Η σύγχρονη δίκη του Ορέστη. Θεατρική και ποινική ανάλυση

Στις 30.3.2023 η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και το Εργαστήρι Δικαίου και Λογοτεχνίας της Σχολής παρουσίασαν στην κατάμεστη αίθουσα του CineStudio του Πανεπιστημίου Λευκωσίας την παράσταση «Η δίκη του Ορέστη», βασισμένη πάνω στο έργο «Η δίκη του Ορέστη εν θεάτρω» της Μαρίας και Χρίστιας Μίττλετον (εκδόσεις Hippasus, Αθήνα – Λευκωσία, 2021). Το θεατρικό δρώμενο και την εκδήλωση συντόνισαν εκ μέρους της Σχολής ο Στέργιος Μήτας, η Βάγια Πολυζωΐδου και ο Αντώνης Μπαλτάς, ενώ χαιρέτισε ο Κοσμήτορας Καθ. Αχιλλέας Αιμιλιανίδης. Στην εκδήλωση παρευρέθηκε η συγγραφέας Μαρία Μίττλετον, η οποία και απηύθυνε τον δικό της χαιρετισμό.

Στο έργο συμμετείχαν οι φοιτητές/τριες της Νομικής Σχολής (κατ’ αλφαβητική σειρά): Αμαλία Ζατλάνου, Αναστασία Ιωάννου, Μάριος-Κωνσταντίνος Κατηφόρης, Αργυρώ Κότσιρα, Αναΐς Μπόλη, Ανίτα Νεστορίδη, Ανδρέας Παπαδόπουλος, Δημήτρης Παυλίδης, Μιλένα Παυλίδου, Θανάσης Σαπουνάς, Ζαχαρίας Τρούλης, Θάνος Τσικρικάς, Λίνα Τσόλκα, Έλενα Χαλουλάκου.

Μετά το τέλος της παράστασης ακολούθησε σχολιασμός του έργου, με γραπτές παρεμβάσεις εκ μέρους ομάδων φοιτητών/τριών, εκ των συντελεστών της παράστασης. Παρατίθενται οι εν λόγω παρεμβάσεις.

Ο Ορέστης τουΑισχύλου και ο δικός μας Ορέστης

 

                                                            Ανίτα Νεστορίδη – Μιλένα Παυλίδου – Λίνα Τσόλκα

 

Το έργο της Μαρίας και Χρίστιας Μίττλετον που παρουσιάσαμε φιλοδοξεί να δώσει μια σύγχρονη νομική ματιά στην πολύ γνωστή μας, από τον μύθο και την ιστορία του θεάτρου, τραγική ιστορία του οίκου των Ατρειδών. Η γενεαλογική γραμμή του οίκου, σημαδεμένη από κατάρες και φονικά (βλ. εδώ και τη λέξη «ματόδεντρο» του κειμένου της παράστασής μας, δηλαδή δέντρο του αίματος) ξεκινάει στα μυθικά χρόνια με τον Ατρέα, γιο του Πέλοπα, και φθάνει μέχρι τους ήρωες του Τρωϊκού πολέμου, Μενέλαο και Αγαμέμνονα, και τον γιο του τελευταίου, τον Ορέστη. Βεβαίως το έργο που έχει κατεξοχήν μορφοποιήσει δραματικά την ιστορία και –κυρίως– την πτώση του οίκου των Ατρειδών είναι η Ορέστεια του Αισχύλου. Είναι η μοναδική σωζόμενη τριλογία του αρχαίου δράματος (παραστάθηκε το 458 π.Χ. στην Αθήνα), αποτελούμενη από τα εξής έργα: Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες – και της οποίας το τρίτο μέρος, οι Ευμενίδες, αναπαριστούν και την υποτιθέμενη πρώτη δίκη ανθρώπου για φόνο από οργανωμένο δικαστήριο. Τη δίκη, δηλαδή, του Ορέστη.

Η Ορέστεια του Αισχύλου δεν μας δίνει μονάχα την πρώτη σκηνή δίκης στα παγκόσμια γράμματα, αλλά και μια βαθιά πραγματεία για τη φύση της απονομής δικαιοσύνης και την ηθική αξία της. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι –μεταξύ των πολλών άλλων, ανεξάντλητων νοημάτων του αρχαίου κειμένου– έχουμε εδώ μια θεατρική ιστορία για το σπάσιμο του ματωμένου κύκλου της βίας και ανταπόδοσης βίας. Χάριν της οργανωμένης απονομής δικαιοσύνης, σε επίπεδο θεσμών και πολιτείας. Η έκβαση του δράματος είναι εδώ και μια πολύ ένδοξη αρχή: Έχουμε το πέρασμα από το δίκαιο της βεντέτας στο δίκαιο των δικαστηρίων· από τη θεία Δίκη στο νόμο των ανθρώπων· και από τους κώδικες τιμής και συγγένειας στη δημοκρατική ευνομία και ισονομία.[i]

Η ιστορία ξεκινάει κατά τη μυθική αφήγηση πολύ πιο πριν, με τον μύθο του Ταντάλου. Ο Τάνταλος είχε πιστέψει ότι μπορούσε να ξεγελάσει τους Θεούς και να τους προσφέρει τον ίδιο του τον γιο, τον Πέλοπα, ως γεύμα. Οι Ολύμπιοι Θεοί αποκατέστησαν στη ζωή τον Πέλοπα και τιμώρησαν σε αιώνιο μαρτύριο πείνας και δίψας τον Τάνταλο. Έκτοτε, η κατάρα του Ταντάλου στοιχειώνει το γένος του. Και δεν είναι τυχαίος ο συμβολισμός της αλλεπάλληλης παιδοκτονίας, μέσα από την οποία εκδηλώνεται η κατάρα. Ο Ατρέας, γιος του Πέλοπα, και για να εκδικηθεί τον αδελφό του Θυέστη (που είχε προηγουμένως αμφισβητήσει τον θρόνο του) σκοτώνει τα παιδιά του τελευταίου και του τα προσφέρει σε γεύμα («θυέστεια δείπνα»). Και το νήμα της κατάρας ξετυλίγεται αργότερα πια, φτάνοντας στα παιδιά του Ατρέα και τον οίκο του Αγαμέμνονα.

Ο Αγαμέμνονας, όπως θυμόμαστε όλες/όλοι, θυσιάζει την κόρη του Ιφιγένεια ώστε να μπορέσουν να φύγουν τα καράβια για την Τροία (ενεργώντας ίσως ως άμεμπτος στρατηγός, αλλά πάντως και ως δολοφόνος πατέρας). Όταν μετά την πτώση της Τροίας επιστρέφει στο Άργος, η σύζυγός του η Κλυταιμνήστρα τον φονεύει εν ψυχρώ στο λουτρό (αυτό είναι και η βασική υπόθεση της πρώτης τραγωδίας της τριλογίας, δηλαδή του Αγαμέμνονα). Η Κλυταιμνήστρα έχει πια συνάψει σχέση με άλλον άντρα, τον Αίγισθο. Καθώς η ίδια βέβαια υποστηρίζει, το φονικό του άντρα της το διαπράττει ως «πράξη δίκαιης εκδίκησης» για την παιδοκτονία της κόρης τους Ιφιγένειας. Και τώρα πια έρχεται στο δραματικό προσκήνιο ο Ορέστης: ο γιος που μέλλει να εκδικηθεί για τον χαμό του πατέρα του, σκοτώνοντας την ίδια του τη μάνα. Η δολοφονία της Κλυταιμνήστρας από τα χέρια του Ορέστη και η καταβύθιση του στην τρέλα θα λάβουν χώρα στο δεύτερο μέρος της τριλογίας, στις Χοηφόρους. Το τρίτο πια μέρος της τριλογίας, οι Ευμενίδες, κλείνει με τη δίκη του Ορέστη και την αθώωσή του – με την περίφημη «ψήφο της Αθηνάς», που βαραίνει για την απαλλακτική κρίση.

***

Η δίκη που παρουσιάσαμε σήμερα είναι προφανώς διαφορετική από αυτήν των Ευμενίδων. Στον Αισχύλο, τον ρόλο κατηγόρου είχαν οι Ερινύες, θεότητες που τιμωρούσαν όσους διέπρατταν φριχτά οικογενειακά εγκλήματα, οδηγώντας τους στην τρέλα και σε απελπισία από τύψεις. Την υπεράσπιση αναλαμβάνει ο Απόλλωνας, ο θεός που είχε παρακινήσει με τον χρησμό του τον Ορέστη ώστε να προβεί στη μητροκτονία. Ενώ δικαστές ήταν η θεά Αθηνά, η οποία έστησε ακριβώς και το (πρώτο) δικαστήριο –στην ευνομούμενη, όπως λέει, πόλη των Αθηνών– μαζί με τυχαίους πολίτες της Αθήνας, όπως τους διάλεξε η ίδια η Θεά (δεν είναι τυχαίο αυτό, αν το διαβάσουμε ακριβώς στο πλαίσιο μετάβασης στο οργανωμένο σύστημα δικαιοσύνης).

Στο αρχαίο έργο ο Ορέστης παρουσιάζει πάνω-κάτω τα εξής σημεία για την υπεράσπισή του. Το πρώτο θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως «επιχείρημα νόμιμης εκδίκησης» (αντικτόνος ποινή για τον φίλτατο πατέρα, όπως την αποκαλεί). Το δεύτερο μπορούμε να το προσεγγίσουμε σήμερα ως επιχείρημα δέσμευσής του από την προσταγή του Θεού. Ότι ο ίδιος δεν ενεργούσε αυτόβουλα, αλλά ως όργανο του Λοξία. Τα νομικά σημεία που στάθηκαν κεντρικά για τη δική μας, εδώ, παράσταση (βρασμός ψυχικής ορμής, ακαταλόγιστο, με επικουρική επίκληση νόμιμης άμυνας) βρίσκονται όπως βλέπουμε σε απόσταση, αλλά όχι και τόσο μακρινή.

Τα πρόσωπα που παρουσιάσαμε εδώ ως μάρτυρες, η τροφός-παραμάνα του Ορέστη, ο φίλος και σύντροφός του Πυλάδης, ο πατέρας της Κλυταιμνήστρας και ο υπηρέτης του παλατιού, υπάρχουν στο αρχαίο κείμενο, αλλά με διαφορετική θέση στην όλη πλοκή. Θα θέλαμε να κλείσουμε με μια-δυο σκέψεις μόνο, ειδικότερα, για το ρόλο και το πρόσωπο της Κασσάνδρας. Τη μάντισσα σκλάβα που έφερε μαζί του από την Τροία ο Αγαμέμνονας. Και την οποία ανασχηματίσαμε εμείς ως θεραπαινίδα εδώ της Δικαιοσύνης: Στην πρώτη πράξη μέσα από τον μυθικό-συμβολικό της ρόλο ως μάντισσας, και στις άλλες πράξεις ως λειτουργό του δικαστηρίου-κλητήρα.

***

Μέσα στους κύριους χαρακτήρες της Ορέστειας του Αισχύλου καθένας μπορεί να ξεχωρίσει την Κασσάνδρα, λόγω της τραγικής της θέσης και των συναισθημάτων που προκαλεί. Στην περίπτωση της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου αισθανόμαστε ότι όσο ζοφερή κι αν είναι η μοίρα που τους βρίσκει, οι πράξεις τους, τα κίνητρά τους και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται τους απομακρύνουν από τη συμπάθειά μας. Λίγοι θα είναι διατεθειμένοι να αποκλείσουν και τον Αγαμέμνονα από αυτή την κατηγορία. Ο Ορέστης και η αδελφή του Ηλέκτρα, από την άλλη, πρέπει επίσης να πράξουν και να υπομείνουν τρομερά πράγματα, αλλά όλοι μας τολμούμε να τους συμπαρασταθούμε και αδημονούμε για τη στιγμή της λύτρωσής τους.

Η Κασσάνδρα φαίνεται να ξεχωρίζει. Αιχμάλωτη ενός πολέμου για τον οποίο δεν ήταν προσωπικά υπεύθυνη, έχει εμπλακεί στην αιματηρή τραγωδία ενός σπιτιού που δεν είναι το δικό της. Σε ολόκληρη τη ζωή της ταλαιπωρημένη, πρώτα από το διεστραμμένο δώρο της προφητείας και την κοροϊδία που της έφερε, μετά από την απώλεια όλων εκείνων που αγαπούσε, έρχεται επιτέλους αβοήθητη, αλλά όχι χωρίς αξιοπρέπεια, για να γίνει θύμα της συζύγου του απαγωγέα της (βλ. Κλυταιμνήστρα). Όμως δεν είναι μόνο η κατάστασή της αυτή που προκαλεί τη συμπάθεια του θεατή: η ίδια η γλώσσα που χρησιμοποιείται τονίζει την ελεεινότητα της κατάστασής της. Έτσι, η σκηνή ανοίγει με τον χορό να εκφράζει τον οίκτο του για αυτήν -εγω δ’ εποικτίρω γάρ, ου θυμώσομαι- και κλείνει με την ίδια την Κασσάνδρα να «διαβάζει» το δικό της δυστυχισμένο πεπρωμένο. Απόδειξη της αξιολύπητης αδυναμίας της ίδιας, ή ίσως ακόμα και όλης της ανθρωπότητας.

Δύο ερωτήματα εδώ γεννιούνται αυτόματα. Πρώτον, ποιος είναι ο σκοπός του Αισχύλου με αυτή τη σκηνή και δεύτερον, πώς η θέση της Κασσάνδρας σχετίζεται με την οικονομία της τριλογίας συνολικά; Πρέπει να έχουμε κατά νου πως η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι πιθανό να σχετίζεται άμεσα με αυτήν που θα δώσουμε στο πρώτο.

Ο πιο προφανής λόγος για τη σημασία της σκηνής είναι ότι δίνει μια μεγάλη δραματική χροιά στην πρόβλεψη της Κασσάνδρας για τον φόνο του Αγαμέμνονα και τον δικό της, πετυχαίνοντας κάποιου είδους προοικονομία, την οποία περικλείει ένας τρομερός δυναμισμός. Αλλά περισσότερο από αυτό, η Κασσάνδρα βρίσκεται εδώ για να αποκαλύψει τις ηθικές επιπτώσεις όσων έχουν προηγηθεί. Μας λέει για πρώτη φορά ότι πίσω από όλα όσα έχουμε δει και ακούσει μέχρι στιγμής, κρύβεται η κατάρα που επισκιάζει τον οίκο του Ατρέα και έχει τις ρίζες της σε αυτό το πλέγμα ενοχής που περιλαμβάνει τόσο τη μοιχεία του Θυέστη, όσο και την άγρια ​​δολοφονία των παιδιών του.

Ο Ορέστης μπορεί να απαλλάχθηκε από τον Αισχύλο, αλλά δικάζεται ανά τους αιώνες. Ο Ορέστης γεννήθηκε από την ομηρική ποίηση, πήρε μορφή και υπόσταση από τον Αισχύλο και τους άλλους τραγικούς – και συνέχισε να ζει μέσα από τους πίνακες, τα ποιήματα και τα κείμενα όλων των καλλιτεχνών που ακολούθησαν. Η ιστορία συνεχίζεται, όπως συμβαίνει με όλους τους ισχυρούς μύθους (αλλά και την καλή τέχνη). Με νόημα και για τη σημερινή μας νομική πραγματικότητα.

Ποινικά ζητήματα στη σύγχρονη δίκη του Ορέστη

 

                                                            Αναΐς Μπόλη – Δημήτρης Παυλίδης – Θανάσης Σαπουνάς

 

Το θεατρικό που μόλις παρακολουθήσατε είναι μία ακόμη απόδειξη ότι το Ποινικό φαινόμενο, ως κανονικοποιημένο κοινωνικό φαινόμενο, βρίσκεται παντού. Είδαμε μέσα στη δραματοποιημένη σύγχρονη ποινική «δίκη του Ορέστη» (όπως την εμπνεύστηκαν οι Μαρία Μίττλετον και Χρίστια Μίττλετον), τις μαρτυρίες, την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία επί των μαρτυριών, τις αγορεύσεις των συνηγόρων και την απολογία του κατηγορουμένου. Εξάλλου, καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασής μας, λέξεις «ποινικές» εμφανίζονται σε καρτέλες – όπως ακριβώς βλέπουμε και στην πραγματική ζωή το ποινικό να κερδίζει έδαφος όλο και περισσότερο τον τελευταίο καιρό. Χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα καλό…

Τι μπορούμε, όμως, να κρατήσουμε επιγραμματικά από το μικρό μας θεατρικονομικό εγχείρημα;

  1. Ελευθερία βούλησης

Στην αρχή του έργου βλέπουμε τον Ορέστη αλαφιασμένο να απευθύνεται στο κοινό σαν σε μανία καταδίωξης, ωρυόμενος: «Πάψτε επιτέλους καταραμένες, κοιμηθείτε τον αιώνιο ύπνο». Ενώ η Κασσάνδρα του απαντά, «δεν είναι μέσα στους ναούς της Δικής που κρίνεται αν θα σε ακολουθούν οι Ερινύες και θα υποφέρεις».

Η ίδια η ύπαρξη του ποινικού δικαίου, όπως έχει υποστηριχθεί, προϋποθέτει την παραδοχή της υπόθεσης ότι η βούληση του παραβάτη είναι ελεύθερη.  Άλλως, πώς θα νομιμοποιούνταν η πολιτεία να τον αποδοκιμάσει, αν αυτός δεν έδρασε ενσυνείδητα και ελεύθερα; Η προβληματική της ελευθερίας βούλησης απασχόλησε φιλοσοφικά ρεύματα όπως ο ντετερμινισμός και ομόρροπα ή αντίρροπα αυτού, χωρίς ωστόσο να επιτευχθεί η «ενσωμάτωσή τους» στην ερμηνεία του ποινικού δικαίου. Το Ποινικό Δίκαιο στηρίζει τις κατασκευές του μόνον σε εμπειρικές έννοιες και χειροπιαστά μεγέθη, γι’ αυτό και η κοινωνικο-ηθική αποδοκιμασία του δράστη στηρίζεται στην παραδοχή της κοινωνικά εφικτής βουλητικής ελευθερίας του ανθρώπου. Μόνο σε πραγματικά εξαιρετικές περιπτώσεις ασυνήθιστης «εγκληματικής αντίδρασης» δημιουργείται η αμφιβολία  για την ελευθερία της βούλησης κατά το στάδιο του καταλογισμού σε ενοχή του δράστη, δηλαδή τη δυνατότητα που είχε να πράξει αλλιώς (το λεγόμενο στο ποινικό δίκαιο και «άλλως δύνασθαι πράττειν», όπως θα δούμε σε λίγο).

ΙΙ. Το έγκλημα Ανθρωποκτονία με δόλο [ii]

Στην τραγωδία που εκτυλίσσεται μπροστά μας παρακολουθούμε μία δίκη που διεξάγεται για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας. Συγκεκριμένα, ο Ορέστης αφαίρεσε τη ζωή της μητέρας του και για τον λόγο αυτό δικάζεται. Η υπεράσπιση του Ορέστη επιχειρεί να αποδείξει ότι η πράξη του κατηγορουμένου δεν ήταν αποτέλεσμα προμελέτης, αλλά τελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής. Αντίθετα, η κατηγορούσα αρχή επιχειρεί στο έργο να στοιχειοθετήσει ότι ο Ορέστης διέπραξε το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης. Τι σημαίνουν όμως αυτές οι έννοιες για το σύγχρονο ποινικό δίκαιο; Πώς αποτυπώνονται πλέον στην ελληνική και την κυπριακή έννομη τάξη;

Στο ελληνικό δίκαιο, το έγκλημα της ανθρωποκτονίας ανήκει στα εγκλήματα βλάβης κατά της ζωής του ανθρώπου και αποτυπώνεται στον Ποινικό Κώδικα στο άρθρο 299 και διακρίνεται σε 2 παραγράφους. Η (σιωπηρή) διάκριση μεταξύ των δύο παραγράφων αφορά στην λεγόμενη «βαριά ανθρωποκτονία που εκτελείται σε ήρεμη ψυχική κατάσταση» και στην ανθρωποκτονία που εκτελείται σε «βρασμό ψυχικής ορμής». Η διάκριση οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχουν πράξεις ανθρωποκτονίας, οι οποίες στο πλαίσιο κάθε κοινωνικής οργάνωσης κρίνονται ως ιδιαίτερα απεχθείς και αποκρουστικές, και ως εκ τούτου κατ’ αυτών απειλείται μεγαλύτερη ποινή.

Παρόμοια διάκριση ακολουθούν και οι αγγλοσαξονικές οικογένειες δικαίου. Συγκεκριμένα, στην Κυπριακή έννομη τάξη, στο άρθρο 203 του Κυπριακού Ποινικού Κώδικα διατυπώνεται η έννοια του φόνου εκ προμελέτης. Παράλληλα, το άρθρο 204 ΚΠΚ  προσδιορίζει την έννοια της προμελέτης, ως «την πρόθεση πρόκλησης θανάτου οποιουδήποτε προσώπου, η οποία υποδεικνύεται είτε ευθέως, είτε συμπερασματικά». Αξιοσημείωτο είναι ότι για τη στοιχειοθέτηση της προμελέτης δεν μας ενδιαφέρει αν η πρόθεση αφορούσε στο άτομο που τελικώς εφονεύθη ή κάποιο άλλο πρόσωπο. Κρίσιμος χρόνος κατά τον οποίο πρέπει να συντρέχει η πρόθεση λογίζεται τόσο ο χρόνος πριν από την τέλεση της πράξης, όσο και κατά τη διάρκεια αυτής (αντίστοιχα και προς το ελληνικό πλαίσιο).

Ακόμη μία ομοιότητα παρατηρούμε και στο σκέλος της ποινής για την περίπτωση της ανθρωποκτονίας και του φόνου εκ προμελέτης, καθώς απειλούμενη ποινή σε αμφότερες τις περιπτώσεις σε Ελλάδα και Κύπρο είναι η ισόβια κάθειρξη και η διά βίου φυλάκιση αντίστοιχα, η βαρύτερη δηλαδή των ποινών, καθώς το έννομο αγαθό που αφαιρείται είναι το σπουδαιότερο όλων: η ανθρώπινη ζωή.

Ποιο είναι όμως το κριτήριο που μπορεί να «σπάσει» όπως λέμε τα ισόβια και στις δύο ποινικές έννομες τάξεις; Το βασικό κριτήριο της διάκρισης είναι η ήρεμη σκέψη. Για την εφαρμογή της παρ. 1 απαιτείται να διαπιστωθεί ότι ο δράστης είτε αποφάσισε είτε εκτέλεσε την πράξη σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, ενώ τεκμαίρεται ότι η έλλειψη του βρασμού δεν συνεπάγεται την ψυχική ηρεμία. Η ψυχική ηρεμία συνεπάγεται τη συνειδησιακή διαύγεια, την ψύχραιμη και ήρεμη σκέψη, την νηφάλια αντίληψη των αιτιών που ωθούν προς το έγκλημα. Εν αντιθέσει, ο βρασμός ψυχικής ορμής είναι κάθε υπερδιέγερση συναισθήματος και πάθους που οδηγεί στον αποκλεισμό της ήρεμης σκέψης.

Βρασμός ψυχικής ορμής είναι λοιπόν κάθε ψυχική ώθηση, όπως πάθη, πόθοι, διάθεση, η οποία έχει προκαθορισμένη κατεύθυνση, σκοπό και αντικείμενο και αποκλείει την ήρεμη σκέψη. Καλύπτει κάθε υπερένταση συναισθήματος η πάθους, όπως την οργή, το μίσος, τον φόβο, τη ζήλια, τη θλίψη, την απελπισία. Η ένταση του συναισθήματος δεν έχει σημασία για το νομοθέτη προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η παράγραφος 2 του άρθρου 299 του ελλην. ΠΚ, αλλά αρκεί η υπερδιέγερση του συναισθήματος να διακατέχει τον δράστη κατά την ώρα της απόφασης και της εκτέλεσης της εγκληματικής πράξης της ανθρωποκτονίας. Ο δράστης, επομένως, πρέπει να αδυνατεί να σταθμίσει με ηρεμία τα αίτια που τον ωθούν προς το έγκλημα: να βρίσκεται σε τέτοια ψυχολογική κατάσταση κατά την οποία δεν μπορεί να αντιληφθεί το άδικο της πράξης την οποία αποφασίζει και εκτελεί. Βασική προϋπόθεση είναι μεταξύ της απόφασης και της εκτέλεσης να μην μεσολαβεί ήρεμη σκέψη του δράστη.

Στο έργο, η υπεράσπιση προσπαθεί να αποδείξει ακριβώς αυτό: ότι δηλαδή ο Ορέστης την ώρα που διέπραττε το επαχθές αυτό έγκλημα της μητροκτονίας δεν είχε τα λογικά του, είχε αποκλειστεί η ήρεμη σκέψη και δεν αντιλαμβανόταν ούτε την πράξη του, αλλά ούτε και τον άδικο χαρακτήρα αυτής.

IΙΙ. Η ποινή ως διάλογος με τον εγκληματία

Ποια ποινή όμως θα ήταν αντίστοιχη της συγκεκριμένης πράξης;

Ως ποινή ορίζεται «το κακό που το απειλεί ο νόμος και το επιβάλλει ο δικαστής στον δράστη μιας άδικης πράξης, ως εκδήλωση ιδιαίτερης αποδοκιμασίας από την έννομη τάξη».[iii] Η ποινή αποκτά νόημα μόνον αν μέσω της επιβολής της δύναται να επέλθει σωφρονισμός του καταδικασθέντος. Σε περίπτωση, όμως, που ο δράστης πάσχει από ψυχικές ή διανοητικές διαταραχές, μη αντιλαμβανόμενος το άδικο της πράξεώς του, δεν μπορεί να αντιληφθεί και το κακό που το αποδίδει η πολιτεία γι’ αυτό που έκανε. «… Κατά το χρόνο που διέπραξε το φόνο, δεν είχε σώας φρένας» αναφέρει ο συνήγορος υπεράσπισης για τον Ορέστη και μας κάνει να αναλογιζόμαστε πώς θα μπορούσε τελικά η ποινή να επιτελέσει το ρόλο της εφόσον απευθύνεται σε άτομο μη δεκτικό καταλογισμού;[iv]

  1. IV. Καταλογισμός

Ο Ορέστης παρουσιάζεται ουκ ολίγες φορές ως τρελός –ή με όρους νεότερους ως διανοητικά διαταραγμένος – ακαταλόγιστος. Σύμφωνα, εξάλλου, με τον συνήγορό του: «… Η μητροκτονία που διέπραξε, ήταν το αποτέλεσμα ψυχικής διαταραχής από την οποία πρόδηλα υπέφερε…».

Το υποκειμενικό σκέλος της ανθρώπινης συμπεριφοράς που ολοκληρώνει την ποινική αξιολόγηση και οδηγεί στην τελική κατάφαση του χαρακτηρισμού της συμπεριφοράς ως εγκληματικής συνίσταται στον καταλογισμό.[v] Ουσιαστικά, η αξιολογική κρίση σχετικά με το τι θα μπορούσε να θέλει το υποκείμενο του οποίου η συμπεριφορά αξιολογείται στο πλαίσιο του ποινικού δικαίου, και εν τέλει τι θα μπορούσε να κάνει, αν θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά, ώστε η πράξη του να συγχωρεθεί. Η μεν τυπική απαξία της πράξης του, ο αρχικός καταλογισμός της πράξης του σε ενοχή, κάποιες φορές μπορεί να αίρεται, και τελικώς η ουσιαστική απαξία της βούλησης του δεν θεμελιώνεται. Έτσι, μαθαίνουμε από τα πρώτα κιόλας χρόνια της νομικής ζωής μας: ότι ένα αντικειμενικό και φιλελεύθερο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης δεν αρκείται μόνο στη γνώση -εκείνη ενδιαφέρει στο βαθμό που οδηγεί στην πράξη ως επιλογή- αλλά θέτει προς εξέταση και το στοιχείο της επιλογής της πράξης, ώστε να συνθέσει την έννοια της διαμορφωμένης βούλησης ως υποκειμενικό στοιχείο του εγκλήματος. Αν η συνείδηση του αδίκου δεν συνοδεύεται από τη δυνατότητα επιλογής τότε δεν είναι δυνατό να αποδοκιμάζεται από το δίκαιο: η αποδοκιμασία μιας άδικης πράξης καταλαμβάνει την συνειδητή επιλογή του αδίκου που ο δράστης επέλεξε. Για να μπορεί ο δράστης να έχει τη συνείδηση προσβολής θα πρέπει να είναι σε θέση να αντιληφθεί τη σχέση που συνδέει το υλικό αντικείμενο που προσβάλλει με την έννομη τάξη.

Πώς μετουσιώνονται όλα αυτά στο Ποινικό Δίκαιο; Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, με βάση το άρθρο 34 ΠΚ η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν όταν τη διέπραξε λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό. Αναφορικά με τα ψυχοπαθολογικά αίτια που μπορούν να οδηγήσουν σε αξιολογική ανικανότητα καταλογισμού, αυτά συνίστανται ως συμπτώματα νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών, ψυχιατρικές αρρώστιες που χαρακτηρίζονται από το ακατανόητο των ενεργειών ή αντιδράσεων του προσώπου. Ειδικώς για την περίπτωση του Ορέστη που εξετάζεται, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αντιδραστικές ψυχώσεις που οφείλονται σε ψυχικά τραύματα, προκαλούμενα από παράγοντες του περιβάλλοντος, αλλά και οι ψυχικές ανωμαλίες, οι οποίες αποτελούν ποιοτική παρέκκλιση-εκτροπή από την ομαλή ψυχική ζωή.

Βλέπουμε, ιδίως στο τέλος του έργου όπου λαμβάνει τον λόγο, να προβαίνει σε μια λεπτομερή, ίσως εν πρώτοις αλληγορική περιγραφή του ψυχικού του τραύματος, που προκλήθηκε από τη στέρηση του πατέρα του, αλλά και από τον φόνο του τελευταίου, που φαίνεται πως όχι μόνο τον επηρέασε συναισθηματικά, αλλά αποτέλεσε το εφαλτήριο της εγκληματικής συμπεριφοράς για την οποία κρίνεται η ενοχή του. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Πυλάδης απαντώντας στην ερώτηση σχετικά με την απόρριψη της συμβίωσης του Ορέστη με την μητέρα του, πώς θα μπορούσε άραγε να συζεί με εκείνη που σκότωσε τον πατέρα του για να ζήσει με τον εραστή της. Συνεχίζοντας, ο μάρτυρας συνηγορεί προς την σκιαγράφηση ενός Ορέστη τραυματισμένου από τον θάνατο του πατέρα του.

Παράλληλα, στο πεδίο της ανικανότητας γνώσης του αδίκου και της διατάραξης της συνείδησης παρατηρείται το στοιχείο της παροδικότητας το οποίο χαρακτηρίζει τη διάρκεια της απώλειας συνείδησης του τελούντος την εγκληματική πράξη. Πρόκειται για την παροδική συνειδησιακή σύγχυση του ατόμου που εκφράζεται ως δυνατότητα του εγώ να διεγείρεται αφυπνιζόμενο από τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της απότομης και σφοδρής έκρηξης συναισθημάτων θυμού. Σε αυτήν εδώ την κατηγορία φαίνεται να μπορεί να υπαχθεί ο Ορέστης με την συμπεριφορά του, όπως καταμαρτυρά και η τροφός του, ο δράστης «ψηνόταν στον πυρετό» η οποία συνιστά αποτέλεσμα ψυχικής διαταραχής που τον διακατέχει κατά την τέλεση του εγκλήματος, αλλά και μετά από αυτό, όταν έσυρε το άψυχο σώμα του θύματος και το έδειχνε στον κόσμο, γεγονός που και ο υπηρέτης επιβεβαιώνει.

[i] Βλ. σχετικά και την ανάλυση του Σ. Μήτα, «Η τραγωδία, ο νόμος, η δημοκρατία. Επιστρέφοντας στη δίκη του Ορέστη», πρόλογος στο έργο των Μαρία Μίττλετον – Χρίστια Μίττλετον, Η δίκη του Ορέστη εν θεάτρω, εκδ. Hippasus, 2021, σ. 9-19.

[ii] Βλ. από ελληνική βιβλιογραφία αντί άλλων Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών,  4η εκδ., Νομική Βιβλιοθήκη, 2020.

[iii] Συνιστά έναν κοινώς αποδεκτό ορισμό, που διατυπώθηκε από τον Ν. Χωραφά, βλ. σχετικά  Κοσμάτος σε Σ. Παύλου – Κ. Κοσμάτος, Οι κυρώσεις στον νέο Ποινικό Κώδικα, 2020, Σάκκουλας, σ. 3.

[iv] Ο όρος «δεκτικότητα για καταλογισμό» έχει προταθεί από τον Ν. Παρασκευόπουλο, βλ. σχετικά Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι σε Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου – Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2022, σ. 421.

[v] Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό δίκαιο (Γενική Θεωρία), Σάκκουλας, 2004, σ. 688.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , , ,