Ο θεσμός του Γενικού Εισαγγελέα εισήχθη στη Συνθήκη της Ρώμης υπό την επιρροή της γαλλικής αντιπροσωπείας κατά την προετοιμασία της Συνθήκης. Οι Γάλλοι αντιτάχθηκαν σθεναρά στο να επιτραπεί σε μεμονωμένους δικαστές να διατυπώνουν γνώμες μειοψηφίας και πρότειναν, αντ’ αυτού, αυτό να γίνεται από έναν Γενικό Εισαγγελέα, έναν ρόλο κατά το πρότυπο του γαλλικού commissaire du gouvernement, ο οποίος προσφέρει νομικές συμβουλές στο Conseil d’État κατά την εκδίκαση των υποθέσεών του.
Αρχικά, υπήρχαν δύο γενικοί εισαγγελείς – ένας Γάλλος και ένας Γερμανός. Με την πάροδο του χρόνου, ο αριθμός αυτός αυξήθηκε και ορισμένες θέσεις γενικών εισαγγελέων ανατέθηκαν μόνιμα στα μεγαλύτερα κράτη μέλη, ενώ οι υπόλοιπες εναλλάσσονταν μεταξύ των μικρότερων χωρών. Σήμερα, υπάρχουν 11 γενικοί εισαγγελείς, με 5 εξ αυτών να προέρχονται μόνιμα από τα μεγαλύτερα κράτη μέλη. Οι γενικοί εισαγγελείς είναι μέλη του Δικαστηρίου της ΕΕ και διορίζονται με την ίδια διαδικασία όπως οι δικαστές. Απολαμβάνουν τα ίδια προνόμια με τους δικαστές (ασυλία) και δεν μπορούν να παυθούν από τα καθήκοντά τους πριν από τη λήξη της εξαετούς θητείας τους. Μπορούν να επανεκλεγούν. Ωστόσο, σε αντίθεση με τους δικαστές, έχουν μόνο συμβουλευτικό ρόλο και δεν συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων επί των υποθέσεων.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο LAWSPOT.