικές καταθέσεις. Συγκεκριμένα στις 16.3.2013 ο Διοικητής αποφάσισε μεταξύ άλλων, την προσωρινή αναστολή των συστημάτων πληρωμών και συναλλαγών, που διατηρούσαν τα τραπεζικά ιδρύματα», αναφέρεται.
Η εν λόγω απόφαση, προστίθεται, κοινοποιήθηκε την ίδια μέρα στις Τράπεζες με επιστολή του Διοικητή. Ο Διοικητής κάλεσε όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε “πιστή εφαρμογή και συμμόρφωση” με τις κοινοποιηθείσες οδηγίες με σκοπό την “προστασία του δημοσίου συμφέροντος για τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος”.
Η χρονική περίοδος (στο εξής καλούμενη ως «κλειστή περίοδος») κατά την οποία οι τράπεζες ανέστειλαν τις εργασίες τους και ειδικότερα τα συστήματα πληρωμών και συναλλαγών διήρκησε από τις 16.3.13 μέχρι την 28.3.13, ημερομηνία κατά την οποία πλέον ανακλήθηκαν οι σχετικές Αποφάσεις/Οδηγίες.
Σημειώνεται, επίσης, ότι με επιστολή του Διοικητή ημερομηνίας 19.3.13, οι Τράπεζες μπορούσαν να εξασφαλίσουν προηγούμενη έγκριση από την Κεντρική Τράπεζα για επιλεκτικές, κατ` εξαίρεση, πληρωμές υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, κριτήρια και περιπτώσεις.
Σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα, συνεχίζει η απόφαση, «υπήρξε μείωση καταθέσεων και διαπιστώθηκαν εκροές κεφαλαίων, μεταξύ 8.3.2013 και 15.3.2013. Θεωρήθηκε ότι οι συναλλαγές έγιναν μετά τις 15.3.2013 αλλά έφεραν προηγούμενη της 15.3.2013 ημερομηνία, σε μια προσπάθεια των τραπεζών να μεταφέρουν κεφάλαια εκτός Κύπρου, κατά παράβαση της Απόφασης ημερ. 16.3.2013 και των Οδηγιών της Κεντρικής, γνωστές ως «backdated» συναλλαγές με ημερομηνία προηγούμενη της 15.3.2013».
Από την άλλη, αναφέρεται, στον ίδιο όρκο γίνεται ευρεία αναφορά στην προηγηθείσα περίοδο και στην υπολανθάνουσα αντίληψη, ότι υπήρχε πραγματικό πρόβλημα της οικονομίας και ότι θα επακολουθούσε κούρεμα καταθέσεων. Μάλιστα γίνεται αναφορά σε σχετικό άρθρο των Financial Times που δημοσιεύτηκε στις 10.2.2013 και ότι από τότε παρουσιάστηκαν τεράστιες εκροές κεφαλαίων, σύμφωνα με τον τέως Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.
«Kαθίσταται σαφές από τα πιο πάνω, ότι η επίδικη και δεσπόζουσα απόφαση, είναι αυτή του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ημερ. 16.3.2013. Συνεπακόλουθα, τίθεται το ερώτημα, του τι συνιστά νομικά η απόφαση αυτή, η κοινοποίηση αυτής, και σε τελευταία ανάλυση, το κατά πόσον η κατ΄ ισχυρισμόν παράβαση της, συνιστά ποινικό αδίκημα», σημειώνεται.
Σε άλλο σημείο της απόφασης το Ανώτατο εντοπίζει ότι «παρά την πληθώρα αναφερόμενων νόμων στην αίτηση της Αστυνομίας, προκύπτει, ότι μόνο η ενδεχόμενη παράβαση της επιστολής – τεκμ.3, δυνατόν να οδηγεί σε «διερευνόμενο αδίκημα», νοουμένου πάντα, ότι πρόκειται για ποινικό αδίκημα».
Είναι σαφές από τα ίδια τα άρθρα που αναφέρονται στην ίδια την επιστολή του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας πως είναι στις πρόνοιες (και στις συνέπειες παράβασης) του συγκεκριμένου Νόμου που θα πρέπει να επικεντρωθούμε, ώστε να διαπιστώσουμε εάν δημιουργείται ποινικό αδίκημα, αναφέρεται.
«Θα ήταν αντίθετο με οποιανδήποτε έννοια δικαίου, να αναζητηθούν ποινικές κυρώσεις σ΄ άλλους νόμους που δεν αποτέλεσαν το βάθρο εξουσίας του Διοικητή, όταν επικαλείτο συγκεκριμένο Νόμο και παράβαση εξ αυτού. Δεν θα έπρεπε ο αποδέκτης της επιστολής να υποστεί ενδεχόμενες κυρώσεις πέραν από το Νόμο για τον οποίο γίνεται επίκληση», προστίθεται.
Συνεπώς, εντοπίζει το Ανώτατο, «με βάση τον περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο και το άρθ.48(3) που επικαλείται ο Διοικητής στην επιστολή, μόνο για διοικητικές κυρώσεις μπορούμε να ομιλούμε [άρθρ.48(4)] και δεν είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί ποινική ευθύνη, σε συνδυασμούς άρθρων και νομοθεσιών, ως η εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση, που ουδέποτε αποτέλεσαν βάση της επιστολής του Διοικητή και της συναφούς του εξουσίας».
«Με όλο το σεβασμό, σίγουρα αυτό δεν απασχόλησε το κατώτερο Δικαστήριο αλλά ούτε και την Αστυνομία στον επίδικο όρκο», σημειώνεται.
«Επιπρόσθετα, το άρθρο 65 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, ομιλεί ευθέως για παράβαση των προνοιών του Νόμου (όχι επιστολών) για να υπάρξει ποινική κύρωση. Με τον προσήκοντα σεβασμό, άλλη θεώρηση θα έθετε εν κινδύνω το αξίωμα “nulle poena sine lege”, αφού άλλως πως η “επιστολή” θα μπορούσε να δημιουργεί κίνδυνο ποινικών κυρώσεων», προστίθεται.
Περαιτέρω, αναφέρεται, «ενώ συμφωνώ με τους καθ΄ων η αίτηση ότι η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δεν αποτελεί άμεσο προαπαιτούμενο της ισχύος της απόφασης, όμως αυτό θα πρέπει να γίνει το συντομότερο δυνατόν μετά την αποστολή της επιστολής. Η ανενέργεια της απόφασης που περιλαμβάνει η επιστολή είναι ορατό ως ενδεχόμενο, εάν τελικά δεν δημοσιευθεί ποτέ το περιεχόμενο της στην Επίσημη Εφημερίδα».
Ωστόσο, σημειώνεται, «το θέμα δεν έχει τελική σημασία εφόσον, εν προκειμένω η θεώρηση μου επί της ανεπάρκειας της νομικής βάσης του επίδικου διατάγματος, ώστε να κριθεί «διάπραξη αδικήματος» αναπόδραστα, οδηγεί στην επιτυχία της αίτησης επ΄αυτού του σημείου».
«Το κατώτερο Δικαστήριο χωρίς τον προσδιορισμό αδικήματος, ως άνω, υπερέβη την εξουσία του, εκδίδοντας το ρηθέν διάταγμα», αποφαίνεται το Ανώτατο στην απόφασή του.
Την ίδια κατάληξη είχε και παρόμοια αίτηση της Jordan Kuwait PLC για το ίδιο διάταγμα που εκδικάστηκε την ίδια ημερομηνία.
Πηγή : ΚΥΠΕ