Η άρνηση της κυβέρνησης να περιλάβει στο διάταγμα για τον κατώτατο μισθό ώρες εργασίας και συγκεκριμένα τις 38 ώρες εργασίας δίνει την δυνατότητα αμφισβήτησης της συμφωνίας και υποβοηθά εκείνους τους εργοδοτικούς συνδέσμους που εδώ και καιρό υποβάλλουν αντιαιτήματα με στόχο την κατάργηση του 38ωρου και την επέκταση του ωραρίου, δήλωσε η Γενική Γραμματέας της ΠΕΟ Σωτηρούλα Χαραλάμπους, προσθέτοντας ότι «η ΠΕΟ σε καμία περίπτωση δεν θα δεχτεί αμφισβήτηση της συμφωνίας για το 38ωρο» και «θα παλέψει για καθολίκευση του».
Σε ομιλία της στο έκτακτο παγκύπριο συνέδριο της ΠΕΟ, που στόχο είχε να αξιολογηθούν οι αποφάσεις της Κυβέρνησης σε σχέση με τον κατώτατο μισθό, οι επιπτώσεις πάνω στους εργαζόμενους και να καθοριστούν τα επόμενα βήματα, η κ. Χαραλάμπους είπε ότι «η Κυβέρνηση με τις τελικές αποφάσεις που πήρε έδειξε ότι δεν έχει την πολιτική βούληση και τόλμη να λειτουργήσει με τρόπο που να δημιουργεί ανάχωμα στα φαινόμενα απορρύθμισης και να δημιουργήσει ένα πλαίσιο κατοχυρωμένων βασικών δικαιωμάτων για τους εργαζόμενους».
«Είναι φανερό από τον τρόπο που εξελίχτηκαν τα πράγματα ιδιαίτερα μετά την σύσκεψη στις 5/07/2022 που συγκάλεσε στο Προεδρικό ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ότι η κυβέρνηση ενέδωσε μπροστά στις πιέσεις της εργοδοτικής πλευράς, ιδιαίτερα μεγαλοεργοδοτών των οποίων το προσωπικό δεν καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις, έτσι που να μην ενοχληθούν ιδιαίτερα, από το διάταγμα για τον κατώτατο μισθό», πρόσθεσε.
Πως μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά, σύμφωνα με την κ. Χαραλάμπους, «το γεγονός ότι ενώ σε συνεδρία του Εργατικού Συμβουλευτικού Σώματος στις 19 Απριλίου 2022 έγινε αναφορά από την Υπουργό ότι ο κατώτατος μισθός θα είναι σε ωριαία βάση αργότερα η κυβέρνηση ταυτίστηκε με τα θέλω των εργοδοτών και πεισματικά αρνήθηκε κάτι τέτοιο».
«Πως εξηγείται διαφορετικά ότι ενώ σε δυο συνεδρίες των κοινωνικών εταίρων αναφέρθηκε ότι το ύψος του κατώτατου μισθού θα είναι στη βάση της έρευνας διαβίωσης της ΕΕ, κάτι με το οποίο αντέδρασαν έντονα οι εργοδότες στην σύσκεψη του Προεδρικού ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αλλάζοντας αυτή τη θέση ανάφερε ως βάση την έρευνα της Στατιστικής Υπηρεσίας, ικανοποιώντας ακόμα ένα θέλω των εργοδοτών», διερωτήθηκε.
Επίσης, η ΓΓ της ΠΕΟ διερωτήθηκε πως μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο ως προσπάθεια συνέχισης της εκμετάλλευσης ως φτηνής εργασίας, ιδιαίτερα ευάλωτων ομάδων εργαζομένων η απόφαση της κυβέρνησης να εξαιρέσει από την κάλυψη του κατώτατου μεγάλες ομάδες εργαζομένων αλλά και η δυνατότητα μειωμένου μισθού για νέους κάτω από 18 ετών με το προκάλυμμα της δίμηνης περιστασιακής απασχόλησης».
Η κ. Χαραλάμπους είπε ότι η ΠΕΟ δεν συναίνεσε με τις εξαιρέσεις ομάδων εργαζομένων από τον κατώτατο μισθό και ότι «αυτές οι αποφάσεις υποσκάπτουν την ίδια την έννοια του κατώτατου μισθού και ενέχουν στοιχεία διακρίσεων».
«Από μόνη της αυτή η θέση επιβεβαιώνει ότι αυτή η κυβέρνηση δεν έχει πρόθεση να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα της αρρύθμιστης εργασίας. Για την κυβέρνηση δεν είναι πρόβλημα αν τα €885 αντιπροσωπεύουν εργασία 40 ωρών ή 42 ωρών ή 48 ωρών», πρόσθεσε.
Ανέφερε επίσης ότι η μείωση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας έτσι που οι εργαζόμενοι να εργάζονται με ασφάλεια και υγεία και να έχουν επαρκή χρόνο ξεκούρασης αποτελεί σταθερό στόχο της ΠΕΟ.
Σε ότι αφορά το ύψος του κατώτατου μισθού, η κ. Χαραλάμπους είπε ότι η απογοήτευση, ο θυμός που αναδεικνύεται από τις αντιδράσεις εκείνων των εργαζομένων που αναμέναν τον κατώτατο μισθό, είναι η απάντηση.
Πρόσθεσε πως «είναι προφανές ότι και εδώ η κυβέρνηση στόχευσε στην χαμηλότερη δυνατή διατάραξη των εισοδημάτων του κεφαλαίου, τα οποία με βάση στοιχεία αυξήθηκα κατά 41% την τελευταία 10ετία αντίθετα με 6% των εισοδημάτων των εργαζομένων. Αγνόησε η κυβέρνηση το γεγονός ότι ο υφιστάμενος κατώτατος μισθός παρέμεινε στάσιμος για 11 χρόνια και μόνο για το 2022 ο πληθωρισμός αναμένεται να είναι κοντά στο 10%».
Αναφορικά με τον τρόπο που η Κυβέρνηση αντιμετώπισε την σχέση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας με τον κατώτατο μισθό, η ΓΓ της ΠΕΟ είπε ότι η άρνηση της κυβέρνηση να αναφερθεί με σαφήνεια μέσα στο διάταγμα ότι στις περιπτώσεις που υπάρχουν κατώτατοι μισθοί, ρυθμισμένοι με συλλογικές συμβάσεις, αυτοί θα είναι οι νόμιμοι κατώτατοι μισθοί, ανοίγει στους εργοδότες ακόμα ένα παράθυρο άρνησης εφαρμογής των συλλογικών συμβάσεων και υπόσκαψης του θεσμού.
«Στοιχείο που είναι προβληματικό όχι μόνο γιατί μεγαλώνει τις εστίες φτηνής εργασίας αλλά και γιατί μεγαλώνει το αθέμητο ανταγωνισμό μεταξύ εργοδοτών», ενώ «τιμωρούνται με την συνδρομή και βοήθεια του διατάγματος οι εργοδότες που αναγνωρίζουν και εφαρμόζουν την σύμβαση που υπογράφουν οι εκπρόσωποι τους», πρόσθεσε.
Αναφέροντας ότι το επιχείρημα που χρησιμοποιεί ο Υπουργός για να απαντήσει στους κινδύνους που δημιουργούνται για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας είναι ότι στο διάταγμα περιέλαβε πρόνοια ότι υπερισχύουν οι ευνοϊκότερες ρυθμίσεις, η κ. Χαραλάμπους είπε πως «το αν αυτό προστατεύει τις Συλλογικές Συμβάσεις απαντάται από την στάση των εργοδοτών οι οποίοι δηλώνουν ότι δεν έχει καμία υποχρέωση ένας εργοδότης που δεν αναγνωρίζει την σύμβαση να την εφαρμόσει».
Επίσης, η κ. Χαραλάμπους διερωτήθηκε «πως η μη ρύθμιση ότι οι κατώτατοι μισθοί που υπάρχουν στις συλλογικές συμβάσεις είναι υποχρεωτικοί για όλους τους εργαζόμενους στο δοσμένο κλάδο, συνάδει με την υποχρέωση που η ευρωπαϊκή οδηγία για τον κατώτατο μισθό θέτει στα κράτη μέλη για να πάρουν πρωτοβουλίες που να υποβοηθούν στην αύξηση της κάλυψης με συλλογικές συμβάσεις εργασίας στο 80% των εργαζομένων».
Ανέφερε επίσης ότι πλήγμα για τις εργασιακές σχέσεις είναι και ο τρόπος που η Κυβέρνηση αντιμετώπισε τον διάλογο για τον κατώτατο μισθό και «ιδιαίτερα στο τελευταίο και κρίσιμο στάδιο του», προσθέτοντας ότι «η έκδοση ενός διατάγματος για ένα τόσο κεφαλαιώδες ζήτημα που δεν είναι αποτέλεσμα συναίνεσης ούτε καν αποτέλεσμα ελάχιστων συγκλίσεων στα κρίσιμα ζητήματα είναι πλήγμα για τον τριμερή κοινωνικό διάλογο και αναδεικνύει ένα κυβερνητικό ετσιθελισμό».
Αναφερόμενη σε οργανωμένη εκστρατεία κατασυκοφάντησης και απαξίωσης της ΠΕΟ για τις θέσεις που εξέφρασε, η κ. Χαραλάμπους είπε ότι «ο τρόπος που μας αντιμετωπίζουν ένα πράγμα αποδεικνύει ότι ανησυχούν από όσα λέμε γιατί έχουν βάση και απήχηση ανάμεσα στους εργαζόμενους».
Σε σχέση με την επόμενη μέρα των κυβερνητικών αποφάσεων, η ΓΓ της ΠΕΟ είπε ότι «η ανατροπή των αρνητικών στοιχείων που δημιουργήθηκαν με το διάταγμα για τον κατώτατο μισθό και η θεσμική κατοχύρωση βασικών δικαιωμάτων για τους εργαζόμενους που καλύπτονται από το διάταγμα είναι ο ένας βασικός άξονας στον οποίο θα κινηθούμε το επόμενο διάστημα».
Πρόσθεσε ότι η ΠΕΟ στην πρόσκληση που απεύθυνε ο Υπουργός Εργασίας στα μέλη του Εργατικού Συμβουλευτικού Σώματος «για να αποστείλουμε κατάλογο θεμάτων για συζήτηση απαντά πολύ συγκεκριμένα απαιτώντας όσα αφέθηκαν αρρύθμιστα στο διάταγμα να ρυθμιστούν».
«Ταυτόχρονα χρειάζεται να εντείνουμε τις ενέργειες μας έτσι που με την διαδικασία ανανέωσης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας να προχωρήσει περαιτέρω η εισαγωγή νομικών ρυθμίσεων που να καθιστούν υποχρεωτικούς τους βασικούς όρους των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας για όλους τους εργαζόμενους», ανέφερε και πρόσθεσε πως «ο αγώνας που θα δώσουν οι συνάδελφοι μας στην οικοδομική βιομηχανία το επόμενο διάστημα είναι καθοριστικός».
Είπε ακόμη ότι η διαδικασία ανατροπής του συσχετισμού δυνάμεων και επέκτασης της εργασίας χωρίς κατοχυρωμένα μίνιμουμ δικαιώματα, χωρίς συλλογικές συμβάσεις και ρυθμίσεις, καταγράφεται σε έγγραφο ημερομηνίας 3/06/2020 που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την δεύτερη φάση διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων για το ενδεχόμενο θέσπισης Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τον κατώτατο μισθό. Πρόσθεσε ότι στο ίδιο έγγραφο γίνεται αναφορά ότι το ποσοστό των εργαζομένων που δεν καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας στην Κύπρο είναι 55%.
πηγή: ΚΥΠΕ