Το Ανώτατο ανέτρεψε πρωτόδικη απόφαση που επιδίκαζε αποζημιώσεις σε ιδιοκτήτρια ακινήτου η οποία είχε συνάψει συμφωνία με τρίτο άτομο το 2002 και είχε προβεί σε πληρωμή 100.000 λιρών Κύπρου (ΛΚ) για να ασκηθεί επιρροή προς υπεύθυνους εταιρείας ανάπτυξης γης από υπαλλήλους της για την αγορά του ακινήτου έναντι ΛΚ 3.400.000, βρίσκοντας ότι οι ενέργειες της συνιστούσαν το αδίκημα της δωροδοκίας.
Μετά από ακροαματική διαδικασία το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιώσει την πωλήτρια του ακινήτου έναντι του εφεσείοντα και εξέδωσε εναντίον του απόφαση για €170.660,14 πλέον τόκο.
«Εις την παρούσα υπόθεση, η αξίωση της εφεσίβλητης περιβάλλεται από κολάσιμη συμπεριφορά και ενέργειες της ίδιας, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή και Κυπριακή Νομοθεσία και ακόμη εναντίον του δημοσίου κοινού αισθήματος. Ως αποτέλεσμα το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να επιτρέψει την επανάκτηση του πληρωθέντος ποσού», σημειώνει το Ανώτατο στην απόφασή του ημερομηνίας 30 Σεπτεμβρίου.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης όπως αυτά εμπεριέχονται στην απόφαση η εφεσίβλητη συμφώνησε στην πληρωμή του ποσού σε χρόνο και τόπο που θα της υποδείκνυε ο εφεσείων και, αφού πληρώνετο πρώτα η ίδια, λόγω οικονομικής αδυναμίας να το πληρώσει νωρίτερα.
Μετά την υπογραφή του πωλητηρίου εγγράφου, ο εφεσείων παρέστησε προς την εφεσίβλητη ότι το ποσό των Λ.Κ. 100.000 σύμφωνα με τους υπαλλήλους της εταιρείας ανάπτυξης γης, θα έπρεπε να καταβληθεί μέσω του ιδίου, για σκοπούς διατηρήσεως της ανωνυμίας τους και αποφυγής οποιασδήποτε χρονικής σύνδεσης της πληρωμής με την υπογραφή του πωλητηρίου εγγράφου.
Η εφεσίβλητη συμφώνησε με τα πιο πάνω και προς υλοποίησή τους.
Προχώρησε σε άνοιγμα λογαριασμού σε τράπεζα που της υπέδειξε ο εφεσείων, κατέθεσε το συμφωνηθέν ποσό και
παραχώρησε πληρεξούσιο έγγραφο σ΄ αυτόν για τη διαχείριση του λογαριασμού.
Ο εφεσείων εν συνεχεία με την χρήση του πληρεξουσίου εγγράφου τμηματικά με την έκδοση επιταγών, μετέφερε το συνολικό ποσό των Λ.Κ. 100.000 σε τραπεζικό λογαριασμό επ΄ ονόματι της εναγομένης 2, θυγατέρας του, ο οποίος ανοίχθηκε στον ίδιο χρόνο που ανοίχθηκε και ο πρώτος λογαριασμός στην ίδια Τράπεζα.
«Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέλος της οποίας είναι και η Κυπριακή Δημοκρατία, αποδίδουν ιδιαίτερη
σημασία στην καταπολέμησή της, τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, καθ΄ ότι η δωροδοκία αποτελεί απειλή για
μια σύννομη κοινωνία, στρεβλώνει τον ανταγωνισμό σε σχέση με την αγορά αγαθών ή εμπορικών υπηρεσιών και εμποδίζει την
υγιή οικονομική ανάπτυξη, όπως αναφέρεται στις σκέψεις της απόφασης-πλαίσιο αριθ. 2003/568/ΔΕΥ του Συμβουλίου της
22ας Ιουλίου 2003 για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα», αναφέρεται στην απόφαση.
Με την απόφαση πλαίσιο, προστίθεται, «σκοπείται η καταπολέμηση της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα, τόσο της ενεργητικής όσο και της παθητικής δωροδοκίας συμπεριλαμβανομένης της ηθικής αυτουργίας και συνέργειας».
Αναφέρεται επίσης ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μέλος της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ποινικοποίηση της
Διαφθοράς, η οποία έγινε στις 27.1.1997. Στο κυρωτικό νόμο της Σύμβασης, Ν. 23(ΙΙΙ)/2000, όπως τροποποιήθηκε από τον
Ν.22(ΙΙΙ)/12, άρθρο 4 προβλέπονται οι πράξεις και ενέργειες που συνιστούν αδικήματα, μεταξύ των οποίων είναι η ενεργός
δωροδοκία και δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα.
«Οι ενέργειες της Εφεσίβλητης συνιστούν το αδίκημα της ενεργού δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα, με την έννοια του
Άρθρου 4 (άνω)», προστίθεται. Το Ανώτατο παρατηρεί επίσης ότι «η Εφεσείουσα προχώρησε και σε ενέργειες απόκρυψης της παρανομίας της με την δημιουργία λογαριασμού επ’ ονόματι τρίτου απ’ όπου θα πληρώνοντο οι δωροληψίες».
«Εις την υπό εξέταση υπόθεση, όπως και αν εξετασθεί το θέμα, το γεγονός παραμένει με βάση την διαπίστωση του πρωτόδικου
Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα γνώριζε το παράνομο των ενεργειών της, συμμετείχε με την θέλησή της στην συμφωνία
και ήτο in pari delicto με τον εφεσείοντα. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα εφαρμογής τεστ αναλογικότητας, όπως είναι η εισήγηση
του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης», σημειώνεται.
Υπάρχει, αναφέρεται, «ενιαίο σύμπλεγμα γεγονότων και στοιχείων που συνέθεταν την όλη συμφωνία και η εφεσίβλητη έλαβε μέρος στην συμφωνία εν πλήρη γνώσει της και θεληματικά, προτείνοντας η ίδια και τον χρόνο πλήρωσης του συμφωνηθέντος ποσού δωροδοκίας».
«Συνεπώς, το δόγμα ex turpi causa non oritur actio τυγχάνει εφαρμογής», σημειώνει το Δικαστήριο. Προς αυτό παραθέτει απόσπασμα από απόφαση του 2009 σύμφωνα με το οποίο «ο γενικός κανόνας είναι ότι τα Δικαστήρια δεν επιτρέπουν την επανάκτηση μεταβιβασθέντων οφελημάτων που προέρχονται από παράνομα συμβόλαια. Αυτή η αρχή υπερίσχυσε στην προσπάθεια να εξισορροπηθούν δύο αντικρουόμενες τάσεις, δηλαδή, να εμποδίζεται από τη μια ο αδικαιολόγητος πλουτισμός και από την άλλη να απαγορεύεται η συνομολόγηση παρανόμων συμβάσεων».
Πηγή : ΚΥΠΕ