Συσσώρευση καθυστερημένων εσόδων ύψους πέραν των 2 δισ. ευρώ, συσσωρευμένες φορολογίες υπό ένσταση, μη υποβολή δηλώσεων εισοδήματος από φυσικά και νομικά πρόσωπα για αριθμό φορολογικών ετών και μη επιβολή φορολογιών από το Τμήμα Φορολογίας, διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, η Ελεγκτική Υπηρεσία σε ειδική έκθεση της για το Τμήμα.
Ειδικότερα, στα σημαντικότερα ευρήματα των ελέγχων της, σε δείγμα συναλλαγών εισπράξεων και πληρωμών του Τμήματος Φορολογίας, η ΕΥ σημειώνει την ακύρωση του διορισμού του Εφόρου Φορολογίας και Βοηθών Εφόρων Φορολογίας από το Διοικητικό Δικαστήριο, «με ενδεχόμενες σημαντικές οικονομικές συνέπειες για το Κράτος» και προσθέτει ότι η ΕΔΥ προχώρησε στον διορισμό του Εφόρου Φορολογίας με ισχύ από 1.7.2022.
Επίσης, η ΕΥ διαπιστώνει συσσώρευση καθυστερημένων εσόδων ύψους πέραν των 2 δισ. ευρώ και εισηγείται όπως το Τμήμα αξιοποιήσει όλα τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή του, περιλαμβανομένων των νέων μέτρων, με βάση τις πρόνοιες του Νόμου 80(Ι)/2014, για περιορισμό των ανείσπρακτων φόρων.
Διαπιστώνει επίσης συσσωρευμένες φορολογίες υπό ένσταση και εισηγείται όπως γίνει προσπάθεια για εξέταση των παλιών ενστάσεων, το συντομότερο δυνατόν, και όπως οι νέες ενστάσεις εξετάζονται χωρίς καθυστέρηση.
Επιπλέον, διαπιστώνει μη υποβολή δηλώσεων εισοδήματος από φυσικά και νομικά πρόσωπα για αριθμό φορολογικών ετών και μη επιβολή φορολογιών από το Τμήμα, με βάση την κρίση του Εφόρου, ως προβλέπει η σχετική νομοθεσία, με αποτέλεσμα την απώλεια εσόδων του Κράτους και εισηγείται όπως το Τμήμα ζητήσει την υποβολή δηλώσεων εισοδήματος για όλα τα έτη και την επιβολή σχετικών φορολογιών και ποινών, σύμφωνα με τη νομοθεσία.
Επιπλέον, η ΕΥ στα ευρήματα της για το Τμήμα Φορολογίας διαπιστώνει ότι φορολογούμενοι δεν δηλώνουν όλα τα εισοδήματά τους ή δηλώνουν μέρος τους, με σημαντική απώλεια εσόδων από το Κράτος και εισηγείται τη φορολογική διερεύνηση των συγκεκριμένων περιπτώσεων, περιλαμβανομένης της εξέτασης κεφαλαιουχικής κατάστασης και επιβολή φορολογιών, σύμφωνα με τη νομοθεσία.
Επίσης, στα σημαντικότερα ευρήματα των ελέγχων της ΕΥ, είναι και η καθυστέρηση στην εξέταση και έκδοση φορολογιών από το Τμήμα.
Η ΕΥ εισηγείται όπως εκδίδονται έγκαιρα οι σχετικές φορολογίες και τουλάχιστον εντός της προθεσμίας των έξι ετών που προνοεί το άρθρο 23(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου.
Αναφέρεται επίσης σε εταιρείες εγγεγραμμένες στο Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΤΕΕΔΙ), που δεν είναι εγγεγραμμένες στο Τμήμα Φορολογίας – Άμεση Φορολογία (δεν έχουν φάκελο φόρου εισοδήματος) και δεν υποβάλλουν δηλώσεις εισοδήματος.
Η ΕΥ εισηγείται όπως το Τμήμα προχωρήσει σε αντιπαραβολή των στοιχείων που αφορούν σε εταιρείες και περιλαμβάνονται στο μηχανογραφικό σύστημα του ΤΕΕΔΙ και του Τμήματος Φορολογίας (άμεση και έμμεση φορολογία), για εντοπισμό τυχόν αδήλωτων εισοδημάτων.
Ακόμη σημειώνει τον εντοπισμό περιπτώσεων εταιρειών, με κύκλο εργασιών ο οποίος δηλώθηκε για σκοπούς έμμεσης φορολογίας, ο οποίος, ωστόσο, δεν δηλώθηκε για σκοπούς άμεσης φορολογίας ή είναι μεγαλύτερος από αυτόν που δηλώθηκε για άμεση φορολογία.
Η ΕΥ εισηγείται όπως διερευνηθούν όλες οι συγκεκριμένες περιπτώσεις και επιβληθούν φορολογίες, όπου απαιτείται. Εισηγείται, επίσης, όπως το Τμήμα αξιοποιεί τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του και αντιπαραβάλλει, σε τακτική βάση, τα στοιχεία ΦΠΑ και Φόρου εισοδήματος, προς αύξηση της φοροεισπρακτικής του ικανότητας και ελαχιστοποίηση της φοροδιαφυγής.
Αναφέρεται ακολούθως στην απουσία μηχανισμού τακτικής συμφιλίωσης του κεντρικού λογιστικού συστήματος (FIMAS), με τα επιμέρους μηχανογραφικά συστήματα και άλλες πηγές πληροφόρησης, από το λογιστήριο του Τμήματος Φορολογίας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επιβεβαιωθεί η πληρότητα και ορθότητα των εισπράξεων του Τμήματος.
Επίσης σημειώνει τη μη αντιπαραβολή/αξιοποίηση πληροφόρησης των συστημάτων του Τμήματος (ΤΕΠ Vs ΦΠΑ) και τη μη αξιοποίηση πληροφόρησης από άλλα Κυβερνητικά Τμήματα.
Η ΕΥ εισηγείται όπως το Τμήμα αξιοποιεί κατάλληλα τόσο τα μηχανογραφικά συστήματα του Τμήματος, όσο και την πληροφόρηση που παρέχεται από άλλα κυβερνητικά Τμήματα και επιβάλλει σχετικές φορολογίες, όπου ενδείκνυται, σύμφωνα με τη νομοθεσία.
Επιπλέον, η ΕΥ αναφέρει πως εντοπίστηκαν υπάλληλοι του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα που κατέχουν μετοχές ή/και έχουν θέση Διευθυντή/Γραμματέα σε ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίοι δεν εξασφάλισαν τη σχετική άδεια, σε αντίθεση με τις πρόνοιες της νομοθεσίας ή/και των Κανονισμών που εφαρμόζονται στην κάθε περίπτωση και εισηγείται πλήρη συμμόρφωση με τη σχετική νομοθεσία/Κανονισμούς και για τον σκοπό αυτό τη λήψη μέτρων, ώστε η νομοθεσία να εφαρμόζεται και όσοι την παραβιάζουν να υπόκεινται στις προβλεπόμενες κυρώσεις.
Εξάλλου, η ΕΥ διαπιστώνει εσωτερικούς συμψηφισμούς μεγάλων ποσών ΦΠΑ, χωρίς τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων και ελέγχων από το γραφείο (desk audits) και εισηγείται όπως το Τμήμα εντατικοποιήσει τις επιτόπιες επισκέψεις, σε περιπτώσεις φορολογουμένων με σημαντικά αιτήματα για επιστροφή/συμψηφισμό ΦΠΑ, σε συνδυασμό με άλλα είδη ελέγχων (desk audits), ανάλογα με την επικινδυνότητα των φορολογουμένων, όπως καθορίζεται από το Τμήμα.
Επίσης, διαπιστώνει καθυστέρηση στην επιστροφή ΦΠΑ από το Κράτος, με αποτέλεσμα την καταβολή σημαντικού ποσού τόκων, επιπρόσθετα έσοδα που προκύπτουν από καταγγελίες που υποβάλλονται από πολίτες στην ΕΥ και χαμηλό ποσοστό επισκέψεων ελέγχου στα υποστατικά των εγγεγραμμένων στο Μητρώο ΦΠΑ προσώπων.
Η ΕΥ εισηγείται όπως εντατικοποιηθούν οι επισκέψεις στα υποστατικά των φορολογουμένων, μέσω και της ενδεχόμενης ενίσχυσης των Μονάδων φορολογικών ελέγχων, για αποτροπή της φοροδιαφυγής, την προστασία των δημοσίων εσόδων, τη δημιουργία φορολογικής συνείδησης και γενικά την εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας.
Επίσης, η ΕΥ διαπιστώνει χρήση από επενδυτές του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ (5%), για την ιδιόκτητη κατοικία που αγοράζουν/ανεγείρουν, για την οποία η Υπηρεσία μας δεν συμφωνεί, με βάση και τη σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία και εντοπισμό περιπτώσεων εταιρειών, που προβαίνουν σε συναλλαγές με συνδεδεμένα πρόσωπα, με ενδεχόμενο τη μη τήρηση των προνοιών της σχετικής νομοθεσίας και εισηγείται τη διερεύνηση τέτοιων συναλλαγών από το Τμήμα και εφαρμογή του άρθρου 33 του περί Φορολογίας Εισοδήματος Νόμου.
Τέλος, η Ελεγκτική Υπηρεσία εντόπισε σοβαρές αδυναμίες στην καταγραφή και παρακολούθηση του χρόνου προσέλευσης και αποχώρησης των υπαλλήλων του Τμήματος και ανομοιομορφία στον γενικότερο χειρισμό του συστήματος καταγραφής/παρακολούθησης του χρόνου εργασίας των υπαλλήλων του Τμήματος.
Για το θέμα, η ΕΥ εισηγείται όπως γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες, για ορθή τήρηση και παρακολούθηση του θεσμοθετημένου ωραρίου της Δημόσιας Υπηρεσίας.
πηγή: ΚΥΠΕ